Το συνολικό εγχώριο ενεργητικό των τραπεζών των αναδυόμενων οικονομιών –οι λεγόμενες E7 (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία, Μεξικό, Ινδονησία, Τουρκία)– θα ξεπεράσει εκείνο των χωρών G7 νωρίτερα απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της PwC «Ο τραπεζικός κλάδος το 2050».
Oι χώρες G7 είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και ο Καναδάς. Η μελέτη που διεξήγαγε η PwC το 2007 υποστήριζε ότι το ενεργητικό των τραπεζών των E7 αναμενόταν να ξεπεράσει εκείνο των G7 το 2046, όμως, σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις, αυτό θα γίνει μία δεκαετία νωρίτερα, το 2036. Από αυτά τα στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η χρηματοπιστωτική κρίση είχε πολύ μεγαλύτερη επίδραση στις χώρες G7, σε σχέση με τις αναδυόμενες οικονομίες των E7.
Η μελέτη βασίζεται στις προβλέψεις μεταβολής του ΑΕΠ, τις προβλέψεις για την εξέλιξη των εγχώριων τραπεζικών κλάδων, καθώς και στις εκτιμήσεις κερδοφορίας. Βασική υπόθεση των εκτιμήσεων είναι ότι οι κυβερνήσεις θα ακολουθήσουν πολιτικές που ευνοούν την ανάπτυξη και ότι δεν θα υπάρξουν καταστροφικά γεγονότα που θα οδηγήσουν σε μόνιμο εκτροχιασμό από την αναπτυξιακή τους πορεία.
Ο κ. John Hawksworth, Chief Economist της PwC, δήλωσε: «Τη στιγμή που νέα στελέχη του κλάδου βρίσκονται στο ξεκίνημα της καριέρας τους συντελείται μία δομική αλλαγή στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Αυτή η αλλαγή θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και στη διαμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτή τη στιγμή το ΑΕΠ των χωρών E7 βρίσκεται αρκετά πιο πίσω από αυτό των χωρών G7 που τις ανταγωνίζονται. Σε δύο δεκαετίες όμως το ΑΕΠ των Ε7 και των G7 θα βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο, ενώ μέσα στα επόμενα σαράντα χρόνια οι αναδυόμενες χώρες θα έχουν ξεπεράσει τις σημερινές G7».
Ο κ. Θανάσης Πανόπουλος, Partner της PwC Ελλάδας, συμπλήρωσε: «Στον τραπεζικό χώρο η αλλαγή αυτή συντελείται ακόμα πιο γρήγορα από τα έως τώρα αναμενόμενα, με καταλύτη τη χρηματοπιστωτική κρίση. Όπως φαίνεται, οι τράπεζες των αναδυόμενων χωρών ήταν σχετικά θωρακισμένες από τις απoμειώσεις που συντελέστηκαν στα στοιχεία του ενεργητικού. Αυτήν τη στιγμή θα μπορούσαμε να μιλάμε για τετραπλασιασμό του παγκόσμιου ενεργητικού των τραπεζών, που θα κυμανθεί στα $300 τρισ. μέχρι το 2050, με τις τράπεζες σε όλο τον κόσμο να ανταγωνίζονται για τα μερίδια αγοράς».
Η Κίνα αναμένεται να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και να γίνει η μεγαλύτερη τραπεζική οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο μέχρι το 2023, είκοσι χρόνια νωρίτερα από τις αντίστοιχες προβλέψεις πριν από την κρίση. Η Ινδία, που και αυτή έχει ιδιαίτερα μεγάλες δυνατότητες μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, θα μπορούσε να ξεπεράσει την Ιαπωνία και να γίνει η τρίτη μεγαλύτερη τραπεζική οικονομία μέχρι το 2035, εάν συνεχίσει να ακολουθεί πολιτικές που ευνοούν την ανάπτυξη. Στην πράξη, αυτό σημαίνει επενδύσεις σε υποδομή, άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό, μείωση της γραφειοκρατίας, μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης. Μακροπρόθεσμα η Ινδία θα μπορούσε να ξεπεράσει και την Κίνα, καθώς η ανάπτυξη της Κίνας αναμένεται να σημειώσει επιβράδυνση λόγω γήρανσης του πληθυσμού. Η Βραζιλία φαίνεται ότι θα ξεπεράσει τη Γερμανία και τη Βρετανία μέχρι το 2045. Εξαίρεση στην τάση αυτή είναι το Μεξικό, το οποίο αναμένεται να ξεπεράσει την Ιταλία γύρω στο 2048, σε αντίθεση με προγενέστερες εκτιμήσεις για το 2038.
Ο κ. John Hawksworth πρόσθεσε: «Μέσα σε μόλις 15 χρόνια η Κίνα θα ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα γίνει η μεγαλύτερη τραπεζική οικονομία στον κόσμο. Τρεις από τις μεγαλύτερες τράπεζες με βάση την κεφαλαιοποίηση της αγοράς είναι κινεζικές, ενώ άλλοι ηγέτες του κλάδου παρουσιάζουν όλο και μεγαλύτερη δραστηριοποίηση στις αναδυόμενες αγορές, όπου μπορούν να αποκομίσουν σημαντικά κέρδη ποντάροντας στη χαμηλή υφιστάμενη τραπεζική διείσδυση και στη ραγδαία αύξηση της ζήτησης για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Με πληθυσμούς που υπερβαίνουν το ένα δισεκατομμύριο, η πρόσβαση σε αγορές όπως η Κίνα και η Ινδία έχει ζωτική σημασία για την ανάπτυξη.
Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για συγχωνεύσεις και εξαγορές για τα τραπεζικά ιδρύματα των αναδυόμενων και των αναπτυγμένων αγορών. Φυσικό επακόλουθο είναι να περιμένουμε να δούμε έναν συνδυασμό ενοποιήσεων ξένων τραπεζών που διεισδύουν στις αναδυόμενες αγορές και τραπεζών των E7 που επεκτείνονται σε όλο τον κόσμο. Τα τραπεζικά ιδρύματα των E7 ουσιαστικά δεν έχουν ανάγκη τα κεφάλαια των τραπεζών των χωρών G7, λήψη αποφάσεων ή πελατειακή βάση. Έτσι, οι αναπτυγμένες οικονομίες θα πρέπει να έχουν πολύ καλά επιχειρήματα, ώστε να πείσουν τις κυβερνήσεις και τις ρυθμιστικές αρχές για τα οφέλη από την παρουσία ξένων ανταγωνιστών στην αγορά. Κοινωνικοοικονομικά ζητήματα όπως η γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση της ζήτησης για φυσικούς πόρους θα έχουν αντίκτυπο στους όρους του δανεισμού. Κατά το σχεδιασμό τους, οι τράπεζες χρειάζεται να συνυπολογίσουν και τον μεγάλο αντίκτυπο των σημαντικών αλλαγών στις κανονιστικές απαιτήσεις».