Eπιστημονικό Συμβουλιο ΣΟΕΛ
Επιμέλεια: Δημήτρης Κακούρας
Ορκωτός ελεγκτής λογιστής-ΣΟΛ Α.Ε.
Στο ενημερωτικό σημείωμα που ακολουθεί επιχειρείται μια συνοπτική αναφορά στις αλλαγές που επήλθαν με τον Ν. 4308/24.11.2014 και που ιδιαίτερα αφορούν τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων των εταιρειών.
Οι νομικοί τύποι των οντοτήτων που εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου έχουν ως ακολούθως: α) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας και της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας. β) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι είτε νομικά πρόσωπα της περίπτωσης α’ της παρούσας παραγράφου ή άλλου νομικού τύπου συγκρίσιμου με τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης αυτής. γ) Η ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση και κάθε άλλη οντότητα του ιδιωτικού τομέα που υποχρεούται στην εφαρμογή αυτού του νόμου από φορολογική ή άλλη νομοθετική διάταξη. δ) Κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οντότητες που ανήκουν στον δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου, όταν δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 156 του Ν. 4270/2014. ε) Στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 προσδιορίζονται οι εταιρείες που έχουν υποχρέωση σύνταξης των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι οντότητες κατηγοριοποιούνται με βάση τα οικονομικά τους μεγέθη και διακρίνονται στις πιο κάτω κατηγορίες:
Ι) Πολύ μικρές οντότητες. Πολύ μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 350.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 700.000 ευρώ. Και γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 10 άτομα.
ΙΙ) Μικρές οντότητες. Μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες δεν είναι πολύ μικρές οντότητες και κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 4.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 50 άτομα.
ΙΙΙ) Μεσαίες οντότητες. Μεσαίες οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες δεν είναι πολύ μικρές ή μικρές οντότητες και οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.
IV) Μεγάλες οντότητες. Μεγάλες οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών:40.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.
Τα υποδείγματα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που είναι υποχρεωμένες, με πρώτη εφαρμογή την 31.12.2015, να καταρτίζουν οι εταιρείες παρουσιάζονται στο παράρτημα Β του νόμου και αποτελούνται από:
α) Τον Ισολογισμό. β) Την Κατάσταση Αποτελεσμάτων κατά λειτουργία ή, εναλλακτικά, την Κατάσταση Αποτελεσμάτων κατ’ είδος. γ) Την Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης περιόδου. δ) Την Κατάσταση Χρηματοροών. ε) Τον Ισολογισμό πολύ μικρών οντοτήτων και, τέλος, στ) την Κατάσταση Αποτελεσμάτων για πολύ μικρές οντότητες.
Αντίστοιχα με τα ανωτέρω υποδείγματα (πλην των περιπτώσεων ε και στ) προβλέπονται στο παράρτημα του νόμου για την σύνταξη των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Οι οντότητες, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, είναι υποχρεωμένες να συντάσσουν όλες ή ορισμένες από τις ανωτέρω περιγραφόμενες χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερη αναφορά σχετικά με το περιεχόμενο και τη δομή του Προσαρτήματος (σημειώσεων), που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, γίνεται στο άρθρο 29 του νόμου και επιπλέον ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο και παρουσιάζουν εύλογα (εύλογη παρουσίαση), τα περιουσιακά στοιχεία (στοιχεία του ενεργητικού), τις υποχρεώσεις, την καθαρή θέση, τα στοιχεία εσόδων, εξόδων, κερδών και ζημιών, καθώς και τις χρηματοροές της εκάστοτε περιόδου, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.
Λογιστικό σύστημα και λογιστικά αρχεία
α) Το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί τη λογιστική βάση των στοιχείων των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης, κατά περίπτωση, με σκοπό την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της οντότητας, σύμφωνα με τον νόμο αυτό. Το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί και τη φορολογική βάση των στοιχείων των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης, κατά περίπτωση, με σκοπό τη συμμόρφωση με τη φορολογική νομοθεσία και την υποβολή φορολογικών δηλώσεων.
β) Το σχέδιο των λογαριασμών του Παραρτήματος Γ’ του νόμου χρησιμοποιείται ως μέρος του λογιστικού συστήματος της οντότητας, σε ό,τι αφορά την ονοματολογία, το βαθμό ανάλυσης και συγκέντρωσης των λογαριασμών, καθώς και το περιεχόμενό τους, όπως αυτό καθορίζεται σε συνδυασμό με τους ορισμούς του Παραρτήματος Α’.
γ) Η οντότητα μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το σχέδιο των λογαριασμών του Π.Δ. 1123/80 (ΕΓΛΣ) ή του Π.Δ. 148/1984 (Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων) ή του Π.Δ. 384/1992 (Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο Τραπεζών). Το ίδιο ισχύει και για τις οντότητες που ξεκινούν τη δραστηριότητά τους μετά την έναρξη (1.1.2015) του νόμου αυτού.
δ) Στο άρθρο 4 του νόμου κατονομάζονται τα αρχεία που είναι υποχρεωμένες να τηρούν οι οντότητες προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή σύνταξη των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων.
ε) Η διοίκηση της οντότητας έχει την ευθύνη της τήρησης αξιόπιστου λογιστικού συστήματος και κατάλληλων λογιστικών αρχείων για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού ή σύμφωνα με τα ΔΠΧΑ, κατά περίπτωση. Το λογιστικό σύστημα και τα λογιστικά αρχεία εξετάζονται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά τα επιμέρους συστατικά τους, σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία και την καταλληλότητά τους για τους σκοπούς αυτού του νόμου. Επιπρόσθετα το λογιστικό σύστημα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα σε ένα πρόσωπο, που διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις και εμπειρία, να αποκτά, εντός ευλόγου χρόνου, κατανόηση της δομής και της λειτουργίας του, των τηρούμενων αρχείων στα οποία καταχωρούνται οι συναλλαγές και τα γεγονότα της οντότητας, καθώς και της χρηματοοικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η οντότητα.
Γενικές αρχές σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων
α) Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσσονται με σαφήνεια, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις παραδοχές του δεδουλευμένου και της συνέχισης της δραστηριότητας (η παραδοχή της συνέχισης της δραστηριότητας αξιολογείται τουλάχιστον για διάστημα 12 μηνών μετά την ημερομηνία του ισολογισμού). Όταν οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται με βάση τη θεμελιώδη παραδοχή της συνέχισης της δραστηριότητας, τότε: i) τα περιουσιακά στοιχεία αποτιμώνται στις καθαρές ρευστοποιήσιμες αξίες τους και ii) οι υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων των προβλέψεων, αποτιμώνται στα ποσά που αναμένεται να απαιτηθούν για το διακανονισμό τους.
β) Με την επιφύλαξη του άρθρου 24 (εύλογη αξία), οι λογιστικές αρχές χρησιμοποιούνται με συνέπεια από περίοδο σε περίοδο, ώστε να διασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Σε περιπτώσεις αλλαγής αυτών, έχει εφαρμογή το άρθρο 28 αυτού του νόμου. Συμψηφισμοί μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή μεταξύ εξόδων και εσόδων δεν επιτρέπονται, εκτός εάν τέτοιος συμψηφισμός προβλέπεται από τον νόμο αυτό.
γ) Όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων που προκύπτουν στην τρέχουσα περίοδο καταχωρούνται στην περίοδο αυτή βάσει της αρχής του δεδουλευμένου, ενώ όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων που προέκυψαν σε προηγούμενη περίοδο, αλλά δεν έχουν καταχωρηθεί κατάλληλα βάσει των προβλέψεων του παρόντος νόμου, αναγνωρίζονται στην τρέχουσα περίοδο, σύμφωνα με το άρθρο 28 του νόμου αυτού.
δ) Ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία και ενδεχόμενες υποχρεώσεις δεν καταχωρούνται ως στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του Παραρτήματος Β’ αλλά γνωστοποιούνται πλήρως και με τις κατάλληλες επεξηγήσεις στο Προσάρτημα.
ε) Οι οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με το πλαίσιο που καθορίζεται στον παρόντα νόμο δύνανται να αναζητούν ερμηνευτική καθοδήγηση από τα σχετικά ΔΠΧΑ, στο βαθμό που οι ρυθμίσεις των προτύπων αυτών είναι συμβατές με τον παρόντα νόμο.
στ) Γεγονότα που έγιναν εμφανή μετά τη λήξη της περιόδου (ημερομηνία αναφοράς), αλλά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το αρμόδιο όργανο εγκρίνει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις για δημοσιοποίηση, καταχωρούνται στην κλειόμενη περίοδο, εφόσον αναφέρονται σε συνθήκες που υπήρχαν στο τέλος αυτής της περιόδου και επηρεάζουν τα κονδύλια του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων.
Κανόνες αποτίμησης
α) Ενσώματα, βιολογικά και άυλα πάγια στοιχεία. Σε αυτά περιλαμβάνονται: Τα ακίνητα (ιδιοχρησιμοποιούμενα και επενδυτικά), ο μηχανολογικός εξοπλισμός, ο λοιπός εξοπλισμός, τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία και τα λοιπά ενσώματα στοιχεία. Τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με τον ορισμό, είναι εξατομικευμένα μη νομισματικά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν έχουν υλική μορφή. Όλα τα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία καταχωρούνται αρχικά στο κόστος κτήσεως και μεταγενέστερα αποτιμώνται στο αποσβέσιμο κόστος κτήσεως. Το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου μακράς περιόδου κατασκευής ή παραγωγής μπορεί να επιβαρύνεται με τόκους εντόκων υποχρεώσεων κατά το μέρος που αναλογούν σε αυτό.
Σημειώνεται ότι μόνον για τα ακίνητα (ιδιοχρησιμοποιούμενα και επενδυτικά), καθώς και για τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία, παρέχεται η δυνατότητα αποτιμήσεώς τους σε εύλογη αξία. Η αξία των παγίων περιουσιακών στοιχείων που έχουν περιορισμένη ωφέλιμη ζωή υπόκειται σε απόσβεση. Η απόσβεση αρχίζει όταν το περιουσιακό στοιχείο είναι έτοιμο για τη χρήση για την οποία προορίζεται και υπολογίζεται με βάση την εκτιμώμενη ωφέλιμη οικονομική ζωή του. Η διοίκηση της κάθε οντότητας έχει την ευθύνη επιλογής της κατάλληλης μεθόδου απόσβεσης για τη συστηματική κατανομή της αξίας του παγίου στην ωφέλιμη οικονομική ζωή του. Η απόσβεση διενεργείται είτε με τη σταθερή μέθοδο είτε με τη φθίνουσα μέθοδο είτε με τη μέθοδο των παραγόμενων μονάδων. Η γη δεν υπόκειται σε απόσβεση. Από τα ανωτέρω αναφερόμενα προκύπτει σαφώς ότι οι αποσβέσεις των παγίων περιουσιακών στοιχείων που καταχωρούνται στη λογιστική βάση μπορούν να διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες αποσβέσεις των παγίων περιουσιακών στοιχείων που προβλέπουν οι εκάστοτε εφαρμοζόμενες φορολογικές διατάξεις. Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται στο κόστος ή στο αποσβέσιμο κόστος υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης της αξίας τους, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις. Ζημίες απομείωσης προκύπτουν όταν η ανακτήσιμη αξία ενός παγίου καταστεί μικρότερη από τη λογιστική του αξία. Η αναγνώριση της ζημίας απομείωσης γίνεται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση είναι μόνιμου χαρακτήρα.
β) Χρηματοδοτικές μισθώσεις. Χρηματοδοτική μίσθωση είναι η μίσθωση η οποία μεταφέρει ουσιωδώς όλους τους κινδύνους και τα οφέλη που προκύπτουν από την ιδιοκτησία ενός περιουσιακού στοιχείου. Ένα περιουσιακό στοιχείο που περιέρχεται στην οντότητα (μισθωτής) με χρηματοδοτική μίσθωση καταχωρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο της οντότητας με το κόστος κτήσης που θα είχε προκύψει εάν το στοιχείο αυτό είχε αγοραστεί, με ταυτόχρονη καταχώριση αναγνώρισης αντίστοιχης υποχρέωσης προς την εκμισθώτρια οντότητα (υποχρέωση χρηματοδοτικής μίσθωσης). Μεταγενέστερα, τα εν λόγω πάγια στοιχεία αντιμετωπίζονται λογιστικά βάσει των προβλέψεων του ίδιου νόμου για τα αντίστοιχα ιδιόκτητα στοιχεία. Η υποχρέωση χρηματοδοτικής μίσθωσης αντιμετωπίζεται ως δάνειο, το δε μίσθωμα διαχωρίζεται σε χρεολύσιο, το οποίο μειώνει το δάνειο, και σε τόκο, που καταχωρίζεται ως χρηματοοικονομικό έξοδο. Από την πλευρά του εκμισθωτή, τα περιουσιακά στοιχεία που εκμισθώνονται σε τρίτους δυνάμει χρηματοδοτικής μίσθωσης εμφανίζονται αρχικά ως απαιτήσεις με ποσό ίσο με την καθαρή επένδυση στη μίσθωση. Μεταγενέστερα η απαίτηση χρηματοδοτικής μίσθωσης αντιμετωπίζεται ως χορηγηθέν δάνειο, το δε μίσθωμα διαχωρίζεται σε χρεολύσιο, το οποίο μειώνει το δάνειο, και σε τόκο που καταχωρίζεται ως χρηματοοικονομικό έσοδο. Πώληση περιουσιακών στοιχείων που στη συνέχεια επαναμισθώνονται με χρηματοδοτική μίσθωση λογιστικά αντιμετωπίζεται από τον πωλητή ως εγγυημένος δανεισμός. Το εισπραττόμενο από την πώληση ποσό καταχωρίζεται ως υποχρέωση η οποία μειώνεται με τα καταβαλλόμενα χρεολύσια, ενώ οι σχετικοί τόκοι καταχωρούνται ως χρηματοοικονομικό έξοδο. Τα πωληθέντα στοιχεία συνεχίζουν να εμφανίζονται στον ισολογισμό ως περιουσιακά στοιχεία.
γ) Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με τον ορισμό περιλαμβάνονται: 1) Διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα. 2) Στοιχεία καθαρής θέσης μιας άλλης οντότητας (συμμετοχικοί τίτλοι). 3) Συμβατικό δικαίωμα: α) για λήψη μετρητών ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου από μια άλλη οντότητα ή
β) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών στοιχείων ή υποχρεώσεων με μια άλλη οντότητα υπό συνθήκες που είναι ενδεχομένως ευνοϊκές για την οντότητα και 4) Μια σύμβαση η οποία θα (ή μπορεί να) διακανονιστεί με τους τίτλους καθαρής θέσης της ίδιας της οντότητας. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
i) Δάνεια και απαιτήσεις που δημιουργούνται από την οντότητα. ii) Επενδύσεις διακρατούμενες μέχρι τη λήξη.
iii) Χρηματοοικονομικά στοιχεία εμπορικού χαρτοφυλακίου. iv) Επενδύσεις διαθέσιμες για πώληση και v) Χρηματοοικονομικά στοιχεία κατεχόμενα για αντιστάθμιση. Όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία καταχωρούνται αρχικά στο κόστος. Μεταγενέστερα της αρχικής καταχώρισης, τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αποτιμώνται στο κόστος κτήσεως μείον ζημίες απομείωσης. Ειδικότερα, μεταγενέστερα της αρχικής καταχώρισης τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αποτιμώνται στο αποσβέσιμο κόστος με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή με τη σταθερή μέθοδο, αντί του κόστους κτήσεως, εάν η μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. H μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους κτήσης χρησιμοποιείται μόνο κατά την επιμέτρηση εντόκων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Ως έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται και τα στοιχεία εκείνα που τεκμαίρεται ότι εμπεριέχουν σημαντικά ποσά τόκων, έστω και εάν αυτό δεν ορίζεται ρητά. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παρουσιάζονται στον ισολογισμό ως μη κυκλοφορούντα ή ως κυκλοφορούντα, ανάλογα με τις προθέσεις της διοίκησης της οντότητας και το συμβατικό ή εκτιμώμενο χρόνο διακανονισμού τους. Ειδικά για τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ταξινομηθεί ως: i) Χρηματοοικονομικά στοιχεία εμπορικού χαρτοφυλακίου, ii) Επενδύσεις διαθέσιμες για πώληση και iii) Χρηματοοικονομικά στοιχεία κατεχόμενα για αντιστάθμιση, παρέχεται η δυνατότητα μετά την αρχική τους καταχώριση να αποτιμώνται σε εύλογες αξίες. Όταν επιλέγεται η αποτίμηση στην εύλογη αξία για χρηματοοικονομικά μέσα που ταξινομούνται ως «Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία», «Χρηματοοικονομικά στοιχεία του εμπορικού χαρτοφυλακίου» και «Χρηματοοικονομικά στοιχεία κατεχόμενα για αντιστάθμιση», η αποτίμηση αυτή εφαρμόζεται στο σύνολο των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και των τριών κατηγοριών.
δ) Αποθέματα και υπηρεσίες. Τα αποθέματα καταχωρούνται αρχικά στο κόστος κτήσεως. Το κόστος παραγωγής προϊόντος ή υπηρεσίας προσδιορίζεται με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους κοστολόγησης. Όταν απαιτείται σημαντική περίοδος χρόνου για να καταστούν τα αποθέματα έτοιμα για την προοριζόμενη χρήση ή πώλησή τους, το κόστος των αποθεμάτων μπορεί να επιβαρύνεται με τόκους εντόκων υποχρεώσεων, κατά το μέρος που οι τόκοι αυτοί αναλογούν στα εν λόγω αποθέματα και για την προαναφερθείσα περίοδο. Μετά την αρχική καταχώριση, τα αποθέματα αποτιμώνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας. Το κόστος κτήσης του τελικού αποθέματος προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη μέθοδο «Πρώτο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (FIFO) ή τη μέθοδο του μέσου σταθμικού όρου ή άλλη τεκμηριωμένα γενικά αποδεκτή μέθοδο. Η χρήση της μεθόδου «Τελευταίο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (LIFO) δεν επιτρέπεται. Το κόστος αποθεμάτων που δεν είναι συνήθως αντικαταστατά, καθώς και των αγαθών ή υπηρεσιών που παράγονται και προορίζονται για ειδικά έργα, προσδιορίζεται με τη μέθοδο του εξατομικευμένου κόστους.
ε) Προκαταβολές δαπανών και λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Οι προκαταβολές καταχωρούνται αρχικά στο κόστος κτήσης (καταβαλλόμενα ποσά). Μεταγενέστερα αποτιμώνται στο αρχικό κόστος κτήσης, μείον τα χρησιμοποιηθέντα ποσά βάσει της αρχής του δουλευμένου και τυχόν ζημίες απομείωσης. Τα λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία καταχωρούνται αρχικά στο κόστος κτήσης. Μεταγενέστερα αποτιμώνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και ανακτήσιμης αξίας.
στ) Υποχρεώσεις και προβλέψεις. Οι υποχρεώσεις διακρίνονται σε χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές. Σύμφωνα με τον ορισμό, χρηματοοικονομική υποχρέωση είναι: α) μια συμβατική δέσμευση: i) για παράδοση μετρητών ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου σε μια άλλη οντότητα ή ii) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με μια άλλη οντότητα υπό συνθήκες που είναι πιθανώς δυσμενείς για την οντότητα, ή β) μια σύμβαση που θα (ή μπορεί να) διακανονισθεί σε ίδιους τίτλους καθαρής θέσης της οντότητας και: i) η οντότητα είναι υποχρεωμένη βάσει αυτής, ή μπορεί να υποχρεωθεί, να παραδώσει ένα μεταβλητό αριθμό ιδίων τίτλων της καθαρής θέσης της ή ii) θα (ή μπορεί να) διακανονισθεί με άλλο τρόπο εκτός από την ανταλλαγή ενός καθορισμένου ποσού μετρητών ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου για έναν καθορισμένο αριθμό ιδίων τίτλων της καθαρής θέσης της.