ΕΥΡΩΠΗ, ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΟΥΤΟΠΙΑ
Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Δημοσιογράφος
Η κρίση που δοκιμάζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες για πολλούς μελετητές δεν είναι απλώς μια δυσμενής συγκυρία αλλά ένα δομικό πρόβλημα. Τρία πρόσφατα βιβλία γνωστών οικονομολόγων δοκιμάζουν να ξαναδούν από την αρχή το πού βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη, το νόμισμά της, ο ρόλος του κράτους και του δημοσίου και κατά πόσον υπάρχει μια εναλλακτική λύση για την Ευρώπη ώστε να επανακτήσει τον παγκόσμιο ρόλο της και, αφετέρου, να χαρίσει μια καλύτερη ζωή στους πολίτες της. Ο Φιλίπ Αγκιόν, σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Φ. Ολάντ, ο Ζαν Πιζανί-Φερύ, διευθυντής του ευρωπαϊκού think tank Bruegel, και ο ειδικός στον Κέυνς άγγλος καθηγητής Ρόμπερτ Σκιντέλσκι θέτουν τον προβληματισμό για την πορεία της Ευρώπης, το νέο ρόλος του κράτους και το επιζητούμενο για κάθε κοινωνία: την ευτυχία των πολιτών της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε το ευρώ και για μια δεκαετία σχεδόν, από το 1999 έως το 2008, οι πάντες πίστευαν ότι η οικονομική ζωή θα συνεχιστεί ως ευθεία γραμμή. Όμως οι υπόγειες εντάσεις συσσωρεύονταν, λέει ο Ζαν Πιζανί-Φερύ στο βιβλίο του Η αφύπνιση των δαιμόνων, η κρίση του ευρώ και πώς να βγούμε από αυτήν (μετάφραση: Μιχάλης Μητσός, εκδ. Πόλις), για να γίνουν δαίμονες που άρχισαν να σκορπούν εφιάλτες στην Ευρώπη. Η Ε.Ε., η Επιτροπή, το Eurogrop αλλά και το ΔΝΤ, ενώ θα έπρεπε να είχαν σημάνει συναγερμό, δεν είχαν καν μηχανισμούς για να αντιμετωπίσουν κάποια κρίση.
Η ελληνική περίπτωση από μόνη της ήταν, κατά τον συγγραφέα, ήσσονος σημασίας, αλλά αποκάλυψε με ωμό τρόπο τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης και την έκταση των διαφωνιών για τον τρόπο με τον οποίον εκείνη έπρεπε να ολοκληρωθεί. Ο Ζ. Πιζανί-Φερύ σε αυτή τη μελέτη του –παραγγέλθηκε ως εναρκτήρια ομιλία από το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ στην ετήσια συνέλευσή του– παραθέτει αναλυτικά το πώς φτάσαμε στη σημερινή κρίση και ποια είναι τα βασικά ερωτήματα που τίθενται σήμερα για την Ε.Ε., παραθέτοντας και κάποια συμπεράσματα και προτάσεις. Κατά τον Πιζανί-Φερύ το ευρώ ήταν «η τελευταία ουτοπία μιας εποχής, του τέλους του 20ού αιώνα, η οποία διακήρυσσε ότι είχε θεραπευτεί από τις ουτοπίες». Η ουτοπία έγκειτο στο ότι πολλοί πίστευαν ότι εύκολα μέσω της νομισματικής ενοποίησης θα οδηγούμασταν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κάτι ανάλογο τέλος πάντων με τις ΗΠΑ. Όμως οι διορθωτικοί μηχανισμοί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής λειτουργούν, ενώ στην Ευρώπη είναι ανίσχυροι. Οι τράπεζες αποτελούν ένα βαρίδι, καθώς έμαθαν «να ζουν ως παγκόσμιες ή ευρωπαϊκές και πεθαίνουν ως εθνικές». Και κυρίως οι Ευρωπαίοι δεν είχαν μηχανισμούς να αποτρέψουν μια κρίση, γιατί δεν συμφωνούν από πριν για τα μέτρα που πρέπει να λάβουν.
Τι θα μπορούσε να γίνει
Ο Ζαν Πιζανί-Φερύ εξετάζει μια σειρά λύσεις που θα μπορούσαν να βγάλουν την Ε.Ε. από την κρίση. Δυστυχώς, όλες οι προτάσεις του είναι επισφαλείς, το παραδέχεται και ο ίδιος, μιας και απαιτούν πολλές προϋποθέσεις για την επιτυχία τους. Τα ερωτήματα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι συμπυκνώνονται, κατά τον συγγραφέα, σε τρία ζητήματα: ποιες είναι οι αρχές πάνω στις οποίες θα στηριχτούν για να επιλύσουν την κρίση χρέους, πώς θα διαμορφωθεί η πολιτική οργάνωση της ευρωζώνης και πώς θα γίνει η ανάκαμψη της Νότιας Ευρώπης.
Οι διαφαινόμενες λύσεις μπορεί να στηριχτούν: στη λιτότητα στα κράτη, στην ενίσχυση των τραπεζών ή στην αλληλεγγύη ανάμεσα στα κράτη της ευρωζώνης. Η λιτότητα δεν συνιστάται, γιατί μακροπρόθεσμα δεν αποδίδει. Το δυνάμωμα των τραπεζών θα έπρεπε να γίνει όμως με την οικειοθελή αποκόλληση των κρατών από αυτές. Κάτι που τίποτα δεν δείχνει ότι τα κράτη το επιθυμούν. Τέλος, η λύση με τις καλύτερες προϋποθέσεις είναι η αλληλεγγύη των κρατών της ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό η έκδοση ευρωομολόγων (σε διάφορες ζώνες, ανάλογα με το ύψος του χρέους της κάθε χώρας ) θα ήταν μια κάποια λύση. Όμως κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ένα μηχανισμό που θα είχε ως στόχο να προλαμβάνει τα γεγονότα. Αυτό σημαίνει ότι η έκδοση τίτλων και το μελλοντικό ισοζύγιο των δημοσίων οικονομικών θα πρέπει να παραμείνουν οι μόνοι τομείς όπου θα μπορεί να παρεμβαίνει η ευρωζώνη, αμφισβητώντας τις αποφάσεις των κοινοβουλίων. Δηλαδή η έκδοση ευρωομολόγων δεν νοείται σε μόνιμη βάση χωρίς μια μορφή πολιτικής ένωσης. Κάτι που προϋποθέτει ασφαλώς μια νέα συνθήκη μεταξύ των μελών της ευρωζώνης. Τέλος, η αποκατάσταση της οικονομίας της Νότιας Ευρώπης χρειάζεται να γίνει με αναπροσαρμογή των σχεδίων ανάπτυξης. Η επιστροφή στο παρελθόν δεν έχει κανένα νόημα. Τα κράτη της Βόρειας Ευρώπης πρέπει να βοηθήσουν τα κράτη της Νότι- ας να αναπροσαρμόσουν τις οικονομικές αναπτυξιακές πολιτικές τους. Ο Πιζανί- Φερύ πιστεύει ότι αν δεν αποκατασταθεί η εσωτερική ισορροπία στην ευρωζώνη, χωρίς επενδύσεις και θέσεις εργασίας στη Νότια Ευρώπη, η νομισματική ένωση δεν θα επιβιώσει με τη σημερινή της μορφή.
Συνοπτικά ο Πιζανί-Φερύ προτείνει μια προωθημένη οικονομική ενοποίηση που θα επιλύει τις αποκλίσεις, το τέλος της στρεβλής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις τράπεζες και τα κράτη, ώστε να επικρατήσει ένας τραπεζικός και χρηματοπιστωτικός φεντεραλισμός και, τέλος τη δημιουργία ενός νέου συμβολαίου, μιας πολιτικής ένωσης, ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη, που θα στηρίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης και της ευθύνης. Φυσικά, είναι αμφίβολο αν η Γερμανία θα θελήσει να προχωρήσει σε ένα τέτοιο φιλόδοξο σχέδιο και, από την άλλη, η Γαλλία δεν είναι έτοιμη να το δεχτεί, αφού ήδη έχει απορρίψει το σχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος. Μπορούν άραγε αυτές οι δύο χώρες να υπερβούν τις εθνικές τους προκαταλήψεις και να σκεφτούν ευρωπαϊκά; Είναι το κύριο ερώτημα που κατά τον συγ- γραφέα καλούνται να απαντήσουν σήμερα οι δύο αυτές χώρες.
Για ένα άλλο κράτος
«Στα χαρακώματα της μάχης είμαστε όλοι κεϋνσιανοί», θα πει στο κορύφωμα της παρούσας οικονομικής κρίσης, το 2009, ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Λούκας. Η φράση «Να επανεφεύρουμε το κράτος» κυριαρχεί στα προγράμματα πολλών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, και στην Ελλάδα. Η μονεταριστική συνταγή έχει αποτύχει και όλοι στρέφουν πάλι το βλέμμα τους προς το κράτος. Μπορεί όμως η συνταγή του Κέυνς, που διαμόρ- φωσε τις κυρίαρχες πολιτικές μετά την μεγάλη κρίση του 1929, να σταθεί και σήμερα στα πόδια της; Ο Φιλίπ Αγκιόν, καθηγητής οικονομικών στο Χάρβαρντ, και η Αλεξάντρα Ρουλέ, στο βιβλίο τους Ο νέος ρόλος του κράτους. Για μια ανανεωτική σοσιαλδημοκρατία (μετάφραση Ανθή Ξενάκη, εκδ. Πόλις) πιστεύουν ότι η διάκριση μεταξύ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών για «περισσότερο» ή «λιγότερο» κράτος είναι μάλλον άστοχη και ότι το ζητούμενο είναι ένα «διαφορετικό κράτος». Αναγνωρίζουν το ρόλο της δημόσιας εξουσίας, αφού όμως την «επινοήσουν εκ νέου».
Για τους δυο συγγραφείς ο κεϋνσιανισμός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη σημερινή ιστορικά διαμορφωμένη πραγματικότητα, καθώς τα εργαλεία του είναι αναντίστοιχα της εποχής. Το κεϋνσιανό κράτος διέθετε μοχλούς παρέμβασης: τον εκτεταμένο δημόσιο τομέα που του έδινε τη δυνατότητα να κατευθύνει τη βιομηχανική πολιτική. Στο πλαίσιο μιας κλειστής οικονομίας μπορούσε να δίνει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες και μπορούσε να διατηρεί το κράτος πρόνοιας μέσω επιδοτήσεων και υποκατάστατων εισοδημάτων (επιδόματα κ.λπ.)
Οι δυο συγγραφείς τονίζουν ότι η εποχή άλλαξε, έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο ανοικτής οικονομίας, όπου η πρόοδος των ανεπτυγμένων χωρών δεν είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής απομίμησης αλλά της καινοτομίας. Σήμερα δημιουργούνται συνεχώς νέες επιχειρήσεις κι άλλες αφανίζονται. Το ζήτημα για το κράτος δεν είναι ο άμεσος έλεγχος αλλά η ρύθμισή τους. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία η διαχείριση μέσω της ζήτησης χάνει την αποτελεσματικότητά της, αφού η αύξηση των δημοσίων δαπανών μπορεί να εκφραστεί με τη διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος και όχι με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Για τη Γαλλία (για την οποία γράφτηκε αυτό το βιβλίο) η ενίσχυση των εισαγωγών είχε άμεσα αρνητικό αποτέλεσμα στην εγχώρια βιομηχανία. Τέλος, το κράτος πρόνοιας διέρχεται τεράστια κρίση. Το ζήτημα για τους συγγραφείς δεν είναι μό- νον να προστατευτούν τα άτομα αλλά και να υποστηριχτούν σε μια επαγγελματική διαδρομή που τη διακρίνει μεγαλύτερη κινητικότητα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Οι Αγκιόν – Ρουλέ θεωρούν αναποτελε- σματικό και τον Τρίτο δρόμο που προσπάθησαν να χαράξουν οι Νέοι Εργατικοί στη Βρετανία. Η παρέμβαση των τελευταίων βασίστηκε αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς, ενώ οι συγγραφείς του βιβλίου επικεντρώνουν στην ιδέα της συμπληρωματικότητας ανάμεσα στα χρηματοπι- στωτικά κίνητρα και τις μεταρρυθμίσεις της διακυβέρνησης, ό,τι ακριβώς οι Εργατικοί δεν κατάφεραν να κάνουν στους τομείς της παιδείας και της υγείας. Τους κατηγορούν ακόμα ότι συνέστησαν ένα «μεροληπτικό» κράτος όσον αφορά τις στοχευμένες επενδύσεις και ότι ελάχιστα προσπάθησαν μέσω της φορολογίας να συμφιλιώσουν την αναδιανομή του εισοδήματος με την ενθάρρυνση της καινοτομίας.
Η πρόταση των Αγκιόν – Ρουλέ περιγράφει ένα κράτος επενδυτή, ρυθμιστή, εγγυητή του κοινωνικού συμβολαίου και της δημοκρατίας. Η βασική του στήριξη θα είναι στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στις νέες ιδέες, την καινοτομία, την πράσινη οικονομία, την προστασία του κλίματος για να μειωθεί η ανεργία και να υπάρξει ανάπτυξη. Προτείνουν ευέλικτη ασφάλεια ως μέτρο προστασίας των ατόμων από τις αρνητικές επιπτώσεις της απώλειας εργασίας. Ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα, χωρίς φοροαπαλλαγές, που θα επιτρέπει τη μείωση των ανισοτήτων. Και τέλος προτείνουν ένα κράτος θεμελιωμένο στη δημοκρατία και την ελευθερία της δράσης.
Στην κριτική που τους κάνουν ότι η συνεχής ανάπτυξη έχει όρια που μετά από αυτά αρχίζει η καταστροφή απαντούν ότι «η καινοτομία επιτρέπει να υποχωρούν συνεχώς τα όρια του εφικτού, χάρη στην ανακάλυψη νέων πηγών ενέργειας και νέων παραγωγικών διαδικασιών που καθιστούν δυνατή την εξοικονόμηση της χρήσης των υφιστάμενων πηγών». Η βασική ιδέα των Αγκιόν – Ρουλε είναι πως το κράτος πρέπει να έχει μια στρατηγική διακυβέρνησης ως προς τον τρόπο που παρέχει τη στήριξή του αλλά και το πώς χειρίζεται τους θεσμούς και τους τομείς δραστηριοτήτων που ευεργετούνται από το δημόσιο χρήμα. Η δημοκρατία, τα μέσα ενημέρωσης και η αξιολόγηση των δημόσιων πολιτικών πρέπει να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο.
Τι κρατάμε από τον Κέυνς
« Όχι, ο Κέυνς είναι ακόμα πολύ χρήσιμος», θα πει ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Warwick και εξαίρετος βιογράφος του Κέυνς. Ο Σκιντέλσκι, ο οποίος έχει κατά καιρούς υποστηρίξει τη χώρα μας από την επίθεση των κερδοσκόπων, επαίρεται ότι ο ίδιος δεν είναι ένας στυγνός οικονομολόγος αλλά ένας ιστορικός και φιλόσοφος της οικονομίας, γι’ αυτό και μπορεί να δει πιο καθαρά τι κρατάει κανείς από τον Κέυνς. Στο βιβλίο του Keynes, επιστροφή στη διδασκαλία του (μετάφραση Χρυσούλα Μεντζαλίρα, εκδ. Κριτική) τονίζεται ότι η παρακμή του κεϋνσιανισμού οφείλεται στην παρακμή των ιδεών στις οποίες ο Κέυνς πίστευε ακράδαντα όταν έλεγε ότι «ο κόσμος κυβερνάται από αυτές».
Ο Σκιντέλσκι κρίνει αρνητικά τόσο τους «νέους κεϋνσιανούς» όσο και τους «νέους κλασικούς», καθώς και οι δύο πίστεψαν στις ορθολογικές προσδοκίες της αγοράς και έτσι νομιμοποίησαν την απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα που οδήγησε στην κρίση. Κατά τον Σκιντέλσκι, στον πυρήνα της θεωρίας του Κέυνς βρίσκεται η αναπόδραστη «αβεβαιότητα» για το μέλλον. Η έννοια της αβεβαιότητας είναι καθοριστική για το πώς διαμορφώνονται οι στρατηγικές στον οικονομικό τομέα. Ο συγγραφέας επικρίνει τους οικονομολόγους που, ορίζοντας με βεβαιότητα ως ορθολογική συμπεριφορά μονάχα αυτή που ευθυγραμμίζεται με τα μοντέλα τα οποία οι ίδιοι έχουν εκπονήσει, θεωρούσαν ανορθολογικές όλες τις άλλες συμπεριφορές. Ο Σκιντέλσκι θα υπενθυμίσει ότι η άποψη του Κέυνς ήταν ότι η οικονομία είναι μια «ηθική και όχι μια φυσική επιστήμη», κάτι που οφείλουν να σκεφτούν και να πάρουν υπόψη τους όλοι οι νεότεροι οικονομολόγοι.
Ο Σιντέλσκι προτείνει να επαναφέρουμε το βασικό όραμα του Κέυνς που ήταν η «αρμονική κοινωνία», η οποία έχει τόσο εθνική όσο και υπερεθνική διάσταση. Σύμφωνα με αυτήν, θα πρέπει να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση στο εσωτερικό της χώρας διαμέσου των επενδύσεων και της ανακατανομής του εισοδήματος, πράγμα που θα οδηγούσε σε αποφόρτιση του διεθνούς εμπορίου από τις πιέσεις, σε επιβράδυνση του ρυθμού της παγκοσμιοποίησης και σε άμβλυνση των κοινωνικών εντάσεων που προκύπτουν από αυτήν.
Από την άλλη, η δημιουργία μιας Clearing Union για τις διεθνείς πληρωμές θα σταματούσε τις παγκόσμιες μακρο- οικονομικές ανισορροπίες, οδηγώντας άμεσα σε έναν πλουραλιστικό κόσμο και σε μια μεγαλύτερη νομισματική σταθερότητα. Φυσικά, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει και οι ισχυρές πολιτικά και οικονομικά χώρες να πάρουν γεωστρατηγικές αποφάσεις που θα διευκολύνουν την είσοδο στη νέα εποχή. Ο Σκιντέλσκι γράφει ότι η κρίση αντανακλά και μια «ηθική αποτυχία», που στον πυρήνα της βρίσκεται η λατρεία της ανάπτυξης ως αυταξίας και όχι ως τρόπου για την επίτευξη του «ευ ζην». Άρα χρειαζόμαστε να θεσπίσουμε κανόνες μιας πιο ήπιας, αρμονικής οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Οι Αγκιόν – Ρουλέ πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να προέλθει αν η ανάπτυξη κυλήσει μέσα στα κανάλια της καινοτομίας προς όφελος του ανθρώπου. Και οι τρεις συγγραφείς βλέπουν το κράτος να συνεχίζει να παίζει ρυθμιστικό ρόλο, μόνον που αυτός θα είναι διαφορετικός από τους ρόλους που είχε κληθεί να υπερασπίσει το ίδιο το κράτος σε παλιότερες εποχές.
Jean Pisani-Ferry
Η αφύπνιση των δαιμόνων. Η κρίση του ευρώ και πώς να βγούμε από αυτήν Μετάφραση: Μιχάλης Μητσός Πόλις, σ. 231, 13,50 ευρω
Ο Ζαν Πιζανί-Φερύ γεννήθηκε το 1951 στο Boulogne-Billancourt. Είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris- Dauphine. Έχει διδάξει στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, στην Εcole Centrale και στην Εcole Polytechnique. Διευθύνει το ευρωπαϊκό think tank Bruegel και είναι τακτικός αρθρογράφος στις εφημερίδες Le Monde και Handelsblatt, καθώς και στο κινέζικο περιοδικό Century Weekly.
Philippe Aghion- Alexandra Roulet
Ο νέος ρόλος του κράτους. Για μια ανανεωτική σοσιαλδημοκρατία Μετάφραση: Ανθή Ξενάκη Πόλις, σ. 146, 13,00 ευρω
Ο Φιλίπ Αγκιόν είναι καθηγητής Οικονομίας στο Χάρβαρντ και σύμβουλος του νέου προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ.
Keynes: Επιστροφή στη διδασκαλία του
Εισαγωγή – επιμέλεια: Λ. Τσουλφίδης Μετάφραση: Χρυσούλα Μεντζαλίρα Κριτική, σ. 328, 20,00 ευρω
O Robert Skidelsky είναι επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο University of Warwick της Μεγάλης Βρετανίας. Η τρίτομη βιογραφία του για τον John Maynard Keynes έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το βραβείο του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (Council of Foreign Relations). Είναι μέλος της Βουλής των Λόρδων από το 1991, της Βρετανικής Ακαδημίας από το 1994, καθώς και του διοικητικού συμβουλίου της Σχολής Πολιτικών Ερευνών της Μόσχας