Ο αστικός πληθυσμός στη Γη, για πρώτη φορά το 2007, ξεπέρασε σε ποσοστό το 50% του συνολικού πληθυσμού. Το 2014 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 54%, με πρόβλεψη να συνεχίσει να αυξάνεται κατά 1,8% ετησίως έως το 20201.
Η PwC, σε μία προσπάθεια να βοηθήσει τις μεγάλες πόλεις να κατανοήσουν τις πολιτικές και τις δράσεις που θα φέρουν το καλύτερο αποτέλεσμα για τους πολίτες τους και την τοπική οικονομία, μέσα σε ένα ραγδαία αστικοποιούμενο περιβάλλον, πραγματοποιεί συστηματικά τα τελευταία δέκα έτη την έρευνα «Cities of Opportunity».
Η έρευνα της PwC «Cities of Opportunity» εξετάζει και εντοπίζει τους παράγοντες που συμβάλλουν σε μία «επιτυχημένη πόλη» και μία «βιώσιμη αστική κοινότητα».
Η έρευνα αξιολογεί 30 πόλεις στον κόσμο, που επιλέγονται κάθε χρόνο βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Οι πόλεις μπορεί να εναλλάσσονται, διατηρώντας όμως τον αριθμό 30, με κάποιες από αυτές να συμμετέχουν σταθερά κάθε χρόνο (π.χ. Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Παρίσι και Σαν Φρανσίσκο) και άλλες πόλεις να προστίθενται για πρώτη φορά (π.χ., για το 2014, η Τζακάρτα, το Ναϊρόμπι και το Ρίο ντε Τζανέιρο).
Η κατάταξη των πόλεων γίνεται μετά από αξιολόγησή τους. Η αξιολόγηση αυτή βασίζεται σε 10 δείκτες ομαδοποιημένους σε 3 πυλώνες.
Πυλώνας 1: Εργαλεία για έναν κόσμο που αλλάζει (Tools for a changing world): Οι δείκτες πνευματικό κεφάλαιο, καινοτομία, τεχνολογική ετοιμότητα και εξωστρέφεια, που συνιστούν τον πυλώνα αυτό, εκπροσωπούν τα χαρακτηριστικά εκείνα των πόλεων που ιστορικά συνδέονται με την ικανότητα προσαρμοστικότητάς τους σε ένα συνεχώς ρευστό και μεταβαλλόμενο περιβάλλον και εντέλει αντικατοπτρίζουν τη δυναμική για την ανάπτυξή τους.
Πυλώνας 2: Ποιότητα ζωής (Quality of life): Αποτελείται από τους δείκτες υγεία και ασφάλεια, δημογραφικά στοιχεία, βιωσιμότητα, αειφόρος ανάπτυξη, φυσικό περιβάλλον και μεταφορές/υποδομές. Είναι οι δείκτες που αποτιμούν όλα εκείνα τα αστικά πλεονεκτήματα και τις πολιτικές που συνιστούν μια υψηλή ποιότητα ζωής στην πόλη.
Πυλώνας 3: Οικονομία (Economics): Οι δείκτες οικονομική επιρροή, ευκολία επιχειρηματικής δραστηριότητας, κόστος ζωής και αγοραστική δύναμη αποδίδουν τις διαστάσεις των αστικών οικονομιών και αντικατοπτρίζουν τους τρόπους με τους οποίους οι πόλεις μπορούν να εφαρμόσουν αποτελεσματικές στρατηγικές για την οικονομική τους μεγέθυνση.
Κάθε ένας από τους δείκτες της έρευνας συσχετίζεται με επιμέρους κριτήρια, που συνθέτουν ένα πλέγμα για την αξιολόγηση της κάθε πόλης. Για την αξιολόγηση των πόλεων ανά επιμέρους κριτήριο χρησιμοποιούνται στοιχεία από δευτερογενείς πηγές πληροφόρησης, αναγνωρισμένου κύρους και αξιοπιστίας2. Βάσει των αποτελεσμάτων στα επιμέρους κριτήρια, προκύπτει η συγκριτική κατάταξη.
Το 2015, η Αθήνα προστέθηκε στη μελέτη που εκπονήθηκε από την PwC Αθήνας, ως η 31η πόλη του δείγματος.
Βάσει των αποτελεσμάτων της μελέτης, σε σύνολο 31 πόλεων που αξιολογήθηκαν, η Αθήνα βρίσκεται στην 23η θέση.
Συνολικά, η Αθήνα απέχει στις συγκρίσεις από τις «all time classics» ευρωπαϊκές/δυτικές πόλεις (π.χ. Λονδίνο, Παρίσι, Στοκχόλμη, Τορόντο), αλλά και από τις ανερχόμενες πόλεις «rising stars» της Ανατολής (π.χ. Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ, Τόκιο), χωρίς να σημειώνει ιδιαίτερα υψηλή επίδοση σε κάποιον από τους δείκτες αξιολόγησης3.
Από τη μελέτη προκύπτει η θέση της Αθήνας σε σχέση με άλλες «ανταγωνιστικές» πόλεις της Μεσογείου. Ειδικότερα, η Αθήνα βρίσκεται χαμηλότερα στην κατάταξη σε σχέση με τη Μαδρίτη, ενώ σημειώνει οριακά καλύτερες επιδόσεις από την Κωνσταντινούπολη.
Ως δυνατά σημεία της Αθήνας, συγκριτικά με άλλες πόλεις, αναδεικνύονται τα εξής:
– Εξωστρέφεια, που αξιολογείται θετικά λόγω του τουριστικού δυναμικού της πόλης, του αριθμού διεθνών συνεδρίων που πραγματοποιούνται, καθώς και της υψηλής θέσης του αεροδρομίου στην παγκόσμια κατάταξη (δείκτης Skytrax).
– Υγεία και ασφάλεια, που αξιολογείται θετικά στους δείκτες εγκληματικότητας και διαθέσιμης υποδομής υγειονομικής περίθαλψης στην πόλη.
– Χαρακτηριστικά του πληθυσμού και του τρόπου ζωής, που αξιολογείται θετικά στον δείκτη πολιτιστικής ζωντάνιας, ποιότητας διαβίωσης και ενεργού πληθυσμού.
Περιθώρια βελτίωσης εντοπίζονται κυρίως σε χαρακτηριστικά της Αθήνας που αφορούν την οικονομία και τις υποδομές της πόλης:
– Χαμηλή οικονομική επιρροή, κυρίως λόγω της περιορισμένης προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
– Υψηλό κόστος σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των κατοίκων, με βάση την αξία του «καλαθιού της νοικοκυράς».
– Δυσκολίες στις υποδομές μεταφορών, κυρίως λόγω της χαμηλής απόδοσης των δικτύων των μέσων μαζικής μεταφοράς και του υψηλού δείκτη κυκλοφοριακής συμφόρησης.
Ο Λεωνίδας Παπαϊωάννου, Senior Manager και υπεύθυνος του Δημόσιου Τομέα της PwC Ελλάδας, συνόψισε τα αποτελέσματα της μελέτης: «Το αισιόδοξο μήνυμα για την Αθήνα είναι ότι η πόλη μπορεί να ανέβει κατηγορία επίδοσης ακολουθώντας στοχευμένες παρεμβάσεις πολιτικής, με χρονική προτεραιοποίηση. Μπορεί, δηλαδή, να βελτιώσει τη θέση της, αρκεί να βρει τον προσανατολισμό της και να επικεντρωθεί στα δυνατά της χαρακτηριστικά.
Είναι όμως σαφές ότι οι δήμοι του Λεκανοπεδίου της Αθήνας επηρεάζουν μερικές μόνο μεταβλητές που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα της πόλης. Για τις υπόλοιπες δεν έχουν εκείνες τις αποφασιστικές αρμοδιότητες που θα τους επιτρέψουν να μεταβάλουν τη θέση της πόλης στην παγκόσμια κατάταξη. Η ανάγκη για τη δημιουργία μητροπολιτικού κέντρου είναι πλέον επιτακτική».
Ο Γιώργος Καμίνης, δήμαρχος Αθηναίων, του μεγαλύτερου δήμου της ευρύτερης Αθήνας, σχολίασε: «Η μελέτη αυτή αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της δημοτικής αρχής, γιατί στην ουσία μας δείχνει την εικόνα της πόλης προς τα έξω. Θα αξιοποιήσουμε τα αποτελέσματα αυτά, με στόχο την εφαρμογή των άμεσων αλλά και των μακροπρόθεσμων προτεραιοτήτων της πόλης, καθώς και για τη βελτίωση των επιδόσεων της Αθήνας, σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες πόλεις.
Η πόλη της Αθήνας προτάσσει ένα μοντέλο κοινωνικής συνοχής, καθώς και ένα καινούργιο αναπτυξιακό μοντέλο, με έμφαση στην εξωστρέφεια, την καινοτομία, την ενθάρρυνση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, καθώς και την τόνωση της ελληνικής πρωτεύουσας ως αποκλειστικού τουριστικού προορισμού.
Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι για τα 2/3 των ζητημάτων και των δεικτών αξιολόγησης που πραγματεύεται η μελέτη, η ευθύνη της διαχείρισής τους δεν περνά από τα χέρια της δημοτικής μας αρχής. Κοντολογίς, κρινόμαστε και πολύ συχνά επικρινόμαστε για θέματα που δεν μπορούμε να επιλύσουμε, όπως είναι ζητήματα των αστικών δικτύων και της ασφάλειας, γιατί πολύ απλά δεν είναι στη δική μας αρμοδιότητα και δικαιοδοσία.
Καταδεικνύεται με αυτόν τον τρόπο η αδήριτη ανάγκη για μια τοπική διακυβέρνηση, μητροπολιτικού χαρακτήρα. Αυτό είναι κυρίαρχο στη συζήτηση που γίνεται διεθνώς και συμμετέχει η Αθήνα, για τον διαρκώς ενισχυμένο ρόλο των μεγάλων πόλεων».
Σημειώσεις
1. Στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
2. Δευτερογενείς πηγές πληροφόρησης: έρευνες και στοιχεία από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. World Bank, IMF κ.λπ.), εθνικές/ευρωπαϊκές στατιστικές υπηρεσίες, έρευνες και στοιχεία από αναγνωρισμένες εταιρείες ερευνών (π.χ. Oxford Economics, Mercer) κ.ά.
3. Για να καταστεί εφικτή η σύγκριση της Αθήνας με τις άλλες μεγαλουπόλεις του δείγματος, έγινε αναγωγή των στοιχείων και των δεικτών που εξετάστηκαν στην κατάλληλη χωρική ενότητα αναφοράς (όπως, για παράδειγμα, στη χωρική ενότητα του Λεκανοπεδίου της Αθήνας σχετικά με τον αριθμό των πανεπιστημίων και των νοσοκομείων και σε επίπεδο Περιφέρειας σε ό,τι αφορά τις μεγάλες υποδομές που εξυπηρετούν την πόλη, όπως η σύνδεση με το διεθνές αεροδρόμιο κ.ά.) Με τον τρόπο αυτό και σύμφωνα με τη μεθοδολογία της PwC, έγινε μια ρεαλιστικότερη αναγωγή στον πραγματικό πληθυσμό που εξυπηρετούν οι υποδομές αυτές και αναδείχτηκαν εκείνα τα χαρακτηριστικά της Αθήνας ώστε να γίνει εφικτή η σύγκριση με μεγαλουπόλεις όπως το Παρίσι, το Λονδίνο κ.ά.