Η πληροφοριοδότηση για πολύ καιρό θεωρούνταν πρακτική ανήθικη, και μάλιστα ως πλημμέλημα στη Γαλλία. Η γαλλική κοινωνία πάντοτε εκτιμούσε ότι οι πολίτες δεν πρέπει να συμμετέχουν αυτόκλητα στο έργο της δικαιοσύνης και να καταδίδουν αυθορμήτως παραπτώματα, εκτός από κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και της γερμανικής κατοχής σημάδεψε βαθιά τις αντιλήψεις σχετικά με την κατάδοση και οδήγησε στην οριστική απόρριψη της πρακτικής αυτής.
Η πληροφοριοδότηση σε οικονομικές υποθέσεις
jack bertrandon
ορκωτός ελεγκτής λογιστής, συνεργάτης της εταιρείας strategy finance development
άρθρο από το τεύχος 470 του μηνιαίου περιοδικού revue française de comptabilité του γαλλικού ινστιτούτου οελ
μετάφραση: σπύρος αλαμάνος, γραφείο διεθνών σχέσεων σ.ο.ε.λ.
Το ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού έχει οδηγήσει σε μια στροφή 180 μοιρών σε αυτόν τον τομέα, υπό την επήρεια διαφόρων παραγόντων.
Η διεθνής πρακτική παραθέτει περιπτώσεις όπου πληροφοριοδότες ενθαρρύνονται, προστατεύονται, ακόμα και αμείβονται από τις αρχές. Χωρίς να εξαντλούμε τα πιθανά παραδείγματα, μπορούμε να αναφερθούμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες φθάνουν στο σημείο να δίνουν αμοιβή που φτάνει μέχρι το 10% του ποσού της υποθέσεως στην οποία υπάρχει παράνομη πράξη σε αυτόν που την αναφέρει στις αρχές. Πιο κοντά σε εμάς τους εν Ευρώπη, η αγορά καταλόγων φοροφυγάδων οι οποίοι έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς σε γειτονικές χώρες υπήρξε αντικείμενο χρηματικής ανταμοιβής. Οι διαδικασίες αυτές αποδείχθηκαν αποτελεσματικές όσον αφορά τα ανακτηθέντα ποσά.
Ένας άλλος λόγος για την αποδοχή της κατάδοσης από τις αρχές έχει να κάνει με την παρατήρηση ότι είναι σχεδόν αδύνατο να διώξει και να αποδείξει κανείς την τέλεση μερικών παρανομιών χωρίς τη βοήθεια πληροφοριοδοτών που θα υποδείκνυαν το πώς ακριβώς έγιναν, πληροφοριοδοτών που πολύ συχνά εμπλέκονται άμεσα στο υπό διερεύνηση αδίκημα. Υπάρχουν επίσης αδικήματα οικονομικής φύσεως τα οποία είναι εξαιρετικά περίπλοκα και τα οποία διαπράττονται μέσω πολλών διαφορετικών χωρών, μειώνοντας δραστικά την αποτελεσματικότητα των διώξεων.
Ο τρίτος λόγος γι’ αυτήν τη θεαματική αλλαγή είναι η πίεση που ασκείται από την κοινωνία των πολιτών, η οποία επιδεικνύει ολοένα και λιγότερη ανοχή σε σχέση προς τα αδικήματα οικονομικής φύσεως και τείνει να ενθαρρύνει την κατάδοση, η οποία ενδέχεται να γίνει εν τοις πράγμασι ηθική συμπεριφορά στα μάτια της κοινωνίας.
Μία έμμεση μορφή κατάδοσης συχνά λαμβάνει χώρα σε περιπτώσεις που, κατά τη διάρκεια άσκησης μηνύσεως και ενώ φαινομενικά στοχεύουν στην επανόρθωση ζημιών, αποκαλύπτουν έκνομες πράξεις. Έτσι, οι διώξεις που αφορούν την κατάχρηση δημοσίων αγαθών απορρέουν από μηνύσεις αυτών που θεωρούνται αδικημένοι.
Μία άλλη περίπτωση εφαρμογής της πρακτικής της κατάδοσης που εκφεύγει του πλαισίου αυτού του άρθρου είναι η κατάδοση σχετικά με δραστηριότητες της μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος, όπου η κατάδοση με την προστασία μαρτύρων έχει εφαρμοσθεί με κάποια επιτυχία.
Τέλος, συμβαίνει οι αρχές να αμείβουν κάποιους μάρτυρες σε ποινικές υποθέσεις (ναρκωτικά, οργανωμένο έγκλημα), κάτι το οποίο δεν είναι άνευ προβλημάτων.
Η πληροφοριοδότηση στο δίκαιο του ανταγωνισμού
Μία από τις πιο θεαματικές εφαρμογές αυτής της πρακτικής βρίσκεται στον χώρο των συνεννοήσεων και των καρτέλ, όπου παρανομούσες επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν της επιείκειας των αρχών σε περίπτωση που καταγγείλουν την παρανομία στην οποία εμπλέκονται. Αυτό το οποίο μπορεί να εκπλήσσει και μάλιστα να σοκάρει είναι ότι η επιχείρηση η οποία καταγγέλλει την παρανομία είναι η πρωταίτια στη σύσταση του καρτέλ. Ως αντάλλαγμα για την καταγγελία, η επιχείρηση θα χαίρει άρσης ή μείωσης της ποινής την οποία θα υφίστατο. Για να τελειοποιήσει την τεχνική αυτή και να αυξήσει την αποτελεσματικότητά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αναστέλλει τις έννομες διαδικασίες εναντίον των δεύτερων και τρίτων συμμετεχόντων οι οποίοι δέχονται να συνεργαστούν με την εισαγγελία.
Τίθεται το ερώτημα τι μπορεί να ωθήσει μια επιχείρηση μέλος ενός καρτέλ στο να καταγγείλει τις ίδιες της τις παρανομίες. Μπορούμε να απορρίψουμε τους λόγους ηθικής, εκτός από κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις. Πολλοί λόγοι μπορούν να συνυπάρχουν:
➜ Στα καρτέλ που απαρτίζονται από πολλά μέλη, ο φόβος τού να αποκαλυφθεί κανείς, ιδιαίτερα στο πλαίσιο μίας έρευνας, είναι ένας πρώτος λόγος. Επίσης ο φόβος τού ότι ένα άλλος εταίρος στο καρτέλ επωφελείται από αυτό ώστε να ξεπεράσει τους άλλους μπορεί να οδηγήσει σε καταγγελία ακόμα και περιπτώσεις όπου εταιρείες έχουν συνεργαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
➜ Η ανάδειξη νέων ηγετικών στελεχών σε μια εταιρεία μπορεί να οδηγήσει τους τελευταίους στο να μη θέλουν να ακολουθήσουν μια επικίνδυνη πρακτική. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξαγοράς μιας επιχείρησης.
➜ Τέλος, μια εταιρεία μπορεί να θεωρήσει ότι την συμφέρει περισσότερο να φύγει από ένα καρτέλ από το να παραμείνει. Όπως σε κάποια συγκεκριμένα αθλήματα, το γεγονός ότι κάποιος βγαίνει πρώτος, δεύτερος ή τρίτος μπορεί να του αποφέρει πολλά εκατομμύρια ευρώ.
Η διαδικασία
Αυτή είναι γνωστή και ως διαδικασία χάριτος, η οποία συνίσταται στο να αναστέλλονται όλα ή μέρος των προστίμων που αναλογούν σε μία εταιρεία εάν αυτή καταγγείλει την ύπαρξη ενός καρτέλ στις αρχές ανταγωνισμού στις Βρυξέλλες. Η διαδικασία έχει τελειοποιηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και βασίζεται στην καταγγελία που μπορεί να γίνει είτε μέσω τηλεφώνου είτε μέσω φαξ σε ειδικές τηλεφωνικές γραμμές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαιτεί από την μετανοούσα εταιρεία να φέρει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα της επιτρέψουν να ασκήσει με επιτυχία διώξεις ενάντια στο καρτέλ, όπως επίσης και την απόκρυψη της καταγγελίας της από τα άλλα μέλη του καρτέλ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαιτεί από την εταιρεία, πέρα από την καταγγελία, να παραδώσει όλα αυτά τα στοιχεία που θα επιτρέψουν εν συνεχεία στους επιθεωρητές να κλείσουν τον φάκελό της υπόθεσης. Η αναζήτηση στοιχείων σχετικά με τα πεπραγμένα των ηγετικών στελεχών των καρτέλ μπορεί να πάρει πολλούς μήνες και μάλιστα πολλά χρόνια και μπορεί να χρειαστεί ενδελεχείς έρευνες στοιχείων, ιδιαίτερα από τον τομέα της πληροφορικής, όπου οι εταιρείες είναι πολύ συχνά φλύαρες.
Συμπεράσματα
Η διαδικασία αυτή της δικαστικής επιείκειας και της προστασίας του πληροφοριοδότη αποδείχθηκε τρομερά αποτελεσματική, δεδομένου ότι τα πρόστιμα έχουν φθάσει το ύψος των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ σε διάστημα τεσσάρων ετών.
Εάν η διαδικασία της επιείκειας η οποία περιγράφηκε παραπάνω προστατεύει αυτόν που καταγγέλλει, σοβαρότερες συνέπειες προκύπτουν όταν τα καρτέλ επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων η νομοθεσία προβλέπει ποινές κάθειρξης. Μία επιχείρηση δεν μπορεί να αρνηθεί γεγονότα τα οποία η ίδια έχει καταγγείλει σε άλλη ήπειρο.
Η μελέτη των πληροφοριοδοτών δείχνει ότι λίγες γαλλικές επιχειρήσεις έχουν πάρει αποφάσεις τέτοιου είδους (όπως και οι ιταλικές επιχειρήσεις), αντίθετα από τις γερμανικές εταιρείες, Εδώ θα πρέπει να βλέπουμε μια ενθύμηση του σκοτεινού παρελθόντος της πατρίδας μας. º