Νίκος Βέττας
«Η οικονομία μας θα αναπτυχθεί μόνο αν μετασχηματισθεί αποφασιστικά»
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, αναφέρεται στα κύρια κλειδιά για τον μετασχηματισμό της εθνικής οικονομίας, περιγράφει τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις, τους κλάδους στους οποίους θα κινηθεί η ανάπτυξη και αναφέρει τις προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους
συνέντευξη στον γιώργο παπαευθυμίου
Κύριε Βέττα, δουλέψατε πολύ πάνω στο σχέδιο για την ανάπτυξη. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το «κλειδί» για την αναζωογόνηση της οικονομίας;
Η ελληνική οικονομία δεν διέρχεται μια απλή κρίση ρευστότητας ή μια κυκλική κρίση, που θα λήξει δήθεν νομοτελειακά για να έρθει η ανάπτυξη, όπως ίσως ελπίζεται. Εντός της πειθαρχίας που επιβάλλει η συμμετοχή στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά και για να εκμεταλλευτεί την ασφάλεια και τα άλλα πλεονεκτήματα που αυτή η συμμετοχή προσφέρει μεσοπρόθεσμα, η οικονομία μας θα αναπτυχθεί μόνο αν μετασχηματισθεί αποφασιστικά. Τα κύρια χαρακτηριστικά του απαιτούμενου μετασχηματισμού είναι τρία. Πρώτον, η στροφή πόρων προς την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Δεύτερον, η αλλαγή του ρόλου του δημοσίου τομέα: το κράτος πρέπει να έχει επιτελικό ρόλο και να απέχει από την επιχειρηματική δραστηριότητα ή από την επέμβαση σε αυτήν, εκτός αν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Τρίτον, η προώθηση της οικονομίας της γνώσης: εκπαίδευση, έρευνα και καινοτομία. Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης δεν είναι δυνατόν να γίνει με επιστροφή στο οικονομικό πρότυπο που ίσχυε πριν την κρίση. Κατά τη δική μου γνώμη αυτό δεν είναι απλώς ανεπιθύμητο αλλά και ανέφικτο. Ο βιώσιμος δρόμος για την ανάπτυξη υποχρεωτικά διέρχεται από την ουσιαστική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας.
Το οικονομικό «μοντέλο» της υπερχρέωσης και της κατανάλωσης τελείωσε οριστικά με την κρίση. Πιστεύετε ότι έχει συντελεστεί η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο;
Είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία εξέρχεται από μια παρατεταμένη περίοδο ιδιαίτερα βαθιάς ύφεσης έχοντας διορθώσει πολλές από τις ανισορροπίες που τη χαρακτήριζαν στο παρελθόν, όπως καταδεικνύεται από τις θετικές εξελίξεις στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι πρόσφατες επιμέρους εξελίξεις είναι σημαντικές, καθώς δημιουργείται σταθεροποίηση και οι συνθήκες για μια θετική δυναμική. Η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, ασφαλώς όμως, δεν έχει ολοκληρωθεί. Προϋποθέτει εμβάθυνση των δομικών μεταρρυθμίσεων, ενώ σε πολλούς τομείς υπάρχει έλλειψη της απαραίτητης τόλμης όσο και έλλειψη των απαραίτητων ευρύτερων συναινέσεων. Συνολικά το νέο παραγωγικό υπόδειγμα σημαίνει ότι η παραγωγή θα εκφράζεται από επιχειρηματικότητα που θα είναι εξωστρεφής και ανταγωνιστική και δεν θα στηρίζεται σε κρατικό προστατευτισμό ή τεχνητή εσωτερική ζήτηση. Κατευθυνόμαστε προς τα εκεί, αλλά σίγουρα απέχουμε.
Σας ανησυχεί η στασιμότητα των επενδύσεων και των εξαγωγών;
Πράγματι, θα ξέρουμε ότι βρισκόμαστε σε πολύ καλύτερο σημείο μόνο όταν πλέον παρατηρήσουμε σαφή αύξηση των επενδύσεων, ιδίως των μακροπρόθεσμων παραγωγικών επενδύσεων, και των εξαγωγών. Η σχετική αδυναμία τους δείχνει το βάθος των προβλημάτων της οικονομίας. Δεν επαρκεί η σημαντική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις είναι δομικού χαρακτήρα και απαιτούν επιμονή.
Ποιοι τομείς μπορούν να «σύρουν το κάρο» της οικονομίας τα επόμενα χρόνια;
Η διεθνής οικονομική εμπειρία αλλά και η κοινή λογική δείχνει ότι οι χώρες που μεσοπρόθεσμα επιτυγχάνουν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι όσες έχουν ισχυρούς, σταθερούς και διαφανείς θεσμούς και προσφέρουν συνθήκες που ευνοούν την καινοτόμα επιχειρηματικότητα. Όσο και αν μεσοπρόθεσμα η αναπτυξιακή στόχευση πρέπει να είναι προς κλάδους έντασης γνώσης και καινοτομίας, υπάρχουν διάφοροι κλάδοι της οικονομίας που θα εκφράσουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Αυτοί αφορούν κυρίως τον τουρισμό, τον πρωτογενή τομέα με τον κλάδο τροφίμων, τη σχετική μεταποίηση και βιομηχανία, την ενέργεια και τις μεταφορές. Σε αυτούς υπάρχει ήδη συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω κλίματος, γεωγραφίας και υποδομών, καθώς και εμπειρία, διευκολύνοντας την υλοποίηση νέων επενδύσεων σύντομα. Οι έρευνές μας στο ΙΟΒΕ καλύπτουν πολλούς δυναμικούς κλάδους, αναδεικνύουν τη σημασία τους και προτείνουν λύσεις για τα εμπόδια που υπάρχουν για την ανάπτυξή τους.
Κάποιες μελέτες αφήνουν απέξω την οικοδομή και τα σχετιζόμενα επαγγέλματα. Υπάρχει πρόβλεψη στη δουλειά που έχετε κάνει γι’ αυτόν τον τομέα;
Λόγω και των διασυνδέσεων που έχουν με άλλους τομείς, αλλά και απλώς λόγω μεγέθους, σε κάθε οικονομία η οικοδομή και οι κατασκευές δεν μπορεί παρά να αποτελούν ένα κύριο συστατικό της ανάπτυξης. Οι κλάδοι πρέπει να συμβάλουν σημαντικά, καθώς η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει σε θετική ανάπτυξη, ιδίως μετά από μια περίοδο όπου η νέα παραγωγή είχε ουσιαστικά εκμηδενιστεί. Όμως, η κατεύθυνση πόρων σε αυτούς τους κλάδους δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από τις παθογένειες και υπερβολές του πρόσφατου παρελθόντος. Σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι θέμα θεσμικού πλαισίου, σχετικά με την ύπαρξη καθαρών κανόνων φορολογίας και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Πιστεύετε ότι έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα θέσουν τη βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη;
Όχι, οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν ολοκληρωθεί. Είτε διότι μηχανισμοί και νοοτροπίες που χτίστηκαν επί δεκαετίες δεν μπορούν να αλλάξουν εύκολα είτε γιατί συλλογικά λείπει η συνειδητοποίηση ότι αν η ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλάξει αυτό μπορεί να είναι προς το σημαντικό συμφέρον όλων, σίγουρα των πολλών. Προσπάθειες γίνονται πολλές και είναι ιδιαίτερα κρίσιμες και σημαντικές, αλλά δυστυχώς ακόμη η συνολική δυναμική είναι ασθενής. Από μια άποψη φαίνεται παράδοξο, αλλά μοιάζει σαν σημαντικά τμήματα της κοινωνίας να αποδέχονται να φτωχύνουν αλλά δεν στηρίζουν αποφασιστικά τις θετικές αλλαγές. Ή σαν να πιστεύουμε ακόμη ότι μπορεί δήθεν να επιστρέψουμε στο παρελθόν, με υψηλή κατανάλωση χωρίς ανταγωνιστική παραγωγή, με δανεικά και προστατευτισμό. Θα είναι απογοητευτικό, όσο και επικίνδυνο, να αποφύγουμε μεν μια καταστροφική άτακτη χρεοκοπία αλλά να εισέλθουμε σε μακρά περίοδο στασιμότητας γιατί δεν μας ενδιαφέρει αρκετά να διορθώσουμε αποφασιστικά τα λάθη: να μειώσουμε την υψηλή φοροδιαφυγή, τη γραφειοκρατία που οδηγεί σε αδιαφάνεια και διαφθορά, τις απαράδεκτες σπατάλες στην υγεία και τις κρατικές προμήθειες, τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης ή την αναποτελεσματικότητα στο σύστημα εκπαίδευσης.
Εκτιμάτε ότι είναι αναγκαία μια νέα λύση για το ελληνικό χρέος, η οποία θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του;
Σήμερα οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους δεν αποτελούν το κύριο πρόβλημα της οικονομίας μας, ακόμη και σε σύγκριση με άλλες οικονομίες. Μεσοπρόθεσμα όμως το βάρος του χρέους στην οικονομία οφείλει να μειωθεί και η πορεία πρέπει να δρομολογηθεί το συντομότερο. Όλες οι σχετικές κινήσεις πρέπει να γίνουν προσεκτικά, και στο πλαίσιο μιας πορείας ανάπτυξης και μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής συμφωνίας. Μια τέτοια συμφωνία είναι σε κάθε περίπτωση απαραίτητη, ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να μην βιώσουν μια παρατεταμένη περίοδο πολύ χαμηλής ανάπτυξης. Από κάθε άποψη, ο προσφορότερος δρόμος ουσιαστικής μείωσης του χρέους είναι να υπάρξει από ευρωπαϊκούς πόρους ισχυρή υποστήριξη προς τα κράτη της περιφέρειας, υπό τη δέσμευση της συστηματικής προώθησης των δομικών μεταρρυθμίσεων και άλλων αναπτυξιακών μέτρων από αυτά. Το κλειδί είναι οι αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και τα κίνητρα που τις εμπεριέχουν.
Μπορεί μια χώρα όπως η Ελλάδα να πετύχει και να διατηρήσει επί χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4,5% του ΑΕΠ, όπως προβλέπει το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής; Πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να αναθεωρηθούν αυτοί οι στόχοι και πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν, πράγματι, να επιτευχθούν, ακόμη και σε υψηλά επίπεδα, αλλά μόνο αν επιτευχθεί και διατηρηθεί ταυτόχρονα μια πορεία ανάπτυξης. Ουσιαστικά, ενώ δεν πρέπει να αμφισβητηθεί η δημοσιονομική σταθερότητα, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρωζώνη, αυτή η σταθερότητα δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά συστατικό για την υγιή ανάπτυξη. Υπάρχει σημαντικό περιθώριο για προώθηση ευρωπαϊκών πολιτικών που θα δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας νωρίτερα. Ταυτόχρονα, εκτός από το ύψος του προγραμματιζόμενου πλεονάσματος, πολύ μεγάλη σημασία έχει και το μείγμα των δημοσίων δαπανών και των φόρων που επιλέγονται.