Κυριάκος Πατατούκας
Επιθεωρητής Ποιοτικού Ελέγχου ΣΟΛ Α.Ε. Crowe Sol
Νικόλαος Λ. Παπάκης
Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, ΣΟΛ Α.Ε. Crowe Sol Master of Accountancy
& Business Finance, University of Dundee, Scotland
Στις δυτικές οικονομίες, οι επιχειρήσεις αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερου πολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Αυτό συμβαίνει διότι οι επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχουν έναν σημαντικό ρόλο να παίξουν, παράγουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς επίσης και ευκαιρίες για νέες θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με μια πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα που διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 2017 από τον ΣΕΒ και την EY, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 87% της απασχόλησης και το 19,3% του ΑΕΠ. Συνεπώς, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν πράγματι τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 50% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πτωχεύουν κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της λειτουργίας τους. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι η πτώχευση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δημιουργεί κατασπατάληση πόρων σε ατομικό και εθνικό επίπεδο. Όμως και οι λεγόμενες μεγάλες επιχειρήσεις πτωχεύουν, και πολλές φορές με καταστροφικές συνέπειες για τους μετόχους, τους δανειστές και τους εργαζόμενους.
Συμπτώματα της εταιρικής πτώχευσης
Όταν μελετάμε τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, ως συνήθως ερμηνεύουμε τα συμπτώματα της εταιρικής πτώχευσης, δηλαδή συμπτώματα όπως η συχνή αλλαγή των ορκωτών ελεγκτών λογιστών ή η έκθεση ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή λογιστή να περιλαμβάνει παρατηρήσεις ή να έχει παράγραφο για την αβεβαιότητα της συνέχισης της δραστηριότητας της εταιρείας (Going Concern Qualification), καθώς επίσης να έχει λάβει τουλάχιστον ένα δάνειο υποθηκεύοντας τα ακίνητά της.
Μελέτες, οι οποίες έχουν διεξαχθεί από διάφορους ερευνητές της λογιστικής και χρηματοοικονομικής επιστήμης για την πτώχευση των επιχειρήσεων, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν τρία στάδια που οδηγούν στην πτώχευση. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει τις αδυναμίες της διοίκησης της επιχείρησης. Αυτές οι αδυναμίες οδηγούν σε λάθη τα οποία τελικά οδηγούν σε συμπτώματα της πτώχευσης. Με τον όρο αδυναμίες εννοούμε ότι κάποιος δεν έχει ικανότητες και δεξιότητες στη διοίκηση των ανθρωπίνων πόρων, ενώ με τον όρο λάθη εννοούμε την τοποθέτηση ενός προϊόντος το οποίο δεν πήγε καλά στην αγορά, αυξάνοντας τη μόχλευση της εταιρείας. Επίσης δεν υπάρχει έλεγχος στον προϋπολογισμό, στα ταμειακά διαθέσιμα και στο κοστολογικό σύστημα της επιχείρησης. Με τα συμπτώματα εννοούμε την ωραιοποίηση των λογιστικών δεικτών ή τη δημιουργική λογιστική. Δηλαδή η διοίκηση της επιχείρησης προσπαθεί να κρύψει τη φτωχή χρηματοοικονομική της θέση από τους μετόχους, από τους εξωτερικούς επενδυτές και πιστωτές και εργαζομένους της. Ειδικότερα, η παραποίηση (στρέβλωση) των οικονομικών καταστάσεων γίνεται από τις σχετικά μικρές εταιρείες. Ερευνητές της λογιστικής και χρηματοοικονομικής επιστήμης, όπως ο Argenti, υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο της «δημιουργικής λογιστικής» συνδέεται κατά κανόνα με την εταιρική πτώχευση. Επιπλέον, μια προφανής τακτική που χρησιμοποιείται από τις επιχειρήσεις είναι η πιθανότητα να δημοσιεύουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις με καθυστέρηση. Εμπειρικές μελέτες υποστηρίζουν ότι στην περίπτωση των πτωχευμένων επιχειρήσεων ο χρόνος δημοσίευσης των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων είναι σημαντικά μεγαλύτερος από αυτών που είναι υγιείς επιχειρήσεις. Βέβαια, στην περίπτωση των εισηγμένων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο είναι πιο δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο, διότι υπάρχουν νόμοι και κανονισμοί (χρηματιστήριο, επιτροπή κεφαλαιαγοράς) οι οποίοι ασχολούνται με τη δημοσίευση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Έρευνες που έχουν διενεργηθεί κατά καιρούς, οι οποίες μελετούν τη σχέση μεταξύ της χρηματιστηριακής τιμής και του χρόνου δημοσίευσης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, υποστηρίζουν ότι υπερβολική καθυστέρηση στη δημοσίευση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ερμηνεύεται από τους επενδυτές ως «άσχημα νέα» και η χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής μειώνεται δραματικά, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να δημοσιεύονται ακόμη αυτά τα «άσχημα νέα». Επιπλέον, μερικά συμπτώματα που οδηγούν στην εταιρική πτώχευση είναι η έλλειψη ταμειακών διαθεσίμων, με συνέπεια τη μη πληρωμή προμηθευτών, φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, τη μη εξόφληση δανειακών υποχρεώσεων ή επίσης τη δημιουργία μιας ομάδας που να διαθέτει τις δεξιότητες για τη χρηματοδότηση, την παραγωγή, την πώληση και την εμπορία των προϊόντων και υπηρεσιών της επιχείρησης.
Αιτίες της εταιρικής πτώχευσης
Επτά βασικές αιτίες ξεχωρίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις των εταιρικών πτωχεύσεων: Κακή διοίκηση/διαχείριση, υπερβολική επέκταση, ανεπαρκής οικονομικός έλεγχος, υψηλά κόστη, η εμφάνιση νέου ισχυρού ανταγωνιστή, απρόβλεπτες αλλαγές στη ζήτηση και οργανωτική αδράνεια.
Μερικοί, αν όχι όλοι, αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν την κατάσταση της εταιρικής πτώχευσης. Για παράδειγμα, η δυσμενής κατάσταση που βρέθηκε η εταιρεία IBM στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οφείλεται σε παράγοντες όπως η υψηλή σε κόστος οργανωτική δομή, ο νέος ισχυρός (χαμηλού κόστους) ανταγωνισμός από επιχειρήσεις οι οποίες κατασκεύαζαν προσωπικούς υπολογιστές, η μετατόπιση της ζήτησης από τους μεγάλους κεντρικούς υπολογιστές σε προσωπικούς υπολογιστές, καθώς επίσης και η αργή αντίδραση της εταιρείας σε αυτούς τους παράγοντες λόγω της οργανωτικής αδράνειας.
Πράγματι, το 1993 η εταιρεία δημοσίευσε ζημιά της τάξεως των τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία θεωρήθηκε εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη στην αμερικανική ιστορία. Η εταιρεία προσέλαβε νέο διευθύνοντα σύμβουλο, ξεκίνησε ένα νέο πρόγραμμα επαναπροσδιορισμού των εταιρικών αξιών της, φιλοξενώντας μια τριήμερη ηλεκτρονική συζήτηση βασικών επιχειρηματικών θεμάτων με 50.000 εργαζόμενους, επίσης έλαβε συμβουλευτικές υπηρεσίες από ένα μεγάλο ελεγκτικό οίκο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αναπτύχθηκαν τρεις βασικές αξίες για την εταιρεία: α) η αφοσίωση στην επιτυχία κάθε «πελάτη», β) η καινοτομία που έχει σημασία για την εταιρεία και για τον κόσμο και γ) Η εμπιστοσύνη και η προσωπική ευθύνη σε όλες τις σχέσεις.
Κακή διοίκηση/διαχείριση
Η κακή διοίκηση/διαχείριση καλύπτει ένα πλήθος γεγονότων και καταστάσεων, τα οποία κυμαίνονται από την απόλυτη ανικανότητα και παραμέληση των βασικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης έως και τον ανεπαρκή αριθμό καλών διευθυντών/προϊσταμένων. Σύμφωνα με τους Κ. Keasey – R. Watson, η βασικότερη ενδογενής διοικητική αδυναμία είναι ο «απόλυτος μονάρχης» ή η «μπάντα ενός ανθρώπου», όπου ένας μεμονωμένος άνθρωπος κυριαρχεί στο Διοικητικό Συμβούλιο και σπάνια ακούει τις συμβουλές των άλλων.
Ένας τέτοιος «μονάρχης» θα έκανε αναπόφευκτα λάθη τα οποία, εξαιτίας ορισμένων ελαττωμάτων, όπως ένα φτωχό, ανύπαρκτο ή χειραγωγημένο σύστημα λογιστικών και οικονομικών πληροφοριών, σε συνδυασμό με υψηλό δανεισμό, θα αποδυνάμωναν τελικά την εταιρεία σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να επιβιώσει από τους συνήθεις επιχειρηματικούς κινδύνους ή την οικονομική ύφεση.
Μία επιπλέον μελέτη, που περιλάμβανε ογδόντα μία περιπτώσεις εταιρειών οι οποίες ανέκαμψαν, διαπίστωσε ότι σε τριάντα έξι περιπτώσεις οι εταιρείες αυτές υπέφεραν από έναν αυταρχικό διευθυντή, ο οποίος προσπάθησε να τα κάνει όλα και, ενόψει της πολυπλοκότητας και της αλλαγής, δεν μπορούσε. Παραδείγματα αυταρχικών διευθυνόντων συμβούλων (CEOs) περιλαμβάνουν τον Bill Bricker, τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του Diamond Shamroc, τον Harold Geneen, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της ITT και τον Roy Mason, της Fortune 500 και αργότερα χρεοκοπημένης εταιρείας χαρτοφυλακίου. Σε μια ανασκόπηση των εμπειρικών μελετών σχετικά με εταιρείες που ανέκαμψαν, ο Richard Hoffman εντόπισε μια σειρά από άλλα ελαττώματα διαχείρισης που συνήθως συναντώνται σε υπο πτώχευση εταιρείες. Αυτά περιλαμβάνουν την έλλειψη εμπειρίας στην κορυφή (για παράδειγμα, πάρα πολλοί μηχανικοί ή δικηγόροι), την έλλειψη μεσαίας διοικητικής ιεραρχίας (η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εσωτερική μάχη διαδοχής) και η αποτυχία του Διοικητικού Συμβουλίου να παρακολουθεί και να υλοποιεί επαρκώς τις αποφάσεις των μετόχων της εταιρείας.
Υπερβολική επέκταση
Οι στρατηγικές της υπερβολικής επέκτασης συχνά ενέχουν γρήγορη επέκταση και εκτεταμένη διαφοροποίηση (διασπορά). Μεγάλο μέρος αυτής της διαφοροποίησης τείνει να είναι κακώς σχεδιασμένο και προσθέτει λίγη αξία σε μια επιχείρηση. Οι συνέπειες της υπερβολικής διαφοροποίησης περιλαμβάνουν απώλεια ελέγχου και αδυναμία αντιμετώπισης των συνθηκών ύφεσης. Επιπλέον, οι εταιρείες που επεκτείνονται ταχέως τείνουν να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους μέσω δανεισμού, αναλαμβάνοντας κάποιες φορές μεγάλο χρέος. Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες μπορούν να περιορίσουν την ικανότητα μιας επιχείρησης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του χρέους της και μπορεί να τη φέρει σε δύσκολη οικονομική θέση.
Ανεπαρκής χρηματοοικονομικός έλεγχος
Η πιο συνηθισμένη μορφή των ανεπαρκών οικονομικών ελέγχων είναι η αδυναμία εκχώρησης ευθύνης σε βασικούς φορείς λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο του οργανισμού, π.χ. Διοικητικό Συμβούλιο. Η έλλειψη λογοδοσίας για τις οικονομικές συνέπειες των ενεργειών τους μπορεί να ενθαρρύνει τους μεσαίου επιπέδου διευθυντές να απασχολούν υπερβολικό προσωπικό και να ξοδεύουν πόρους πέραν του αναγκαίου για τη μέγιστη αποτελεσματικότητα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η γραφειοκρατία μπορεί να μεγαλώσει σε υπέρμετρο βαθμό και το κόστος να βγει εκτός ελέγχου. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Chrysler κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Όπως σημείωσε αργότερα ο Lee Iacocca, ο Gerald Greenwald, τον οποίο ο Iacocca έφερε για να διατελέσει αντιπρόεδρος για την οικονομική θητεία το 1980, είχε μεγάλη δυσκολία στο να βρει κάποιον που θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι είχε συγκεκριμένη ευθύνη για οτιδήποτε. Του έλεγαν: «Καλά, καθένας είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο των εξόδων». Ο Gerald Greenwald ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό, γιατί σε τελική ανάλυση δεν ήταν κανείς.
Υψηλές δαπάνες
Οι ανεπαρκείς έλεγχοι μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλό κόστος. Εκτός όμως από αυτό το γεγονός, η πιο συνηθισμένη αιτία μιας επιχείρησης με υψηλό κόστος είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Το γεγονός αυτό μπορεί να προέρχεται από πρακτικές που επιβάλλονται από τα συνδικάτα (όπως στην περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας και της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα). Επίσης η αποτυχία της διοίκησης να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες. Επιπλέον άλλη μια αιτία είναι η αποτυχία να πραγματοποιηθούν οικονομίες κλίμακας λόγω του χαμηλού μεριδίου αγοράς.
Νέος ανταγωνισμός
Ο ανταγωνισμός στις καπιταλιστικές οικονομίες είναι μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από τη συνεχή εμφάνιση νέων εταιρειών που προωθούν νέους τρόπους επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα τελευταία χρόνια, λίγες βιομηχανίες και λίγες καθιερωμένες στην αγορά εταιρείες έχουν απαλλαγεί από την ανταγωνιστική πρόκληση ενός ισχυρού νέου ανταγωνισμού. Πράγματι, πολλές εγκατεστημένες επιχειρήσεις αποτυγχάνουν ή αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επειδή δεν ανταποκρίθηκαν αρκετά γρήγορα σε τέτοιες απειλές. Ο ισχυρός νέος ανταγωνισμός αποτελεί κεντρική αιτία της πτώσης των εταιρειών. Η IBM είχε πληγεί από τον ισχυρό νέο ανταγωνισμό εταιρειών που κατασκεύαζαν προσωπικούς υπολογιστές. Επίσης η εταιρεία Sears είχε πληγεί από ισχυρό νέο ανταγωνισμό από εκπτωτικά και εξειδικευμένα καταστήματα, ενώ η εταιρεία Xerox αντιμετώπισε ισχυρό νέο ανταγωνισμό από την Ιαπωνία και ιδιαίτερα από την Canon και Ricoh. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η «κυρίαρχη» εταιρεία δεν κατάφερε να εκτιμήσει τη δύναμη του νέου ανταγωνισμού, με καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτές τις εταιρείες.
Απρόβλεπτες μεταβολές της ζήτησης
Οι απρόβλεπτες μεταβολές της ζήτησης μπορούν να προκληθούν από σημαντικές αλλαγές στην τεχνολογία, τις οικονομικές ή πολιτικές συνθήκες και τα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα. Παρότι οι αλλαγές αυτές μπορούν να ανοίξουν ευκαιρίες στην αγορά για νέα προϊόντα, απειλούν επίσης την ύπαρξη πολλών κατεστημένων επιχειρήσεων που απαιτούν αναδιάρθρωση. Το κλασικό παράδειγμα είναι σαφώς η αύξηση της τιμής του πετρελαίου του ΟΠΕΚ το 1973, η οποία, μεταξύ άλλων, έπληξε τη ζήτηση για αυτοκίνητα, μονάδες κεντρικής θέρμανσης πετρελαίου και πολλά προϊόντα που είχαν ως πρώτη ύλη το πετρέλαιο, όπως π.χ. τα πλαστικά. Ομοίως, η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου από το 1983-1986 κατέστρεψε πολλές εταιρείες γεώτρησης πετρελαίου και τις ανάγκασε να λάβουν μέτρα δραστικής αναδιάρθρωσης.
Οργανωτική αδράνεια
Η εμφάνιση ισχυρού νέου ανταγωνισμού και απρόβλεπτων μεταβολών της ζήτησης ενδέχεται να μην αρκεί για να προκαλέσει κατάρρευση των εταιρειών. Αυτό που επίσης συνυπάρχει είναι ότι η εταιρεία ανταποκρίνεται αργά σε τέτοιες αλλαγές, τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού περιβάλλοντος, δηλαδή η οργανωτική αδράνεια ξεχωρίζει ως ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι εταιρείες είναι συχνά τόσο αργές στο να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού.
Το φαινόμενο της πτώχευσης των επιχειρήσεων συνδέεται άρρηκτα με το οικονομικό σύστημα, καθώς επηρεάζεται από παράγοντες που δρουν εντός και εκτός της επιχείρησης. Το φαινόμενο της πτώχευσης των επιχειρήσεων είναι βασικά κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα, διότι επηρεάζει τους εργαζόμενους, τους μετόχους, τους πιστωτές και άλλες ομάδες, αλλά και άλλες επιχειρήσεις, με καταστροφικές πολλές φορές συνέπειες.
Στη χρηματοοικονομική επιστήμη έχουν αναπτυχθεί υποδείγματα που χρησιμοποιούν ποσοτικές και ποιοτικές μεταβλητές, με τη βοήθεια σύγχρονων τεχνικών της στατιστικής και της επιχειρησιακής έρευνας, έτσι ώστε να λαμβάνονται καλύτερες αποφάσεις για τις εν λόγω επιχειρήσεις, τα οποία λειτουργούν ως συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και διάγνωσης του φαινομένου της πτώχευσης, όχι μόνο από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές αλλά και από μετόχους, από στελέχη, και ρυθμιστικές αρχές.