Η ανάλυση που ακολουθεί περιλαμβάνει 8.000 επιχειρήσεις από 92 κλάδους της ελληνικής οικονομίας και, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία των τελευταίων 7 ετών. κινείται σε 3 βασικούς άξονες:
• Την αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής απόδοσης και της κεφαλαιακής δομής των επιχειρήσεων.
• Tη χαρτογράφησή τους βάσει χρηματοοικονομικών δεικτών ανάπτυξης και υγείας με σκοπό τη μέτρηση της δυναμικής τους, και
• Την αναγνώριση των προοπτικών αλλά και των εμποδίων που αντιμετωπίζουν προκειμένου να αναπτυχθούν μελλοντικά.
Γενικά συμπεράσματα
Η γενική τάση είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται πλέον σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον όπου επικρατούν συνθήκες ισορροπίας, με σαφείς τάσεις ανάκαμψης.
Παράλληλα παρατηρούμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ενδείξεις στασιμότητας, όπως προκύπτουν από τη χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα και την έλλειψη ρευστότητας, ενώ παραμένει εμπόδιο για καινούργιες επενδύσεις η υψηλή φορολογία. Εντούτοις είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι χρηματοδοτικές προοπτικές άντλησης κεφαλαίων είναι μεγαλύτερες από τις χρηματοδοτικές ανάγκες που υπάρχουν.
Συνοπτικά, εστιάζοντας σε κάποια ειδικά χαρακτηριστικά που έχουν αναπτύξει οι ελληνικές επιχειρήσεις, προκύπτει ότι:
• Οι 2 στις 10 επιχειρήσεις έχουν ανεκμετάλλευτη δυναμική που προκύπτει από την αναπτυξιακή τους πορεία και την ισχυρή τους χρηματοοικονομική δομή.
• Η 1 στις 10 επιχειρήσεις μπορεί δυνητικά να αποτελέσει ελκυστικό στόχο επένδυσης, γεγονός που προκύπτει από την αυξανόμενη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους, που συνοδεύεται όμως από μια εύθραυστη κεφαλαιακή διάρθρωση.
• Παράλληλα, 2 στις 10 επιχειρήσεις θα μπορούσαν να είναι εν δυνάμει επενδυτές, καθώς διαθέτουν ισχυρή χρηματοοικονομική δομή και διαθέσιμη ρευστότητα, αλλά δραστηριοποιούνται σε αγορές και προϊόντα που φαίνονται να μην έχουν δυναμική, επομένως στρατηγικός τους στόχος θα πρέπει να είναι η κατεύθυνση των πόρων τους στη διενέργεια επενδύσεων που θα ξεκλειδώσουν τις προοπτικές ανάπτυξής τους.
• Τέλος, 5 στις 10 επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν την ανάγκη εύρεσης ενός βιώσιμου πλάνου αναδιάρθρωσης, καθώς αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα συρρίκνωσης των εργασιών τους και της ρευστότητάς τους, γεγονός που έχει αρνητική επίδραση συνολικά στην αγορά.
Περνώντας στα επιμέρους στοιχεία της έρευνάς μας και εξετάζοντας το πλήθος των επιχειρήσεων του δείγματος, παρατηρούμε ότι:
• 5 στις 10 επιχειρήσεις αυξάνουν τις πωλήσεις τους.
• 6 στις 10 επιχειρήσεις είναι κερδοφόρες, ενώ
• 1 στις 10 περνά από ζημιές σε κέρδη.
Εντούτοις, τα θετικά μηνύματα ανάπτυξης περιορίζονται από το γεγονός ότι:
• 5 στις 10 επιχειρήσεις δεν κατόρθωσαν να αυξήσουν τη λειτουργική του ς κερδοφορία.
• Ο αριθμός των κερδοφόρων επιχειρήσεων δεν μεταβλήθηκε σημαντικά σε σχέση με προηγούμενα έτη.
• Ενώ αντίστοιχος είναι ο αριθμός των εταιρειών που πέρασαν σε ζημιές σε σχέση με αυτές που περάσαν σε κέρδη.
Σημάδια ανάκαμψης αλλά περιορισμένη επενδυτική δραστηριότητα
Από την εξέταση των οικονομικών μεγεθών των επιχειρήσεων του δείγματος, διαπιστώνουμε σημάδια ανάκαμψης, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των πωλήσεων κατά 2% και την αύξηση των κερδών προ φόρων κατά 63%. Συνεχίζουν όμως να υπάρχουν συνθήκες στασιμότητας, όπως αποδεικνύει η χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα και η μείωση του δανεισμού κατά περίπου 3%. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η συνολική περιουσία των εταιρειών αυξήθηκε μόνο κατά 1,3% το τελευταίο έτος.
Στη χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων συμβάλλει και η υψηλή φορολογική επιβάρυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι:
• Το 58% των κερδών της τελευταίας τριετίας έχει αναλωθεί σε φόρους.
• Διαπιστώνουμε το πόσο περιορισμένη είναι η φορολογική βάση, καθώς το 10% των εταιρειών επιβαρύνονται με το 84% των φόρων.
• Ενώ προκύπτει ότι μόνο 1 στις 2 επιχειρήσεις παρουσιάζει ουσιαστική επιβάρυνση από φόρους.
Γίνεται εμφανές εδώ ότι για το κράτος και συνολικά την οικονομία περισσότερη ωφέλεια μπορεί να έχει η διεύρυνση της φορολογικής βάσης πάρα η διατήρηση των υψηλών συντελεστών φορολογίας.
Χρηματοδοτικές προοπτικές μεγαλύτερες από τις χρηματοδοτικές ανάγκες
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μέλλον των ελληνικών επιχειρήσεων παρουσιάζει η εξέταση των χρηματοδοτικών αναγκών και προοπτικών τους, απ’ όπου συμπεραίνουμε ότι, αν εξεταστούν συνολικά κάτω από κατάλληλες συνθήκες, οι προοπτικές τους είναι σαφώς υψηλότερες από τις ανάγκες τους. Παρατηρούμε ότι 1 στις 2 επιχειρήσεις παρουσιάζει ανάγκες χρηματοδότησής για την κάλυψη υποχρεώσεων οι οποίες ανέρχονται στα €27 δισ., όπως προκύπτει συνδυαστικά από ενδείξεις, όπως το ότι τα δάνειά τους είναι μεγαλύτερα από τις πωλήσεις τους, από το αρνητικό κεφάλαιο κίνησης που παρουσιάζουν, καθώς και την αδυναμία κάλυψης των τόκων που πρέπει να αποπληρώσουν. Από την άλλη πλευρά όμως, παρατηρούμε ότι 1 στις 2 επιχειρήσεις παρουσιάζουν δυνατότητες άντλησης €39 δισ. επιπρόσθετων κεφαλαίων, όπως προκύπτει από τη λειτουργική τους κερδοφορία, ενώ την ίδια στιγμή κατέχουν και ρευστά διαθέσιμα που ανέρχονται σε €12 δισ. και θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε επενδύσεις.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις μέσα από το Financial Growth/Health Matrix της Grant Thornton
Προκειμένου να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο και να αναδείξουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά των ελληνικών επιχειρήσεων, εφαρμόσαμε το μοντέλο Financial Growth/Health Matrix της Grant Thornton. Το μοντέλο χρησιμοποιεί ιστορικά οικονομικά δεδομένα και επιλεγμένους χρηματοοικονομικούς δείκτες προκειμένου να χαρτογραφήσει τις δυναμικές ανάπτυξης και υγείας των εταιρειών του δείγματος. Στον οριζόντιο άξονα του μοντέλου μετριέται η χρηματοοικονομική υγεία και στον κάθετο άξονα η ανάπτυξη των επιχειρήσεων και ως αποτέλεσμα διακρίνονται 4 κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται κλάδοι και επιχειρήσεις.
Από την εφαρμογή του μοντέλου, προκύπτει ότι:
• 2 στις 10 επιχειρήσεις κατατάσσονται στους illuminators, δηλαδή παρουσιάζουν προοπτικές ανάπτυξης τις οποίες συνδυάζουν με χρηματοοικονομική υγεία.
• 1 στις 10 επιχειρήσεις κατατάσσεται στους spotlighters, δηλαδή παρουσιάζουν σοβαρές προοπτικές ανάπτυξης, αντιμετωπίζουν όμως προβλήματα κεφαλαιακής διάρθρωσης.
• 2 στις 10 επιχειρήσεις κατατάσσονται στους moonlighters, έχοντας υγιή χρηματοοικονομική δομή, παρουσιάζοντας όμως δυσχέρεια στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.
• Αντίθετα, 5 στις 10 επιχειρήσεις κατατάσσονται στους gloomers, επιχειρήσεις με αδύναμη χρηματοοικονομική διάρθρωση και δραστηριότητα που συνεχώς συρρικνώνεται.
Εστιάζοντας σε κάθε κατηγορία ξεχωριστά, ξεκινώντας με τους illuminators, διαπιστώνουμε ότι έχουν έντονη αναπτυξιακή δυναμική, καθώς την τελευταία διετία πέτυχαν να αυξήσουν πωλήσεις κατά 19% και κερδοφορία κατά 70%. Εντούτοις παρουσιάζουν περιορισμένη επενδυτική δραστηριότητα, ενώ παρατηρείται διστακτικότητα άντλησης νέων δανειακών κεφαλαίων λόγω αυξημένου κόστους και περιορισμένης διαθεσιμότητας. Τα πολύ χαμηλά επίπεδα στα οποία βρίσκεται ο δανεισμός τους, σε συνδυασμό με τη λειτουργική τους κερδοφορία, τους δίνουν τη δυνατότητα να μπορούν να αντλήσουν επιπλέον κεφάλαια ύψους €19 δισ. Επιπλέον είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κατέχουν ρευστά διαθέσιμα €5,6 δισ., που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για επενδύσεις. Συνεπώς, η πρόκληση που αντιμετωπίζουν αυτές οι επιχειρήσεις είναι να βρουν τις κατευθύνσεις εκείνες προς τις οποίες θα διοχετεύσουν την ανεκμετάλλευτη δυναμικότητάς τους.
Συνεχίζοντας την ανάλυση στους spotlighters, παρατηρούμε ότι, παρά την αναπτυξιακή τους δυναμική, αντιμετωπίζουν θέματα κεφαλαιακής διάρθρωσης. Αυξάνουν σημαντικά τις πωλήσεις τους, κατά 25%, και τα λειτουργικά τους κέρδη, κατά 59%, όμως έχουν υψηλές υποχρεώσεις και οι τόκοι εξανεμίζουν τη λειτουργική τους κερδοφορία. Η δυνατότητά τους για άντληση νέου δανεισμού είναι περιορισμένη. Στο στάδιο που βρίσκονται οι spotlighters αντιμετωπίζουν προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την εύρεση κεφαλαίων που θα υποστηρίξουν την τάση ανάπτυξης που έχουν. Το γεγονός αυτό τις καθιστά ελκυστικές ως στόχους προς επένδυση.
Περνώντας στους moonlighters παρατηρούμε κάμψη στις πωλήσεις τους κατά 9%, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν χαμηλά περιθώρια καθαρής κερδοφορίας, της τάξης του 3%. Πρόκειται για υγιείς επιχειρήσεις, οι οποίες όμως δυσκολεύονται να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που είχαν κατακτήσει τα προηγούμενα έτη. Είναι χαρακτηριστικό πως εκτιμούμε ότι έχουν δυνατότητες να αντλήσουν δανειακά κεφάλαια ύψους 17 δισ., ενώ παράλληλα κατέχουν διαθέσιμα ύψους 6,3 δισ. Η πρόκληση γι’ αυτές τις επιχειρήσεις είναι να επενδύσουν σε καινούργια προϊόντα και αγορές που θα ξεκλειδώσουν τις προοπτικές ανάπτυξής τους.
Τέλος, ως gloomers, όπως έχουμε ήδη πει, συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται οι μισές σχεδόν επιχειρήσεις, γεγονός που έχει αρνητική επίδραση στην αγορά, λόγω των στρεβλώσεων που δημιουργούνται. Πρόκειται για επιχειρήσεις που ακόμα και τα τελευταία δύο έτη, που η οικονομία δείχνει να σταθεροποιείται, βλέπουν τον κύκλο εργασιών τους να συρρικνώνεται κατά 13% επιπλέον και τη λειτουργική τους κερδοφορία να είναι μηδενική, γεγονός που τους στερεί τη δυνατότητα άντλησης νέων κεφαλαίων. Παράλληλα, διαπιστώνουμε υψηλές υποχρεώσεις, η κάλυψη των οποίων απαιτεί κατ’ ελάχιστον χρηματοδότηση ύψους 16 δισ. Η πρόκληση γι’ αυτές τις επιχειρήσεις είναι η βιώσιμη αναδιάρθρωσή τους μέσω συγχωνεύσεων, αναδιάρθρωσης δανεισμού, πώλησης ζημιογόνων δραστηριοτήτων, αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ή εισαγωγής νέου μειοψηφικού ή πλειοψηφικού επενδυτή.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι οι μισές επιχειρήσεις έχουν δυνατότητες, τις οποίες πρέπει να διερευνήσουν προκειμένου να αναπτυχθούν περαιτέρω, ενώ και στις άλλες μισές που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υπάρχει σημαντικός αριθμός στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν κατάλληλες αναδιαρθρώσεις που θα ξεκλειδώσουν τις προοπτικές ανάπτυξής τους.
H πρόκληση για το σύνολο της ελληνικής επιχειρηματικότητας, που μπορεί να την οδηγήσει από τη φάση της ισορροπίας στη φάση της ανάπτυξης, είναι η εξεύρεση λύσεων που μπορούν και να συνθέτουν τις αντίρροπες δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί, με σκοπό την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση της δυναμικής των ελληνικών επιχειρήσεων.