Τα τελευταία χρόνια η λογιστική της εύλογης αξίας έχει γίνει ζήτημα έντονης αντιπαράθεσης σε ακαδημαϊκό επίπεδο και όχι μόνο. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η διαμάχη αυτή έχει φτάσει στα όρια «ιερού πολέμου».
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΤΑΤΟΥΚΑΣ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΟΛ ΑΕ ΟΕ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Λ. ΠΑΠΑΚΗΣ
ΟΡΚΩΤΟΣ ΕΛΕΓΚΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΗΣ ΣΟΛ ΑΕ ΟΕ
Κάποιοι μελετητές της λογιστικής υποστηρίζουν ότι η χρήση της λογιστικής της εύλογης αξίας (Fair Value Accounting) συνέβαλε στην αρτιότερη πληροφόρηση των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων, ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι συνέβαλε ώς ένα βαθμό στη δημιουργία της χρηματοοικονομικής κρίσης, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επηρέασε βαθύτατα την παγκόσμια οικονομία.
Η λογιστική της εύλογης αξίας
Σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ), εύλογη αξία (Fair Value) είναι η αξία για την οποία ένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ανταλλαγεί ή μια υποχρέωση να διακανονισθεί μεταξύ δύο συμβαλλομένων που ενεργούν με επίγνωση, γνωρίζουν το αντικείμενο της συναλλαγής και η συναλλαγή είναι αντικειμενική και ουδέτερη, δηλαδή γίνεται με όρους αγοράς.
Είναι γεγονός ότι η έννοια της εύλογης αξίας έχει επιφέρει αλλαγές στην αναγνώριση και αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων των οικονομικών καταστάσεων οι οποίες απευθύνονται σε χρήστες εκτός της διοίκησης της επιχείρησης, όπως χρηματοοικονομικούς αναλυτές, πιστωτικά ιδρύματα, πελάτες, προμηθευτές και άλλους. Όταν λέμε αναγνώριση εννοούμε πώς θα πρέπει ένα κονδύλι να εμφανισθεί στις οικονομικές καταστάσεις, ενώ όταν λέμε αποτίμηση εννοούμε με ποια αξία θα εμφανισθεί αυτό το κονδύλι στις οικονομικές καταστάσεις.
Οι βασικές αλλαγές που επέφερε η χρήση της εύλογης αξίας είναι:
α) η καταχώρηση στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης μη πραγματοποιημένων κερδών (Unrealized gains) και
β) η διανομή των κερδών.
Στην πρώτη περίπτωση τα ΔΠΧΑ, δεδομένου του λογιστικού πλαισίου που εισάγουν, επιτρέπουν την καταχώρηση στο λογαριασμό αποτελέσματα χρήσεως, κέρδη ή ζημίες από αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, τα οποία κέρδη ή ζημίες δεν θα μετατραπούν σχεδόν ποτέ σε ταμειακές εισροές και συνεπώς δεν θα εισρεύσουν στην επιχείρηση.
Σύμφωνα με το ΔΛΠ 40 «Επενδύσεις σε ακίνητα» (Investment Property), η αποτίμηση αυτής της κατηγορίας ακινήτων μπορεί να γίνει είτε με τη μέθοδο του κόστους είτε με τη μέθοδο της εύλογης αξίας. Με τη μέθοδο της εύλογης αξίας τα κέρδη ή οι ζημίες που προκύπτουν από την αποτίμηση στην εύλογη αξία αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζει και την καθαρή θέση της επιχείρησης.
Σύμφωνα με το ΔΛΠ 16 «Ενσώματα πάγια» (Property, Plant and Equipment), η αποτίμηση των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων μπορεί να γίνει είτε με τη μέθοδο του κόστους είτε με τη μέθοδο της αναπροσαρμογής. Η αναπροσαρμοζόμενη αξία, εφόσον είναι θετική, αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια και, εφόσον είναι αρνητική, αναγνωρίζεται ως ζημιά απομείωσης στα αποτελέσματα. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζει και την καθαρή θέση της επιχείρησης.
Στην δεύτερη περίπτωση, της διανομής των κερδών, τα ΔΠΧΑ δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό με τη διανομή των κερδών, δηλαδή υπάρχει ένα κενό. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η πιθανή διανομή «εικονικών» κερδών, κερδών δηλαδή τα οποία δεν θα μετατραπούν σε μετρητά ώστε να εισρεύσουν στα χρηματικά διαθέσιμα (ταμείο, καταθέσεις όψεως και προθεσμίας) της επιχείρησης, επομένως τίθεται ένα θέμα βιωσιμότητας της επιχείρησης. Θα πρέπει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο την από 17/02/2006 απόφαση της ΕΛΤΕ, η οποία αναφέρει ότι για τα κέρδη που προκύπτουν από την επιμέτρηση επενδυτικών ακινήτων τα οποία αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων ως μη πραγματοποιημένα κέρδη, δεν συνιστάται η διανομή αυτών.
Συνεπώς, γεννάται το ερώτημα πόσο αξιόπιστες και συναφείς με τους χρήστες είναι οι οικονομικές καταστάσεις οι οποίες καταρτίζονται σύμφωνα με τις αρχές και τα πρότυπα των ΔΠΧΑ.
Αξιοπιστία οικονομικών καταστάσεων
Αξιοπιστία είναι το κατά πόσον οι πληροφορίες (κατεξοχήν εκτιμήσεις και παραδοχές της διοίκησης της επιχείρησης) που αναφέρονται στις οικονομικές καταστάσεις είναι επαληθεύσιμες. Δηλαδή, οι πληροφορίες που απορρέουν από τα κονδύλια των οικονομικών καταστάσεων (Ισολογισμός, Αποτελέσματα Χρήσεως, Ταμειακές Ροές, Πίνακας Μεταβολής Ιδίων Κεφαλαίων και οι σημειώσεις επί των οικονομικών καταστάσεων) κατά πόσον είναι επαληθεύσιμες. Για παράδειγμα, η αξία ενός οικοπέδου στα βιβλία της επιχείρησης με βάση τη μέθοδο του ιστορικού κόστους (Historical Cost) είναι συνήθως εύκολα επαληθεύσιμη και εξακριβώσιμη, δηλαδή υπάρχει το συμβόλαιο αγοράς του οικοπέδου, το τίμημα που καταβλήθηκε για την αγορά του οικοπέδου, με επιταγή ή κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό. Ωστόσο η εύλογη αξία (Fair Value) αυτού του οικοπέδου είναι πολύ πιο δύσκολο να επαληθευθεί και να εξακριβωθεί. Έχει παρατηρηθεί στην πράξη ότι διαφορετικοί εκτιμητές για το ίδιο ακίνητο αποδίδουν διαφορετικές αξίες, συνεπώς είναι περισσότερο δύσκολο να επαληθευθεί η αξία του συγκεκριμένου οικοπέδου. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε το ρόλο του ορκωτού ελεγκτή λογιστή. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής να ελέγξει τις εκτιμητικές εκθέσεις για το συγκεκριμένο ακίνητο. Επομένως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι με τη μέθοδο του ιστορικού κόστους η αξία του οικοπέδου που εμφανίζεται στις οικονομικές καταστάσεις είναι περισσότερο «αντικειμενική», ενώ με τη μέθοδο της εύλογης αξίας είναι «υποκειμενική», βασιζόμενη στην εμπειρία του εκτιμητή αλλά και στις διάφορες τεχνικές που χρησιμοποιεί. Ο όρος «υποκειμενική» ή «αντικειμενική» πληροφορία συνήθως συνδέεται με το κατά πόσον η πληροφορία αυτή είναι επαληθεύσιμη.
Συνεπώς η αποτίμηση ενός περιουσιακού στοιχείου η οποία είναι «υποκειμενική» είναι δύσκολα επαληθεύσιμη και συνεπώς είναι δύσκολο για τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να βασισθούν πάνω σε αυτήν.
Επιπλέον, οι οικονομικές καταστάσεις θα πρέπει να μπορούν να συγκριθούν από περίοδο σε περίοδο, π.χ. έτος, εξάμηνο, τρίμηνο, μήνα κ.λπ., αναφερόμενοι στην ίδια επιχείρηση αλλά και σε διαφορετικές επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου. Αυτό προϋποθέτει σταθερότητα στην εφαρμογή των λογιστικών αρχών και πρακτικών. Επίσης προϋποθέτει σταθερότητα στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις κάποιων κονδυλίων στις οικονομικές καταστάσεις όπως π.χ. ωφέλιμη ζωή των παγίων περιουσιακών στοιχείων, προβλέψεις για επισφαλείς πελάτες κ.ά.
Συνάφεια
Οι οικονομικές καταστάσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες με αυτούς που τις χρησιμοποιούν, δηλαδή επενδυτές, τράπεζες χρηματοοικονομικούς αναλυτές κ.ά. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περιέχουν πληροφορίες για διενέργεια σχετικών εκτιμήσεων, όπως εκτίμηση των πωλήσεων ή εκτίμηση των καθαρών κερδών ή εκτίμηση ροών από λειτουργικές, χρηματοδοτικές και επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς επίσης και άλλων χρηματοοικονομικών μεγεθών. Επιπλέον, οι λογιστικές πληροφορίες θα πρέπει να βοηθούν τους χρήστες να επιβεβαιώνουν ή να διορθώνουν τις προηγούμενες εκτιμήσεις τους για τα κονδύλια των οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης.
Συνεπώς, για να είναι συναφείς οι οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης με τους χρήστες θα πρέπει οι αποτιμήσεις των κονδυλίων του ισολογισμού, καθώς επίσης και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτές τις αποτιμήσεις, να είναι αμερόληπτες. Αμερόληπτες αποτιμήσεις είναι εκείνες οι οποίες δεν επηρεάζονται από «υποκειμενικές» εκτιμήσεις και κρίσεις. Στην πράξη είναι δύσκολο να υπάρξει πλήρης αμεροληψία.
Ως συνήθως η αμεροληψία επιτυγχάνεται από αποδεικτικά έγγραφα και στοιχεία που πηγάζουν από εξωτερικά δεδομένα, όπως τιμολόγια, δελτία αποστολής, extrait τραπεζών, φυσικές απογραφές, καθώς επίσης τιμές για προϊόντα ή μετοχές σε ενεργές αγορές.
Τα ΔΠΧΑ υιοθετούν ένα πλαίσιο με τρία επίπεδα για την εκτίμηση της εύλογης αξίας των χρηματοοικονομικών μέσων μιας επιχείρησης. Χρηματοοικονομικό μέσο είναι ένα συμβόλαιο που δημιουργεί ταυτόχρονα ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο για μια οικονομική οντότητα και μια χρηματοοικονομική υποχρέωση ή συμμετοχικό τίτλο για μια άλλη οικονομική οντότητα.
Το πρώτο επίπεδο αφορά την αποτίμηση ενός χρηματοοικονομικού μέσου σε ενεργό αγορά. Για παράδειγμα, η χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών είναι κλασικό παράδειγμα ενεργού αγοράς. Το δεύτερο επίπεδο αφορά την αποτίμηση ενός χρηματοοικονομικού μέσου σε διαφορετικό επίπεδο από το πρώτο, όπου εκεί οι τιμές άμεσα ή έμμεσα μπορούν να εκτιμηθούν. Για παράδειγμα, οι άδειες για αιολικά πάρκα ή οι άδειες για ταξί. Στο τρίτο επίπεδο για την αποτίμηση ενός χρηματοοικονομικού μέσου τα πρότυπα υιοθετούν μοντέλα που χρησιμοποιούν στοιχεία και πληροφορίες που δεν μπορούν να ελεγχθούν για την αξιοπιστία των υποθέσεων που θέτουν.
Στην περίπτωση όπου η αποτίμηση του χρηματοοικονομικού μέσου βασίζεται σε ενεργές αγορές, π.χ. χρηματιστηριακή αγορά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αν και οι πληροφορίες που προκύπτουν από αυτές τις αγορές είναι «αντικειμενικές» και συνεπώς εύκολα επαληθεύσιμες, δεν είναι και απαραιτήτως αμερόληπτες. Αυτό συμβαίνει διότι οι τιμές των μετοχών διαμορφώνονται ενδεχομένως από παράγοντες όπως η εσωτερική πληροφόρηση, η κερδοσκοπία κ.ά.
Επομένως, η εύλογη αξία των μετοχών η οποία προκύπτει από χρηματιστηριακές συναλλαγές περιέχει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας και συνεπώς οι οικονομικές καταστάσεις γίνονται περισσότερο μεροληπτικές, μειώνοντας την αξιοπιστία τους. Δηλαδή προσβάλλεται η διαφάνεια και η ακεραιότητα των οικονομικών καταστάσεων, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό για τους επενδυτές.
Για τις μεθόδους αποτίμησης του δεύτερου και τρίτου επιπέδου χρησιμοποιούνται διάφοροι μέθοδοι αποτίμησης, όπου η κάθε μέθοδος χρησιμοποιεί μια σειρά από παραδοχές και εκτιμήσεις. Αυτό το γεγονός έχει ως συνέπεια διαφορετικές μέθοδοι αποτίμησης να παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα, που με τη σειρά τους οδηγούν σε μεροληψία και σφάλματα στις αξίες που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις.
Θα πρέπει να τονίσουμε σε αυτό το σημείο ότι όλες οι μέθοδοι και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην πράξη είναι «λογικές». Ο προβληματισμός που υπάρχει σε αυτό το σημείο είναι ότι όλες οι μέθοδοι αποτίμησης για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας εμπεριέχουν κινδύνους και σφάλματα, τα οποία οδηγούν κάθε φορά σε διαφορετικά αποτελέσματα, και αυτό είναι πολύ σημαντικό για τους επενδυτές, τις τράπεζες και γενικότερα αυτούς που χρηματοδοτούν νέες επενδύσεις.
Κλασικό παράδειγμα είναι η λεγόμενη εποχή «dot-com boom», όταν στη δεκαετία του 2000 εμφανίστηκαν εταιρείες internet που τις χρηματοδοτούσαν τα λεγόμενα «venture capital», δηλαδή κεφάλαια υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου. Όπως είναι γνωστό, οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες πτώχευσαν. Η χρηματοδότηση αυτών των εταιρειών στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε μεθόδους αποτίμησης που σήμερα θεωρούνται ανορθόδοξες. Ένας επενδυτής πρωτίστως ενδιαφέρεται για το ύψος, τη χρονική στιγμή, καθώς και για την αβεβαιότητα των μελλοντικών ελεύθερων ταμειακών ροών μιας επένδυσης. Αυτή η οικονομική κατάσταση από την οποία δύνανται να εξαχθούν πληροφορίες για το ύψος και τη χρονική στιγμή των ελεύθερων ταμειακών ροών είναι η γνωστή σε όλους μας κατάσταση ταμειακών ροών.
Κατάσταση ταμειακών ροών (Cash Flow Statement)
Η κατάσταση ταμειακών ροών (Cash Flow Statement) απεικονίζει τις εισπράξεις και τις πληρωμές για μια δεδομένη χρονική περίοδο και ταξινομείται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
α) ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες,
β) ταμειακές ροές από επενδυτικές δραστηριότητες και
γ) ταμειακές ροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες.
Απ’ ό,τι φαίνεται η μόνη οικονομική κατάσταση που χρησιμοποιείται σήμερα στην πράξη, και η οποία ξεπερνάει τα προβλήματα της λογιστικής της εύλογης αξίας, είναι η κατάσταση ταμειακών ροών. Ο βασικός λόγος είναι ότι η κατάσταση ταμειακών ροών δεν επιδέχεται εκτιμήσεις και παραδοχές όπως τα υπόλοιπα στοιχεία του ενεργητικού ή του παθητικού.
Δηλαδή, η λογιστική της εύλογης αξίας καταχωρεί μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σε σχέση με τις εύλογες αξίες. Επομένως αναγνωρίζονται και καταχωρούνται στις οικονομικές καταστάσεις μη πραγματοποιημένα κέρδη ή ζημίες, τα οποία έχουν επίδραση στην κατάσταση ταμειακών ροών εάν πωληθούν κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού. Συνεπώς, η διοίκηση της εταιρείας παίρνει αποφάσεις σχετικά με το μέλλον της εταιρείας με δεδομένο ότι τα μη πραγματοποιημένα κέρδη θα πραγματοποιηθούν και θα εισρεύσουν ως μετρητά στα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρείας. Ωστόσο, όταν η αγορά συρρικνωθεί, για παράδειγμα η αγορά των CDOs (Collaterised Debt Obligations) είχε αγγίξει το μηδέν, τότε τα επιτεύγματα της διοίκησης φαίνονται υπερεκτιμημένα, διότι η διοίκηση διαχειρίστηκε τα μη πραγματοποιημένα κέρδη ως πραγματοποιημένα. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα η επιχείρηση να μην έχει επάρκεια κεφαλαίων για την κάλυψη των ζημιών.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η κατάσταση ταμειακών ροών ξεπερνάει ως ένα σημείο τα προβλήματα που δημιουργεί η λογιστική της εύλογης αξίας, παρέχοντας πληρέστερη πληροφόρηση στη διοίκηση της εταιρείας αλλά και στους μετόχους – επενδυτές.