Σπύρος Δημητρίου
Δικηγόρος – Υποδιευθυντής, Τμήμα Φορολογικών Υπηρεσιών, KPMG
Η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα αποτελεί, αναμφισβήτητα, ένα από τα μεγάλα ζητούμενα των τελευταίων δεκαετιών. Η δημοσιονομική πίεση και η έλευση των μνημονίων –με όλα τα αρνητικά τους– δημιούργησαν ένα «παράθυρο ευκαιρίας» προς αυτήν την κατεύθυνση. Σε αυτό το πλαίσιο, αλλαγές που ξεχωρίζουν είναι ο περιορισμός των οργανικών δομών των υπουργείων κατά περίπου 40%, η δημιουργία στο Υπουργείο Οικονομικών της ημιαυτόνομης Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και, από 1.1.2017, της Ανεξάρτητης Αρχής Εσόδων και η δημιουργία νέων δομών προς αντικατάσταση παλαιών και απαρχαιωμένων. Ωστόσο, η μεγάλη έκπληξη έρχεται από το Υπουργείο Οικονομικών. Πρόκειται για τη δημιουργία οργανικής μονάδας υπό τον τίτλο «Διεύθυνση Φορολογικής Πολιτικής».
Η Διεύθυνση αυτή αποτελείται από τρία τμήματα, το τμήμα «Πολιτικής και Νομοθεσίας», το τμήμα «Ανάλυσης Οικονομικών και Δημοσιονομικών Επιπτώσεων» και το τμήμα «Διεθνών Πρακτικών και Σχέσεων». Από τους τίτλους των τμημάτων και από τις σχετικές διατάξεις που διέπουν τη Διεύθυνση διαφαίνεται και ο σκοπός της: εστιάζει στην επεξεργασία και ανάλυση δεδομένων για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της φορολογικής πολιτικής, στην παρακολούθηση και αξιολόγηση των διεθνών εξελίξεων, στην υποβολή εισηγήσεων για τροποποιήσεις στη φορολογική νομοθεσία, συνοδευόμενες υποχρεωτικά από μελέτες κόστους οφέλους και μέτρησης της δυνατότητας συμμόρφωσης των φορολογούμενων, στο σχεδιασμό και ανάπτυξη διεθνών οικονομικών σχέσεων σε θέματα φορολογικής πολιτικής, καθώς και στην αξιολόγηση των επιπτώσεων της φορολογικής νομοθεσίας σε όλα τα επίπεδα εφαρμογής της φορολογικής πολιτικής.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, όλα τα παραπάνω συνιστούν –υπό προϋποθέσεις– ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Φαίνεται ότι για πρώτη φορά επιδιώκεται οργανωμένα να δημιουργηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο στον τρόπο που «χαράσσεται» η φορολογική πολιτική. Από τις διατάξεις του άρθρου 27 του Π.Δ. 111/2014 καθίσταται εμφανές ότι επιδιώκεται η ρύθμιση της πολιτικής διαδικασίας διαμόρφωσης της φορολογικής πολιτικής σε όλα τα στάδια. Από τον εντοπισμό της ανάγκης ή του κενού, τη διαβούλευση, τη διαμόρφωση της ατζέντας και τον σχεδιασμό της πολιτικής δράσης, μέχρι την ανάληψή της, τη μελέτη επιπτώσεων σε όλα τα επίπεδα, τη νομοθέτηση, την εφαρμογή και την αξιολόγηση. Για πρώτη φορά φαίνεται ότι υφίσταται η προαίρεση να ξεπεραστούν οι παλιές ad hoc αμφιβόλου ποιότητας πρακτικές ανάληψης πολιτικής δράσης και να υιοθετηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο το οποίο θα μπορεί να διασφαλίζει την επιστημοσύνη και τη διαφάνεια στη «χάραξη» της φορολογικής πολιτικής, λαμβάνοντας ταυτόχρονα σοβαρά υπόψη το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Η επιτυχία της δομής αυτής εξαρτάται απολύτως, αφενός, από τη στελέχωσή της με υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό, στη διάθεση του οποίου θα παρέχονται τα κατάλληλα τεχνικά εργαλεία ανάλυσης, και, αφετέρου, από τη δημιουργία νέας οργανωσιακής – διοικητικής «κουλτούρας», που θα ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο μιας παλαιού τύπου αποστειρωμένης υπηρεσίας και θα χαρακτηρίζεται από ευέλικτες άτυπες διαδικασίες συνεργασίας σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο, σε ένα δηλαδή ανοιχτό διαφανές πεδίο διαβούλευσης. Τη δημιουργία μιας «κουλτούρας» που θα προσεγγίζει τη συναινετική «μέθοδο» διακυβέρνησης, που θα επιζητά τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών, θα μπορεί διαμέσου κατάλληλης μεθοδολογίας να αξιολογεί την αξιοπιστία του ισχύοντος φορολογικού πλαισίου και να καταγράφει στρεβλές συμπεριφορές, παθογένειες και αποτυχίες της αγοράς, με απώτερο σκοπό ένα δίκαιο και λειτουργικό φορολογικό σύστημα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος μιας συναινετικής διαδικασίας χάραξης πολιτικής από κοινού με τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι να δοθεί έμφαση στη δημιουργία «δικτύων» που θα διασφαλίζουν επαρκή εκπροσώπηση και διάθεση εξωγενούς πληροφορίας, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται –ει δυνατόν a priori– προβλήματα που ενδεχομένως θα εμφανίζονταν στο στάδιο της εφαρμογής. Τέλος, σε επίπεδο εσωτερικών διαδικασιών λειτουργίας της δομής, θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία soft law, όπως διαμορφώνονται από την ευρωπαϊκή και διεθνή πρακτική, με την κατάλληλη προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται διαρκής και αξιόπιστη ροή πληροφοριών μεταξύ των Τμημάτων. Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει βάσιμα ότι από την επιτυχία μιας τέτοιας πιλοτικής (ως φαίνεται) δομής θα μπορούσαν να αντληθούν σημαντικά στοιχεία άρθρωσης μιας νέας προσέγγισης για τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης εν γένει.