Δρ Γιώργος Ξηρογιάννης
Διευθυντής Τομέα Αναπτυξιακών Πολιτικών, ΣΕΒ
Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μία δραματική και ακραία περίπτωση αποεπένδυσης. Αυτή η παραδοχή πρέπει να αποτελέσει τη βάση κάθε συζήτησης για την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Οι επενδύσεις πλέον δεν επαρκούν ούτε για τη συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Οι περίπου €13 δισ. (αρνητικές) καθαρές επενδύσεις ετησίως συνεχίζουν να απειλούν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, δυσχεραίνουν τη στέρεα ανάκαμψη της παραγωγής και καθυστερούν τη δημιουργία νέων και σταθερών δουλειών για όλους.
Η εξισορρόπηση της αποεπένδυσης απαιτεί ένα επενδυτικό σοκ που ξεπερνά τα €90 δισ. την επόμενη επταετία.
Όμως, οι αντοχές της ιδιωτικής οικονομίας δοκιμάζονται από την επικρατούσα τάση υπερφορολόγησης, όπως αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του World Economic Forum. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται επίσης στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο περιλαμβάνει περικοπές δαπανών ύψους μόλις €78,8 εκ., έναντι αύξησης φόρων ύψους €2.512,9 εκ. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος παραμένει τους τελευταίους αρκετούς μήνες στα χαμηλά επίπεδα των μέσων του 2013, πριν διαφανεί προσωρινά ανάκαμψη.
Η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης από μόνη της ούτε επαρκεί ούτε αποτελεί αναπτυξιακό οδηγό. Ταυτόχρονα, η διαθέσιμη δημόσια χρηματοδότηση δεν καλύπτει το επενδυτικό κενό. Σε σύνολο επενδύσεων €20 δισ. που γίνονται τον χρόνο, οι επενδύσεις των €6,75 δισ. (κοινοτικές και εθνικές) του ΠΔΕ έχουν σίγουρα ρόλο. Η στόχευσή τους όμως, καθώς και η στασιμότητά τους, διαχρονικά, λόγω δημοσιονομικής στενότητας, σηματοδοτεί την περιορισμένη συμβολή τους στην ανάκαμψη. Παραδοσιακά, οι «αναπτυξιακοί» διανέμουν συνολικούς δημόσιους πόρους περίπου €2 δισ., ενώ περίπου €4 δισ. αναμένεται να διαθέσει συνολικά το νέο ΕΣΠΑ (πρόγραμμα ΕΠΑΝΕΚ) για την ενθάρρυνση επενδύσεων.
Ακόμα όμως και εάν οι δημόσιοι πόροι ήταν περισσότεροι, η αντίληψη ότι οι επιχορηγήσεις και οι «αναπτυξιακοί» νόμοι των τελευταίων 20 ετών δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα είναι διάχυτη. Οι περίπου 760 επενδύσεις και οι 5.700 θέσεις εργασίας το χρόνο (1982-2010), σε μια οικονομία με περίπου 1 εκ. επιχειρήσεις και 4,5 εκ. εργατικό δυναμικό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό αποτέλεσμα διαχρονικά. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε τις ήδη συμβασιοποιημένες υποχρεώσεις από τους παλαιούς αναπτυξιακούς νόμους, που αφορούν 6.000 επενδυτικά σχέδια ύψους €6,4 δισ. και για τα οποία μόνο €200 εκατ. αναμένεται να διατεθούν το 2016 (για εκείνα τα επενδυτικά σχέδια που έχουν ολοκληρωθεί).
Την ίδια στιγμή, η συνεχιζόμενη εσωστρέφεια της οικονομίας οδηγεί σε επενδύσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου να προσεγγίζει το πενταπλάσιο ως % του ΑΕΠ, όταν η μέση ευρωπαϊκή τιμή (Ε.Ε.-28) δεν ξεπερνάει το τριπλάσιο διαχρονικά.
Για να επιταχυνθεί η παραγωγική επανεκκίνηση χρειαζόμαστε μια «έξυπνη» επενδυτική λογική και ένα αναπτυξιακό αντίδοτο στην υπερφορολόγηση.
Η οικονομία έχει έκδηλη ανάγκη ενός διαφορετικού πλέγματος πολιτικών που θα αλλάξουν τα δεδομένα, με επενδύσεις που δημιουργούν δουλειές, εξωστρέφεια, εμπορεύσιμα προϊόντα, καινοτομία, συνέργιες μεταξύ μικρότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων και βελτίωση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Τα έξυπνα επενδυτικά ισοδύναμα σε περιβάλλον υπερφορολόγησης εξειδικεύονται σε πέντε πυλώνες ως εξής:
Πρωτίστως, απαιτείται οριζόντια ενθάρρυνση όλων των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων, ανεξαρτήτως κλίμακας ή γεωγραφίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα με μια «έξυπνη» φορολογική λογική, που ενθαρρύνει δυναμικά την προστιθέμενη αξία και τις δουλειές που με τη σειρά τους μετεξελίσσονται σε πρόσθετα φορολογικά έσοδα και εισφορές για τα ασφαλιστικά ταμεία. Ένα απλό, πολύ αποτελεσματικό αλλά και δημοσιονομικά ουδέτερο εργαλείο είναι η μεταφερόμενη υπεραπόσβεση (π.χ. στο 200%) σε κεφαλαιακές δαπάνες (capex), με το μέτρο να εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση προ φόρων κερδών.
Η πρακτική των (έμμεσων) φοροαπαλλαγών συνδεδεμένων με επενδύσεις είναι απολύτως αναγκαία αλλά και διαδεδομένη. Ενώ στην Ελλάδα ανέρχεται σε ποσοστό 45% των ενισχύσεων, στην Ε.Ε. ο μέσος όρος είναι 54%. Σε συνθήκες υπερφορολόγησης και δημοσιονομικής δυσπραγίας, οι υπεραποσβέσεις μπορούν να αντισταθμίσουν μερικώς τις αναπόφευκτα αρνητικές επιπτώσεις του μνημονίου στην οικονομική δραστηριότητα και να οδηγήσουν, με μεγαλύτερη ασφάλεια, την εθνική οικονομία σε σταθερότερο περιβάλλον. Ένα εξίσου αποτελεσματικό κίνητρο είναι ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής (π.χ. στο 20%) σε περίπτωση επανεπένδυσης κερδών.
Ο δεύτερος πυλώνας εστιάζει στην οριζόντια κινητοποίηση επενδύσεων στην καινοτομία για τον μετασχηματισμό της σε νέα προϊόντα, ανταγωνιστικότητα και δουλειές. Η Ελλάδα έχει τεράστια περιθώρια βελτίωσης. Σκεφτείτε μόνο πως το φορολογικό όφελος επενδύσεων στην καινοτομία προσεγγίζει το 35% σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ στην Ελλάδα είναι μόλις 8,7%. Η Ελλάδα πρέπει να δώσει, επιτέλους, ισχυρά και οριζόντια κίνητρα καινοτομίας, όπως η Ολλανδία, η Λετονία, η Μεγάλη Βρετανία, η Λιθουανία και η Τουρκία. Χρησιμοποιώντας τη λογική των υπεραποσβέσεων, η υπερέκπτωση δαπανών R&D μπορεί να φτάσει στο 300% χωρίς καν να ξεπεραστούν τα επιτρεπόμενα όρια του χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων.
Ταυτόχρονα, η ενθάρρυνση των ευρεσιτεχνιών μπορεί να επιταχυνθεί με εργαλεία μεταφερόμενης φορολογικής πίστωσης (tax credit), με το effective tax rate των εσόδων από καινοτομία να διαμορφωθεί κάτω από 10%. Ανάλογη φορολογική λογική ακολουθεί η Μεγάλη Βρετανία, όπου για κάθε μονάδα φόρου που «χάνεται» ως έκπτωση δημιουργείται επιπλέον δαπάνη ιδιωτικού R&D από 1,53 έως και 2,35 μονάδες.
Τρίτος πυλώνας είναι η άρση των αντικινήτρων και η μείωση της γραφειοκρατίας, που επιβαρύνουν τις επενδύσεις με 16% κόστος ευκαιρίας, εξαιτίας καθυστερήσεων στην υλοποίηση, με €3,9δισ. επιπλέον κόστος λειτουργίας, με 3,5 χρόνια στις πτωχευτικές διαδικασίες, με υπερδιπλάσιο χρόνο απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με την Ε.Ε.-28 (1.580 ημέρες για απόφαση επί εμπορικής οφειλής) αλλά και με 40% πάνω από το μέσο χρόνο εκδίκασης των διοικητικών υποθέσεων. Η αντιμετώπιση εμποδίων στην αδειοδότηση, απονομή δικαιοσύνης, επιστροφή ΦΠΑ, φορολογική σταθερότητα, κόστος δανεισμού, πληρότητα υποδομών, χωροταξικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό είναι και επιβεβλημένη αλλά και δημοσιονομικά ουδέτερη.
Με αιχμή τη φορολογική προβλεψιμότητα, ο τέταρτος πυλώνας ενθαρρύνει την εγκατάσταση κέντρων εφοδιαστικής, μονάδων κοινών υπηρεσιών, κέντρων καινοτομίας και επιχειρηματικής αριστείας στην Ελλάδα με εργαλείο την (τεκμαρτή) φορολόγηση στο 5%, σταθερή τουλάχιστον για δεκαπέντε έτη. Αυτό θα δώσει διέξοδο στην αιμορραγία στο εξωτερικό του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η Ελλάδα (καταλαμβάνοντας ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στις χώρες του ΟΟΣΑ). Χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ουγγαρία, η Ισπανία, η Πολωνία, κάνουν εκτενή χρήση ανάλογων πρακτικών.
Πέμπτος πυλώνας είναι η δημιουργία οικονομιών κλίμακας και συνοχής. Η επιβίωση και μεγέθυνση των μικρότερων ελληνικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς την ενθάρρυνση των παραγωγικών δικτύων, ειδικά μεταξύ μικρότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Οι συνεργασίες μεταξύ διαφορετικών μεγεθών και εξειδικεύσεων θα επιτρέψουν την αξιοποίηση νέων αγορών, οικονομίες κλίμακας, ευελιξία, προγραμματισμό παραγωγής, αλλά και μια νέα προσέγγιση στην περιφερειακή ανάπτυξη. Την παραγωγική δικτύωση μικρότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων την προωθούν ενεργητικά όλες οι ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις.
Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η αντιμετώπισή της είναι απαραίτητη προκειμένου να αλλάξει η εικόνα της χώρας και να αποκτήσει τεράστιες δυνατότητες άσκησης αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής.
Λύσεις ηλεκτρονικής τιμολόγησης και ιχνηλάτησης προϊόντων μπορούν να υλοποιηθούν εντός εξαμήνου. Πρόσφατη μελέτη του Τομέα Αναπτυξιακών Πολιτικών του ΣΕΒ, σε συνεργασία με την Google, εκτιμά τις θετικές συνέπειες στα €1,5 δισ. πρόσθετων φόρων, στον περιορισμό έκδοσης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά 80% και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά €200 εκ. από τη μείωση του λαθρεμπορίου.
Κλειδί της νέας επενδυτικής λογικής είναι η διασφάλιση, για πρώτη φορά, της αμοιβαιότητας των συμφερόντων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Τα επενδυτικά κίνητρα λαμβάνουν σάρκα και οστά τη στιγμή που θα δημιουργήσουν κέρδη, άρα και πρόσθετα δημόσια έσοδα. Μόνο τότε ένα μέρος των πρόσθετων δημοσίων εσόδων αξιοποιείται από τους επενδυτές ως επιβράβευση του ρίσκου και της επενδυτικής πρωτοβουλίας. Όλα αυτά μαζί μπορούν να αλλάξουν τα επενδυτικά δεδομένα στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για σταθερές θέσεις εργασίας. Ζητούμενο πλέον είναι η ενσωμάτωσή τους στο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο που αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται και, φυσικά, η υλοποίησή τους.