• Σήμερα είναι: Τρίτη, 21 Ιανουαρίου, 2025
Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΙΣΗΓΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

 

Για έκτη συνεχή χρονιά, η ελεγκτική εταιρεία Grant Thornton παρουσίασε την ετήσια έρευνά της αναφορικά με τις οικονομικές επιδόσεις των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Στο πλαίσιο της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας κατά τα δύο τελευταία έτη, η φετινή έρευνα επικεντρώθηκε στην επίδραση που έχει επιφέρει η κρίση στις δραστηριότητες των εισηγμένων και πώς αυτή αποτυπώθηκε στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους.

 

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με βάση τη συλλογή στοιχείων και τις σχετικές σημειώσεις, όπως αυτές παρουσιάζονται στις δημοσιευμένες ενοποιημένες και ατομικές οικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων, για τις χρήσεις 2008-2010. Η ανάλυση στηρίχτηκε σε στοιχεία 210 εισηγμένων εταιρειών ή ομίλων εταιρειών, καθώς για την αποφυγή λανθασμένων συμπερασμάτων δεν συμπεριελήφθησαν οι οικονομικές καταστάσεις εισηγμένων εταιρειών που περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις άλλων εισηγμένων, όπως επίσης και για σκοπούς συγκρισιμότητας δεν συμπεριελήφθησαν οι εταιρείες που εισήχθησαν στο ΧΑΑ εντός του 2010. Το βασικό συμπέρασμα της έρευνας, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι ότι ο αντίκτυπος της κρίσης της ελληνικής οικονομίας αντικατοπτρίζεται έντονα στις οικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων εταιρειών.

Από την ανάλυση της Grant Thornton προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

  •  Το 72% των εισηγμένων παρουσίασε μείωση εσόδων.
  • Οι συνολικές πωλήσεις των εισηγμένων μειώθηκαν κατά 10% σε σύγκριση με το 2008, γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εσωστρέφεια ενός σημαντικού μέρους των εταιρειών.
  • Το EBITDA παρουσιάζεται μειωμένο κατά 29% και τα κέρδη μετά φόρων παρουσιάζουν μείωση κατά 200%.
  •  Οι συνολικές ζημίες υπερέβησαν τα € 2,3 δισ.
  • Παρά το γεγονός ότι οι εισηγμένες είναι ζημιογόνες, τα παρουσιαζόμενα φορολογικά έξοδα ανέρχονται σε € 1,8 δισ., ποσό το οποίο σε απόλυτους αριθμούς αντιστοιχεί σε ίση επιβάρυνση με το 2009, χρονιά όπου τα συνολικά κέρδη ανήλθαν σε €2,4δισ.
  • Ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων έχει μειωθεί κατά 12% σε σύγκριση με το 2008.
  • Ο κύριος λόγος για τη σημαντική μείωση του συνόλου του ενεργητικού αφορά τους ελέγχους απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων και της υπεραξίας.

Αναφορικά με τη ρευστότητα των εταιρειών, παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα:

  • Η επενδυτική δραστηριότητα υπέστη σημαντική επιβράδυνση, κυρίως σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου.
  • Οι απαιτήσεις από εμπορική δραστηριότητα αυξήθηκαν, παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις μειώθηκαν.
  • Το κεφάλαιο κίνησης, σε σύγκριση με το 2008, μειώθηκε κατά 72%, ενώ μία στις τρεις εισηγμένες βρέθηκαν με αρνητικό κεφάλαιο κίνησης.
  • Παρά το γεγονός ότι η πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση δεν είναι εύκολη, το χρέος ως ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων είναι μεγαλύτερο του 178%, καθιστώντας τις τράπεζες τους σημαντικότερους παράγοντες – stakeholders.
  • Από το σύνολο των δανείων το 40%, θεωρητικά, θα πρέπει να καταβληθεί εντός του 2011.
  • Σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες έχουν παραβιάσει τα covenants των δανείων, γεγονός που τις οδηγεί είτε σε αύξηση του κόστους δανεισμού είτε σε επισφαλή θέση αναφορικά με τη δυνατότητα συνέχισης των δραστηριοτήτων τους, με ανάλογη επιβάρυνση των τραπεζών.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έρευνα προέκυψε ότι ενώ οι συνολικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 4% το 2010 σε σύγκριση με το 2009, η αύξηση αυτή προήλθε κυρίως από τις επιχειρήσεις του κλάδου πετρελαιοειδών, λόγω της σημαντικής αύξησης των τιμών του πετρελαίου, καθώς και των εξαγορών που πραγματοποίησαν οι εταιρείες του κλάδου το 2010.

Παρόλα αυτά, και παρά τις παραπάνω εξελίξεις σε συγκεκριμένους τομείς, συγκρίνοντας τις πωλήσεις του 2010 προς τις συνολικές πωλήσεις του 2008, καταγράφηκε μια μείωση της τάξης του 9%.

Αν από τον συνολικό κύκλο εργασιών εξαιρεθεί η επίδραση των επιχειρήσεων πετρελαιοειδών, η μείωση για 2010 σε σχέση με το 2008 ανέρχεται σε 10%. Ένα πιο αξιόπιστο συμπέρασμα σχετικά με τις πωλήσεις των εισηγμένων εταιρειών αναφορικά με το 2010 μπορεί να εξαχθεί εξετάζοντας τον αριθμό των εταιρειών που παρουσίασαν αύξηση των πωλήσεων, σε σύγκριση με τον αριθμό των εταιρειών που παρουσίασαν μείωση, καθώς το 72% περίπου των εταιρειών έχει βιώσει το 2010 μείωση στην εμπορική τους δραστηριότητα, με τη μέση μείωση των πωλήσεων για τις εταιρείες αυτές να ανέρχεται σε 12%.

Εξετάζοντας τη γεωγραφική κατανομή των πωλήσεων, η εσωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας είναι φανερή, αν και υπάρχει μια αυξανόμενη τάση προς τις πωλήσεις στο εξωτερικό. Οι πωλήσεις προς το εξωτερικό ανήλθαν σε 44,9% επί των συνολικών πωλήσεων για το 2010 σε σύγκριση με το αντίστοιχο 28,8% για το 2008, γεγονός που αποτελεί ένα ενθαρρυντικό σημείο, το οποίο θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω κατά τα επόμενα έτη. Η οικονομική ύφεση, από την άποψη της λειτουργικής κερδοφορίας, αντανακλάται έντονα στο EBITDA του 2010, καθώς συνολικά μειώνεται κατά 29% έναντι του προηγούμενου έτους. Αυτή η μείωση στη λειτουργική κερδοφορία των εταιρειών είχε ως αποτέλεσμα το περιθώριο EBITDA να ανέλθει σε 10% έναντι 14% για το 2009.

Η μείωση της κερδοφορίας των εισηγμένων εταιρειών αντανακλάται επίσης στα κέρδη μετά από φόρους, που ως σύνολο για εταιρείες του ΧΑΑ είναι αρνητικό για το 2010. Τα κέρδη μετά από φόρους μειώθηκαν σχεδόν κατά 200%, και ενώ το 2009 είχαν προκύψει συνολικά κέρδη € 2,4 δισ., για το 2010 προέκυψε ζημία ύψους € 2,3 δισ., καθώς το 62% των εισηγμένων ήταν ζημιογόνες, οι απώλειες των οποίων ανήλθαν συνολικά σε € 4,9 δισ.

Η μείωση της κερδοφορίας είχε ως αποτέλεσμα το περιθώριο των καθαρών αποτελεσμάτων να είναι της τάξης του -3%, με το αντίστοιχο ποσοστό για την ευρωζώνη –εκτός της Ελλάδας– για το ίδιο έτος να ανέρχεται σε 4%.

Προφανής αποδείχτηκε και η επίδραση των νέων φορολογικών επιβαρύνσεων που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2 ετών, ως απάντηση στην οικονομική κρίση, καθώς το 2010 η συνολική δαπάνη φόρου ήταν η υψηλότερη κατά τα τρία τελευταία χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών κυμάνθηκε σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδά για το 2010, η επίδραση της φορολογίας στην καθαρή κερδοφορία των εταιρειών έγινε ακόμα εντονότερη.

Αναφορικά με την κατάσταση οικονομικής θέσης, από την έρευνα προέκυψε ότι το σύνολο του ενεργητικού των εισηγμένων μειώθηκε. Η μείωση αυτή μπορεί να αποδοθεί κυρίως στις προσαρμογές που πραγματοποιήθηκαν από τις εισηγμένες στην εύλογη αξία της υπεραξίας που είχαν σε προηγούμενα έτη αναγνωρίσει και των επενδύσεων σε ακίνητα. Κατά τα προηγούμενα έτη, οι επενδύσεις σε στοιχεία ενεργητικού οδηγούσαν την αυξητική τάση του ενεργητικού των εταιρειών. Η εν λόγω αύξηση επιβραδύνθηκε σημαντικά κατά το 2010, καθώς, λόγω του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος, οι εσωτερικοί όσο και εξωτερικοί πόροι χρηματοδότησης αναφορικά με τις επενδύσεις είναι περιορισμένοι. Επιπλέον κατά τα τελευταία έτη και μέχρι το 2008, σε γενικές γραμμές, οι εταιρείες που κατείχαν επενδύσεις σε ακίνητα παρουσίαζαν κέρδη που οφείλονταν στην επανεκτίμηση των ακινήτων τους, βοηθούμενες από την τότε άνθηση της αγοράς ακινήτων. Τα εν λόγω κέρδη αντιστράφηκαν σε ζημίες τόσο το 2009 όσο και το 2010, με την τάση να είναι αυξητική. Συνολικά οι εταιρείες ανέφεραν ζημίες στο χαρτοφυλάκιο των επενδύσεων σε ακίνητα 3% περίπου το 2009, ενώ για το 2010 οι ζημίες ανήλθαν στο 10%, ως αποτέλεσμα των βαθύτερων επιπτώσεων της ύφεσης στην αγορά ακινήτων.

Η αμυντική αντίδραση των εταιρειών στην οικονομική κρίση, καθώς και η υιοθέτηση μιας πιο συντηρητικής και βραχυπρόθεσμης προσέγγισης, έγινε επίσης εμφανής από τη σημαντική μείωση των εκροών για επενδυτικές δραστηριότητες κατά το 2010.

Επιπλέον, κατά το 2010 πραγματοποιήθηκαν λιγότερες εξαγορές και, σε συνδυασμό με τη γενική κατάσταση της οικονομίας, φαίνεται ότι οι εν λόγω αγορές είναι λιγότερο γενναιόδωρες απ’ ό,τι τα προηγούμενα έτη όσον αφορά τα τιμήματα. Το παραπάνω γίνεται εμφανές, λαμβάνοντας υπόψη ότι μόνο € 83 εκ. υπεραξίας αναγνωρίστηκαν το 2010, έναντι 2 δισ. ευρώ υπεραξίας που είχαν αναγνωριστεί κατά τη διάρκεια του 2007.

Επιπλέον, λόγω του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος, το 2010 πολλές εταιρείες ανέφεραν σημαντικές ζημίες από την απομείωση της υπεραξίας τους, που ανήλθαν στο 23% της συνολικής υπεραξίας που αναγνωρίστηκε το 2009.

Οι εμπορικές απαιτήσεις των εισηγμένων αυξήθηκαν, φθάνοντας σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά του 2008. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι για το 2010 οι συνολικές πωλήσεις, σε σύγκριση με το 2008, μειώθηκαν κατά 9%, η αύξηση των εμπορικών απαιτήσεων αντανακλά τις δυσκολίες είσπραξης που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες εταιρείες.

Οι συνολικές υποχρεώσεις των εταιρειών αυξήθηκαν το 2010, κυρίως λόγω της αύξησης των τρεχουσών υποχρεώσεων. Οι υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές έχουν αυξηθεί από το 2008 κατά 14%, με την αύξηση αυτή να είναι σημαντικότερη κατά τη διάρκεια του 2010.

Παρά το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ετών, η οικονομική δραστηριότητα των εισηγμένων έχει μειωθεί, οι υποχρεώσεις παρουσιάζουν αύξηση, καθώς οι εταιρείες παρατείνουν τη διάρκεια κατά την οποία πληρώνουν τους προμηθευτές τους προκειμένου να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στην έλλειψη ρευστότητάς τους.

Ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας του οικονομικού περιβάλλοντος, οι επισφάλειες που αναγνωρίζονται έχουν αυξηθεί σημαντικά το 2010. Ειδικότερα, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις αυξήθηκαν κατά 22%, οι οποίες και αποτελούν πλέον το 19% των συνολικών εμπορικών απαιτήσεων.

Όπως γίνεται ήδη εμφανές, η έλλειψη αποδοτικότητας, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες από τις τράπεζες για την παροχή χρηματοδοτήσεων, έχει ως αποτέλεσμα οι εταιρείες να εξασφαλίσουν νέες πιστώσεις κυρίως μέσω των προμηθευτών τους. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο κεφάλαιο κίνησής τους, το οποίο από το 2008 έχει μειωθεί κατά 72% και για το 2010 είναι αρνητικό για το ένα τρίτο των εισηγμένων εταιρειών. Σε γενικές γραμμές, υπάρχει έλλειψη ρευστότητας στο σύστημα, το οποίο είναι επιτακτική ανάγκη να επιλυθεί, καθώς τα αποθεματικά των εταιρειών φαίνεται να έχουν μειωθεί δραματικά.

Τα ζητήματα ρευστότητας είναι επίσης εμφανή εξετάζοντας τον δείκτη γενικής ρευστότητας, σύμφωνα με τον οποίο για το 2010 τα άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία των υποχρεώσεων είναι σχεδόν ίσα με τις τρέχουσες υποχρεώσεις.

Ο τραπεζικός δανεισμός αποτελεί πάνω από το 50% του συνόλου των υποχρεώσεων για τα έτη 2008-2010. Το καθαρό χρέος έχει αυξηθεί κατά 2 δισεκατομμύρια σε σχέση με το 2008, με την εν λόγω αύξηση να οφείλεται όχι τόσο στη λήψη πρόσθετων δανείων αλλά κυρίως στη μείωση των διαθέσιμων μετρητών των εταιρειών. Πιο συγκεκριμένα, τα διαθέσιμα μειώθηκαν κατά € 1,7 δισ., ενώ το χρέος αυξήθηκε κατά 300 εκατομμύρια.

Ο δείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια για το 2010 ανήλθε σε 178%, αντανακλώντας τη χαμηλή κερδοφορία των εισηγμένων σε σχέση με το δανεισμό που έχουν αναλάβει. Εξετάζοντας τη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων για τον Δεκέμβριο του 2010, το 40% αυτού, που αντιστοιχεί σε 14 δισ. ευρώ, αναμένεται να καταβληθεί εντός 12 μηνών και ένα άλλο 43%, δηλαδή 15 δισ. ευρώ, αναμένεται να αποπληρωθεί κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη τις χαμηλές επιδόσεις των επιχειρήσεων και τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι εισηγμένες, διαφαίνεται ότι η πλειονότητα των δανείων είναι αναγκαίο να τεθεί υπό επαναδιαπραγμάτευση αναφορικά με τις προθεσμίες αποπληρωμής τους, καθώς και τα επιτόκια δανεισμού.

Ως αποτέλεσμα της κακής απόδοσής τους κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, οι εισηγμένες εταιρείες έχουν μειώσει τον αριθμό των εργαζομένων τους. Για το 2009 η μείωση του αριθμού ανέρχεται σε 12% συνολικά, με το αντίστοιχο ποσοστό για το 2010 να είναι 7%. Σε απόλυτους αριθμούς οι εργαζόμενοι των εισηγμένων εταιρειών το 2010 είναι λιγότεροι κατά περίπου 32 χιλιάδες σε σύγκριση με το 2008.

Παρά τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων κατά το 2010, η συνολική μείωση των αποδοχών των εργαζομένων ανήλθε σε 4%, υποδεικνύοντας ότι οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν αντιστοιχούν κυρίως σε εργαζόμενους με απολαβές κάτω του μέσου όρου. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 45% των υπαλλήλων του συνόλου των εισηγμένων εταιρειών απασχολείται σε 4 μεγάλους ομίλους εταιρειών.

Στο πλαίσιο μείωσης του συνολικού κόστους των αμοιβών, οι αμοιβές των διοικητικών και διευθυντικών στελεχών των εισηγμένων έχουν επίσης μειωθεί κατά τα δύο τελευταία χρόνια, και πιο συγκεκριμένα κατά 7% το 2009 και επιπλέον 3% για το 2010.

Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης και της περιορισμένης κερδοφορίας το 2009, τα μερίσματα που εγκρίθηκαν το 2010 ήταν χαμηλότερα κατά 47% σε σχέση με τα μερίσματα που εγκρίθηκαν το 2008. Λαμβάνοντας υπόψη επίσης το γεγονός ότι οι περισσότερες εισηγμένες εταιρείες ανέφεραν αρνητικά κέρδη μετά φόρων το 2010, τα μερίσματα που θα εγκριθούν το 2011 αναμένεται να είναι περαιτέρω μειωμένα.

Τέλος, όσον αφορά τις εκθέσεις ελέγχου που εκδίδονται από τους τακτικούς ορκωτούς ελεγκτές, οι τροποποιημένες εκθέσεις για το 2010 αντιπροσωπεύουν το 19% του συνόλου των εκθέσεων ελέγχου που έχουν εκδοθεί, με τις κύριες τροποποιήσεις να είναι οι παραβιάσεις των συμφώνων χρέους, τα αρνητικά ίδια κεφάλαια και ο σοβαρός κίνδυνος ρευστότητας που αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν στο μέλλον.