ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΛΑΤΟΣ
PARTNER, MIDDLE MARKETS LEADER, PWC
Mια έρευνα της PWC καταγράφει την εικόνα των μικρών επιχειρήσε- ων στη χώρα μας και φανερώνει τις όποιες προοπτικές διανοίγονται για το άμμεσο μέλλον.
Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά πλήθος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα βρέθηκαν σε ένα νέο περιβάλλον, με τα χαρακτηριστικά των αγορών να ανατρέπονται ριζικά, τις πιέσεις να εντείνονται και την αβεβαιότητα να κυριαρχεί, αντιμετωπίζοντας κρίσιμα ζητήματα επιβίωσης. Δεν βρίσκουν τη χρηματοδότηση που χρειάζονται και δηλώνουν απογοητευμένες από την έλλειψη πολιτικής αντιμετώπισης των θεμάτων αυτών από το κράτος. Παρόλα αυτά, είναι σχετικά συγκρατημένα αισιόδοξες για την πορεία τους τα επόμενα πέντε χρόνια και στηρίζουν τις ελπίδες για την ανάπτυξη στην επέκταση των διεθνών δραστηριοτήτων τους.
Αυτά είναι τα σημαντικότερα συμπεράσματα από τη μελέτη που πραγματοποίησε η PwC ειδικά για την ελληνική αγορά, στο πλαίσιο της διεθνούς έρευνας που διεξήγαγε για τις οικογενειακές επιχειρήσεις (PwC Family Business Survey 2012) η οποία καλύπτει 28 χώρες. Από την Ελλάδα συμμετείχαν 33 εκπρόσωποι ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων από ένα ευρύ φάσμα της αγοράς, σε διάφορες περιοχές της χώρας.
O κ. Κωνσταντίνος Μιχαλάτος, Partner της PwC και Middle Markets Leader, υποστηρίζει: «Η έλλειψη ρευστότητας είναι πλέον το μεγαλύτερο πρόβλημα των επιχειρήσεων, καθώς ο μέσος χρόνος είσπραξης των οφειλών από τους πελάτες έχει σημαντικά αυξηθεί, ενώ παράλληλα οι προμηθευτές, κυρίως του εξωτερικού, απαιτούν μικρότερο χρόνο πληρωμής και μεγαλύτερες προκαταβολές. Η κατάσταση επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο και από την επιμήκυνση του χρόνου καταβολής των οφειλών του Δημοσίου.
Με τη ζήτηση προϊόντων, τον τζίρο και τη ρευστότητα να πέφτουν κάθετα, ενώ οι οφειλές του Δημοσίου αυξάνονται, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν και θέματα καθημερινής συναλλαγής με τις τράπεζες, καθώς αυτές ασκούν πιέσεις για αποπληρωμή δανείων και εξασφαλίσεις, ενώ εμφανίζονται εξαιρετικά φειδωλές στην παροχή εγγυήσεων».
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαλάτο, «είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να υπάρξουν παρεμβάσεις από την πολιτεία, μέτρα και πόροι για την ανάπτυξη και τη στήριξη της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας, καθώς και μια νέα, δικαιότερη για τις επιχειρήσεις, φορολογική πολιτική, που δεν θα είναι φοροεισπρακτική αλλά με χαμηλότερους συντελεστές, απλούστερες διαδικασίες και με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Οι επιχειρήσεις σήμερα υφίστανται ένα δυσμενές φορολογικό πλαίσιο, το οποίο όμως δεν φαίνεται να βελτιώνεται, αφού, με βάση όσα δεδομένα έχουν γίνει γνωστά για το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, προβλέπεται αύξηση του συντελεστή από το 20% που ισχύει σήμερα, ενώ ο ανώτατος συντελεστής φορολογίας στο επίπεδο του φυσικού προσώπου/επιχειρηματία παραμένει στο 45%».
Η οικονομική κρίση αναγκάζει τα μέλη της οικογενειακής επιχείρησης να εργαστούν περισσότερο, να ανταμειφθούν λιγότερο και πολλές φορές να επανεπενδύσουν τα μερίδιά τους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι οικογενειακές επιχειρήσεις στρέφονται σε πιο υπεύθυνη διαχείριση, με υιοθέτηση ενός λιτού και ευέλικτου προϋπολογισμού, καθώς και σε αναδιοργάνωση σε πολλούς τομείς λειτουργίας τους, προκειμένου να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις για την οικογένεια. Είναι γεγονός ότι το βάρος της αποτυχίας των ιδρυτών ή/και διαδόχων μιας οικογενειακής επιχείρησης είναι μεγάλο, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος για την οικογενειακή περιουσία και η αίσθηση ματαίωσης του οικογενειακού κληροδοτήματος.
Οι οικογενειακές επιχειρήσεις γενικά αντιμετωπίζουν αυξημένα επίπεδα ρίσκου, αλλά ταυτόχρονα έχουν και μοναδικά χαρακτηριστικά που μπορούν να τις βοηθήσουν να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό και να επιβιώσουν, ακόμα και να αναπτυχθούν σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Οικογενειακές επιχειρήσεις με υγιή κεφαλαιακή δομή και σε συνθήκες υπεύθυνης διαχείρισης μπορούν να διασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις, λόγω της ευελιξίας που τις χαρακτηρίζει, είναι σε καλύτερη θέση να δημιουργήσουν προϊόντα ή να πραγματοποιήσουν είσοδο σε άλλες αγορές που άλλες επιχειρήσεις δεν μπορούν, αλλά και να προσαρμοσθούν καλύτερα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Σαφές βεβαίως πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων έχουν αυτές που μπορούν να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό και να προσφέρουν προστιθέμενη αξία μέσω των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους. Η διαφοροποίηση και η εξειδίκευση μιας επιχείρησης η οποία δραστηριοποιείται στο εξωτερικό μπορεί να αντιπαρέλθει τη δυνατότητα των ανταγωνιστών από αναπτυσσόμενες αγορές να προσφέρουν χαμηλές τιμές.
Τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας
Σύμφωνα με την έρευνα της PwC, μόλις ένα 33% των συμμετεχουσών ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων είχε αύξηση πωλήσεων, ενώ η πλειονότητα (61%) είχε μείωση, ως αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης προϊόντων ή υπηρεσιών.
Η ρευστότητα και ο έλεγχος του κόστους είναι τo μεγαλύτερο ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν εσωτερικά οι οικογενειακές επιχειρήσεις. Αυτό είναι κάτι που υποστηρίζει στην έρευνα της PwC η πλειονότητα των συμμετεχόντων από την Ελλάδα (82%) –ποσοστό δραματικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της έρευνας διεθνώς (17%). Αμέσως επόμενα είναι το περιθώριο κερδοφορίας (48% Ελλάδα, 13% διεθνώς) και η δυνατότητα χρηματοδότησης (39% Ελλάδα, 14% διεθνώς).
Σύμφωνα με τη μελέτη της PwC, στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι οικογενειακές επιχειρήσεις από εξωτερικούς παράγοντες πρώτες έρχονται οι συνθήκες της αγοράς (76% Ελλάδα, 54% διεθνώς) και ακολουθούν οι πολιτικές και ρυθμίσεις της κυβέρνησης (64% Ελλάδα, 27% διεθνώς). Επίσης, όλοι ανεξαιρέτως οι συμμετέχοντες στην έρευνα από την Ελλάδα δήλωσαν πολύ ανήσυχοι για την αστάθεια στην πολιτική (100%) και στην αγορά (84%).
Ιδιαίτερα επικριτικές είναι οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις ως προς την έλλειψη υποστήριξης του κλάδου τους (97% δυσαρεστημένοι από την Ελλάδα, 40% διεθνώς). Επιπλέον, το 76% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα δήλωσαν ότι η κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τη σημασία που έχουν οι οικογενειακές επιχειρήσεις για την οικονομία της χώρας. Τα βασικά θέματα όπου χρειάζονται υποστήριξη είναι η ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, καθώς και η χαμηλότερη φορολόγηση.
Παρόλες τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, οι ιδιοκτήτες των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων δήλωσαν ότι πρόθεσή τους είναι να συγκρατήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους και μάλιστα σε ποσοστό υψηλότερο από το διεθνή μέσο όρο (94% Ελλάδα, 76% διεθνώς). Επίσης σημαντικό είναι ότι επτά στους δέκα ιδιοκτήτες θα παραδώσουν την επιχείρησή τους στην επόμενη γενιά και μόνο ένα 9% σκοπεύει είτε να την πουλήσει είτε να διαθέσει μετοχές στο χρηματιστήριο.
Έτσι, παρά το αρνητικό κλίμα και τις αντίξοες συνθήκες, οι οικογενειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξες για τις προοπτικές τους τα επόμενα πέντε χρόνια. Το 64% των συμμετεχόντων αναμένουν ότι θα αναπτυχθούν σταθερά, το 9% με ταχύτατους ρυθμούς, το 24% ότι θα εδραιωθούν και μόλις ένα 3% ότι θα συρρικνωθούν.
Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα της PwC, ευκαιρίες για τη μελλοντική ανάπτυξη υπάρχουν στις διεθνείς αγορές. Σήμερα το 27% των πωλήσεων των οικογενειακών επιχειρήσεων πραγματοποιούνται διεθνώς και το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί σε 39% μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Ένα σημαντικό ποσοστό (60%) των οικογενειακών επιχειρήσεων σκοπεύουν να επεκταθούν στην Ευρώπη και από αυτές το 17% στη Ρωσία. Ένα ποσοστό 37% στρέφεται στην Αμερική (από αυτές το 17% στη Βραζιλία), καθώς και ένα 30% στην Ασία (20% στην Κίνα), ενώ το 27% στη Μέση Ανατολή.
Σχετικά με την έρευνα – μεθοδολογία
Η Παγκόσμια Έρευνα για τις Οικογενειακές Επιχειρήσεις 2012 (PwC Family Business Survey 2012) πραγματοποιήθηκε σε 28 χώρες με περισσότερες από 2.000 συνεντεύξεις. Στο πλαίσιο της παγκόσμιας έρευνας που διεξάγεται κάθε δύο χρόνια, η PwC στην Ελλάδα εκπόνησε ξεχωριστή μελέτη, ειδικά για τις οικογενειακές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν 33 συνεντεύξεις από 29/6 έως 11/9/2012, με τη συμμετοχή επιχειρήσεων από τους εξής κλάδους: Βιομηχανία (33%), Μετα- φορές (15%), Χονδρεμπόριο (15%), Λιανε- μπόριο (12%), Γεωργία (6%), Ξενοδοχεία- εστίαση (6%), άλλοι κλάδοι (<5%).
Για τη διεξαγωγή της έρευνας, ως «οικογενειακή» ορίστηκε μία επιχείρηση που:
- Το άτομο που ίδρυσε ή απέκτησε την εταιρεία (ή ο/η σύζυγός του, οι γονείς, το τέκνο ή οι άμεσοι κληρονόμοι του τέκνου) διαθέτει την πλειοψηφία των ψήφων.
- Τουλάχιστον ένας εκπρόσωπος της οικογένειας ασχολείται με τη διοίκηση ή διαχείριση της εταιρείας.
- Σε περίπτωση εταιρείας που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, το άτομο που ίδρυσε ή απέκτησε την εταιρεία (ή η οικογένειά του) διαθέτει το 25% του δικαιώματος ψήφου μέσω του κεφαλαίου και τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειας είναι στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας.