Κυριάκος Πατατούκας, Επιθεωρητής ποιοτικού ελέγχου, ΣΟΛ ΑΕΟΕ
Νικόλαος Λ. Παπάκης, Ορκωτός ελεγκτής λογιστής, ΣΟΛ ΑΕΟΕ
Μaster of accountancy & business finance, University of Dundee, Scotland
Η εφαρμογή της τυποποίησης συστήματος αριθμοδεικτών στην έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου
Το άρθρο 43α του Νόμου 2190/1920 αναφέρει το πλαίσιο μέσα στο οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της επιχείρησης θα πρέπει να καταρτίσει την ετήσια έκθεσή του προς την Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων. Η έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου θα πρέπει τουλάχιστον να περιλαμβάνει εκείνες τις πληροφορίες για την εξέλιξη των εργασιών της εταιρείας και της χρηματοοικονομικής θέσης της καθώς επίσης και την περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει.
Επιπλέον, θα πρέπει αυτές οι πληροφορίες να είναι επαρκείς, δηλαδή η έκθεση του Δ.Σ. να περιλαμβάνει εκείνες τις πληροφορίες που θεωρούνται αναγκαίες ώστε οι οικονομικές καταστάσεις να μην είναι παραπλανητικές για τον μέσο επενδυτή.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι η έκθεση του Δ.Σ. χρησιμοποιείται και από άλλους ενδιαφερόμενους, όπως οι τράπεζες, οικονομικοί αναλυτές, ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές.
Η αρχή της επαρκούς αποκαλύψεως στην έκθεση του Δ.Σ.
Η έκθεση του Δ.Σ. θα πρέπει να παρέχει εκείνες τις πληροφορίες που να δίνουν όσο το δυνατόν μια ακριβή και αμερόληπτη εικόνα της επιχειρηματικής δράσης. Οι πληροφορίες που θα πρέπει να παρέχει η έκθεση του Δ.Σ. μπορεί να είναι ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Τέτοιες πληροφορίες, μεταξύ άλλων, είναι οι μέθοδοι αποτίμησης των αποθεμάτων, οι μέθοδοι υπολογισμού των αποσβέσεων, εμπράγματα βάρη (υποθήκες, προσημειώσεις) επί των παγίων στοιχείων του ενεργητικού, αναπροσαρμογές στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στην εύλογη αξία, γεγονότα μετά τη λήξη της χρήσης, καθώς επίσης προβλέψεις πωλήσεων, επενδύσεων κ.λπ. Ο πιο διαδεδομένος τρόπος παρουσίασης αυτών των πληροφοριών από το Δ.Σ. της επιχείρησης είναι η χρησιμοποίηση των αριθμοδεικτών.
Αριθμοδείκτης είναι η σχέση ενός αριθμού με έναν άλλο και μπορούν να απεικονιστούν είτε σαν λόγος αυτών είτε ως εκατοστιαία αναλογία αυτών. Οι αριθμοδείκτες υπολογίζονται με βάση τις λογιστικές καταστάσεις των εταιρειών, δηλαδή τον Ισολογισμό, τα Αποτελέσματα Χρήσεως, τον Πίνακα Διάθεσης Κερδών ή, για τις εταιρείες που δημοσιεύουν τις οικονομικές καταστάσεις τους με βάση τα ΔΠΧΑ, Πίνακας Μεταβολής Ίδιων Κεφαλαίων, καθώς επίσης και κατάσταση Ταμειακών Ροών (Cash Flows). Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εφαρμόζουν τις ίδιες λογιστικές μεθόδους και διαδικασίες από χρήση σε χρήση. Δηλαδή οι οικονομικές καταστάσεις για να έχουν αξία θα πρέπει οποιεσδήποτε μεταβολές που επιδρούν στα οικονομικά μεγέθη της επιχείρησης να οφείλονται στην επιχειρηματική δραστηριότητα και όχι στις αλλαγές των λογιστικών μεθόδων. Στην περίπτωση που μια επιχείρηση υιοθετήσει μια διαφορετική μέθοδο διότι θεωρεί ότι απεικονίζει καλύτερα την επιχειρηματική δραστηριότητά της, θα πρέπει να γνωστοποιεί αυτήν την αλλαγή και συγχρόνως να αποκαλύπτει τις επιδράσεις στα αποτελέσματα και στην καθαρή της θέση. Απόδειξη της μεγάλης σπουδαιότητας της αρχής της συνέπειας των λογιστικών μεθόδων είναι ότι στην έκθεση ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή λογιστή αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «ο έλεγχος περιλαμβάνει επίσης την αξιολόγηση της καταλληλότητας των λογιστικών αρχών και μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν και του εύλογου των εκτιμήσεων που έγιναν από τη διοίκηση, καθώς και αξιολόγηση της συνολικής παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων».
Συνεπώς και οι αριθμοδείκτες, για να έχουν πληροφοριακή αξία, θα πρέπει να βασίζονται σε αξιόπιστες και συνεπείς οικονομικές καταστάσεις.
Επιπλέον, οι αριθμοδείκτες, για να έχουν πληροφοριακή αξία, θα πρέπει να αναφέρονται σε ένα σημείο σύγκρισης. Δηλαδή, τα μικτά κέρδη προς τις πωλήσεις ή τα καθαρά κέρδη προς τα ίδια κεφάλαια εκφράζουν σχέσεις – σημεία αναφοράς που μας βοηθούν να διαπιστώσουμε εάν τα κέρδη, π.χ., είναι σημαντικά ή λίγα. Οι αριθμοδείκτες μπορούν να συγκριθούν κατά τη διάρκεια διαφόρων χρονικών περιόδων ή μπορούν να συγκριθούν σε σχέση με τις προβλέψεις που έχουν γίνει γι’ αυτούς (π.χ. ο δείκτης Μέσης Περιόδου Εξόφλησης Υποχρεώσεων, εάν είναι χειρότερος απ’ ό,τι έχει προβλεφθεί, θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία). Επίσης, ο κλάδος στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση αποτελεί σημείο αναφοράς, έτσι ώστε να προσδιοριστεί η σχετική θέση της επιχείρησης. Δηλαδή, ποια είναι τα πλεονεκτήματα (strengths), ποια τα μειονεκτήματα (weaknesses), ποιες οι ευκαιρίες (opportunities) και ποιες οι απειλές (threats).
Θα μπορούσαν ακόμη να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο προϋπολογισμού των αποτελεσμάτων μιας εταιρείας.
Η διαμόρφωση των κονδυλίων στις οικονομικές καταστάσεις δεν είναι απόρροια τυχαίων γεγονότων. Διαμορφώνονται από τις αποφάσεις της διοίκησης της επιχείρησης, αλλά και από παράγοντες τόσο του κλάδου που δραστηριοποιείται όσο και από την κατάσταση του συνόλου της οικονομίας. Ο Foster προσδιόρισε, σε μια μελέτη που έγινε σε 315 εταιρείες, ότι οι μεταβολές στα κέρδη μιας εταιρείας επηρεάζονται (κατά μέσο όρο) κατά 36% από παράγοντες του ίδιου του κλάδου όπου δραστηριοποιείται η εταιρεία και κατά 17% από παράγοντες που αφορούν το σύνολο της οικονομίας.
Επιπλέον, οι δείκτες χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη του κινδύνου της μετοχής μιας εταιρείας και συνεπώς των Ιδίων Κεφαλαίων της (Equity Risk). Το μέτρο του κινδύνου της μετοχής μιας εταιρείας καλείται «beta». Ο συντελεστής «beta» δείχνει τη μεταβλητότητα των αποδόσεων της μετοχής μιας εταιρείας σε σχέση με τις αποδόσεις της αγοράς (συστημικός κίνδυνος). Πρακτικά, όταν ένας επενδυτής δέχεται να αναλάβει μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ αυτόν που θα είχε εάν επένδυε σε ομόλογα Αμερικανικού Δημοσίου (μηδενικός κίνδυνος), τότε γι’ αυτόν τον επιπλέον κίνδυνο θα ζητούσε μεγαλύτερη απόδοση της επένδυσής του. Κατά συνέπεια, όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος (beta) τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η αναμενόμενη απόδοση. Από μελέτες που έχουν διεξαχθεί διαπιστώθηκε ότι υπάρχει θετική σχέση μεταξύ του «beta» και του δείκτη μόχλευσης. Ο Hamada (1969) πρώτος διαπίστωσε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του «beta» και του δείκτη μόχλευσης μιας εταιρείας. Παρατήρησε ότι ο «beta» για τις εταιρείες που έχουν υψηλό δείκτη μόχλευσης ήταν 30% υψηλότερος σε σχέση με τις εταιρείες που είχαν μικρότερη μόχλευση. Ο Beaver (1970) υποστήριξε ότι τα λογιστικά δεδομένα σχετίζονται με τον κίνδυνο (beta) και μπορούν να χρησιμοποιηθούν έτσι ώστε να εκτιμήσουν τον κίνδυνο (beta) για τις μη εισηγμένες στο Χ.Α. εταιρείες. Επιπλέον, ο Beaver χρησιμοποίησε πέντε δείκτες προσπαθώντας να προβλέψει την εταιρική πτώχευση. Το συμπέρασμα της έρευνάς του ήταν ότι οι δείκτες των πτωχευμένων εταιρειών διαφέρουν σημαντικά από τους αντίστοιχους δείκτες των μη πτωχευμένων εταιρειών.
Περιορισμοί της ανάλυσης δεικτών
Η βασική υπόθεση της ανάλυσης δεικτών είναι αυτή της αναλογικότητας (proportionality). Πράγματι, δεν αρκεί να επιλέξουμε δύο οποιαδήποτε μεγέθη των οικονομικών καταστάσεων (Περιουσιακά στοιχεία, Υποχρεώσεις, Καθαρή Θέση, Έσοδα, Έξοδα) αλλά θα πρέπει να υπάρχει και μια λογική συσχέτιση των δύο αυτών μεγεθών.
Για παράδειγμα, τι νόημα θα είχε η πληροφορία που θα αποκομίζαμε εάν συσχετίζαμε τις αποσβέσεις με τους προμηθευτές; Θα ήταν μια πληροφορία χωρίς οικονομική αξία.
Οι δείκτες υπολογίζονται με βάση τις λογιστικές καταστάσεις, οι οποίες υπόκεινται σε διάφορους περιορισμούς, όπως διαφορετικές μεθόδους αποτίμησης, ή ακόμη και στη λεγόμενη «δημιουργική λογιστική». Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι εάν οι οικονομικές καταστάσεις συνοδεύονται από έκθεση ελέγχου ορκωτού λογιστή ελεγκτή η οποία περιλαμβάνει παρατηρήσεις, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αναμόρφωση των αποτελεσμάτων και της καθαρής θέσης.
Σημαντικό επίσης είναι να υπολογίζονται οι δείκτες σε κανονικές χρονικές περιόδους (π.χ. έτος ή εξάμηνο) όσον αφορά τη συγκρισιμότητα τους, καθώς θα πρέπει να δίνεται προσοχή και στους παράγοντες εποχικότητας που επηρεάζουν τις οικονομικές καταστάσεις μιας εταιρείας.
Η στατικότητα των κονδυλίων των οικονομικών καταστάσεων, π.χ. 31/12 ή 30/06, αποτελεί μια «φωτογραφία» της θέσης μιας επιχείρησης.
Τα αφανή αποθεματικά από την υπερτίμηση ή υποτίμηση των πάγιων ή λοιπών στοιχείων του ενεργητικού.
Μεταβολές στο γενικό επίπεδο τιμών επηρεάζουν τις οικονομικές καταστάσεις και κατά συνέπεια την εγκυρότητα των αριθμοδεικτών. Κατά συνέπεια οι οικονομικές καταστάσεις θα πρέπει να τροποποιούνται έτσι ώστε η χρήση τους να έχει μεγαλύτερη αξία για τους ενδιαφερόμενους χρήστες.
Ένα ακόμη πρόβλημα που γεννάται, είναι αυτό με τους αρνητικούς παρονομαστές. Για παράδειγμα, εάν τα Ίδια Κεφάλαια είναι αρνητικά, τότε ο δείκτης Κέρδη/Ίδια Κεφάλαια δεν έχει νόημα, επιπλέον, κάποιοι δείκτες κατά τον υπολογισμό τους δίνουν ακραίες τιμές.
Το πιο σύνηθες σε αυτήν την περίπτωση είναι να μην λαμβάνεται υπόψη αυτή η ακραία τιμή. Ένα δεύτερο βήμα είναι να εξετάσουμε τις λογιστικές μεθόδους που ακολουθεί η εταιρεία και την οικονομική ή δομική αλλαγή (π.χ. εξαγορά ή συγχώνευση) που πιθανώς επηρεάζει τον δείκτη.
Οι στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση με δείκτες υπόκεινται σε περιορισμούς, π.χ. κανονικότητα (normality).
Ωστόσο κάποιοι δείκτες, όπως ο δείκτης Γενικής και Άμεσης Ρευστότητας, έχουν κατώτερο όριο το μηδέν.
Οι δείκτες, αν και ο υπολογισμός τους είναι εύκολος, παρουσιάζουν δυσκολίες στην ερμηνεία τους, γιατί παρέχουν μόνο ενδείξεις και δεν δίνουν απαντήσεις ούτε λύσεις.
Η έκθεση του Δ.Σ. θα πρέπει να καλύπτει πληροφοριακά όλες εκείνες τις ομάδες που ενδιαφέρονται για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, όπως μέτοχοι, οικονομικοί αναλυτές, τράπεζες, ορκωτοί ελεγκτές. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει η έκθεση του Δ.Σ. να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής έξι βασικές ομάδες αριθμοδεικτών:
1. Δείκτες ρευστότητας (Liquidity ratios).
Οι δείκτες αυτοί μετρούν την ικανότητα της επιχείρησης να εξοφλεί τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της.
2. Δείκτες μόχλευσης (Leverage ratios).
Οι δείκτες αυτοί μετρούν το πόσο και με ποιο κόστος η επιχείρηση χρησιμοποιεί ξένα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές της.
3. Δείκτες δραστηριότητας (Activity ratios).
Οι δείκτες αυτοί μετρούν κατά ποσό χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά οι πόροι της επιχείρησης.
4. Δείκτες αποδοτικότητας (Profitability ratios).
Οι δείκτες αυτοί μετρούν την ικανότητα της επιχείρησης να δημιουργεί ταμειακές ροές και να ελέγχει τις δαπάνες της.
5. Δείκτες μεγέθυνσης (Growth ratios).
Οι δείκτες αυτοί μετρούν τη δυναμική της επιχείρησης σε σχέση με τον κλάδο που δραστηριοποιείται.
6. Δείκτες αποτίμησης (Valuation ratios).
Οι δείκτες αυτοί μετρούν την αξία της επιχείρησης και αντανακλούν την επίδραση των δεικτών μέτρησης κινδύνου και απόδοσης.
Τυποποίηση αριθμοδεικτών
Έχει παρατηρηθεί στην πράξη ότι οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν επιλεκτικά δείκτες τόσο για τις ατομικές όσο και για τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι δίνεται έμφαση από τη διοίκηση στα «δυνατά» σημεία της επιχείρησης, από τη μια μεριά, και παραβλέπονται τα «αδύνατα» σημεία, από την άλλη.
Συνεπώς χρειάζεται η εφαρμογή ομάδων συγκεκριμένων αριθμοδεικτών και όχι επιλεκτική εφαρμογή, η οποία θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για την έκθεση του Δ.Σ. και να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις έξι ανωτέρω ομάδες δεικτών.
Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρχει μια τυποποίηση η οποία να διευκολύνει την κατάρτιση αυτών των δεικτών. Επιπλέον θα πρέπει να υπάρχει η ίδια ανάλυση και για την προηγούμενη περίοδο και στο βαθμό που αφορά κάθε επιχείρηση. Για παράδειγμα, εάν μια επιχείρηση δεν έχει αποθέματα, δεν θα συμπληρώσει τους αντίστοιχους δείκτες. Με την τυποποίηση των δεικτών θα γίνεται πιο ευχερής η σύγκριση της θέσης της εταιρείας σε σχέση με τον κλάδο που δραστηριοποιείται.
Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει ένα τυποποιημένο σύστημα αριθμοδεικτών το οποίο να απεικονίζει όλες τις πλευρές τις επιχειρηματικής δράσης, εξασφαλίζοντας ενιαίες πηγές πληροφοριών για την επιχείρηση σε σχέση με τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιείται. Το γεγονός ότι θα πρέπει να καταρτίζονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το τυποποιημένο σύστημα αριθμοδεικτών, θα έχει ως αποτέλεσμα την αρτιότερη πληροφόρηση των μετόχων, των τραπεζών, των εργαζομένων και οποιωνδήποτε άλλων ενδιαφερομένων.