Καθώς νέοι κανονισμοί υποχρεωτικής εναλλαγής ελεγκτή συζητούνται, εγκρίνονται ή απορρίπτονται ανά τον κόσμο, μια νέα έρευνα υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση για την εκτίμηση των επιπτώσεων αυτών των κανονισμών επί της ποιότητας των διενεργουμένων ελέγχων.
Kendall ο’ Bowlin
University of Mississippi
jessen l.Hobson
University of Illinois at Urbana-Champaign
David Piercey
University of Massachusetts – Amherst
Mετάφραση:
Σπύρος Αλαμάνος, Γραφείο διεθνών σχέσεων ΣΟΕΛ
Μέχρι στιγμής η συζήτηση για την υποχρεωτική εναλλαγή ελεγκτή έχει χαρακτηρισθεί από δύο αντικρουόμενες θέσεις. Από τη μία πλευρά, οι υποστηρικτές της υποχρεωτικής εναλλαγής ανησυχούν για τους κινδύνους που δημιουργούν οι μακροχρόνιες σχέσεις ελεγκτή – ελεγχομένου ως προς τη νοοτροπία του ελεγκτή. Με τον περιορισμό αυτής της σχέσης, η εναλλαγή υποτίθεται ότι θα βελτιώσει την ποιότητα των ελέγχων, βοηθώντας τους ελεγκτές να διατηρήσουν τον επαγγελματικό σκεπτικισμό τους και να μην επιδεικνύουν υπερβολική εμπιστοσύνη στους ισχυρισμούς των πελατών τους. Από την άλλη πλευρά, οι πολέμιοι της υποχρεωτικής εναλλαγής υποστηρίζουν ότι οι γνώσεις που αποκτώνται από τον ελεγκτή σχετικά με τις ιδιαιτερότητες της εταιρείας θα χάνονται με κάθε εναλλαγή, βλάπτοντας τελικά την ποιότητα του ελέγχου.
Μια νέα έρευνα, με τίτλο «Οι συνέπειες της εναλλαγής ελεγκτή, του επαγγελματικού σκεπτικισμού και των σχέσεων με τη διοίκηση», ερευνά εκ του σύνεγγυς τα προσδοκώμενα οφέλη της υποχρεωτικής εναλλαγής και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα οφέλη αυτά μερικές φορές δεν υφίστανται. Στην πραγματικότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις η υποχρεωτική εναλλαγή μπορεί να επιδεινώσει το θέμα που υποτίθεται ότι θα βελτίωνε. Συγκεκριμένα, η βασική υπόθεση ήταν μέχρις στιγμής ότι οι ελεγκτές θα επιδεικνύουν ολοένα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη προς τους πελάτες τους με την πάροδο του χρόνου. Ως εκ τούτου αντλείται το πόρισμα ότι οι ελεγκτές θα επεδείκνυαν λιγότερη εμπιστοσύνη στους πελάτες τους, αν οι ίδιοι εναλλάσσονταν.
Η έρευνα θέτει αυτές τις υποθέσεις υπό αμφισβήτηση, υποδεικνύοντας ότι είναι μόνο η μισή αλήθεια. Από τη μία πλευρά, όταν οι ελεγκτές επικεντρώνονται στην εκτίμηση της πιθανότητας οι ισχυρισμοί των πελατών τους να είναι αληθείς, τότε τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι οι ελεγκτές με μακροχρόνιες σχέσεις με την ελεγχόμενη οντότητα αποκτούν υπερβάλλουσα εμπιστοσύνη στους ισχυρισμούς των πελατών τους και η εναλλαγή βοηθά στη μείωση αυτής της τάσης. Από την άλλη πλευρά, όταν οι ελεγκτές επικεντρώνονται στην εκτίμηση του κινδύνου να είναι ψευδείς οι ισχυρισμοί των πελατών τους (π.χ. εκτιμήσεις κινδύνου απάτης), επωφελούνται από το ότι είναι σε μια μακροχρόνια σχέση με τους πελάτες τους, και είναι οι εξ εναλλαγής ελεγκτές αυτοί που επιδεικνύουν υπερβάλλουσα εμπιστοσύνη εις βάρος της ποιότητας του ελέγχου.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Σε μια μακροχρόνια σχέση, οι ελεγκτές αποκτούν εμπιστοσύνη στη δυνατότητά τους να αξιολογήσουν το ακριβές ή το ανακριβές των ισχυρισμών των πελατών τους. Έτσι, όταν οι ελεγκτές αξιολογούν την πιθανότητα οι ισχυρισμοί των πελατών τους να είναι ακριβείς, έχουν ισχυρή ψυχολογική προδιάθεση να κάνουν ακριβώς αυτό. Από την άλλη πλευρά, όταν αξιολογούν τον κίνδυνο οι εν λόγω ισχυρισμοί να είναι ανακριβείς, έχουν την ίδια ακριβώς επιβεβαιωτική προδιάθεση. Η εναλλαγή υπονομεύει την επιβεβαιωτική του ερωτήματος προδιάθεση. Οι εξ εναλλαγής ελεγκτές βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς την εξεύρεση ψυχολογικής στήριξης είτε για την πιθανή ακρίβεια είτε για την ανακρίβεια των ισχυρισμών των πελατών τους. Ως εκ τούτου, η μελέτη αυτή δείχνει ότι η βασική υπόθεση στην οποία βασίζεται αυτή η συζήτηση, ήτοι ότι η εναλλαγή θα ενίσχυε τον επαγγελματικό σκεπτικισμό του ελεγκτή, δεν είναι έγκυρη. Ο σκεπτικισμός φαίνεται να ενισχύεται από μια μακροχρόνια σχέση ελεγκτή – ελεγχομένου.
Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ψυχολογικό φαινόμενο, που εμφανίζεται μεταξύ των ανθρώπων εν γένει. Προς απόδειξη των συμπερασμάτων της, η μελέτη χρησιμοποίησε ένα προσεκτικά ελεγχόμενο εργαστηριακό πείραμα. Οι συμμετέχοντες στο πείραμα αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους ως ανώνυμα ζεύγη μέσω ενός δικτύου υπολογιστών. Σε κάθε ζεύγος, ένας από τους συμμετέχοντες πήρε το ρόλο του ελεγκτή και ο άλλος του ελεγχομένου. Είχαν να κάνουν επιλογές ανάλογες αυτών που τακτικά κάνουν τόσο οι ελεγκτές όσο και οι ελεγχόμενοι. Δηλαδή, οι διοικήσεις των ελεγχόμενων οντοτήτων έπρεπε να επιλέξουν επιθετική ή συντηρητική χρηματοοικονομική αναφορά, και είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε μη δεσμευτικούς ισχυρισμούς στους ελεγκτές. Οι ελεγκτές είχαν τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσουν αν έπρεπε να εμπιστευτούν τους ισχυρισμούς αυτούς και για το αν θα προέβαιναν σε ελεγκτικές του συγκεκριμένου ισχυρισμού διαδικασίες υψηλού ή χαμηλού κόστους. Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι ρόλοι και οι επιλογές περιγράφονται με γενικούς όρους, προκειμένου οι συμμετέχοντες να μην μπορούν να διαγνώσουν τον σκοπό της μελέτης, το πείραμα συνέλαβε τη βασική δυναμική των επιλογών που αντιμετωπίζουν ελεγκτές και οι ελεγχόμενες διοικήσεις. Ως προς την αποτελεσματικότητα του ελέγχου, η καλύτερη επιλογή των ελεγκτών είναι οι ελεγκτικές διαδικασίες χαμηλότερου κόστους, εφόσον ο ελεγχόμενος ιθύνων προβαίνει σε συντηρητική χρηματοοικονομική αναφορά. Σε αντίθετη περίπτωση, οι ελεγκτικές διαδικασίες χαμηλότερου κόστους αποτελούν τη χειρότερη επιλογή για τους ελεγκτές. Για τις ελεγχόμενες διοικήσεις η επιθετική χρηματοοικονομική αναφορά είναι η καλύτερη επιλογή για όσο διάστημα ο ελεγκτής χρησιμοποιεί ελεγκτικές διαδικασίες χαμηλότερου κόστους. Αλλά η επιθετική χρηματοοικονομική αναφορά είναι η χειρότερη επιλογή όταν οι ελεγκτές ασκούν ελέγχους υψηλού κόστους.
Προς τι η χρήση της πειραματικής αυτής προσέγγισης για τη μελέτη των ελεγκτών; Σχεδόν το σύνολο των προηγούμενων ερευνών σχετικά με τις επιπτώσεις της εναλλαγής ελεγκτή χρησιμοποιούν βάσεις ιστορικών δεδομένων. Όπως έχουν επισημάνει οι ρυθμιστικές αρχές, οι μελέτες αυτές, ως εκ τούτου, πάσχουν από έναν εγγενή περιορισμό. Συγκεκριμένα, έχει εξεταστεί κυρίως το κατά πόσον οι μακροχρόνιες σχέσεις ελεγκτή – ελεγχομένου σχετίζονται με βελτιωμένη ή χειρότερη ποιότητα των κερδών. Για παράδειγμα, εάν οι μακροχρόνιες σχέσεις οδηγήσουν σε βελτίωση της κερδοφορίας, τότε θεμελιώνεται η υπόθεση ότι τα οφέλη της γνώσης που αποκομίζουν οι ελεγκτές με την πάροδο του χρόνου υπερβαίνουν τις απειλές που θέτει η σχέση αυτή στον επαγγελματικό σκεπτικισμό τους. Αν αυτό αληθεύει, η εναλλαγή θα μπορούσε να υπονομεύσει την ποιότητα του ελέγχου, η οποία όμως θα φαινόταν να αυξάνεται με τον χρόνο. Το πρόβλημα με αυτές τις μελέτες συσχέτισης, όμως, είναι ότι αυτός ο συσχετισμός θα μπορούσε να προκύψει για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Για παράδειγμα, οι ελεγκτές έχουν την τάση να αποδεσμεύονται από τους επιθετικότερους των πελατών τους με την πάροδο του χρόνου (π.χ. αποφάσεις ανανέωσης ανάθεσης ελέγχου) και οι διοικήσεις που χρησιμοποιούν πιο επιθετικές πολιτικές χρηματοοικονομικής αναφοράς τείνουν να ψάχνουν για τους ελεγκτές με την πλέον συμφέρουσα για τους ίδιους ελεγκτική γνώμη. Αμφότερες οι συνέπειες αυτές θα οδηγήσουν σε θετικό συσχετισμό μεταξύ της διάρκειας της σχέσης ελεγκτή – ελεγχομένου και της πορείας των κερδών, αλλά αυτό δεν λέει τίποτα για το αν η ίδια η ποιότητα του ελέγχου βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Με τη χρήση αυτής της πειραματικής προσέγγισης, η έρευνα ελέγχει αυτές τις εναλλακτικές εξηγήσεις κατά τρόπο αδύνατο για τη μέθοδο συσχέτισης δεδομένων. Για παράδειγμα, σε αυτό το πείραμα, οι περιπτώσεις επιθετικής χρηματοοικονομικής αναφοράς κατανεμήθηκαν τυχαία σε συνθήκες ελέγχου εξ εναλλαγής ή μη, και έτσι δεν μπορούσε πλέον να δημιουργηθεί τεχνητά ο συσχετισμός μεταξύ εναλλαγής και ποιότητας του ελέγχου απλώς και μόνο λόγω της χρήσης επιθετικής πολιτικής χρηματοοικονομικής αναφοράς. Επιπλέον, με τη χρήση ενός πειράματος, η έρευνα μπορεί να δει σημαντικές «εσωτερικές» ενδείξεις ποιότητας του ελέγχου, στις οποίες οι βάσεις δεδομένων είναι τυφλές. Για παράδειγμα, η έρευνα μπορεί να δει ακριβώς πόσο συχνά ψεύδονται οι διοικούντες, πόσο συχνά τους πιστεύουν οι ελεγκτές και πόσο συχνά αυτοί επιλέγουν ελεγκτικές διαδικασίες χαμηλότερου κόστους, ενώ οι ελεγχόμενες διοικήσεις χρησιμοποιούν επιθετικές πολιτικές χρηματοοικονομικής αναφοράς.
Το άρθρο καταλήγει: «Ένα εκ των συμπερασμάτων της μελέτης μας είναι ότι η εστίαση των ελεγκτών σε ένα σκεπτικιστικό πλαίσιο αξιολόγησης και όχι η υποχρεωτική εναλλαγή ελεγκτή θα μπορούσε να είναι ένας λιγότερο δαπανηρός τρόπος μείωσης των ελέγχων ήσσονος προσπάθειας και επιθετικής πολιτικής χρηματοοικονομικής αναφοράς». Η μελέτη εμφανίζεται στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού The Accounting Review, που δημοσιεύθηκε από την Αμερικανική Ένωση Λογιστών.
Copyright © Ιανουάριος 2016, από τη Διεθνή Ομοσπονδία Λογιστών (IFAC). Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται. Χρησιμοποιείται με την άδεια της ΔΟΕ.
Το άρθρο αυτό έχει μεταφραστεί από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών Ελλάδας (ΣΟΕΛ). Η IFAC δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για την ακρίβεια και την πληρότητα της μετάφρασης ή για ενέργειες που μπορεί να προκύψουν ως αποτέλεσμα αυτής.