• Σήμερα είναι: Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου, 2024

Ανάλυση και διερεύνηση των καταστάσεων ταμειακών ροών

Κυριάκος Πατατούκας

Επιθεωρητής Ποιοτικού Ελέγχου ΣΟΛ Α.Ε.

Νικόλαος Λ. Παπάκης

Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής

Master of Accountancy & Business Finance, University of Dundee, Scotland

Η General Electric Company, από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προϊόντων, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, συχνά κατηγορήθηκε για το μεγάλο ύψος των ταμειακών διαθεσίμων που κατείχε στους τραπεζικούς λογαριασμούς της. Ο διευθύνων σύμβουλος εκείνης της εποχής, λόρδος Weinstock, κατηγορήθηκε ότι δεν είχε νέες ιδέες, ούτε στρατηγική για την ανάπτυξη της επιχείρησης. Ενώ άλλες επιχειρήσεις του κλάδου έκαναν σημαντικές επενδύσεις, επιχειρώντας, για παράδειγμα, εξαγορές άλλων εταιρειών, η General Electric είχε διαθέσιμα τα οποία έφθαναν το 1 δισ. λίρες Αγγλίας.

Όμως το 1991, που οι περισσότερες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης παρασύρονταν από την ύφεση, η στρατηγική της General Electric να διακρατεί υψηλά επίπεδα ρευστότητας ήταν σωτήρια. Με ταμειακά διαθέσιμα που ξεπερνούσαν τα οκτακόσια εκατομμύρια λίρες Αγγλίας και επιπλέον εξακόσια εκατομμύρια λίρες Αγγλίας σε κοινοπραξίες της με τη γερμανική Siemens και τη γαλλική Alsthom, αποτελούσε για τους επενδυτές μια ασφαλή επένδυση με ευελιξία στρατηγικών ανάπτυξης, όταν εκείνη την ώρα άλλες επιχειρήσεις στραγγαλίζονταν από την έλλειψη ρευστότητας, προσπαθώντας να επιβιώσουν.

Συνεπώς, μπορούμε να εξάγαγουμε με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι τα ταμειακά διαθέσιμα για μια επιχείρηση είναι ένα πολύ σημαντικό περιουσιακό στοιχείο. Η χρηματοοικονομική κατάσταση η οποία εμφανίζει τις εισπράξεις και τις πληρωμές μιας επιχείρησης είναι γνωστή ως Κατάσταση Ταμειακών Ροών (Cash Flow Statement).

Κατάσταση Ταμειακών Ροών (Cash Flow Statement)

Η Κατάσταση Ταμειακών Ροών είναι η βασικότερη χρηματοοικονομική κατάσταση μετά από τις καταστάσεις συνολικού εισοδήματος και χρηματοοικονομικής θέσης, οι οποίες εμφανίζονται στις σημειώσεις των επιχειρήσεων, και δημοσιεύονται σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (IFRS), καθώς επίσης και σε μη εισηγμένες επιχειρήσεις οι οποίες εφαρμόζουν τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα και κατατάσσονται σε οντότητες μεγάλου μεγέθους. Αρκετοί οικονομικοί αναλυτές, ορκωτοί λογιστές αλλά και θεωρητικοί της λογιστικής, θεωρούν ότι η Κατάσταση Ταμειακών Ροών είναι ίσως η πιο σημαντική χρηματοοικονομική κατάσταση, γιατί σε συνδυασμό με τις δύο άλλες καταστάσεις (Κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης και Κατάσταση εισοδήματος) δείχνει τη δυνατότητα της εταιρείας να συνεχίσει την δραστηριότητά της (James A. Largay και Clyde P. Stickney).

Επίσης, η Κατάσταση Ταμειακών Ροών δείχνει την ποιότητα των αποτελεσμάτων (π.χ. κέρδη – ζημίες) που εμφανίζει η Κατάσταση Αποτελεσμάτων. Η Κατάσταση Αποτελεσμάτων εμφανίζει το κέρδος ή τη ζημία που πέτυχε μια επιχείρηση κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου (εξάμηνο ή έτος), καθώς επίσης και τους παράγοντες που διαμόρφωσαν το αποτέλεσμα αυτό (κέρδος ή ζημία). Η Κατάσταση Αποτελεσμάτων καταρτίζεται σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές. Επιπλέον, η διοίκηση της επιχείρησης προβαίνει σε εκτιμήσεις και παραδοχές για κονδύλια όπως, για παράδειγμα, οι αποσβέσεις (εκτιμώμενος χρόνος ζωής παγίων) ή οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις. Συνεπώς, τα κέρδη ή οι ζημίες μιας επιχείρησης αντανακλούν μια σειρά από εκτιμήσεις και παραδοχές, οι οποίες μάλιστα αναθεωρούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Τα μετρητά και τα ταμειακά ισοδύναμα αφορούν το ταμείο, καθώς επίσης και τις καταθέσεις στις τράπεζες. Σύμφωνα με το ΔΛΠ 7, μια επένδυση η οποία μπορεί να εισπραχθεί εντός 3 μηνών θεωρείται ταμειακό διαθέσιμο. Τα ταμειακά διαθέσιμα είναι ένα στοιχείο του ενεργητικού το οποίο δεν επιδέχεται εκτιμήσεις και παραδοχές, όπως συμβαίνει με άλλα στοιχεία του ενεργητικού. Δηλαδή, όταν μια επιχείρηση εμφανίζει στον λογαριασμό «Καταθέσεις όψεως» εκατό χιλιάδες ευρώ σημαίνει ότι πράγματι έχει τόσα χρήματα στην τράπεζα. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο Ισολογισμός, η Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσεως και οι Ταμειακές Ροές συνδέονται μεταξύ τους. Δηλαδή η Κατάσταση Ταμειακών Ροών μας εξηγεί τη γενεσιουργό αιτία για τις μεταβολές που επέρχονται στα ταμειακά διαθέσιμα μια επιχείρησης, ενώ η Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσεως μας εξηγεί τις μεταβολές που επέρχονται στα ίδια κεφάλαιά της. Επιπλέον, οι ταμειακές ροές μας παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την ποιότητα των κερδών, καθώς επίσης μας πληροφορούν για την ανάπτυξη μιας επιχείρησης σε μια δεδομένη χρονική περίοδο.

Ταξινόμηση των ταμειακών ροών

Η Κατάσταση Ταμειακών Ροών (Cash Flow Statement) ταξινομείται σε τρεις βασικές κατηγορίες:

1) Ταμειακές ροές που προέρχονται από ή χρησιμοποιούνται σε λειτουργικές δραστηριότητες (Operating Cash Flow).

Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις ταμειακές ροές που προέρχονται από τη λειτουργική δραστηριότητα της επιχείρησης, όπως, για παράδειγμα, εισπράξεις μετρητών από τους πελάτες ή πληρωμές που κατέβαλε η επιχείρηση για εξόφληση μισθών ή προμηθευτών.

2) Ταμειακές ροές που προέρχονται από ή χρησιμοποιούνται σε επενδυτικές δραστηριότητες (Investment Cash Flow).

Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις ταμειακές ροές που προέρχονται από επενδυτικές δαπάνες, όπως π.χ. η αγορά ενός μηχανήματος ή ενός φορτηγού αυτοκινήτου. Με την ίδια λογική, εάν η επιχείρηση πουλήσει ένα άλλο πάγιο (περιουσιακό στοιχείο), τα χρήματα που θα εισρεύσουν στην επιχείρηση θα εμφανισθούν σε αυτήν την κατηγορία.

3) Ταμειακές ροές που προέρχονται από ή χρησιμοποιούνται σε χρηματοδοτικές δραστηριότητες (Financial Cash Flow).

Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις πηγές χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης τόσο από ξένα όσο και από ίδια κεφάλαια. Δηλαδή η αποπληρωμή ενός δανείου, η αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης ή η καταβολή μερισμάτων θα εμφανισθούν σε αυτήν την κατηγορία.

Διερεύνηση των Καταστάσεων Ταμειακών Ροών (Cash Flow Statements)

Πολλοί επαγγελματίες, όπως χρηματοοικονομικοί αναλυτές, λογιστές αλλά και ορκωτοί λογιστές, χρησιμοποιούν χρηματοοικονομικούς δείκτες βασιζόμενοι κυρίως στον Ισολογισμό και στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσεως. Όμως και η Κατάσταση Ταμειακών Ροών, σε συνδυασμό με τις άλλες δύο χρηματοοικονομικές καταστάσεις, μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση της «υγείας» μιας επιχείρησης. Για παράδειγμα η ποιότητα των κερδών μιας επιχείρησης μπορεί να εξαχθεί από τον εξής δείκτη:

Δείκτης αποδοτικότητας κερδών

Ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες

Λειτουργικά κέρδη

Αυτός ο δείκτης μάς παρέχει μια ένδειξη για τις μεταβολές που έχουν επέλθει μεταξύ λειτουργικών ταμειακών ροών και λειτουργικών κερδών. Τα λειτουργικά κέρδη περιέχουν κονδύλια όπως αποσβέσεις και προβλέψεις. Ωστόσο μια επιχείρηση όπου, π.χ., το κονδύλι των αποσβέσεών της είναι σημαντικό, αναμένεται αυτός ο δείκτης αποδοτικότητας των κερδών της να είναι μεγαλύτερος του ένα (1). Επιπλέον, θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία, καθώς επίσης και το μέγεθος για τη διαφορά μεταξύ ταμειακών ροών από λειτουργική δραστηριότητα και λειτουργικών κερδών. Για παράδειγμα, όταν ο δείκτης για κάποια σειρά ετών βαίνει μειούμενος και ειδικότερα κάτω του ένα (1), μια πιθανή αιτία είναι η επιχείρηση να μην εισπράττει επαρκώς τις απαιτήσεις της ή να μην πληρώνει επαρκώς τις υποχρεώσεις της. Επίσης άλλη αιτία μπορεί να είναι ότι οι απαιτήσεις της δεν είναι πραγματικές ή ότι δεν αναγνωρίζει στα βιβλία τις υποχρεώσεις της. Επίσης άλλη μια πιθανή αιτία για έναν υψηλό δείκτη θα μπορούσε να είναι ότι η επιχείρηση εισπράττει επαρκώς τις απαιτήσεις της, διακρατεί ελάχιστο απόθεμα (απόθεμα ασφαλείας) και δεν εξοφλεί επαρκώς τους προμηθευτές της.

Οι ταμειακές ροές οι οποίες προέρχονται από τις λειτουργικές δραστηριότητες της επιχείρησης είναι ένα από τα πιο σημαντικά μεγέθη της. Θετικές λειτουργικές ροές σημαίνει ότι η επιχείρηση μάλλον είναι και κερδοφόρα και πιθανόν μετατρέπει τα κέρδη της σε μετρητά. Δηλαδή, μια επιχείρηση θα πρέπει να έχει όχι μόνο ρευστότητα αλλά και κέρδη, διότι εάν έχει συνεχώς ζημιές θα οδηγήσουν την επιχείρηση με μαθηματική ακρίβεια διαχρονικά σε αρνητικές ταμειακές ροές. Συνεπώς, μια υγιής επιχείρηση χρειάζεται τόσο ταμειακά πλεονάσματα όσο και κέρδη. Συνεπώς, η επιχείρηση μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε αύξηση κεφαλαίου ή να δανειστεί.

Επιπλέον ο Albrecht (2003) και ο Wells (2005) υποστηρίζουν ότι η ανάλυση με δείκτες των οικονομικών καταστάσεων είναι πολύ χρήσιμη στην αναγνώριση παραποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ειδικότερα της Κατάστασης Ταμειακών Ροών, διότι, για παράδειγμα, η ανάλυση με δείκτες του Ισολογισμού αφορά τη δεδομένη χρονική στιγμή που καταρτίζεται ο ισολογισμός, ενώ η Κατάσταση Ταμειακών Ροών αναφέρεται σε ολόκληρη την περίοδο που δραστηριοποιείται, συνήθως το έτος. Επίσης η Κατάσταση Ταμειακών Ροών παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ικανότητα της επιχείρησης να λειτουργεί αποτελεσματικά, να παρουσιάζει τον τρόπο χρηματοδότησης της ανάπτυξής της, καθώς και την εξόφληση των υποχρεώσεών της.

Ωστόσο οι πωλήσεις μιας επιχείρησης συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τις απαιτήσεις της από πελάτες, δηλαδή με το εσωτερικό αλλά και με το εξωτερικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται. Ο Foster προσδιόρισε, σε μια μελέτη που έγινε το 1983 για μια περίοδο 20 ετών, μεταξύ 1964-1983, για 315 εταιρείες, ότι οι μεταβολές στα κέρδη μιας εταιρείας επηρεάζονται (κατά μέσο όρο) κατά 36% από παράγοντες του ίδιου του κλάδου όπου δραστηριοποιείται η εταιρεία και κατά 17% από παράγοντες που αφορούν το σύνολο της οικονομίας. Συνεπώς, τα κονδύλια των λογαριασμών στις οικονομικές καταστάσεις μιας εταιρείας δεν διαμορφώνονται τυχαία. Όταν ερμηνεύουμε τα λογιστικά δεδομένα κοιτάζουμε μόνο τα συμπτώματα. Οι αιτίες για τη σχετική θέση της επιχείρησης στον κλάδο όπου δραστηριοποιείται συμβαίνουν πολύ νωρίτερα και συνήθως σχετίζονται με τις αποφάσεις που λαμβάνει η διοίκηση της επιχείρησης.

Επομένως, μπορούμε να προσδιορίσουμε τη σχετική θέση της επιχείρησης στην αγορά που δραστηριοποιείται σε σχέση με τις υπόλοιπες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις. Γνωρίζοντας η διοίκηση τη σχετική θέση της επιχείρησης μέσα στην αγορά όπου δραστηριοποιείται, μπορεί να χαράξει τη μελλοντική στρατηγική της.

Η συνεχιζόμενη ύφεση στην ελληνική οικονομία έχει αυξήσει την ένταση του ανταγωνισμού και έχει επηρεάσει δυσμενώς την κερδοφορία και τη ρευστότητα πολλών επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Σε μια αγορά που συνεχώς συρρικνώνεται, οι στρατηγικές επιλογές μιας επιχείρησης δύναται να είναι οι εξής:

α) Στρατηγική ηγέτη

Η επιχείρηση ανακαλύπτει τρόπους να γίνει ο κυρίαρχος «παίκτης» στην ήδη συρρικνούμενη αγορά. Η επιχείρηση αυξάνει το μερίδιό της στην ήδη μειούμενη αγορά μαζεύοντας τα μερίδια των επιχειρήσεων που φεύγουν από την υπάρχουσα αγορά. Αυτή η στρατηγική έχει νόημα να εφαρμοστεί στην περίπτωση που η επιχείρηση έχει εξαιρετικά πλεονεκτήματα, που της επιτρέπουν να πάρει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές της σε μια φθίνουσα αγορά και οικονομία, δεδομένου ότι η ταχύτητα και η ένταση του ανταγωνισμού είναι σχετικά χαμηλή. Για παράδειγμα, η Philip Morris Co. έχει υιοθετήσει μια τέτοια στρατηγική, αυξάνοντας το μερίδιο αγοράς της, κερδίζοντας τεράστια κέρδη στην αγορά του καπνού.

β) Στρατηγική σε συγκεκριμένα κομμάτια της αγοράς

Με αυτή την στρατηγική η επιχείρηση στοχεύει σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς, για τα οποία η ζήτηση μειώνεται λιγότερο σε σχέση με το σύνολο της αγοράς του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται. Αυτή η στρατηγική εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση έχει μοναδικά πλεονεκτήματα, όπως, για παράδειγμα, η εταιρεία Naval Inc., η οποία κατασκεύαζε εξοπλισμό για κυνήγι φάλαινας, έχοντας σχεδόν μονοπωλιακή θέση στην αγορά, επιτρέποντας στα κεφάλαιά της να έχουν ικανοποιητική απόδοση σε αυτή τη μικρή αγορά.

γ) Στρατηγική σε αναδιαρθρούμενη αγορά

Με αυτή την στρατηγική η επιχείρηση βελτιστοποιεί τις χρηματοοικονομικές ροές της. Αυτή η στρατηγική θεωρείται η καλύτερη όταν μια επιχείρηση θέλει να βγει από την αγορά. Η συγκεκριμένη στρατηγική εφαρμόζεται όταν η διοίκηση της επιχείρησης προβλέπει ότι το μέγεθος της αγοράς θα μειωθεί απότομα και συνεπώς ο ανταγωνισμός θα ενταθεί ή της λείπουν οι δυνάμεις για να κρατήσει το υπάρχον μερίδιο που κατέχει στην αγορά. Σε αυτήν την περίπτωση, η επιχείρηση θα πρέπει να μειώσει ή να μηδενίσει τις καινούργιες επενδυτικές της δαπάνες, όπως αγορά νέου εξοπλισμού, δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης κ.λπ. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα η επιχείρηση να χάσει μερίδιο αγοράς που κατέχει, όμως επειδή για αρκετό καιρό δεν επενδύει, αρχικά οι ροές χρήματος (Cash Flows) θα είναι θετικές. Ουσιαστικά η επιχείρηση παίρνει πίσω τα χρήματά της σε αντάλλαγμα του μεριδίου αγοράς της. Ωστόσο οι ροές χρήματος (Cash Flows) θα αρχίσουν να μειώνονται και τελικά η επιχείρηση θα εισέλθει στη διαδικασία της ρευστοποίησης. Στην πράξη αυτή η στρατηγική επιλογή είναι δύσκολη, διότι, αφενός, θα έχει αντίκτυπο στους εργαζόμενους, αφετέρου, οι πελάτες εάν καταλάβουν ότι η επιχείρηση οδεύει για ρευστοποίηση θα φύγουν πολύ πιο γρήγορα και συνεπώς το μερίδιο που κατέχει η επιχείρηση θα μειωθεί πιο γρήγορα απ’ ό,τι ανέμενε.

δ) Στρατηγική της αποεπένδυσης

Με αυτή την στρατηγική η επιχείρηση πωλείται σε τρίτους. Αυτή η επιλογή βασίζεται στην ιδέα ότι η επιχείρηση θα ρευστοποιηθεί προτού η αγορά που δραστηριοποιείται αρχίζει να συρρικνώνεται απότομα. Αυτή η στρατηγική εφαρμόζεται για επιχειρήσεις οι οποίες είναι αδύναμες σε σχέση με τον ανταγωνισμό και ο ανταγωνισμός αναμένεται να ενταθεί. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής εξαρτάται από την ικανότητα της διοίκησης της επιχείρησης να προβλέψει μια επικείμενη πτώση της αγοράς πριν αυτή γίνει περισσότερο έντονη, έτσι ώστε η επιχείρηση να πωληθεί σε μεγαλύτερη τιμή.

Οποιαδήποτε στρατηγική επιλογή κάνει μια επιχείρηση, αυτή η επιλογή αργά ή γρήγορα αντανακλάται στις οικονομικές καταστάσεις.

Ένας επενδυτής κυρίως ενδιαφέρεται για το ύψος, τη χρονική στιγμή, καθώς και για την αβεβαιότητα των μελλοντικών ελεύθερων ταμειακών ροών μιας επένδυσης Οι ελεύθερες ταμειακές ροές προκύπτουν εάν από τις ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες αφαιρεθούν οι επενδύσεις για κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Οι ελεύθερες ταμειακές ροές είναι ίσως από τους καλύτερους δείκτες της απόδοσης μιας επιχείρησης, και αυτό διότι μας δείχνει τα ταμειακά διαθέσιμα που προέρχονται από τη λειτουργική δραστηριότητά της, μείον τα διαθέσιμα που χρειάζεται για να διατηρηθεί εύρωστη στο μέλλον.

Θετικές ελεύθερες ταμειακές ροές δείχνουν ότι:

¾ Η επιχείρηση έχει επιλογές, δηλαδή έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τις ελεύθερες ταμειακές ροές έτσι ώστε να εξαγοράσει μια ανταγωνίστρια εταιρεία ή να καταβάλει μερίσματα ή bonus ή να διακρατεί ρευστότητα σε υψηλά επίπεδα, έχοντας περισσότερες εναλλακτικές ευκαιρίες.

¾ Η διοίκηση της επιχείρησης δεν επικεντρώνεται μόνο στο πώς θα εξυπηρετήσει τις τρέχουσες ανάγκες (είσπραξεις από πελάτες, εξόφληση μισθοδοσίας, προμηθευτών, φόρων), αλλά στο πώς η εταιρεία μπορεί να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική.

¾ Εάν η επιχείρηση είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η εποπτεύουσα αρχή αλλά και οι επενδυτές μάλλον θα δουν ευνοϊκά τη μετοχή της.