Θεόδωρος Γρηγοράκος
Επ. προέδρος επιστημονικού συμβουλίου ΣΟΕΛ και επί 20ετία αντιπρόεδρος ΕΣΥΛ, Τεχνικός σύμβουλος ΣΟΛ Α.Ε.. – Τ. ορκωτός λογιστής, πτυχιούχος ΑΣΟΕΕ και Νομικής
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΔΕΝ ΕΙΔΑΝ ΤΗΝ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ;
Τα Λογιστικά Πρότυπα του FASB των ΗΠΑ (που κατά το πλείστον συμβαδίζουν με τα ΔΛΠ/ΔΠΧΠ) διευκόλυναν τη δημιουργία της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, της οποίας οι επιπτώσεις ταλανίζουν ακόμη την παγκόσμια οικονομία.
Σοκαρισμένη η ανθρωπότητα παρακολουθεί τις πρωτοφανείς συνέπειες που προκαλεί το τσουνάμι της κολοσσιαίας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε στις ΗΠΑ και ταχύτατα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την υφήλιο. Οι πάντες διερωτώνται ποια είναι τα πραγματικά αίτια που προκάλεσαν την κρίση αυτή.
Βέβαια, η πρωταρχική αιτία είναι ότι οι τράπεζες στις ΗΠΑ χορήγησαν στεγαστικά δάνεια με μειωμένες εξασφαλίσεις, πολλά από τα οποία έπαυσαν να εξοφλούνται από τους δανειολήπτες. Τα πραγματικά αίτια όμως της κρίσης είναι πολύ σύνθετα και πολύπλοκα. Προκειμένου να προκύψει μία, κατά το δυνατόν, απλή και κατανοητή απάντηση, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε, πολύ συνοπτικά βέβαια, τον ακολουθούμενο στις ΗΠΑ μηχανισμό στο κύκλωμα της στεγαστικής πίστης.
Χορήγηση στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης
Οι αμερικανικές τράπεζες χορηγούσαν στεγαστικά δάνεια σε οποιουσδήποτε τα ζητούσαν (ακόμη και σε άστεγους, ανέργους κ.λπ.), χωρίς την τήρηση των στοιχειωδών τραπεζικών κανόνων ανάληψης πιστωτικού κινδύνου, εκτός βέβαια από την υποθήκευση του αγοραζόμενου ακινήτου. Ευτυχώς, η πρακτική αυτή ανέκαθεν ήταν και εξακολουθεί να είναι αδιανόητη για οποιαδήποτε ελληνική τράπεζα, όπως και στις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Ειδικότερα στην Ελλάδα οι τράπεζες, εκτός από τη λαμβανόμενη πρώτη υποθήκη επί του αγοραζόμενου ακινήτου (η εκτιμώμενη από την τράπεζα εμπορική αξία του οποίου πρέπει να υπερκαλύπτει το χορηγούμενο δάνειο) και της σχολαστικής διερεύνησης της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη, ώστε βασίμως να αναμένεται η κανονική εξυπηρέτηση του δανείου, επιβάλλουν επιπροσθέτως στους δανειολήπτες να προσκομίζουν ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφαλιστικής καλύψεως της αξίας του ακινήτου για ολόκληρη τη διάρκεια του δανείου, το οποίο να περιλαμβάνει και ειδικό όρο ότι, σε περίπτωση θανάτου του δανειολήπτη, η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται σε άμεση εξόφληση του δανείου (οπότε συνάπτει και ασφάλεια ζωής).
Μεταβίβαση λόγω πώλησης των απαιτήσεων από στεγαστικά δάνεια σε επενδυτικές τράπεζες για τιτλοποίηση
α) Οι αμερικανικές τράπεζες που χορηγούσαν αφειδώς τα επικίνδυνα στεγαστικά δάνεια έσπευδαν αμέσως να απαλλάσσονται από αυτά με τη μέθοδο της «τιτλοποίησης απαιτήσεων», δηλαδή της οριστικής εκχώρησής τους, λόγω πωλήσεως, στις επενδυτικές τράπεζες στεγαστικής πίστης, οι οποίες εξέδιδαν και τις αντίστοιχες ομολογίες, τις οποίες στη συνέχεια διέθεταν σε θεσμικούς επενδυτές, σε επενδυτικά κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge fund) κ.λπ. (βλ. στη μεθεπόμενη περ. γ’ την ακολουθούμενη διαδικασία της τιτλοποίησης και διάθεσης των ομολογιών).
Οι επενδυτικές τράπεζες στεγαστικής πίστης έχουν εξελιχθεί σε κολοσσιαία τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία ασχολούνται αποκλειστικά με την αγορά απαιτήσεων από στεγαστικά δάνεια, την τιτλοποίησή τους με την έκδοση ομολογιών που τις διαθέτουν σε θεσμικούς επενδυτές και τις εξοφλούν με το προϊόν είσπραξης των στεγαστικών δανείων. Οι τράπεζες αυτές θεωρείται ότι ανήκουν στις «εταιρικές οντότητες ειδικού σκοπού» και, όπως αναφέρουμε στην επόμενη παράγραφο 4, με το ξέσπασμα της κρίσης στις ΗΠΑ κατέρρευσαν ταχύτατα.
β) Ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων έχει εισαχθεί και στην Ελλάδα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, του οποίου οι διατάξεις, όπως προκύπτει από την οικεία αιτιολογική έκθεση επί του νόμου αυτού, έχουν καταρτισθεί κυρίως με βάση τα ισχύοντα στις ΗΠΑ. Πάντως στη χώρα μας μέχρι σήμερα ο θεσμός αυτός έχει χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένη έκταση.
Στην αιτιολογική έκθεση επί του νομοσχεδίου του Ν. 3156/2003 για το άρθρο 10, μεταξύ των άλλων, αναφέρονται και τα εξής:
Η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι τρόπος χρηματοδότησης ιδιαίτερα διαδεδομένος στην αλλοδαπή. Αρχικά αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ (τη δεκαετία 1980), κυρίως για απαιτήσεις από ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, ενώ στη συνέχεια, και ιδίως την τελευταία δεκαετία, επεκτάθηκε και στην Ευρώπη, καθώς και σε άλλες χώρες στο εξωτερικό, καλύπτοντας πλέον πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις.
Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από στεγαστικά δάνεια, που αποτελεί μία από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς) προς μία άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για τον σκοπό αυτόν. Σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς, η εκδότρια των ομολογιών ονομάζεται «εταιρεία ειδικού σκοπού», ενώ στα αγγλικά αναφέρεται με τον όρο «special purpose vehicle» ή «special purpose company» και με τα ακρωνύμια «SPV» ή «SPC».
γ) Οι επενδυτικές τράπεζες που τιτλοποιούσαν τα μειωμένης εξασφάλισης στεγαστικά δάνεια, για να καταστήσουν ελκυστικές τις ομολογίες που εξέδιδαν και να τις αγοράζουν οι θεσμικοί επενδυτές (τελικοί αγοραστές), καθώς και για να δύνανται με ευχέρεια να τοποθετούνται αποδοτικά στα hedge funds ζαν τα όσα παραθέτουμε στη συνέχεια και έτσι επιτύγχαναν οι ομολογίες του προβληματικού χαρτοφυλακίου τους να διασκορπίζονται σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ και σταδιακά και στο παγκόσμιο. Ειδικότερα εφαρμόζονταν τα εξής:
γα) Προέβαιναν σε ομαδική τιτλοποίηση και όχι εξατομικευμένη, προφανώς για εξισορροπητική κατανομή του κινδύνου, ώστε η επίδραση από τη μη εξυπηρέτηση μερικών δανείων της ομάδας να μην γίνεται εμφανής ή να γίνεται ελάχιστα εμφανής.
γβ) Η ομαδική τιτλοποίηση γινόταν με τη δημιουργία κατηγοριών ομάδων τίτλων (συνήθως μέχρι 6), με διαβάθμιση των επιπτώσεων από τον πιστωτικό κίνδυνο. Η τελευταία κατηγορία τίτλων (ομολογιών) θα επλήττετο πρώτη από τα δάνεια όλων των βαθμίδων που τυχόν θα έπαυαν να εξυπηρετούνται, στη συνέχεια θα ακολουθούσε η προτελευταία βαθμίδα και ούτω καθεξής. Δηλαδή η πρώτη βαθμίδα ομολογιών ήταν η ασφαλέστερη, ακλουθούσε η δεύτερη κ.λπ. Οι έντοκες αποδόσεις των τίτλων ήταν ανάλογες του κινδύνου κάθε βαθμίδας, δηλαδή η τελευταία και πλέον ριψοκίνδυνη βαθμίδα είχε την πλέον αυξημένη απόδοση ακολουθούσε η προτελευταία κ.λπ.
γγ) Πέραν της εμπράγματης καλύψεως κάθε στεγαστικού δανείου από την υποθήκη επί του αγορασθέντος ακινήτου, οι εκδότριες των ομολογιών επενδυτικές τράπεζες προέβαιναν και σε ασφαλιστική κάλυψη των ομολογιών, κατά κανόνα των πρώτων και ασφαλέστερων κατηγοριών.
γδ) Στη συνέχεια καλούνταν οι οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι προέβαιναν σε αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου κατά κατηγορία (βαθμίδα) τίτλων. Η αξιολόγηση αυτή ήταν πολύ σημαντικό στοιχείο προσέλκυσης αγοραστών για τις ομολογίες των τιτλοποιημένων στε- γαστικών δανείων (βλ. πιο κάτω την υποσημ. 4).
γε) Οι θεσμικοί επενδυτές, που αποκτούσαν τις ομολογίες των τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων όχι απευθείας από τις επενδυτικές τράπεζες αλλά από τα hedge funds (επενδυτικά κεφάλαια), είχαν και το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι στο ενεργητικό του ισολογισμού τους θα εμφάνιζαν απαίτηση και όχι τις ομολογίες των μειωμένης εξασφάλισης τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων. Τούτο επιτυγχανόταν με την υπογραφή συμβάσεως πωλήσεως ομολογιών με ειδική συμφωνία υποχρεωτικής επανα- γοράς τους σε ορισμένη ημερομηνία και σε ορισμένη τιμή και ότι οι πωλούμενες ομολογίες θα παραμείνουν στον πωλητή προς φύλαξη. Ουσιαστικά πρόκειται για τα γνωστά και στην Ελλάδα Repos, που εισήχθηκαν στη νομοθεσία της με το άρθρο 117 κωδ. Ν. 2190/1920 που προστέ- θηκε σ’ αυτόν με το Π.Δ. 367/1994 και προέρχεται από το άρθρο 12 της Οδηγί- ας 86/635/ΕΟΚ, καθώς και με το άρθρο 2 παρ. 30 Ν. 2396/1996.
α) Οι επενδυτικές τράπεζες στεγαστικής πίστης, οι οποίες τιτλοποιούσαν τα στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, εμφάνιζαν, στο μεν ενεργητικό τους τα τιτλοποιημένα προβληματικά στεγαστικά δάνεια που έπρεπε να μεριμνήσουν για την είσπραξή τους, στο δε παθητικό τους τις ομολογίες από την τιτλοποίηση των δανείων αυτών, τις οποίες είχαν διαθέσει σε θεσμικούς επενδυτές και έπρεπε να τις πληρώσουν κατά τη λήξη τους από το εισπραττόμενο προϊόν των δανείων.
Οι τράπεζες αυτές, για να μην έχουν στο ενεργητικό τους τα μειωμένης εξασφάλισης στεγαστικά δάνεια, που θα τις ανάγκαζαν να σχηματίζουν προβλέψεις επισφάλειας και θα διέτρεχαν και τον κίνδυνο της υποβάθμισης της αξιοπιστίας τους από τους οίκους αξιολόγησης, καθώς και της διατύπωσης σχετικής επιφύλαξης από τους ορκωτούς ελεγκτές στην έκθεσή τους, προέβαιναν με σχετική σύμβαση σε εκχώρηση των τιτλοποιημένων δανείων σε «διακριτή οντότητα ειδικού σκοπού», την οποία δημιουργούσαν αφανώς και υπογείως, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις των παρ. 35 και 46 του statement 140 του FASB1 η εκχώρηση να θεωρείται λογιστικώς ως πώληση, η δε οντότητα να δύναται («νομότυπα») να μην ενοποιείται στις οικο- νομικές καταστάσεις του εκχωρούντος (δηλαδή της επενδυτικής τράπεζας), γιατί δεν προέκυπτε από εμφανή στοιχεία ότι η οντότητα αυτή ελεγχόταν από τον εκχωρούντα (την επενδυτική τράπεζα).
Και στην Ελλάδα με τις παρ. 14 έως 18 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 προβλέπεται η ευχέρεια της ανάθεσης, με σχετική σύμβαση, της είσπραξης και διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων κ.λπ. (βλ. τις διατάξεις που είναι αρκούντως αναλυτικές), χωρίς όμως να παρέχεται δυνατότητα χαρακτηρισμού της ανάθεσης αυτής ως πωλήσεως. Το δε ΔΛΠ 27 και ειδικότερα η ΜΕΔ 12 «Ενοποίηση -οικονομικές μονάδες ειδικού σκοπού» απαιτεί την ενοποίηση της οντότητας ειδικού σκοπού όταν η ουσία της σχέσης μεταξύ μιας επιχείρησης και της οντότητας ειδικού σκοπού δείχνει ότι αυτή ελέγχεται από την επιχείρηση, άλλως δεν γίνεται ενοποίηση2.
β) Με τον προεκτεθέντα χειρισμό, που τυπικά συμβαδίζει με τους κανόνες των Λογιστικών Προτύπων του FASB των ΗΠΑ, επιτυγχανόταν τα τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης να μην εμφανίζονται ούτε στο ενεργητικό των οικονομικών καταστάσεων των εμπορικών τραπεζών που πρωτογενώς τα χορήγησαν ούτε και στο ενεργητικό των οικονομικών καταστάσεων των επενδυτικών τραπεζών που τα τιτλοποίησαν. Με την απόκρυψη αυτή επιτυγχανόταν να μην γίνεται εμφανής για μεγάλο χρονικό διάστημα η συσσώρευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφενός λόγω του εξαιρετικά μεγάλου όγκου (σε αριθμό και αξία) των δανείων3 και της συνεχούς και με ταχύ ρυθμό χορήγησης νέων δανείων (αντίστοιχες νέες τιτλοποιήσεις κ.λπ.), αφετέρου λόγω της από δεκαετίας και πλέον (και μέχρι το 2004) συνεχούς ανοδικής πορείας των τιμών των ακινήτων γινόταν με ευχέρεια συνεχής αναχρηματοδότηση πάρα πολλών μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία όμως είναι προφανές ότι αφορούσαν δανειολήπτες που δεν σκόπευαν να πληρώσουν τα δάνειά τους.
γ) Η συνέχιση της απόκρυψης του προβλήματος άρχισε να γίνεται δυσχερής περίπου από το τέλος του έτους 2004, που οι τάσεις των τιμών των ακινήτων άρχισαν να αντιστρέφονται και γύρω στους πρώτους μήνες του 2005 άρχισε να γίνεται εμφανής η έναρξη μειωτικής πορείας τους, που (όπως αναφέρεται στον οικονομικό τύπο) συνεχιζόταν μέχρι τέλους του 2008. Η στροφή αυτή των τιμών των ακινήτων είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις, γιατί κατέστησε δυσχερή μέχρι ανέφικτη την αναχρηματοδότηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με συνέπεια αυτά να αυξήσουν σημαντικά τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα πλέον να αρχίσει να γίνεται αρκετά εμφανές. Οι οίκοι αξιολόγησης, για αρκετούς μήνες αφότου το πρόβλημα είχε γίνει εμφανές, εξακολουθούν να δίδουν υψηλή αξιολόγηση στα προερχόμενα από προβληματικά στεγαστικά δάνεια χρημαοοικονομικά προϊόντα, προφανώς για πελατειακούς λόγους4.
Τον Ιούλιο, όμως, του 2007, που η σοβαρή επισφάλεια των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης δεν ήταν πλέον δυνατόν να αποσιωπάται, οι οίκοι αξιολόγησης αναγκάστηκαν να «διαγνώσουν» την πραγματικότητα και να προβούν σε αντίστοιχη σημαντική μείωση της αξιολόγησης των προερχόμενων από τα δάνεια αυτά χρηματοοικονομικών προϊόντων. Το γεγονός αυτό, μαζί με το ότι το πρόβλημα, λόγω της εκτάσεώς του, είχε αρχίσει να γίνεται ευρέως αντιληπτό, είχε καταλυτική επίδραση στην ψυχολογία των επενδυτών, οι οποίοι έπαυσαν να εμπιστεύονται τα προϊόντα που προέρχονταν από τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια (ομολογίες κ.λπ.) και πανικόβλητοι σχεδόν έσπευδαν να απαλλαγούν από αυτά και κανείς δεν ήθελε να τα αγοράσει.
Οι επιπτώσεις ήταν αλυσιδωτές και ραγδαίες: μεγάλη και απότομη πτώση της χρηματιστηριακής τιμής των μετοχών των επενδυτικών τραπεζών, των ομολογιών και λοιπών προϊόντων από τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια, των μετοχών των ασφαλιστικών εταιρειών που είχαν παράσχει ασφαλιστική κάλυψη σ’ αυτά, με βαθμιαία επέκταση της πτωτικής τάσης σε όλες τις διαπραγματευόμενες αξίες. Το δε αποκορύφωμα ήταν η χρησιμοποίηση της σχεδόν εκμηδενισμένης χρηματιστηριακής τιμής αυτής ως «εύλογης αξίας», για την αποτίμηση των αντίστοιχων τίτλων (μετοχών, ομολογιών κ.λπ.) σύμφωνα με τους κανόνες των Λογιστικών Προτύπων (Διεθνών και ΗΠΑ), η οποία όμως, επειδή είχε προκύψει κυρίως από ψυχολογικό πανικό των επενδυτών, όπως σωστά παρατηρεί ο Γ. Μάτσος5, «αποδεικνύεται, στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης, τουλάχιστον εσφαλμένη, αν όχι καταστροφική».
δ) Αποτέλεσμα της συσσώρευσης όλων των προεκτεθέντων ήταν η κατάρρευση σαν χάρτινων πύργων κολοσσιαίων επενδυτικών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών στις ΗΠΑ, η ταχεία επέκταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε ολόκληρη τη χώρα και στη συνέχεια και σε ολόκληρη την υφήλιο, με τελική συνέπεια η παγκόσμια οικονομία να εισέλθει σε μία πρωτόγνωρη οικονομική κρίση, η οποία προκλήθηκε από πρωτοφανή αίτια, τα οποία χαρακτηρίζονται αδικαιολόγητα.
ε) Εδώ ανακύπτει ένα πολύ μεγάλο και σοβαρό ερώτημα: οι οικονομικές καταρρεύσεις και πτωχεύσεις κολοσσιαίων τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών κ.λπ. έγιναν χωρίς γι’ αυτές τις οικονομικές μονάδες οι ορκωτοί λογιστές ελεγκτές τους να έχουν επισημάνει στις σχετικές εκθέσεις τους τον επερχόμενο κίνδυνο. Γιατί;6
Μεταξύ των βασικών ελεγκτικών διαδικασιών των ορκωτών ελεγκτών λογιστών είναι και η έρευνα για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων παραδοχής της συνεχιζόμενης δραστηριότητας (going concern) της επιχειρήσεως7. Δηλαδή η έρευνα επικεντρώνεται στην ύπαρξη ή όχι ενδείξεων (οικονομικών, λειτουργικών, νομοθετικών) που προμηνύουν επερχόμενη αδυναμία της οικονομικής μονάδας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της στο εγγύς μέλλον (π.χ. το Διεθνές Ελεγκτικό Πρότυπο 570 περιλαμβάνει έναν περιεκτικό κατάλογο τέτοιων ενδείξεων). Από τις πολυεθνικές ελεγκτικές εταιρείες και τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές μέλη τους προβάλλεται η αιτιολογία ότι δεν διαπίστωσαν παραβάσεις των Λογιστικών Προτύπων (FASB ΗΠΑ και ΔΛΠ/ ΔΠΧΠ).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.FASB: Financial Accouting Standards Board (Συμβούλιο Προτύπων Χρηματοοικονομικής Λογιστικής).
2.Βλ. Αισιόπουλου Κ. και Ν., Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τα ΔΛΠ, τόμος Β’, σελ. 416 και τόμος Γ’, σελ. 1.241.
3.Στις ΗΠΑ το συνολικό ύψος των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης ανερχόταν κατά το Μάρτιο του 2007 στο ιλιγγιώδες ποσό των 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων περίπου, βλ. Γ. Μάτσου, «Δύο κανόνες λογιστικής μεταξύ των αιτιών της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης», στο ΔΦΝ 2008, σελ. 1.605 και υποσημ. 15.
4.Βλ. τη δριμύτατη κριτική του Γ. Μάτσου για την αποσιώπηση αυτή των οίκων αξιολόγησης, στο ΔΦΝ 2008, σελ. 1.601 και την εκεί υποσημ.5. Επίσης βλ. δριμύτατη κριτική κατά της αξιοπιστίας των διεθνών οίκων αξιολόγησης στην Οικονομική Καθημερινή της 24/12/2009, της 30/4/2010, σελ. 21 και 32 και της 2/6/2010, σελ. 31.
5.Βλ. ενδιαφέρουσα εκτενή κριτική ανάλυση του Γ. Μάτσου στο ΔΦΝ 2008, σελ. 1.602- 1.608, για τους «κανόνες της λογιστικής (των Λογιστικών Προτύπων: των ΔΛΠ και FASB των ΗΠΑ) που διευκόλυναν την κρίση», όπου και περαιτέρω παραπομπές. Ειδικότερα για την «εύλογη αξία» και τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στις ΗΠΑ σχετικά με το εάν ενδείκνυται και πώς να χρησιμοποιείται αυτή, βλ. τις σελ. 1.605- 1.608 και τις εκεί υποσημ. 16 έως 26.
6.Αμερικάνοι επενδυτές έχουν μηνύσει την εταιρεία Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών Ernst & Young, η οποία έχει ελέγξει τις οικονομικές καταστάσεις της χρήσεως 2007 του τραπεζικού κολοσσού Lehman Brothers, που κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, χωρίς στις Εκθέσεις Ελέγχου της να περιλαμβάνεται κάποια σχετική επιφύλαξη, για δε τις παρασχεθείσες ελεγκτικές και λογιστικές υπηρεσίες της εισέπραξε 31 εκ. δολάρια (βλ. Γ. Πάστρα, Οικονομική Καθημερινή, 23/8/2009, σελ. 11.
7. Βλ. το εξαιρετικού ενδιαφέροντος άρθρο του Ν. Πρωτοψάλτη, «Απορίες για τις πτωχεύσεις», στη Ναυτεμπορική της 11.2.2009, σελ. 60.
Mιχάλης Kαραβάς
Regulatory Partner, Deloitte Χατζηπαύλου Σοφιανός & Καμπάνης Α.Ε.
Ο ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Ένα αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης που θα επιτυγχάνεται μέσα από μηχανισμούς ελέγχου και επαληθεύσεων πρέπει να οδηγεί όσους έχουν βασικά συμφέροντα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (Διοικητικά Συμβούλια, μετόχους, ανώτερη διοίκηση κ.λπ.) να αναλάβουν υψηλότερες ευθύνες.
Η κλίμακα της οικονομικής κρίσης της οποίας έναυσμαυ υπήρξε η οικονομική κατάρρευση της Lehman Brothers το φθινόπωρο του 2008 και που συνδέθηκε με την καταχρηστική τιτλο ποίηση αμερικανικών στεγαστικών δανείων χαμηλής ποιότητας, οδήγησε τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο να αμφιβάλλουν για την αποτελεσματική ισχύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την καταλληλότητα των κανονιστικών και εποπτικών συστημάτων να διαχειρίζονται τις χρηματοοικονομικές καινοτομίες σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Η ισχυρή στήριξη με κρατική χρηματοδότηση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη περίπου στο επίπεδο του 25% των αντίστοιχων ΑΕΠ– συνοδεύτηκε από μία ισχυρή πολιτική βούληση να διδαχθούν μαθήματα από την οικονομική κρίση σε όλες τις διαστάσεις, ώστε να αποτραπεί μια τέτοια κατάσταση να επαναληφθεί στο μέλλον.
Έτσι, η Επιτροπή της Ε.Ε. ανακοίνωσε ότι:
α) θα εξετάσει τους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και πρακτικών μέσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ιδιαίτερα στις τράπεζες της δικαιοδοσίας της, υπό το φώς της σοβούσας οικονομικής κρίσης και
β) όπου κρίνεται σκόπιμο, θα κάνει συστάσεις ή προτάσεις για κανονιστικά μέτρα, ώστε να θεραπευθούν οι αδυναμίες σε αυτόν τον κλάδο-κλειδί της οικονομίας.
Όπως υπογράμμισε η γνωστή έκθεση Larosiere, είναι σαφές ότι τα Διοικητικά Συμβούλια, όπως και οι εποπτικές αρχές, σπάνια κατανοούν είτε τη φύση είτε την κλίμακα των κινδύνων που αντιμετωπίζονται. Οι μέτοχοι σε πολλές περιπτώσεις δεν έπαιξαν σωστά το ρόλο τους ως ιδιοκτήτες εταιρειών. Παρόλο που η εταιρική διακυβέρνηση δεν προκάλεσε άμεσα την κρίση, η έλλειψη αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου συνέβαλε σημαντικά σε υπερβάλλουσα ανάληψη κινδύνων από την πλευρά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτή η γενική παρατήρηση είναι όλο και πιο ανησυχητική, γιατί η εταιρική διακυβέρνηση υπήρξε ένας από τους σημαντικούς πυλώνες στον οποίο στηρίχθηκε η κανονιστική διαχείριση της επιχειρηματικής ζωής. Η ανάλυση του προβλήματος από την Επιτροπή της Ε.Ε. παρουσιάζεται συνοπτικά παρακάτω.
Η παραδοσιακή αντίληψη περί εταιρικής διακυβέρνησης αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ της ανώτατης διοίκησης μίας εταιρείας, του Διοικητικού της Συμβουλίου, των μετόχων της και άλλων μερών με συμφέροντα στην εταιρεία, όπως το προσωπικό της και οι αντιπρόσωποί του. Καθορίζει επίσης τη δομή που χρησιμοποιείται για να καθορίσει τους στόχους μίας εταιρείας, όπως και τα μέσα για την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται.
Λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων και αλληλεξαρτήσεων μέσα στο οικονομικό σύστημα, η χρεοκοπία ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, ιδιαίτερα μίας τράπεζας, μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές εξελίξεις, που οδηγούν στη χρεοκοπία και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη συστολή της παροχής πίστης και την εκκίνηση μίας οικονομικής κρίσης λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης, όπως η πρόσφατη κρίση έχει επιδείξει. Τελικά οι φορολογούμενοι πολίτες έχουν αναπόφευκτα συμφέροντα σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιδιώκοντας οικονομική σταθερότητα και μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη.
Επιπλέον, τα συμφέροντα των πιστωτών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (καταθέτες, κάτοχοι ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχοι συνταξιοδοτικών ταμείων και, σε κάποιο βαθμό, οι εργαζόμενοι σε αυτά) βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα συμφέροντα των μετόχων. Οι μέτοχοι επωφελούνται από την άνοδο στις χρηματιστηριακές τιμές και τη βραχυπρόθεσμη μεγιστοποίηση των κερδών και ενδεχομένως δεν ενδιαφέρονται για την ανάληψη πολύ χαμηλού κινδύνου. Σε ό,τι τους αφορά, οι καταθέτες επικεντρώνουν μόνο στη δυνατότητα του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να εξυπηρετεί τις αναλήψεις των καταθεσεών τους και άλλων ληξιπρόθεσμων χρεών και συνεπώς στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Ως αποτέλεσμα, οι κα- ταθέτες αναμένεται να προτιμούν πολύ χαμηλό επίπεδο ανάληψης κινδύνων.
Σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα των ιδι- αιτεροτήτων που έχουν να κάνουν με τη φύση των δραστηριοτήτων τους, τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε αυστηρές κανονιστικές διατάξεις και εποπτεύονται στενά. Για τους ίδιους λόγους η εσωτερική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν μπορεί να περιορίζεται σε ένα απλό πρόβλημα συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των μετόχων και της διοίκησης. Συνεπώς, οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης μέσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύ- ματα πρέπει να προσαρμόζονται ώστε να λαμβάνουν υπόψη τη συγκεκριμένη φύση αυτών των εταιρειών. Ιδιαίτερα οι εποπτικές αρχές, των οποίων η αποστολή είναι να διατηρούν την οικονομική σταθερότητα, που συμπίπτει με τα συμφέρο- ντα των καταθετών και άλλων πιστωτών να ελέγχεται η ανάληψη κινδύνων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, έχουν ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση βέλτιστων πρακτικών διακυβέρνησης στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Διάφορα νομικά εργαλεία και προτάσεις σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, που εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ιδιαίτερα στις τράπεζες, ήδη αναφέρονται στις ιδιαιτερότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ιδιαίτερα των τραπεζών και το ρόλο των εποπτικών αρχών.
Πάντως οι υφιστάμενοι κανονισμοί και προτάσεις βασίζονται πρώτα και κύρια σε εποπτική εξέταση και εστίαση στην ύπαρξη επαρκούς εσωτερικού ελέγχου, διαχείρισης των κινδύνων και δομών ελέγχου και συμμόρφωσης μέσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, όλα αυτά απέτυχαν να αποτρέ- ψουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση απέδειξε. Η Επιτροπή της Ε.Ε. πιστεύει ότι ένα αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης που θα επιτυγχάνεται μέσα από μηχανισμούς ελέγχου και επαληθεύσεων πρέπει να οδηγεί όσους έχουν βασικά συμφέροντα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (Διοικητικά Συμβούλια, μετόχους, ανώτερη διοίκηση κ.λπ.) να αναλάβουν υψηλότερες ευθύνες. Αντίστροφα, η οικονομική κρίση και οι σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες οδήγησαν σε ένα σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ιδιαίτερα –κατά την εκτίμηση της Επιτροπής– σε ό,τι αφορά τα ακόλουθα:
Το ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων σε έναν κλάδο αυξημένου συστημικού κινδύνου, όγκου συναλλαγών, διαφορετικότητας προϊόντων και πολυπλοκότητας δομής τεραστίων μεγεθών χρηματοπιστωτικών ομίλων.
Το πρόβλημα της μη αυθεντικά αποτελεσματικής εφαρμογής αρχών εταιρικής διακυβέρνησης στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Tη μη εκπλήρωση του ρόλου του προεξάρχοντος σώματος λήψης αποφάσεων από τα Διοικητικά Συμβούλια και συνε- πώς ελλειμματικού ελέγχου των διοικήσεων και των στρατηγικών και μέτρων που τους παρουσιάζονται προς έγκριση. Tη μη αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων, κυρίως λόγω ελλείμματος ολιστικής προσέγγισης.
Tην αλλοίωση του παραδοσιακού ρόλου και συνεπώς του αποτελεσματικού ελέγχου της διακυβέρνησης από τους μέτοχους. Την εξάντληση των ορίων του υπάρχοντος συστήματος εποπτείας και συνεπώς στην ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου των εποπτικών αρχών. Την ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου των εξωτερικών ελεγκτών σε ό,τι αφορά την υποχρέωση να προειδοποιούν τις εποπτικές αρχές για σημαντικά θέματα στα ιδρύματα που ελέγχουν. Αλλά οι παραπάνω διαπιστώσεις της Επιτροπής και οι εναλλακτικές σκέψεις της για διορθωτικές δράσεις είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα, που αξίζει ένα ιδιαίτερο άρθρο.
Η Επιτροπή της Ε.Ε., ενώ λαμβάνει υπόψη της την ανάγκη να διαφυλαχθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, αναζητά συγκεκριμένες λύσεις για να βελτιωθεί η εταιρική διακυβέρνηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, βάζοντας σε δημόσιο διάλογο μία ποικιλία διαδρομών – απαντήσεων στα προβλήματα, αναζητώντας τη σωστή ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για ενισχυμένη εταιρική διακυβέρνηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και από την άλλη την ανάγκη να επιτρέπεται στα ιδρύματα αυτά να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάκαμψη προσφέροντας πιστώσεις στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά. Τα διλήμματα δεν είναι πάντα απλά να απαντηθούν και όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε στην πρόταση ιδεών για ανάπτυξη μέτρων, η προστιθέμενη αξία των οποίων πάντως θα πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με τη επίδραση στην ανάπτυξη.
Οι αντοχές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δοκιμάζονται και πιθανότατα σύντομα θα καταπονηθεί οριακά. Αν και οι έλληνες τραπεζίτες δεν επέδειξαν υπερεπιθετική όρεξη για ανάληψη κινδύνων, η κρίση του υπερβάλλοντος ελληνικού δημόσιου χρέους υπονόμευσε καίρια τις πηγές άντλησης ρευστότητας του συστήματος. Από τα όργανα διοίκησης των ελληνικών τραπεζών απαιτείται υπευθυνότητα. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη ζητήσει τη συνεργασία μας στην προσπάθεια εποπτείας, διαχείρισης του συστημικού κινδύνου και σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματός μας. Το επάγγελμα δεν δικαιούται να μην είναι ενεργά παρόν.
Δήμητρα Παγώνη
Oρκωτή Eλέγκτρια Λογίστρια, Director, Grant Thornton
H ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΙΣ ΣΤΗΝ ΧΡΗΜΑΟΔΟΤΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Τα μεγάλα γεγονότα που διαδραματίστηκαν, αρχής γενομένης από την κρίση στην αγορά των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου μέχρι την κατάρρευση παραδοσιακών δυνάμεων της παγκόσμιας τραπεζικής αγοράς, σηματοδότησαν την έναρξη της μεγαλύτερης μεταπολεμικής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η οικονομική δραστηριότητα, όπως είναι γνωστό από την οικονομική θεωρία, δεν ακολουθεί γραμμική (ανοδική ή καθοδική) πορεία αλλά, αντίθετα, ακολουθεί κυκλική πορεία, η οποία αποτελείται από μία ακολουθία περιόδων ύφεσης και περιόδων ανάκαμψης.
Η περίοδος που διανύουμε σήμερα βρίσκεται στην καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου, ωστόσο εντοπίζονται για το μέλλον κάποια ελπιδοφόρα μηνύματα. Η χρηματοπιστωτική κρίση μεταφέρθηκε γρήγορα από τη Wall Street στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και στην παγκόσμια αγορά και είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων ή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, της «πραγματικής οικονομίας». Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι μια δύσκολη υπόθεση και θα κριθούν για την αποτελεσματικότητά τους από την περαιτέρω εξέλιξη της κρίσης.
Η εμφάνιση της κρίσης στην ελληνική οικονομία
Σε μία τέτοια δυσμενή διεθνή συγκυρία, η Ελλάδα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, καθώς τους τελευταίους μήνες αποτέλεσε το κέντρο της παγκόσμιας προσοχής. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, ο περιορισμένος μεταποιητικός τομέας, η απουσία καθετοποιημένων επιχειρήσεων και η σχετικά μικρή οικονομία συνετέλεσαν στην εμφάνιση ιδιαίτερα αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως στη δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, με τις όποιες προεκτάσεις στις επιχειρήσεις και στις κοινωνικές δομές, γεγονός που διαχέει στους επενδυτές μία αίσθηση έντονης αβεβαιότητας. Στη χώρα μας η κρίση έγινε αρχικά ορατή με τη δυσχέρεια χρηματοδότησης τουδημόσιου τομέα για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και την αδυναμία άντλησης των αναγκαίων κεφαλαίων από τις διεθνείς χρηματαγορές. Η δυσχέρεια αυτή αντανακλά τη δυσπιστία των ξένων επενδυτών απέναντι στα οικονομικά στοιχεία και στην αξιοπιστία της χώρας μας και ευρύτερα στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Όπως είναι φυσικό, η οικονομία του κράτους επηρεάζει άμεσα την οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Μοιραία, λοιπόν, η δυσχέρεια χρηματοδότησης του κράτους επηρέασε και τον ιδιωτικό τομέα. Το κράτος συνέβαλε με ποικίλους τρόπους στη δημιουργία προβλημάτων ρευστότητας στην ελληνική αγορά. Η αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεών του και οι σχετικές καθυστερήσεις αποπληρωμής είχαν ως άμεση συνέπεια τη στέρηση ρευστότητας από την αγορά. Το κράτος, ως αγοραστής προϊόντων, αποθεμάτων και υπηρεσιών (οφειλές του κράτους από δημόσια έργα, προμήθειες υλικού υγείας, επιχορηγήσεις αναπτυξιακών νόμων κ.λπ.), δημιούργησε υποχρεώσεις τόσο πρωτογενώς στους προμηθευτές του όσο και δευτερογενώς σε μία ευρεία κοινότητα επιχειρήσεων που συνεργάζονται με αυτούς.
Παράλληλα, οι περικοπές των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων έχουν ως άμεση συνέπεια τη μείωση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού και κατά συνέπεια τη μείωση της συνολικής ζήτησης, του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και τελικά του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως, η επιβολή πρόσθετης φορολογίας στις επιχειρήσεις αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα που επιδρά μειωτικά στη ρευστότητα της αγοράς. Τέλος, και προκειμένου να καλυφθούν οι δανειακές του ανάγκες, το ελ- ληνικό δημόσιο αντλεί ρευστότητα από την αγορά μέσω της έκδοσης εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου (εντός του Ιουλίου του 2010 αντλήθηκε € 1,25 δισ. μέσω εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας και € 1,95 δισ. μέσω εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας), καθώς το μεγαλύτερο μέρος αυτών απορροφάται από έλληνες επενδυτές και κυρίως τραπεζικά ιδρύματα.
Η λειτουργία του κράτους επιδρά ουσιαστικά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, καθώς ο τρόπος με τον οποίο δανείζονται τα πιστωτικά ιδρύματα επηρεάζεται από την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στην οποία δραστηριοποιούνται. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία, εύλογα επηρρεάζεται ο τρόπος άντλησης κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων από την διατραπεζική αγορά, καθιστώντας τη χρηματοδότηση από την ΕΚΤ μοναδική πηγή χρηματοδότησής τους. Άμεσο επακόλουθο του προαναφερθέντος είναι η δυσκολία τροφοδότησης της αγοράς με ρευστότητα και επαρκή κεφάλαια. Κοινός τόπος είναι ότι η διεθνής οικονομική κρίση βρήκε την ελληνική οικονομία σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, καθώς τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και τα υψηλά ελλείμματα του δημόσιου τομέα επιβάρυναν σημαντικά την οικονο- μία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις εντός σύντομου χρονικού διαστήματος βρέθηκαν σε ένα ιδιαίτερα αρνητικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα.
Δυσκολίες χρηματοδότησης ως συνέπεια της κρίσης
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω εξελίξεων στο μακροοικονομικό περιβάλλον είναι η ολοένα αυξανόμενη δυσχέρεια στη χρηματοδότηση και των επιχειρήσεων, είτε αυτό συνεπάγεται αδυναμία αναχρηματοδότησης και αναδιαπραγμάτευσης υφιστάμενου δανεισμού (π.χ. κυρίως για την κάλυψη κεφαλαίου κίνησης) είτε αδυναμία νέας χρηματοδότησης (π.χ. για την κάλυψη των επενδυτικών σχεδίωντων επιχειρήσεων, τα οποία αποτελούν και βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και τη μεγέθυνση της εγχώριας οικονομίας).
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τις τράπεζες κατά τον μήνα Μάιο 2010 ήταν αρνητική, με άλλα λόγια επιβραδύνθηκε περαιτέρω ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της πιστωτικής επέκτασης στο 2,8% από 3,2% που ήταν τον Απρίλιο. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία, τον Μάιο παρατηρήθηκε επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού ανόδου της χρηματοδότησης προς όλους τους κλάδους, με εξαίρεση ορισμένους κλάδους, όπως αυτός της ναυτιλίας και του ηλεκτρισμού – ύδρευσης.
Οι τράπεζες, ωστόσο, πέρα από το ρόλο τους ως ρυθμιστές της ροής του χρήματος στην οικονομία, είναι και οι ίδιες επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, καταβάλλουν προσπάθειες να διασώσουν τις επιχειρήσεις πελάτες τους, που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους και έρχονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο επισφαλειών και διαγραφών σημαντικού ύψους χορηγούμενων δανείων. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις των τραπεζιτών, προσδοκάται σταθεροποίηση της οικονομικής κατάστασης, γεγονός που δημιουργεί ελπίδες για αποφυγή των χειρότερων σεναρίων που ανέμεναν αρχικά, εντούτοις πολλές είναι οι επιχειρήσεις –κατά βάση μικρομεσαίες– οι οποίες δεν μπορούν να καλύψουν τα δάνειά τους, ακόμα και μετά την ένταξή τους στα προ- γράμματα αναδιάρθρωσης χρεών που υλοποιούν οι τράπεζες.
Όσον αφορά τις επισφάλειες στο μέτωπο τωνεπιχειρηματικώνχορηγήσεων,οι τράπεζες εκτιμούν ότι κινούνται ήδη στο 8% – 8,5% από 5,5% πέρυσι και προβλέπουν ότι στο τέλος του έτους θα κορυφωθούν στο 10%. Ενθαρρυντικά, ωστόσο, είναι τα μηνύματα που προέκυψαν από τα τεστ αντοχής των τραπεζών που δημοσιοποιήθηκαν τον Ιούλιο, γεγονός που αποτελεί μία ένδειξη για τη βελτίωση του κλίματος της αγοράς και αναδεικνύει ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν από τις ελληνικές επιχειρήσεις
Μετά την τραπεζική κρίση και καθώς η ύφεση βαθαίνει, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία για εξασφάλιση χρηματοδότησης ή αναδιαπραγμάτευση των ήδη υπαρχουσών χρηματοοικονομικών τους υποχρεώσεων. Οι τράπεζες επικεντρώνονται πλέον περισσότερο στους υπάρχοντες πελάτες και αξιολογούν προσεκτικά τη σχέση μεταξύ οφέλους και κόστους. Την ίδια στιγμή, καθώς οι περισσότερες επιχειρήσεις λειτουργούν σε επίπεδα αποδοτικότητας χαμηλότερα από τα φυσιολογικά, αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες δυσκολίες αναφορικά με την τήρηση των όρων των τραπεζικών τους υποχρεώσεων. Άμεση συνέπεια των δυσχερειών στη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων είναι η αύξηση του κόστους δανεισμού, καθώς οι επιχειρήσεις δεν δανείζονται πλέον με τους ίδιους όρους.
Παράλληλα, απαιτούνται αυξημένες εγγυήσεις προς εξασφάλιση των τραπεζικών δανείων, γεγονός που δεν είναι πάντα εύκολο, δεδομένων των απομειώσεων της αξίας των στοιχείων που υποθηκεύονται (τρέχουσες αξίες ακινήτων, αποτίμηση μετοχών που χορηγούνται ως εγγυήσεις κ.λπ.). Τα μεγάλα ερωτήματα αναφορικά με τη χρηματοδότηση, που χρήζουν απάντησης από τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι:
Χρειάζονται αναχρηματοδότηση οι υφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις;
Είναι διατεθειμένος ο υφιστάμενος χρηματοδότης να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους και την αξία των υφιστάμενων υποχρεώσεων της επιχείρησης;
Αντιμετωπίζει η επιχείρηση προβλήσματα με τους φορείς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας;
Χρειάζεται πρόσθετη χρηματοδότηση για βραχυπρόθεσμη αναδιάρθρωση ή μία μακροπρόθεσμη αλλαγή στην επιχειρηματική στρατηγική ή/και λειτουργίες της επιχείρησης;
Μήπως χρειάζεται να γίνει επανεκτίμηση του οικονομικού προσανατολισμού της επιχείρησης (ανταγωνιστικότητα και θέση στην αγορά);
Γίνεται επαρκής παρακολούθηση του κεφαλαίου κίνησης προκειμένου να διατηρείται στα επίπεδα εκείνα που είναι απαραίτητα για την κάλυψη των ταμειακών αναγκών της επιχείρησης;
Πώς θα καταφέρουν οι ελληνικές επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στα προβλήματα χρηματοδότησης και να διατηρήσουν το απαραίτητο επίπεδο κεφαλαίου κίνησης;
Η οικονομική ύφεση, η πτώση της ζήτησης, η έλλειψη πιστώσεων καταναλωτικών ή επιχειρηματικών και η δυσχέρεια στη χρηματοδότηση συνθέτουν ένα αφιλόξενο επιχειρηματικό περιβάλλον. Δεδομένων των αρνητικών συνθηκών που επικρατούν στην ελληνική οικονομία, απαιτείται προσεκτικός προγραμματισμός και διορατικότητα, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να θωρακιστούν και να είναι προετοιμασμένες για τις δύσκολες ημέρες που διανύουν και που ενδεχομένως θα ακολουθήσουν. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις για τον τρόπο χρηματοδότησης και τον τρόπο διαχείρισης του κεφαλαίου κίνησης και σίγουρα δεν υφίσταται μία τυποποιημένη λύση που να ταιριάζει σε όλες τις επιχειρήσεις.
Βασικό μέλημα των ελληνικών επιχειρήσεων πρέπει να είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Η ανταγωνιστικότητα είναι η δυνατότητα μίας επιχείρησης να παράγει και να διαθέτει ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες, σε τιμές που οι πελάτες είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν. Με άλλα λόγια, ανταγωνιστικότητα σημαίνει δυνατότητα της επιχείρησης να επιβιώσει και να αναπτυχθεί. Οι παράγοντες που επιδρούν και συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων είναι τόσο εξωτερικοί (συνολική ζήτηση της οικονομίας, συναλλαγματική πολιτική, πολιτική επιτοκίων, διαθρωτικές αλλαγές και επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, πορεία του κλάδου) όσο και εσωτερικοί (κόστος προϊόντων και υπηρεσιών, ικανότητα προσαρμογής στις συνεχείς εξελίξεις της αγοράς).
Μια επιχείρηση δεν μπορεί να επηρεάσει τους εξωτερικούς παράγοντες, οπότε μοναδική επιλογή είναι να εστιάσει στην βελτίωση των εσωτερικών παραγόντων. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναλύουν τις επιλογές χρηματοδότησης και τους πιθανούς τρόπους αποπληρωμής, ενώ ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία και την πορεία τους είναι η παρακολούθηση και η διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης. Σημαντική θέση στη διατήρηση του απαραίτητου κεφαλαίου κίνησης έχει η ποιότητα του πελατολογίου των επιχειρήσεων, συνεπώς κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για επαναξιολόγηση της σύνθεσης του πελατολογίου. Στόχος δεν είναι η πραγματοποίηση πωλήσεων αλλά και η είσπραξή τους, καθώς στις ιδιαίτερα αρνητικές τρέχουσες οικονομικές συνθήκες η δυνατότητα της είσπραξης μπορεί να αποβεί πιο κρίσιμη από την ίδια πώληση. Η συνεχής παρακολούθηση της αγοράς και η συλλογή πληροφοριών για τους πελάτες (π.χ. φήμες στην αγορά για οικονομική δυσχέρεια, απολύσεις προσωπικού από πελάτες, αιτήματα για αλλαγή επιταγών) μπορεί να προφυλάξει τις επιχειρήσεις από δυσάρεστες εκπλήξεις.
Ζωτικής σημασίας είναι και η αναδιαπραγμάτευση των όρων και του χρόνου πληρωμής των προμηθευτών και η χορήγηση εκπτώσεων σε πελάτες ή άλλων μέτρων που θα αποτελούν κίνητρο για πρόωρη αποπληρωμή των πελατών. Ο προσδιορισμός της κατάλληλης πιστωτικής πολιτικής, δηλαδή των όρων πιστώσεων σε πελάτες αλλά και η αποδοχή των όρων πίστωσης από προμηθευτές, έχει άμεσο αντίκτυπο στις ροές μετρητών και στον κύκλο μετατροπής μετρητών στην επιχείρηση. Ωστόσο, η διαπραγματευτική θέση των ελληνικών επιχειρήσεων για τη λήψη πιστώσεων από τους συνεργάτες τους στο εξωτερικό έχει αποδυναμωθεί εξαιτίας του συστημικού κινδύνου της ελληνικής οικονομίας.
Ένας εναλλακτικός τρόπος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι τονωτικές ενέσεις με ίδια κεφάλαια. Το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, ιδιαίτερα όταν συγκρίνεται με το χρέος (ξένα κεφάλαια), συνιστά ένα σημαντικό δείκτη που φανερώνει κατά πόσο η επιχείρηση εξαρτάται από τους δανειστές της. Τα νέα κεφάλαια μπορούν να συγκεντρωθούν μέσω εισφοράς ιδίων κεφαλαίων είτε από τους υπάρχοντες μετόχους είτε από τη συμμετοχή νέων επενδυτών. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι στις δεδομένες οικονομικές συνθήκες έντονης αβεβαιότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολη η εύρεση επενδυτών που θα χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις, καθώς υπάρχει έντονη δυσπιστία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ενέργειες διοίκησης αποθεμάτων (μείωση ύψους αποθεμάτων) και διαρκούς ελέγχου των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης. Επιπροσθέτως, παράγοντες που σχετίζονται με την κρίση και μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις ταμειακές ροές της επιχείρησης είναι η μεταβολή των ισοτιμιών (ιδίως από εταιρείες που έχουν συναλλαγές με το εξωτερικό ή δάνεια σε ξένο νόμισμα) και η μεταβολή των επιτοκίων η οποία ενδέχεται να επηρρεάσει σημαντικά το δανειακό κόστος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις λοιπόν θα πρέπει να διαχειριστούν τον επιτοκιακό και συναλλαγματικό κίνδυνο μέσω της χρήσης κατάλληλων χρηματοοικονομικών εργαλείων αντιστάθμισης.
Πρώτιστο μέλημα είναι οι διοικήσεις των επιχειρήσεων να εξετάσουν τη στρατηγική της επιχείρησης και του επιχειρηματικού σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης μίας ανάλυσης των χρηματοδοτικών αναγκών. Βασική μέριμνα των διοικήσεων είναι η ανάλυση όλων των επιλογών χρηματοδότησης και των πιθανών τρόπων αποπληρωμών, ενώ η βελτιστοποίηση του λειτουργικού κύκλου μέσα από την εφαρμογή και ενσωμάτωση διαδικασιών συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση του κεφαλαίου κίνησης. Απαραίτητη είναι η προετοιμασία αξιόπιστων προβλέψεων ταμειακών ροών, προσδιορίζοντας τα βασικά σημεία κερδοφορίας και ρευστότητας, ώστε να επαληθεύεται η ακρίβεια και η αξιοπιστία των υποκείμενων υποθέσεων.
Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εξαπλώθηκαν με γοργούς ρυθμούς σε όλες τις οικονομίες, δείχνοντας ότι πρόκειται για μία γενικότερη συστημική κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο οι στιγμές που συνοδεύουν κάθε δύσκολη απόφαση της διοίκησης των επιχειρήσεων είναι μοναδικές και απαιτούν διαύγεια και προσήλωση. Η κινέζικη γραφή, η οποία ως γνωστόν χρησιμοποιεί ειδικά σύμβολα για να αποδώσει το νόημα κάθε λέξης, αναπαριστά τη λέξη κρίση με ένα συνδυασμό από δύο σύμβολα. Το ένα είναι το σύμβολο που χρησιμοποιείται για τη λέξη πρόβλημα και το άλλο εκείνο που χρησιμοποιείται για τη λέξη ευκαιρία.
Πρόβλημα και ευκαιρία, λοιπόν, είναι η κρίση… Μέσα από την κρίση μπορεί να αναδυθούν και σημαντικές ευκαιρίες, καθώς οι αρνητικές οικονομικές συγκυρίες αποτελούν ένα σημαντικό έναυσμα για προβληματισμό, αναζήτηση νέων δυνατοτήτων και τρόπων δράσης, νέων πρακτικών και συνεργιών, καθώς και για την αναζήτηση της διαφορετικότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Χριστίνα Τσιρώνη
Ορκωτή ελέγκτρια λογίστρια, Senior Manager, Grant Thornton
ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΥΓΙΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΗΚΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ
Σε καθεστώς ύφεσης τι πρέπει να αναλογιστεί η διοίκηση μιας επιχείρησης; Ποιες προτεραιότητες έχει; Μπορεί να προστατέψει τα κέρδη της; Και πώς;
Καθώς η χρηματοοικονομική κρίση εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλο τον κόσμο, η παγκόσμια οικονομία βιώνει, σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων, τη βαθύτερη ύφεση στη μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο περίοδο. Το εμπόριο και οι χρηματοοικονομικές ροές συρρικνώνονται, ενώ ταυτόχρονα η παραγωγή και η απασχόληση χάνουν συνεχώς έδαφος. Πολλές πτυχές της τρέχουσας κρίσης υπήρξαν νέες και απρόσμενες.
Μοναδικά, η παρούσα κατάσταση αποτελεί ένα συνδυασμό χρηματοοικονομικής κρίσης στην καρδιά της μεγαλύτερης οικονομίας (ΗΠΑ) και παγκόσμιας ύφεσης. Παρόλα αυτά, τα «επεισόδια» που παρακολουθούμε και αφορούν την εκτεταμένη αποδυνάμωση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και της λειτουργίας των αγορών δεν είναι νέα, ούτε και η παγκοσμίως συγχρονισμένη ύφεση. Ως εκ τούτου, η ιστορία μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο οδηγό για να αντιληφθούμε καλύτερα το παρόν. Προκειμένου λοιπόν να παρακολουθήσουμε τον τρέχοντα κύκλο της οικονομίας, με τη βοήθεια της εμπειρίας του παρελθόντος, στο παρόν άρθρο θα αναλυθούν ορισμένα κρίσιμα ζητήματα της ύφεσης, καθώς και πώς, μέσα από αυτήν, η συνεπακόλουθη ανάκαμψη θα έρθει με τις λιγότερες απώλειες, χρονικά και ποσοτικά.
Καθώς οι αναλύσεις αναφορικά με την έννοια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και οι συζητήσεις γύρω από αυτήν πληθαίνουν, διαπιστώνεται ότι για τις επιχειρήσεις η ύφεση στην απόδοσή τους αποτελεί μία απειλητική προοπτική. Σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο, οι στιγμές που συνοδεύουν κάθε δύσκολη απόφαση είναι μοναδικές και απαιτούν διαύγεια και προσήλωση. Τα κρίσιμα ζητήματα της διατήρησης υγιών κερδών και της μείωσης του κόστους στις παρούσες συνθήκες απασχολούν έντονα τις επιχειρήσεις και θα αποτελέσουν το πεδίο ανάλυσης του παρόντος άρθρου. Διατήρηση υγιών κερδών Η σημαντική συρρίκνωση του παγκόσμιου εμπορίου, η οποία έγινε οξύτερη τη χρονιά που πέρασε, υπήρξε αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης, που με τη σειρά της αποτελεί άμεση συνέπεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ντόμινο γεγονότων και συνεπακόλουθων αποτελεσμάτων που δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση των τομέων της οικονομίας.
Στο ερώτημα πώς το εμπόριο μπορεί να συνεισφέρει στην παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη είναι σημαντικό να αποφευχθούν απαντήσεις που περιλαμβάνουν μόνο μέτρα προστατευτισμού, τα οποία συνήθως επιτυγχάνουν την αύξηση του κόστους, με συνέπεια την περαιτέρω μείωση της ζήτησης. Η εναλλακτική λύση που αφορά το άνοιγμα των αγορών με στόχο την αύξηση της ζήτησης και των εταιρικών κερδών φαίνεται να κερδίζει μεγαλύτερη αποδοχή. Οι ταμειακές ροές των επιχειρήσεων και η ύπαρξη επαρκών ταμειακών διαθεσίμων και ισοδύναμων είναι η βασική μέριμνα και προτεραιότητα των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η κερδοφορία εξακολουθεί να αποτελεί καίρια ανησυχία, καθώς τα περιθώρια κέρδους σε περιόδους κρίσης συρρικνώνονται σημαντικά. Η υποαπόδοση επηρεάζει πρώτα τα εταιρικά αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, η προστασία τους διασφαλίζει και την υγεία της επιχείρησης. Οι επιχειρηματίες θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μελέτη κάθε στοιχείου εσόδων και εξόδων της Κατάτασης Αποτελεσμάτων, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα διασφαλίσουν την ποιότητα των κερδών τους.
Τι πρέπει να αναλογιστεί η διοίκηση μιας επιχείρησης αναφορικά με την προστασία των κερδών της;
Τα περιθώρια κέρδους της επιχείρησης έχουν διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα ή ακολουθούν πτωτική πορεία;
Λαμβάνεται αξιόπιστη, έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση αναφορικά με τις πωλήσεις, τα περιθώρια κέρδους και τα επίπεδα των αποθεμάτων, προκειμένου να λαμβάνονται αποφάσεις αναφορικά με τα επίπεδα της παραγωγής;
Χρειάζεται επικέντρωση μόνο στα επικερδή προϊόντα, αποκλείοντας τα υπόλοιπα (μη επικερδή προϊόντα); Υπάρχει η δυνατότητα αύξησης στην τιμή πώλησης συγκεκριμένων προϊόντων;
Μπορούν να σταθεροποιηθούν οι τιμές των εισαγωγών προκειμένου να βελτιωθούν οι όροι των συναλλαγών της επιχείρησης;
Κρίνεται σκόπιμη η πώληση ή η εγκατάλειψη ζημιογόνων λειτουργικών δραστηριοτήτων;
Πώς μπορούν όμως να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα;
Η θωράκιση των κερδών προϋποθέτει η επιχείρηση να αξιολογήσει την κερδοφορία της συγκριτικά με την κερδοφορία των βασικών ανταγωνιστών και του κλάδου της, ενώ παράλληλα να διασφαλίσει τα περιθώρια κέρδους της. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε διαδικασίες που συνδέονται άμεσα με την επίτευξη των κερδών.
Η ανάλυση των πληροφοριακών στοιχείων των προϊόντων και του κλάδου της επιχείρησης είναι απαραίτητη προκειμένου, αφενός, να εντοπιστεί η πηγή των κερδών και, αφετέρου, να προσδιοριστούν τα ζημιογόνα προϊόντα. Η άμεση ανίχνευση προβληματικών περιοχών και ζημιογόνων δραστηριοτήτων, με παράλληλη απόφαση για διακοπή τους ή όχι, μπορεί να εξοικονομήσει σημαντικούς πόρους. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υπάρχει ενδελεχής ανάλυση των επιπτώσεων της ενδεχόμενης διάθεσης των μη επικερδών λειτουργικών δραστηριοτήτων.
Σημαντική μπορεί να αποδειχθεί και η αναθεώρηση των προσφορών σε πελάτες, προκειμένου να προσαρμοστούν οι πελατειακές σχέσεις στα νέα δεδομένα. Ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελούν η αναθεώρηση της τιμολογιακής πολιτικής, η αναγνώριση των περισσότερο επικερδών πελατών και η επικέντρωση της προσπάθειας σε αυτούς, με αντίστοιχη αναγνώριση προβληματικών πελατών και πολύ προσεκτική πολιτική χορήγησης πίστωσης.
Η αποφυγή επισφαλειών είναι σημαντική διαδικασία, αφού μπορεί να επηρεάσει άμεσα τόσο την κερδοφορία όσο και τις ταμειακές ροές της επιχείρησης. Για τις επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή εξεύρεσης χρηματοδότησης πολύ σημαντική μπορεί να αποδειχθεί και η αναγνώριση ευκαιριών για εξαγορές. Σε κάθε περίπτωση, η ανασκόπηση της αποτελεσματικότητας των διευθυντικών στελεχών είναι, επίσης, στοιχείο που δρα βοηθητικά στην προστασία των κερδών. Η κατάρτιση διαδικασιών αναφορικά με την έγκαιρη και ουσιαστική πληροφόρηση της διοίκησης για τη λήψη ολοκληρωμένων αποφάσεων προφυλάσσει την επιχείρηση και προάγει την ενημέρωση και τον άμεσο εντοπισμό προβληματικών περιοχών.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο όμως στη βιωσιμότητα και την κερδοφορία της κάθε επιχείρησης διαδραματίζουν οι άνθρωποί της. Με αυτό το δεδομένο, αποτελεί πρωτεύοντα στόχο η βελτίωση της παραγωγικότητας του προσωπικού μέσα από την επικοινωνία των στόχων προς όλους τους εργαζομένους και η δημιουργία κινήτρων για όλους, ώστε να διασφαλιστει η επιτυχία αυτού του στόχου. Όσο σημαντική είναι η προσπάθεια διατήρησης και περαιτέρω αύξησης του όγκου των πωλήσεων το ίδιο απαραίτητο είναι, τελικά, η Κατάσταση Αποτελεσμάτων να περιλαμβάνει κονδύλια που να απεικονίζουν την πραγματική απόδοση της επιχείρησης σε κάθε περίοδο αναφοράς.
Η ξεκάθαρη γνωστοποίηση όλων των αβεβαιοτήτων που συνδέονται με τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας (going concern), καθώς και οι εκτιμήσεις της διοίκησης, όπου αυτές απαιτούνται, είναι ενέργειες άκρως απαραίτητες για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας των οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης. Η λογιστικοποίηση ζημιών λόγω μείωσης της λογιστικής αξίας κονδυλίων, όπως η υπεραξία και τα άυλα ή ενσώματα στοιχεία του ενεργητικού, δεδομένου ότι οι προβλεπόμενες ταμειακές ροές που συμπεριλαμβάνονται σε επιχειρηματικά σχέδια προηγουμένων χρήσεων έχουν σίγουρα επηρεαστεί αρνητικά από τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, κρίνεται απαραίτητη. Ανάλογη επίδραση ενδεχομένως να έχει επέλθει και σε προγράμματα παροχών προς το προσωπικό. Πολλές επιχειρήσεις αναθεωρούν ή εγκαταλείπουν τέτοιου είδους προγράμματα, με αποτέλεσμα τα επιπλέον κόστη που αναγνωρίζονται στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων να είναι σημαντικά. Ακόμη και αν η ύφεση δεν έχει κανέναν άλλο εποικοδομητικό σκοπό, μπορεί τουλάχιστον να αναγκάσει τους επιχει- ρηματίες και τις διοικήσεις να εντοπί- σουν τα τρωτά σημεία της επιχείρησής τους και να αδράξουν μία ευκαιρία για να αλλάξουν τους «παλιούς» τρόπους με στόχο ένα καλύτερο και υγιές μέλλον.
Στρατηγική λιτότητας και ουσίας
Η οικονομική κρίση και το σοκ που αυτή προκάλεσε στην πραγματική οικονομία έχει φέρει τις διοικήσεις των επιχειρήσεων και τις οικονομικές διευθύνσεις τους στην πρώτη γραμμή, προκειμένου να λάβουν άμεσα μέτρα επιβίωσης κατά την περίοδο της ύφεσης. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των επιχειρήσεων αποτελεί η έλλειψη ελέγχου των δαπανών τους, με αποτέλεσμα οι εκροές τους να είναι μεγαλύτερες από τις εισροές. Δεδομένων των συνθηκών, το πρόβλημα έχει διογκωθεί και απειλεί τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων.
Η μακροχρόνια βιωσιμότητα των επιχειρηματικών σχεδίων εξαρτάται από τη διατήρηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος της επιχείρησης. Η ανάπτυξη προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών που να ικανοποιούν τους πελάτες και η ταυτόχρονη αναδιοργάνωση των επιχειρηματικών διαδικασιών ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα, αλλά με μειωμένα κόστη, είναι τα στοιχεία που προσθέτουν αξία σε μία επιχείρηση. Κάθε ευρώ που εισρέει στην επιχείρηση από τις πωλήσεις δίνει ένα ποσοστό κέρδους στα αποτελέσματα, όμως κάθε ευρώ που εξοικονομείται από δαπάνες μεταφέρεται αυτούσιο στην τελευταία γραμμή της Κατάστασης Αποτε- λεσμάτων και αποτελεί καθαρό κέρδος.
Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των λειτουργιών της επιχείρησης συμβάλλουν ουσιωδώς στην επιτυχία της. Σε αρκετές περιπτώσεις, πολλές απόλυτα ορθές στρατηγικές τελικώς αμφισβητού- νται ή αποτυγχάνουν επειδή ορισμένες βασικές λειτουργίες της επιχείρησης παρουσιάζουν ελλείψεις. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων σχεδιάζει τη μείωση των δαπανών τους ή βρίσκεται ήδη σε διαδικασία μείωσης. Όταν τα πλεονάζοντα κόστη γίνουν ορατά, υπάρχει άμεση ανάγκη για σημαντικές βελτιώσεις, που μπορούν να επιτευχθούν μέσω της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού και των ενσώματων στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης.
Τι πρέπει να αναλογιστεί η διοίκηση μίας επιχείρησης αναφορικά με τη μείωση των δαπανών της;
Υπάρχει ένα ρεαλιστικό επιχειρηματικό πλάνο, το οποίο να αντανακλά τη δυνατότητα της επιχείρησης και να ικανοποιεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και τις απαιτήσεις των πελατών; Πώς έχει διασφαλιστεί ότι οι οικονομικοί πόροι έχουν τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη απόδοση από τη χρήση τους; Υπάρχουν προβλήματα στην ενσωμάτωση αποκτηθέντων επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα πρόσφατων εξαγορών; Έχει εξεταστεί η φύση των δαπανών της επιχείρησης προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι όλα τα πραγματοποιούμενα κόστη είναι απαραίτητα; Η αναγνώριση και διαχείριση των βασικών κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη η επιχείρηση γίνεται αποτελεσματικά; Πώς διενεργείται η σύγκριση της αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων της επιχείρησης σε σχέση με εκείνη των ανταγωνιστών της;
Πώς μπορούν όμως να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα;
Είναι σημαντικό η διοίκηση να διασφαλίσει ότι όλες οι λειτουργίες της επιχείρησης ελέγχονται διεξοδικά και να προτείνει βελτιώσεις, όπου αυτές απαιτούνται. Οι βελτιώσεις θα έχουν ως στόχο, αφενός, την ενίσχυση της ικανότητας επιβίωσης της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της ύφεσης και, αφετέρου, την ενδυνάμωση των λειτουργιών της, γεγονός που θα αποτελέσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα όταν οι όροι των συναλλαγών θα αρχίσουν να βελτιώνονται. Μέσω της ανάλυσης των αποφάσεων που σχετίζονται με την κατανομή των οικονομικών πόρων και την αξιολόγηση του σχεδιασμού και της αποτελεσματικότητας των καθημερινών εργασιών (day-to-day operations) επανεξετάζονται οι δυνατότητες που υπάρχουν για περιορισμό των δαπανών της επιχείρησης.
Στο πλαίσιο των ενεργειών μείωσης του κόστους πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι υπάρχουσες δικλίδες εσωτερικού ελέγχου (internal controls) και η αποτελεσματικότητα αυτών, ώστε η αξιολόγηση των επιχειρηματικών κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη η επιχείρηση να γίνεται με ασφάλεια και μεγαλύτερη ακρίβεια. Στη φάση αυτή, και δεδομένης της δύσκολης οικονομικής κατάστασης και του αρνητικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί, απαιτείται η διοίκηση να αξιολογήσει σε κάθε περίπτωση δαπάνης αν καλύπτει και σε τι βαθμό τις ανάγκες της επιχείρησης. Αυτή η αξιολόγηση περιλαμβάνει τις δαπάνες αναφορικά με ενσώματα πάγια (CAPEX) σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες και απαιτήσεις, τη σωστή διαχείριση του προσωπικού, τη χρηματοδότηση με ανταγωνιστικούς όρους και στο ύψος που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία της επιχείρησης και όχι πάνω από αυτό, όπως αρκετά συχνά συνέβαινε μέχρι σήμερα.
Ένα πεδίο που χρήζει προσοχής είναι η αποτελεσματικότητα του ελέγχου των πραγματοποιούμενων αγορών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της έρευνας αγοράς για εντοπισμό εναλλακτικών προμηθευτών, διαπραγματεύσεων για εκπτώσεις με γρηγορότερη αποπληρωμή, μακροχρόνιες συμφωνίες, consortium αγορών για αύξηση όγκων και μείωση τιμών. Οι συμφωνίες με τους προμηθευ- τές θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν με βάση τις παρούσες συνθήκες, ενώ η διοίκηση θα πρέπει να φροντίσει για την ελαχιστοποίηση των αποθεμάτων και την ενοποίηση των προμηθευτών με τρόπο τέτοιο ώστε να αποφεύγεται τόσο η εξάρτηση όσο και η μεγάλη διασπορά.
Η σωστή εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων, ο περιορισμός, όπου είναι εφικτό, των λειτουργικών εξόδων ή η ενοικίαση των ανεκμετάλλευτων χώρων, αλλά και η αναθεώρηση των επενδυτικών πλάνων και η επισκόπηση των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου, είναι στοιχεία πολύ κρίσιμα, και πάντως όχι τα μοναδικά, στην αποτελεσματική διαχείριση του κόστους. Οι περισσότερες επιχειρήσεις επικεντρώνονται στη μείωση του κόστους παραγωγής τους, που αποτελεί τη βασική λειτουργική δαπάνη τους (πρώτες ύλες, άμεσα αποθέματα). Το κόστος παραγωγής όμως, δεδομένου ότι βρίσκεται στον πυρήνα της επιχειρηματικής στρατηγικής, συνήθως ελέγχεται και διοικείται αποτελεσματικά και κινείται στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα.
Παρόλα αυτά, είναι τελείως διαφορετικό αυτό που συμβαίνει με τα υπόλοιπα κόστη της επιχείρησης. Οι πραγματικές ευκαιρίες μείωσης στις υπόλοιπες κατηγορίες δαπανών (που πολλές φορές είναι συνολικά ισόποσες με το κόστος παραγωγής) πολλές φορές δεν τυγχάνουν του ελέγχου που απαιτείται. Έτσι, σε αυτές τις κατηγορίες τα περιθώρια μείωσης είναι μεγάλα και οι πιο προσεκτικοί έλεγχοι μπορεί να αποδώσουν σημαντικά οφέλη, σε μια εποχή που η λιτότητα και η προσήλωση στην ουσία είναι επιβεβλημένες στρατηγικές. Η ύφεση και τα ερωτήματα που γεννά απασχολούν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Ο συνδυασμός της δέουσας νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής θα μας οδηγήσει σε έξοδο από την κρίση; Σίγουρα ναι, χωρίς όμως να μπορούμε να προβλέψουμε το πότε ακριβώς θα συμβεί αυτό. Στην Ελλάδα, η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων διενεργείται με σημαντική υστέρηση έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης. Το γεγονός της υστέρησής μας δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε από τα λάθη των άλλων και να αναζητήσουμε τις δέουσες ισορροπίες. Η εμβάθυνση στις «αρνητικές» πτυχές της κρίσης είναι χρήσιμη, αλλά δεν είναι πιο σημαντική από την επικέντρωση στις δυνατότητες ανάκαμψης και στις στρατηγικές που θα μας φέρουν σε πλεονεκτική θέση τόσο στο παρόν όσο και μετά την ανάκαμψη των αγορών. Σε κάθε δύσκολη συγκυρία κρύβεται και μία ευκαιρία, αρκεί η απαισιοδοξία της γνώσης να συνυπάρχει με την αισιοδοξία της θέλησης.
Κωνσταντίνος Νιφορόπουλος
Ορκωτός ελεγκτής λογιστής, προέδρος του Δ.Σ. της «ΩΡΙΩΝ ΟΡΚΩΤΟΙ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΛΟΓΙΣΤΕΣ Α.Ε.»
Ο ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ
Η νέα αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης επιβάλλει καλύτερους τρόπους διαχείρισης, τομέας στον οποίο μπορούν να βοηθήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί.
Με το Π.Δ. 315/30-12-99 (ΦΕΚ-302 Α’), «Περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστι- κού Σχεδίου Δήμων και Κοινοτήτων (ΟΤΑ Α’ Βαθμού)», το οποίο τροποποιήθηκε με την ΚΥΑ αρ. πρωτ.: 4604/1-2-2005, τέ- θηκαν οι βάσεις για την εφαρμογή του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος και της παρουσίασης ετήσιων οικονομικών καταστάσεων από τους δήμους της χώρας μας.
Η προσφορά των συναδέλφων μας, αλλά και ανθρώπων της λογιστικής επιστήμης γενικότερα, είτε συμμετείχαν σε σχετικές επιτροπές/ομάδες εργασίας είτε με το συγγραφικό τους έργο, ήταν σημαντική, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα οι δήμοι της χώρας μας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Π.Δ. 315/99. Με το νόμο 3852/2010 (ΦΕΚ τεύχος πρώτο, αρ. 87/7 Ιουνίου 2010), «Νέα αρχιτεκτονική της αυτοδιοίκησης και της αποκεντρωμένης διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης», αφενός συστήνονται «νέοι» δήμοι, ενώ ταυτόχρονα καταργούνται υπάρχοντες δήμοι (δηλαδή έχουμε συνενώσεις δήμων), και αφετέρου λαμβάνονται μια σειρά μέτρων τα οποία θα συμβάλλουν θετικά στην οικονομική οργάνωση, οικονομική διαχείριση και πληροφόρηση για την οικονομική κατάσταση του δήμου.
Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής σημεία του Ν. 3852/2010: Άρθρο 71 «Δημοτικό κατάστημα, βιβλία, αρχεία και ιστοσελίδα» Προβλέπεται η δημιουργία ιστοσελίδας σε κάθε δήμο, στην οποία θα αναρτώνται, εκτός των άλλων, και οικονομικά στοιχεία του δήμου. Άρθρο 72 «Οικονομική επιτροπή – Αρμοδιότητες» Προβλέπεται η σύσταση οικονομικής επιτροπής ως οργάνου παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του δήμου. Άρθρο 97 «Υπηρεσιακές μονάδες δήμων» Οι συνιστώμενοι δήμοι, στο πλαίσιο κατάρτισης των Οργανισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας και της συγκρότησης των υπηρεσιών τους, υποχρεούνται μέχρι 31.12.2012 να περιλάβουν υπηρεσιακές μονάδες με αντικείμενα, εκτός των άλλων και τα εξής:
• Προγραμματισμού και ανάπτυξης
• Οικονομική υπηρεσία
• Διαφάνειας
•Διοίκησης
– Διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού Άρθρο 218 «Διάρθρωση Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ» Η οποία διαρθρώνεται στις εξής Διευθύνσεις: α. Διεύθυνση Γενικών Υποθέσεων β. Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων γ. Διεύθυνση Τεχνικών Υποθέσεων Άρθρο 264 «Πιστοληπτική πολιτική διαδικασία συνομολόγησης δανείου από δήμους και περιφέρειες», σύμφωνα με το οποίο προβλέπονται :
– Οι δήμοι και οι περιφέρειες μπορούν να συνομολογούν δάνεια με πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον συντρέχουν, σωρευτικά, οι πιο κάτω προϋποθέσεις: α) το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης της δημόσιας πίστης κάθε δήμου δεν υπερβαίνει το 20% των ετήσιων τακτικών του εσόδων και β) το συνολικό χρέος του δήμου που προβαίνει σε δανεισμό δεν υπερβαίνει ποσοστό των συνολικών εσόδων του (ήδη με σχετική απόφαση αρ. πρωτ.: 43093/30- 7-2010/Διεύθυνση Οικονομικών ΟΤΑ καθορίζεται ως ανώτατο όριο του συνολικού χρέους δήμου που προβαίνει σε δανεισμό ποσοστό 60% επί των συνολικών εσόδων του).
Άρθρο 265 «Προϋποθέσεις και όροι δανεισμού», σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί το δάνειο για σκοπό άλλον από εκείνον για τον οποίο συνομολογήθηκε.
Άρθρο 266 «Προγραμματισμός, προϋπολογισμός και θέματα οικονομικής διαχείρισης των νέων δήμων», σύμφωνα με το οποίο προβλέπονται:
– Για το μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό των δήμων εκπονείται το Πενταετές Τεχνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΤΕΠ), το οποίο εξειδικεύεται κατ’ έτος σε Ετήσιο Πρόγραμμα Δράσης (ΕΠΔ) και ετήσιο προϋπολογισμό.
– Συνοπτική οικονομική κατάσταση του προϋπολογισμού αναρτάται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του οικείου δήμου και δημοσιεύεται σε τοπική εφημερίδα.
– Ο προϋπολογισμός, το ετήσιο πρόγραμμα δράσης, η εισηγητική έκθεση της οικονομικής επιτροπής και οι αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου που αφορούν την επιβολή των φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών υποβάλλονται στον ελεγκτή νομιμότητας για έλεγχο.
– Η Οικονομική Επιτροπή, μετά από εισήγηση του υπευθύνου Οικονομικών Υπηρεσιών του οικείου δήμου, υποβάλλει στο Δημοτικό Συμβούλιο τριμηνιαία έκθεση ως προς τα αποτελέσματα εκτέλε- σης του προϋπολογισμού, κατά το προηγούμενο της έκθεσης τρίμηνο.
– Στους δήμους εφαρμόζονται οι διατάξεις του Π.Δ. 315/1999, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Άρθρο 267 «Μεταβατικές διατάξεις οικονομικής διαχείρισης δήμων», σύμφωνα με το οποίο προβλέπονται: Μέχρι την 28.2.2011 ολοκληρώνεται η απογραφή των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων, απαιτήσεων και υποχρεώσεων του νέου δήμου, καθώς και των διαθεσίμων χρηματικών μέσων. Η διαδικασία, ο τρόπος και η αποτύπωση της απογραφής θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση. Οι δήμοι, τα Νομικά τους Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, οι σύνδεσμοι των ΟΤΑ ενημερώνουν:
α) με τα βασικά υπηρεσιακά στοιχεία του προσωπικού που απασχολούν τη βάση δεδομένων «Ηλεκτρονικό μητρώο εργαζομέ- νων των δήμων» και
β) με τα οικονομικά τους στοιχεία τη βάση δεδομένων «Οικονομικά στοιχεία δήμων». Με βάση την αξιολόγηση των στατιστικών στοιχείων της βάσης δεδομένων πραγματοποιούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο έλεγχοι στους ανωτέρω φορείς, όταν δεν ικανοποιούν συγκεκριμένους αριθμοδείκτες αξιολόγησης. Με απόφαση του υπουργού καθορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο των στοιχείων, ο χρόνος και ο τρόπος ενημέρωσης των βάσεων δεδομένων, οι αριθμοδείκτες αξιολόγησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Άρθρο 276 «Κατασταλτικός έλεγχος Ελεγκτικού Συνεδρίου»
Από το Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγεται υποχρεωτικά κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασμών των δήμων. Ο κατασταλτικός έλεγχος πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία αποστολής του αντιγράφου του απολογισμού ή ισολογισμού του υπόχρεου για κατασταλτικό έλεγχο φορέα, ο οποίος συνοδεύεται:
α) από τις σχετικές εκθέσεις και πράξεις των αρμοδίων οργάνων του,
β) την έκθεση των ορκωτών λογιστών ελεγκτών και
γ) από κάθε σχετικό με τον έλεγχο στοιχείο, που καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι ανωτέρω εξελίξεις πιστεύω ότι είναι μια ευκαιρία για βελτιώσεις στην πληροφόρηση που παρέχουν οι οικονομικές καταστάσεις των δήμων. Προς την κατεύθυνση αυτή, διατυπώνω διάφορες σκέψεις – προβληματισμούς, οι οποίες παρουσιάζονται συνοπτικά κατωτέρω.
α) Οικονομικές καταστάσεις του δήμου
Εκτιμώ ότι θα βοηθούσαν τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων και ιδιαίτερα τους πλέον άμεσους, δηλαδή τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, τα εξής:
1) Η παράθεση περισσοτέρων πληροφοριών (εμπλουτισμός του περιεχομένου) στο προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων.
Σύμφωνα με το Π.Δ. 315/99, το προσάρτημα του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσεως είναι απαραίτητο συμπλήρωμα των οικονομικών αυτών καταστάσεων, με το οποίο δίνονται διάφορες πρόσθετες ή επεξηγηματικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές έχουν σκοπό να διευκολύνουν όλους τους παράγοντες, προς του οποίους απευθύνονται οι οικονομικές καταστάσεις, στο να κατανοούν το περιεχόμενό τους και να προσδιορίζουν την αληθινή οικονομική κατάσταση και τα ακριβή αποτελέσματα (πλεονάσματα ή ελλείμματα) των δήμων.
Επιπλέον, κατά την άποψή μας, θα πρέπει να προκύπτουν και πληροφορίες απαραίτητες για τους «ειδικούς» χρήστες των οικονομικών καταστάσεων του δήμου, όπως είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τέτοιες πληροφορίες, ενδεικτικά μπορεί να είναι:
• Επεξηγηματικές πληροφορίες σχετικές με την οικονομική κατάσταση όλων των νομικών προσώπων και οργανισμών του Δήμου.
• Συγκριτικός πίνακας μεταξύ προϋπολογισμένων και πραγματοποιηθέντων μεγεθών, καθώς και των μεταξύ τους αποκλίσεων.Η στήλη των προϋπολογισμένων μεγεθών θα μπορούσε να υπάρχει και ως επιπλέον στήλη στην «Κατάσταση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως».
• Το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης της δημόσιας πίστης.
2) Οι οικονομικές καταστάσεις να περιλαμβάνουν και «Κατάσταση ταμειακών ροών». Εκτιμώ ότι η σύνταξη της «Κατάστασης ταμειακών ροών» θα βοηθούσε σημαντικά, αφενός, στην πληροφόρηση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του δήμου και, αφετέρου, στη λήψη ορθολογικότε- ρων αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση των οικονομικών του. Άποψή μου είναι ότι το πλεόνασμα ή το έλλειμμα από τη λειτουργική δραστηριότητα του δήμου είναι σαν πληροφορία εξίσου σημαντική με το αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) που παρουσιάζει η «Κατάσταση αποτελεσμάτων».
3) Παρουσίαση όλων των ετήσιων οικονομικών αναφορών, ενιαία ως «Ετήσια οικονομική έκθεση» και ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του δήμου. Η «Ετήσια οικονομική έκθεση» να περιλαμβάνει:
α) τις οικονομικές καταστάσεις,
β) την έκθεση της Δημαρχικής Επιτροπής,
γ) τις εκθέσεις του ορκωτού ελεγκτή λογιστή,
δ) στοιχεία του προϋπολογισμού και του απολογισμού και
ε) στοιχεία του ετήσιου προγράμματος δράσης.
β) Εφαρμογή της κοστολόγησης (Αναλυτική Λογιστική)
Ο σωστός υπολογισμός του πραγματικού κόστους κάθε παρεχομένης υπηρεσίας στους δημότες αποτελεί την ασφαλέστερη βάση για να γίνει σύγκριση και εκτίμηση του κόστους παραγωγής κάθε παρεχομένης υπηρεσίας σε σχέση με το βαθμό ωφέλειας των δημοτών από τις ικανοποιούμενες αντίστοιχες ανάγκες τους, ώστε να καθίσταται δυνατόν να λαμβάνονται σωστές αποφάσεις, σχετικά με τις υπηρεσίες των οποίων η παροχή ενδείκνυται να αυξηθεί ή να μειωθεί και ενδεχομένως να διακοπεί και με τους εξοικονομούμενους πόρους να παρασχεθούν άλλες ωφελιμότερες υπηρεσίες.
Επειδή η εφαρμογή της Αναλυτικής Λογιστικής απαιτεί τη δέσμευση σημαντικών οικονομικών και ανθρωπίνων πόρων, αρκετοί δήμοι, παρότι ήταν υπόχρεοι, δεν την εφάρμοζαν. Εκτιμώ ότι η δημιουργία των νέων μεγαλύτερων δήμων παρέχει δυνατότητες εφαρμογής ενός συστήματος κοστολόγησης, σε κάθε δήμο, το οποίο μπορεί να λειτουργεί και σε περιοδική βάση και να συνδέεται πληροφοριακά με την απαιτούμενη από το άρθρο 266 του Ν. 3852/2010 τριμηνιαία έκθεση, ως προς τα αποτελέσματα εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
γ) Τρόπος αποτίμησης των στοιχείων του ισολογισμού των «νέων» δήμων
Σύμφωνα με το νόμο 3852/2010, μέχρι την 28.2.2011 ολοκληρώνεται η απογραφή των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων, απαιτήσεων και υποχρεώσεων του νέου δήμου, μετά από σχετική υπουργική απόφαση.
Ορισμένοι προβληματισμοί αφορούν τα εξής θέματα:
• Τρόπος αρχικής αποτίμησης της αξίας των ακινήτων (αντικειμενικές αξίες ή ιστορικό κόστος;) και των εγκαταστάσεων κοινής χρήσεως.
• Καθορισμός ιδιαίτερων συντελεστών αποσβέσεων για τους δήμους.
• Τρόπος μελλοντικής αναπροσαρμογής της αξίας των ακινήτων.
• Τρόπος εμφάνισης των παγίων που έχουν αγοραστεί με την μέθοδο Leasing (εκτιμώ ότι θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής τα οριζόμενα στο άρθρο 141 «Χρηματοδοτικές μισθώσεις» του Κ.Ν. 2190/20. Σημειώνεται ότι ο Ν. 3852/2010 θέτει περιορισμούς στο ύψος των δανείων που λαμβάνει κάθε δήμος.) Ο προβλεπόμενος από το Π.Δ 315/99 τρόπος αποτίμησης των λοιπών, εκτός από τις μετοχές, τίτλων στην τιμή κτήσεώς τους.
δ) Τρόπος παρουσίασης της δραστηριότητας των δημοτικών επιχειρήσεων στις οικονομικές καταστάσεις του δήμου
Αρκετοί δήμοι της χώρας έχουν αναπτύξει σημαντικές δραστηριότητες μέσω δημοτικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η συνολική δραστηριότητα του δήμου. Αρκετοί δήμοι της χώρας έχουν αναπτύξει σημαντικές δραστηριότητες μέσω δημοτικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η συνολική δραστηριότητα του δήμου να είναι σημαντικά διαφορετική από αυτή που απεικονίζεται στις ιδιαίτερες οικονομικές καταστάσεις του δήμου. Ενδεχομένως υπάρχουν κάποιοι δήμοι στους οποίους η παρουσίαση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων θα ήταν αναγκαία για την κατανόηση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης του δήμου.
ε) Περιεχόμενο της « Έκθεσης της Δημαρχικής Επιτροπής»
Το περιεχόμενο της « Έκθεσης της Δημαρχικής Επιτροπής» πρέπει να εμπλουτιστεί και να περιλαμβάνει ουσιαστικά στοιχεία της οικονομικής κατάστασης του δήμου, όπως:
• Η έκθεση του δήμου στον πιστωτικό κίνδυνο, στον κίνδυνο ρευστότητας και στον κίνδυνο ταμειακών ροών.
•Παρουσίαση χρηματοοικονομικών και μη δεικτών επίδοσης (αριθμοδείκτες).
•Πρόσθετες εξηγήσεις και αναλύσεις, όπου ενδείκνυται, για τα ποσά των οικονομικών καταστάσεων.
•Η ακολουθούμενη τιμολογιακή πολιτική και σύγκριση με την πολιτική των άλλων δήμων, καθώς και με το κόστος των προσφερόμενων υπηρεσιών.
•Κάθε σημαντικό γεγονός που συνέβη από τη λήξη της χρήσης μέχρι την ημέρα υποβολής της έκθεσης.
•Η προβλεπόμενη εξέλιξη των δραστηριοτήτων (συνοπτική αναφορά του ετήσιου προγράμματος δράσης κ.λπ.).
στ) Περιεχόμενο της προβλεπόμενης από το άρθρο 163 του N. 3463/2006 Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων «ειδικής» έκθεσης των ορκωτών ελεγκτών
Σύμφωνα με το άρθρο 163 του N. 3463/2006, εκτός από το πιστοποιητικό ελέγχου (τώρα «έκθεση ελέγχου»), ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής υποχρεούται να καταρτίζει και έκθεση ελέγχου στην οποία θα περιλαμβάνει τα όσα προέκυψαν από τον έλεγχό του, παραθέτοντας επιπροσθέτως και τις αναγκαίες υποδείξεις του για κάθε θέμα. Η έκθεση ελέγχου υποβάλλεται από τον ορκωτό ελεγκτή λογιστή στο Δημοτικό Συμβούλιο και στον γενικό γραμματέα της οικείας Περιφέρειας. Επίσης το πιστοποιητικό και η («ειδική») έκθεση ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή λογιστή υποβάλλονται, μαζί με άλλα στοιχεία, στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Πιστεύω ότι θα πρέπει να εκπονηθεί από τα αρμόδια όργανα του ΣΟΕΛ ένα σχέδιο/πλαίσιο/υπόδειγμα σχετικά με το περιεχόμενο της ειδικής αυτής «έκθεσης ελέγχου», με σκοπό, αφενός, να αποτελέσει οδηγό για τους συνάδελφους και, αφετέρου, να «τυποποιηθεί» το περιεχόμενο της «ειδικής έκθεσης», ώστε να διευκολυνθούν οι χρήστες αυτής (κυρίως τα εποπτικά όργανα των δήμων).
Οι ανωτέρω σκέψεις/προβληματισμοί προσδοκώ να αποτελέσουν θέματα συζήτησης/αντιπαράθεσης απόψεων στο πλαίσιο των αρμοδίων οργάνων του ΣΟΕΛ και τελικά, με τη συμβολή έμπει-ρων σε τέτοια θέματα συναδέλφων μας, να παρουσιαστούν με τη μορφή προτάσεων, στα προβλεπόμενα από το Ν. 3852/2010 όργανα για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων.