Μιχάλης Καραβάς, Partner/Regulatory & Public Policy. Deloitte Χατζηπαύλου, Σοφιανός & Καμπάνης Α.Ε.
Στους κύκλους της ευρωπαϊκής, και όχι μόνο, ρυθμιστικής κοινότητας κυκλοφορεί η ιδέα ότι ο περιορισμός ή και η πλήρης απαγόρευση προσφοράς υπηρεσιών πέραν του τακτικού ελέγχου από τους τακτικούς ελεγκτές θα ενίσχυε την ανεξαρτησία των ελεγκτών.
Ηδη με την ελεγκτική μεταρρύθμιση, που ψηφίσθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την άνοιξη του 2014 και θα ενσωματωθεί στο δίκαιο των κρατών μελών μέχρι τα μέσα του 2016, έχει θεσπισθεί ο δραστικός περιορισμός στην προσφορά αυτών των υπηρεσιών και επαφίεται στα κράτη μέλη η επιλογή για παραπέρα περιορισμό ή και πλήρη απαγόρευσή τους. Η σχετική συζήτηση εστιάζει κυρίως γύρω από την προσφορά φορολογικών υπηρεσιών από τους ελεγκτές. Από κανονιστική άποψη θεωρούμε ότι χρειάζεται προσοχή από τις ρυθμιστικές αρχές, ώστε να μην περιορίζουν την ελευθερία των ελεγχόμενων επιχειρήσεων να επιλέγουν κατά την κρίση τους τους συμβούλους τους, χωρίς οι αρχές να έχουν σοβαρά τεκμηριωμένα επιχειρήματα ότι ένας τέτοιος περιορισμός υπηρετεί πράγματι το δημόσιο συμφέρον. Πιστεύουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί, από όσους πρεσβεύουν αυτόν τον δραστικό περιορισμό ή και την πλήρη απαγόρευση, ότι είναι επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον η προσφορά φορολογικών υπηρεσιών από τους τακτικούς ελεγκτές. Αντίθετα, θεωρούμε ότι ένας τέτοιος περιορισμός, σε συστημικό επίπεδο, μπορεί να οδηγήσει σε μη σκοπούμενες επιπτώσεις, διότι στην πραγματικότητα, π.χ.:
α) μειώνει τον αριθμό των ελεγκτικών εταιρειών που θα επιτρέπεται να κάνουν προσφορά για την ανάληψη του τακτικού ελέγχου,
β) μειώνει τη δυνατότητα επιλογής από την επιχείρηση παρόχου φορολογικών υπηρεσιών,
γ) αυξάνει το κόστος της επιχείρησης και μειώνει τη διαφάνεια,
δ) απαξιώνει τη γνώση των εξειδικευμένων σε φορολογικά θέματα στελεχών των ελεγκτικών εταιρειών που υποστηρίζουν τη διαδικασία των τακτικών ελέγχων,
ε) θέτει σε μειονεκτική θέση τις μικρότερες ελεγχόμενες επιχειρήσεις.
Μία πλήρης ή σχεδόν πλήρης απαγόρευση προσφοράς πέραν του ελέγχου υπηρεσιών από τους τακτικούς ελεγκτές θα επηρεάσει αρνητικά τη δυνατότητα του επαγγέλματος να μοιράζεται και να ενσωματώνει στην ελεγκτική διαδικασία τη γνώση που αποκομίζει στα διάφορά τμήματα – γραμμές παραγωγής υπηρεσιών που διαθέτει. Όμως ακριβώς αυτή η συνέργεια είναι που αναπτύσσει μία δεξαμενή ταλέντων η οποία εξασφαλίζει ότι οι καλύτερες δεξιότητες των ανθρώπων μας είναι διαθέσιμες να υπηρετήσουν την ελεγκτική διαδικασία επ’ ωφελεία της ποιότητας του ελέγχου και, εν προκειμένω, τον καλύτερο έλεγχο των φορολογικών πρακτικών της ελεγχόμενης και των σχετικών υπολογισμών, σημειώσεων και αποκαλύψεων στις οικονομικές καταστάσεις. Αυτό μάλιστα είναι ιδιαίτερα φανερό σε ελέγχους διεθνικής ή και παγκοσμίας κάλυψης, όπου τα ελεγκτικά δίκτυα χρειάζονται εξαιρετική εξειδίκευση σε κάθε βιομηχανία οικονομικής δραστηριότητας και βαθιά εμπειρία σε κάθε γεωγραφική περιοχή. Και είναι αναμφισβήτητο ότι εξαιρετικής εξειδίκευσης ταλέντο και δεξιότητα σε φορολογικά θέματα, όπως εξάλλου και σε κάθε τομέα εξειδίκευσης, έλκονται από ελεγκτικές εταιρείες που τους προσφέρουν τη μέγιστη έκταση δυνατότητας προσκόμισης εμπειρίας και πελατειακής βάσης.
Συνεπώς στα καθ’ ημάς υποστηρίζουμε ότι ενδεχόμενος περαιτέρω περιορισμός, ως επιλογή σε εθνικό επίπεδο, των επιτρεπόμενων υπηρεσιών πέραν του τακτικού ελέγχου και κυρίως φορολογικών υπηρεσιών, με δεδομένη ασφαλώς και την αποτελεσματική λειτουργία των ήδη προβλεπόμενων δικλίδων ασφαλείας και συστημικών ισορροπιών και ελέγχων που τίθενται μετά την ελεγκτική μεταρρύθμιση και που ως Οδηγία και Κανονισμός θα ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο (όπως, π.χ., ο θεσμικός περιορισμός επιτρεπόμενων υπηρεσιών, προέγκριση και εποπτεία από επιτροπές ελέγχου, δημόσια εποπτεία της συμπεριφοράς και επίδοσης των ελεγκτών, έλεγχοι από τις φορολογικές αρχές κ.λπ.), δεν θα προσέφερε στην υπόθεση της ανεξαρτησίας των ελεγκτών και μάλλον θα ζημίωνε παρά θα ωφελούσε την υπόθεση της ελεγκτικής ποιότητας.