Ο επικείμενος ανασχηματισμός, αλλά και η λήξη των εργασιών της Ολομέλειας της Βουλής θεωρούνται οι πιο πιθανοί λόγοι που οδήγησαν την Διοίκηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο να προχωρήσει αιφνιδίως στην αναβολή της δημοσιοποίησης της έκθεσης αξιολόγησης του Ταμείου για την Ελλάδα.
Το ΔΝΤ είχε ενημερώσει χθες το απόγευμα τους δημοσιογράφους που καλύπτουν το Ταμείο πως η έκθεση αξιολόγησης θα τους δινόταν στη μία σήμερα το πρωί ώρα Ελλάδας. Ωστόσο, χθες αργά το βράδυ ανακοινώθηκε πως η έκθεση δεν θα δημοσιοποιηθεί σήμερα Πέμπτη, αλλά την επόμενη εβδομάδα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις η αναβολή της έκθεσης προκλήθηκε από την μετάθεση των αποφάσεων για τον επικείμενο ανασχηματισμό , αλλά και από τη λήξη των εργασιών της Ολομέλειας της Βουλής , η οποία εκ των πραγμάτων θα καθυστερήσει την ψήφιση κάποιων εκ των προαπαιτούμενων που έχει θέσει η τρόικα (αιγιαλός, επικουρικές συντάξεις, φόροι υπέρ τρίτων, κ.α..)
Σε κάθε περίπτωση απαντήσεις επί του θέματος αναμένεται να δώσει σήμερα ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Τζέρι Ράις, κατά την καθιερωμένη συνέντευξή Τύπου του Ταμείου.
Αποφάσεις από την ΕΚΤ
Σήμερα όμως η συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ αναμένεται να λάβει σημαντικές αποφάσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και την αντιμετώπιση των αποπληθωριστικών τάσεων. Τα στοιχεία της Eurostat, επιβεβαίωσαν ότι οι αποπληθωριστικές πιέσεις (Μάιος: 0,5%) στην ευρωζώνη εντείνονται, ασκώντας πίεση προς την ΕΚΤ στην κατεύθυνση της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.
Για να τονώσει την εγχώρια ζήτηση στις 18 οικονομίες της ζώνης του ευρώ η ΕΚΤ αναμένεται να αποφασίσει σήμερα Πέμπτη την περαιτέρω μείωση του βασικού επιτοκίου, που σήμερα ανέρχεται στο 0,25%, στο 0,15% ή 0,10%, ενώ για τις τράπεζες εκείνες που καταθέτουν τα χρήματα τους στην ΕΚΤ, το επιτόκιο θα διαμορφωθεί με αρνητικό πρόσημο.
Στους σχεδιασμούς της ΕΚΤ περιλαμβάνεται και η εκπόνηση ενός ειδικού προγράμματος για την ενίσχυση των επιχειρήσεων σε χώρες της νότιας Ευρώπης. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι νοτιοευρωπαϊκές τράπεζες θα διασφαλίσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Το εύρος του προγράμματος θα κινείται στα 40 δισ. ευρώ.