Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε μετά το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία, εμφανίστηκε κατηγορηματικά αντίθετος στο ενδεχόμενο νομισματικής χρηματοδότησης της Ελλάδας. Άσκησε δε κριτική για την επικοινωνιακή πολιτική στην Ελλάδα, η οποία όπως είπε προκαλεί μεταβλητότητα στις αγορές και υποσκάπτει τη φερεγγυότητα και αξιοπιστία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε, η ΕΚΤ ζήτησε από το Eurogroup το υπόλοιπο των 10 δισ. ευρώ του πακέτου που προοριζόταν για τον τραπεζικό κλάδο να διατηρηθεί ανέπαφο και να μεταφερθεί εκτός χώρας, ώστε να μπορεί να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο για ένα «ξαφνικό αρνητικό γεγονός». Το αίτημα αυτό, όπως είπε, περιελήφθη στην τελευταία απόφαση του Eurogroup.
Η κυβέρνηση αναφερόμενη στις αποφάσεις της ΕΚΤ δήλωσε: «Η απόφαση της ΕΚΤ δεν δημιουργεί κανέναν επιπρόσθετο πρόβλημα στο χρηματοπιστωτικό μας σύστημα. Η κυβέρνηση εργάζεται για την υλοποίηση της απόφασης του Eurogroup της 20ηςΦεβρουαρίου.
Ο Πρωθυπουργός απόψε αργά το βράδυ θα ενημερωθεί από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ο οποίος συμμετείχε στη συνεδρίαση της ΕΚΤ, στην Κύπρο».
Το δ.σ. της Ευρωτράπεζας αποφάσισε την αύξηση του ορίου χρηματοδοτότησης των ελληνικών τραπεζών μέσω του ELA κατά μόλις 500 εκατ. ευρώ, στα 68,8 δις. ευρώ, αποκλείοντας το ενδεχόμενο αύξησης του πλαφόν που υπάρχει για αγορές εντόκων γραμματίων από τους τέσσερις συστημικούς ομίλους. Απαντώντας στην κριτική που ασκείται στην Ευρωτράπεζα για δημιουργία ασφυκτικού περιβάλλοντος ρευστότητας εν μέσω των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους, σημείωσε πως αυτή τη στιγμή η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών ανέρχεται στο 68% του ΑΕΠ της, που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη. Ο κ. Ντράγκι συμπλήρωσε πως η παροχής ρευστότητας μέσω του ELA μπορεί να γίνει μόνο σε τράπεζες που θεωρούνται φερέγγυες και μπορούν να παράσχουν αξιόπιστες εγγυήσεις.
«Αυτήν τη στιγμή οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αρκετά πάνω από τα ελάχιστα επιτρεπτά όρια. Ωστόσο αυτή η φερεγγυότητα πρέπει να διατηρηθεί»τόνισε ο ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης. Σημείωσε όμως πως η ΕΚΤ είναι ένας θεσμός που βασίζεται σε κανόνες. «Εμείς είμαστε οι πρώτοι που θέλουμε να επανεκκινήσει η χρηματοδότηση προς την ελληνική οικονομία. Οι προϋποθέσεις είναι εκεί. Πρέπει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος της ελληνικής οικονομίας» υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Αναφερόμενος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και την προοπτική αγοράς εγχώριων κρατικών τίτλων, ο κ. Ντάγκι είπε πως για να προχωρήσει στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, θα πρέπει να ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
– Να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των προγραμμάτων που βρίσκονται σε εξέλιξη
– Τα ομόλογα να είναι επενδύσιμα, βάση των οίκων αξιολόγησης
– Το ποσοστό κατοχής ομολόγων από την ΕΚΤ ανά εκδότη να μην ξεπερνά το 33%
Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι, εάν η Ελλάδα ολοκληρώσει την αξιολόγηση του προγράμματος και αποπληρώσει ομόλογα που λήγουν τον Ιούλιο, μειώνοντας το ποσοστό των τίτλων που κατέχει η ΕΚΤ, θα είναι δυνατή η εκκίνηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και για τη χώρα μας.
Το φερόμενο αίτημα αφορούσε συνάντηση την Παρασκευή, αλλά μετά την αρνητική απάντηση του Γιούνκερ, συμφωνήθηκε η συνάντηση να γίνει μετά το Eurogroup της Δευτέρας.
Σε ερώτηση της εφημερίδας στην Κομισιόν, εκπρόσωπός της περιορίστηκε στο ότι υπάρχει «συνεχής τηλεφωνική επαφή» του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να κάνει συγκεκριμένα αναφορές σε χρονοδιαγράμματα συναντήσεων.