Brian McEnery (FCCA)
Πρόεδρος ACCA
Επιμέλεια μετάφρασης: Μαρία Τυροβολά, Γραφείο Διεθνών Σχέσεων ΣΟΕΛ
Έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε στις σελίδες του Accountancy Greece ένα χρήσιμο, κατά τη γνώμη μου, άρθρο, που έχει επιμεληθεί ο Brian McEnery, πρόεδρος της ACCA, που αφορά το ιρλανδικό μοντέλο ρύθμισης των «κόκκινων» δανείων.
Σύμφωνα με το παραπάνω μοντέλο, η ιρλανδική κυβέρνηση δημιούργησε μία τράπεζα (Εθνική Υπηρεσία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων – National Asset Management Agency, NAMA) που θα αγόραζε τα δάνεια που δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν από τους δανειολήπτες, προκειμένου να ρευστοποιηθούν δάνεια ιδιοκτησίας σε μετρητά.
Κρίνοντας αναγκαία την ανάπτυξη και τη σταθεροποίηση της οικονομίας και λαμβάνοντας υπόψη την ολοκλήρωση της παραπάνω διαδικασίας από τις ιρλανδικές τράπεζες μέχρι το τέλος του 2017, πιστεύω ότι μία αντίστοιχη κινητοποίηση του ελληνικού κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και η εφαρμογή του ιρλανδικού μοντέλου διαχείρισης δανείων, προσαρμοσμένου στην ελληνική πραγματικότητα, θα δώσουν μια λύση στο πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική οικονομία τα τελευταία δέκα χρόνια.
Χαρίλαος Π. Αλαμάνος,
Πρόεδρος του Σ.Ο.Ε.Λ., Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής
Η έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ήταν εξαιρετική στιγμή για να είναι κάποιος οικονομικός σύμβουλος στην Ιρλανδία. Πελάτες με σημαντικές καταθέσεις πανικοβάλλονταν για το εάν ήταν ασφαλές να αφήσουν τα χρήματά τους σε μια συγκεκριμένη τράπεζα και πολλοί από αυτούς άλλαζαν την τοποθέτηση των καταθέσεών τους σε εβδομαδιαία αν όχι σε καθημερινή βάση, ανάλογα με τις τελευταίες φήμες, και υπήρχαν πράγματι πολλές φήμες.
Το χρήμα άρχισε να ρέει έξω από τη χώρα σε ξένες τράπεζες και οι ανησυχίες εντείνονταν ότι θα υπάρξουν μαζικές αναλήψεις από ορισμένες ημεδαπές τράπεζες, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει ακραίο πανικό. Η κυβέρνηση δεν ήθελε να εφαρμόσει ελέγχους κεφαλαίων (capital controls), έχοντας επίγνωση των αρνητικών επιπτώσεων που θα είχαν για το εμπόριο και τη διευκόλυνση του επιχειρείν στην Ιρλανδία. Η εμπιστοσύνη του κοινού στην τράπεζα Anglo Irish Bank, μια από τις αγαπημένες μεταξύ των κτηματικών επιχειρήσεων, χανόταν γρήγορα, παρά τις διαβεβαιώσεις από τη διοίκησή της προς την αγορά για την κερδοφορία και τη φερεγγυότητά της.
Κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου μακράς τραπεζικής αργίας, στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2008 (15 ημέρες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers), κατέστη σαφές ότι θα υπάρξουν μαζικές αναλήψεις από την τράπεζα αυτή όταν θα ξανάνοιγε. Η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι θα ήταν απαραίτητο να εγγυηθεί για τις καταθέσεις σε αυτήν την τράπεζα, ώστε να μην υπάρξει κρίση. Αλλά υπήρχε η ανησυχία μήπως, χορηγώντας κρατική εγγύηση για την εν λόγω τράπεζα, οι κάτοχοι των καταθέσεων σε άλλες τράπεζες θα μπορούσαν απλά να μετακινήσουν τις καταθέσεις τους εκεί, μεταφέροντας έτσι την κρίση σε άλλες τράπεζες. Η κυβέρνηση έκανε μια πολύ τολμηρή κίνηση για να εγγυηθεί τις καταθέσεις όλων των ιρλανδικών κρατικών τραπεζών, η οποία στην ουσία ισοδυναμεί με κρατική εγγύηση άνω των €440 δισ.
Ειλικρινά, αυτή η εγγύηση ήταν πέρα από το πεδίο εφαρμογής κρατικής εγγύησης και σχολιάστηκε ως μπλόφα. Ενώ, εκ των υστέρων, αυτό είναι εν μέρει αλήθεια, η κρατική εγγύηση ήταν αρκετή για να ηρεμήσει τους φόβους και κεφάλαια από άλλους ευρωπαίους καταθέτες εισέρρευσαν στις ιρλανδικές τράπεζες, επιτρέποντας περισσότερο χρόνο για να δομηθεί ένα πιο ολοκληρωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης των τραπεζών. Η πρώτη φάση του σχεδίου για να κρατηθεί ανέπαφο το τραπεζικό σύστημα ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
Η κυβέρνηση ασχολήθηκε με τη λεπτομερή επισκόπηση της ποιοτικής πορείας των ιρλανδικών τραπεζών. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι το σύνολο σχεδόν των διευθυνόντων συμβούλων των τραπεζών υποστήριξαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν ζήτημα φερεγγυότητας, αλλά ρευστότητας. Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τραπεζών υποστήριξαν ότι απαιτείται μόνο βραχυπρόθεσμη βοήθεια ως προς τη ρευστότητα και δεν χρειάζονται νέα κεφάλαια, καθώς οι τράπεζες ήταν κερδοφόρες. Μετά τον έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων της πλειονότητας των τραπεζών, η ιρλανδική αγορά θεωρήθηκε ότι είχε σημαντικές ελλείψεις κεφαλαίων. Έγινε φανερό ότι οι τράπεζες έκαναν πολύ επιφανειακή αναδιάρθρωση δανείων, προκειμένου να ισχυριστούν ότι τα δάνεια εξακολουθούν να εξυπηρετούνται, έτσι ώστε να παρουσιάζεται η οικονομική θέση των τραπεζών καλύτερη απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Οι τράπεζες προέβησαν σε αναδιαρθρώσεις, ως εξής:
➜ Επιτρέποντας μόνο αποπληρωμές τόκων των δανείων που προηγουμένως έπρεπε να εξυπηρετούνται τόσο ως προς τους τόκους όσο και ως προς την αποπληρωμή κεφαλαίου.
➜ Επιτρέποντας πλήρες μορατόριουμ για την αποπληρωμή του δανείου για ένα χρονικό διάστημα.
Μέσα από αυτές τις μεγάλες παραχωρήσεις, οι τράπεζες ισχυρίστηκαν ότι τα δάνεια που αναδιαρθρώθηκαν ήταν εντός των όρων και δεν απαιτούνταν σταδιακή απομείωσή τους. Κατά συνέπεια, αν όλο και περισσότεροι δανειολήπτες δεν πραγματοποιούσαν αποπληρωμές των δανείων τους, τότε η ρευστότητα επρόκειτο να αποτελεί όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα, και αυτό ακριβώς συνέβη.
Η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπρεπε να παρέχουν ολοένα και περισσότερη Επείγουσα Παροχή Ρευστότητας (ELA). Σε κάποιο σημείο, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η ΕΚΤ είχε χορηγήσει πάνω από €130 δισ. στις ιρλανδικές τράπεζες. Αυτό δεν ήταν βιώσιμη λύση. Ήταν απαραίτητη η διεξοδική ανάλυση και αναχρηματοδότηση των ιρλανδικών τραπεζών.
Το 2009 η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι τα δάνεια που συνδέονταν με μη ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία αποτελούσαν πρόβλημα και επρόκειτο να παραμείνουν πρόβλημα για τις τράπεζες, επειδή οι οφειλέτες δεν λάμβαναν επαρκή έσοδα από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των δανειακών τους υποχρεώσεων. Η πιο κοινή μορφή μη ρευστοποιήσιμων δανείων είναι τα δάνεια που συνδέονται με την ιδιοκτησία και την ανάπτυξη ακινήτων.
Η κυβέρνηση εξέτασε διάφορες μορφές αναδιάρθρωσης των ισολογισμών των τραπεζών. Ο στόχος ήταν να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν να βγουν από τη χρηματοδότηση μέσω του μηχανισμού Επείγουσας Παροχής Ρευστότητας (ELA) και να επιτραπεί στις αγορές να έχουν επαρκή εμπιστοσύνη στις τράπεζες. Μετά από μια λεπτομερέστερη, πρόσθετη επισκόπηση, η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι οι τράπεζες δεν θα είναι σε θέση αυτοεξυπηρέτησης και, εάν τους επιτρεπόταν, θα μετατρέπονταν σε «τράπεζες – ζόμπι», που θα χρησιμοποιούσαν κάθε βελτίωση της ρευστότητας για να βελτιώσουν τη δική τους τραπεζική θέση.
Η κυβέρνηση ορθώς διαπίστωσε ότι ο περαιτέρω δανεισμός θα ήταν βλαπτικός για τη γενική υγεία της οικονομίας. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση θέσπισε νομοθεσία για τη δημιουργία μιας τράπεζας που θα αγοράσει όλα τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται από τους δανειολήπτες, με την επωνυμία Εθνική Υπηρεσία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (National Asset Management Agency, NAMA).
Αν μια τράπεζα είχε έναν οφειλέτη που δεν τηρούσε τις συμβατικές αποπληρωμές του δανείου του, τότε ολόκληρη η οφειλή του σε όλες τις ιρλανδικές τράπεζες αγοραζόταν στην αγοραία αξία από τη ΝΑΜΑ. Όταν αναλύθηκαν όλα τα δάνεια, η ονομαστική αξία των δανείων υπολογίστηκε στα €74 δισ. Κάθε περιουσιακό στοιχείο που σχετιζόταν με αυτά τα δάνεια εκτιμήθηκε, π.χ. συγκροτήματα γραφείων, οικόπεδα, κατοικίες, ελικόπτερα, σκάφη αναψυχής κ.λπ. Ειδικοί χρησιμοποιήθηκαν για την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων έναντι της αγοραίας αξίας.
Η αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν ανήλθε σε €29 δισ. περίπου. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, η ονομαστική αξία των δανείων ήταν €74 δισ. Τον Νοέμβριο του 2009, οι υποκείμενες εξασφαλίσεις ήταν περίπου €35 δισ. λιγότερο απ’ ό,τι οι τράπεζες είχαν δανείσει. Ήταν απολύτως σαφές ότι η φερεγγυότητα των τραπεζών αποτελούσε ζήτημα. Έτσι, αφού έλαβε την άδεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΝΑΜΑ εξέδωσε ομόλογα στις τράπεζες σε αντάλλαγμα για τα δάνεια που αποκτήθηκαν. Η ΝΑΜΑ είχε τη δυνατότητα να εκδώσει ομόλογα ποσού άνω των €31 δισ., δίνοντας έτσι πριμοδότηση (premium) πάνω από την τρέχουσα αγοραία αξία ύψους περίπου €2 δισ. Αυτό κρίθηκε ως κρατική ενίσχυση, σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την οποία η ΝΑΜΑ έλαβε την άδεια να καταβάλει το επιπλέον ποσό που εισπράχθηκε. Οι πέντε ιρλανδικές τράπεζες από τις οποίες η NAMA απέκτησε τα δάνεια μπορούσαν, στη συνέχεια, να εξαργυρώσουν αυτά τα ομόλογα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, λαμβάνοντας πάνω από €31 δισ. σε μετρητά. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο τα μη ρευστοποιήσιμα δάνεια ιδιοκτησίας μετατράπηκαν σε μετρητά, ολοκληρώνοντας τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης του ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος.
Φυσικά, όταν οι πέντε τράπεζες πούλησαν περιουσιακά στοιχεία, που κάποτε ήταν αξίας €74 δισ., και για τα οποία έλαβαν μόνο €31 δισ., έμειναν με μεγάλες ελλείψεις κεφαλαίων. Υπό αυτές τις περιστάσεις, οι τράπεζες δεν μπορούσαν να έχουν εκπληρώσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ και έτσι η κυβέρνηση χορήγησε πρόσθετα κεφάλαια σε αυτές τις τράπεζες.
Η Anglo Irish Bank ήταν τόσο τοξική ώστε η κυβέρνηση την εθνικοποίησε. Η Allied Irish Banks (μέχρι τώρα η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιρλανδίας) βρέθηκε κατά 99% στην ιδιοκτησία του κράτους. Η άλλη μεγάλη τράπεζα, η Bank of Ireland, εξέδωσε μετοχές στην κυβέρνηση, γεγονός που σήμαινε ότι το κράτος ήταν επίσης ο κύριος μέτοχος στην εν λόγω τράπεζα. Εφόσον η κυβέρνηση είχε επενδύσει στις πέντε τράπεζες, η τρίτη φάση της αναδιάρθρωσης του ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος ολοκληρώθηκε.
Μέχρι τώρα, μεταξύ των ομολόγων της NAMA (που είχαν την εγγύηση του κράτους) και της άμεσης τροφοδότησης των πέντε τραπεζών με κεφάλαια, η κυβέρνηση, δηλαδή ο φορολογούμενος, είχε δαπανήσει €64 δισ. για τη διατήρηση των τραπεζών στη ζωή. Είναι αυτονόητο ότι αυτό δεν ήταν δημοφιλές. Συνυφασμένη με την ανάγκη να τεθεί υπό έλεγχο το έλλειμμα του προϋπολογισμού, ήταν η αναγκαία λήψη πακέτου μέτρων για τη μείωση του κόστους και την αύξηση των εσόδων του δημοσίου ταμείου, το οποίο περιελάβανε:
➜ Μείωση κόστους, π.χ. μειώσεις στις αμοιβές του δημοσίου τομέα.
➜ Βελτίωση της αποτελεσματικότητας, π.χ. επέκταση της εργάσιμης εβδομάδας από 37,5 σε 39 ώρες και αλλαγές στους τύπους και στους αριθμούς προσωπικού, για παράδειγμα σε πτέρυγες νοσοκομείων.
➜ Φορολογικές αυξήσεις, επιβολή νέων φόρων, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων φόρων εισοδήματος, φόρων περιουσίας και φόρων χρήσης νερού.
Η δουλειά της ΝΑΜΑ και της κυβέρνησης στη συνέχεια άλλαξε, επικεντρωνόμενη στην προσπάθεια να ανακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα €64 δισ. που είχαν άμεσα ή έμμεσα επενδυθεί από την κυβέρνηση στο ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα. Η κυβέρνηση διόρισε εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο για να επιβλέπει τη NAMA. Το Διοικητικό Συμβούλιο αμέσως προχώρησε στην πρόσληψη προσωπικού για τη διαχείριση χιλιάδων δανείων και δανειοληπτών. Η κυβέρνηση έθεσε επίσης στη ΝΑΜΑ το 2020 ως ημερομηνία-στόχο για την ολοκλήρωση της αποπληρωμής των €31 δισ.
Η κυβέρνηση διαβεβαίωσε τον ιρλανδικό λαό ότι ήλπιζε πως η ΝΑΜΑ θα πραγματοποιήσει € 1 δισ. κέρδη κατά τη διάρκεια της θητείας της. Η όλη ιδέα πίσω από τη ΝΑΜΑ ήταν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποθήκη δανεισμού, όπου θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν τα δάνεια, σε μια περίοδο 10 χρόνων, και με τον τρόπο αυτό να επιστραφούν τα €31 δισ. των ομολόγων, καθώς και το κόστος των τόκων των ομολόγων αυτών, μαζί με το λειτουργικό κόστος της ΝΑΜΑ, π.χ. τα έξοδα προσωπικού, τα νομικά έξοδα κ.λπ. Το 2010 και το 2011 αυτό έμοιαζε σαν ένα πολύ δύσκολο έργο, καθώς η ιρλανδική αγορά ακινήτων εξακολουθούσε να επιδεινώνεται και έτσι, μέχρι το τέλος του 2011, η αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων είχε πέσει κατά € 2,5 δισ. ακόμη. Παρότι η αγοραία αξία κατά την ημερομηνία της εξαγοράς το 2009 ήταν €29 δισ., η NAMA υπολόγισε ότι μέχρι το τέλος του 2011 η τιμή είχε πέσει στα €26.500.000.000. Αυτό σήμαινε, για να το θέσω απλά, ότι μέχρι το 2020 η ΝΑΜΑ έπρεπε να φέρει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων από €26,5 δισ. στα € 31 δισ. και από εκεί στην ισοσκέλιση (κερδών/ζημιών).
Η ΝΑΜΑ έπρεπε πραγματικά να αρχίσει να εργάζεται σκληρά για να βελτιώσει την αξία των περιουσιακών στοιχείων. Κάθε οφειλέτης κλήθηκε να καταρτίσει ένα επιχειρηματικό σχέδιο για να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο θα ανακτήσει το μέγιστο δυνατό από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του σε εύλογο χρονικό διάστημα. Εάν οι οφειλέτες υπέβαλλαν επιχειρηματικό σχέδιο το οποίο περιλάμβανε ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων σε μεγάλο βάθος χρόνου, π.χ. το 2019 ή το 2020, τους ζητούνταν να καταρτίσουν ένα άλλο σχέδιο, όπου να παρουσιάζουν ρευστοποιήσεις νωρίτερα παρά αργότερα. Ο λόγος ήταν ότι η ΝΑΜΑ χρειάζεται να πληρώσει ένα τοκομερίδιο επί των ομολόγων που έχουν εκδοθεί, αλλά και γιατί εάν όλα τα περιουσιακά στοιχεία έμεναν μέχρι τη λήξη της θητείας της ΝΑΜΑ, θα υπήρχε ένα τεράστιο μέρος περιουσιακών στοιχείων που θα εμφανίζονταν στην αγορά επί σειρά ετών μελλοντικά, και αυτό θα πίεζε τις προοπτικές της αγοράς ακινήτων για μια δεκαετία. Υπήρχε ένας άλλος σημαντικός λόγος που η ΝΑΜΑ έπρεπε να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία νωρίτερα παρά αργότερα, και αυτός ήταν ότι αυτό ζητήθηκε από την τρόικα (Ε.Ε., ΕΚΤ και ΔΝΤ), καθώς επίσης και το γεγονός ότι η αξιολόγηση του κρατικού χρέους της Ιρλανδίας ήταν πιθανό να βελτιωθεί όσο γρηγορότερα η ΝΑΜΑ θα θεωρούνταν επιτυχής. Αυτό βέβαια θα καθιστούσε και πάλι δυνατό το δανεισμό για την Ιρλανδία από αγορές κρατικών ομολόγων με χαμηλότερο κόστος.
Η ΝΑΜΑ αξιολόγησε κάθε επιχειρηματικό σχέδιο οφειλέτη πολύ προσεκτικά και πρόβαλε τις ταμειακές ροές από κάθε οφειλέτη σε μια γενική κατάσταση ταμειακών ροών για τον οργανισμό. Εάν κάποιοι οφειλέτες δεν ήταν συνεργάσιμοι, τότε η ΝΑΜΑ τους απομάκρυνε και διόριζε έναν αντιπρόσωπο (λήπτη και διευθυντή) προκειμένου να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία, έτσι ώστε τα δάνειά τους να αποπληρωθούν. Σε περίπτωση που οι οφειλέτες συνεργάζονταν με τη ΝΑΜΑ βάσει ενός αξιόπιστου επιχειρηματικού σχεδίου, τότε η ΝΑΜΑ τους άφηνε τον έλεγχο και τους κατέβαλλε τον κατάλληλο μισθό. Αυτοί οι μισθοί ήταν πολύ μικρότεροι απ’ ό,τι αυτοί οι δανειολήπτες είχαν συνηθίσει, αλλά η ΝΑΜΑ τους αντιμετώπισε ως έχοντες την τύχη να εξακολουθούν να παίζουν ένα ρόλο στην ρευστοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων. Πολλοί οφειλέτες δεν ήταν συνεργάσιμοι ή αρχικά προσποιήθηκαν πως είναι συνεργάσιμοι μόνο για να είναι παρεμποδιστικοί σε μεταγενέστερο στάδιο.
Επιπλέον, πολλοί οφειλέτες είχαν δώσει προσωπικές εγγυήσεις ως μέρος των όρων των δανειακών τους συμβάσεων και πολλοί από αυτούς τους οφειλέτες είχαν προσωπικά περιουσιακά στοιχεία που η NAMA τους ζήτησε να της παραχωρήσουν ή να τα πωλήσουν ώστε να μειώσουν το χρέος τους προς τη NAMA. Δικαιολογημένα, αυτό τους αναστάτωνε, αλλά η δουλειά της ΝΑΜΑ δεν ήταν να είναι δημοφιλής και συμπαθητική στους οφειλέτες. Ήταν να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερα πίσω για τον φορολογούμενο που διέσωσε τις τράπεζες και αυτούς τους δανειολήπτες. Όταν η ΝΑΜΑ, για παράδειγμα, ζήτησε να της παραδοθούν κοσμήματα, πίνακες ζωγραφικής, ελικόπτερα, επαύλεις και σκάφη αναψυχής, πολλοί οφειλέτες αρνήθηκαν και υπό αυτές τις περιστάσεις, η ΝΑΜΑ πήγε τους οφειλέτες αυτούς στο δικαστήριο, προκειμένου να λάβει δικαστικές διαταγές και να προβεί σε άμεση κατάσχεση. Η ΝΑΜΑ ανέκτησε πολλά εκατομμύρια από τους οφειλέτες, διενεργώντας αναζήτηση περιουσιακών στοιχείων και ακολουθώντας την ανάκτηση των προσωπικών περιουσιακών στοιχείων. Πολλοί οφειλέτες αμφισβήτησαν τις ενέργειες της ΝΑΜΑ στα δικαστήρια, αλλά κατά τα επτά χρόνια λειτουργίας του, ο οργανισμός υπήρξε πολύ επιτυχής ως προς τις νομικές νίκες του.
Το 2013 και στις αρχές του 2014 η ΝΑΜΑ ενίσχυσε ελαφρώς τη στρατηγική της ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων. Αντί της πώλησης ενός προς ένα των περιουσιακών στοιχείων, η ΝΑΜΑ άρχισε να συνδυάζει ή να συνενώνει περιουσιακά στοιχεία. Για παράδειγμα, αν οι οφειλέτες Α, Β και Γ είχαν συγκροτήματα γραφείων ως ακίνητα για επένδυση, αντί να τα πουλήσει ξεχωριστά σε τρεις ξεχωριστές πωλήσεις, η ΝΑΜΑ συνδύασε τα τρία συγκροτήματα γραφείων ώστε να πωληθούν συλλογικά. Η ΝΑΜΑ χαρακτήρισε αυτές τις πωλήσεις ως πωλήσεις χαρτοφυλακίου. Αυτό βοήθησε στην αύξηση της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιούσε η ΝΑΜΑ και παράλληλα στη μείωση του όγκου των πωλήσεων. Η στρατηγική αυτή είχε επίσης έννοια στις περιπτώσεις όπου διαφορετικοί οφειλέτες είχαν οικόπεδα το ένα δίπλα στο άλλο και η συλλογική αξία ήταν υψηλότερη από τις μεμονωμένες τιμές των οικοπέδων αυτών.
Ένας άλλος τρόπος ταχύτερης εξασφάλισης εσόδων σε σύγκριση με την πώληση μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων ήταν η πώληση ενός ολόκληρου χαρτοφυλακίου οφειλετών σε μία συναλλαγή. Άρα λοιπόν, αν ο οφειλέτης είχε 20 μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία σε 20 επιμέρους δάνεια, τότε ο ταχύτερος τρόπος απομόχλευσης των επενδύσεων της NAMA θα ήταν η πώληση του συνόλου της σύνδεσης του οφειλέτη σε μία συναλλαγή. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, οι οφειλέτες ήρθαν στη NAMA με χρηματοδότες οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να αγοράσουν τα δάνειά τους και, δεδομένων των περιστάσεων, εάν η τιμή προσφοράς ήταν λογική, τότε η ΝΑΜΑ εξέταζε την πώληση των δανείων αυτού του οφειλέτη. Ωστόσο, βασική και κρίσιμη απαίτηση για κάθε πώληση δανείου ήταν ότι αυτό θα πρέπει να διατίθεται ανοιχτά στην αγορά. Αυτό γίνεται προκειμένου να εξασφαλίζεται η ύπαρξη μηχανισμού ανταγωνισμού σε κάθε πώληση δανείου και συνεπώς να επιτυγχάνεται η καλύτερη τιμή για τον ιρλανδό φορολογούμενο.
Σχεδόν κάθε σύμβαση δανείου σε όλο τον κόσμο προβλέπει δικαιώματα μεταβιβάσεως, που σημαίνει ότι το δάνειο μπορεί να πωληθεί από τον δανειστή, χωρίς την ανάγκη εξασφάλισης της συγκατάθεσης των δανειοληπτών. Αυτή είναι μια σημαντική ρήτρα στις συμβάσεις δανείων, διότι υπάρχει μια έτοιμη αγορά για τις διαπραγματεύσεις δανείων, ακόμη και μη εξυπηρετούμενων. Με απλά λόγια, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αξιολογούνται προσεκτικά και εφαρμόζεται η κατάλληλα μειωμένη τιμή για την απόκτηση των εν λόγω δανείων. Στις ΗΠΑ υπήρχαν οντότητες εξαγοράς και υπολογισμού δανείων εδώ και πολλά χρόνια. Η αγορά στην Ευρώπη ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη από την άποψη των πωλήσεων δανείων, αλλά αυτό έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Εταιρείες όπως η Cerberus, η Lone Star, η Carval και πολλές άλλες εξειδικεύονται στην εξαγορά χαρτοφυλακίων χορηγήσεων και εξυπηρέτησης δανείων. Αυτές οι μεγάλες εταιρείες εξαγοράς δανείων δεν θα ενδιαφερθούν για τα χαρτοφυλάκια των € 50.000.000 ή € 60.000.000. Πραγματικό ενδιαφέρον θα δείξουν μόνο για τα χαρτοφυλάκια δανείων ύψους € 0,5 δισ. και άνω. Τέτοιες οντότητες είναι επίσης σε θέση να πληρώνουν € 2 δισ. ή περισσότερο για να αποκτήσουν ένα αξιοπρεπούς μεγέθους χαρτοφυλάκιο δανείων.
Με έναυσμα τα ανωτέρω, η ΝΑΜΑ άρχισε να συνδυάζει πολλές εκατοντάδες δάνεια σε πακέτα και στη συνέχεια τα πωλούσε. Αυτές οι μεγάλες μαζικές πωλήσεις αποτέλεσαν τον γρηγορότερο τρόπο απομόχλευσης της επένδυσης ύψους €31 δισ. που η ΝΑΜΑ είχε κάνει στην αγορά δανείων στο αποκορύφωμα της τραπεζικής κρίσης.
Έτσι, καθώς η ΝΑΜΑ πλησιάζει στο τέλος της θητείας της, η αποπληρωμή ομολόγων θα ολοκληρωθεί το 2017. Συνολικά η ΝΑΜΑ θα δημιουργήσει ένα πολύ μεγαλύτερο κέρδος από το στόχο του €1 δισ. που είχε αρχικά οριστεί από την κυβέρνηση. Είναι πιθανό ότι το κέρδος θα είναι πιο κοντά στα €3 δισ. και το έργο θα έχει ολοκληρωθεί έως και τρία χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Παρά το γεγονός ότι είναι μάλλον απίθανο η ΝΑΜΑ να λάβει πολλούς επαίνους για τη δουλειά που ανέλαβε και φέρνει εις πέρας, κατά τη γνώμη μου, θα αναδειχθεί με το χρόνο ως η κρίσιμη φάση στην επιτυχή αναδιάρθρωση του ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος.
Από τον Μάρτιο του 2017, η κυβέρνηση είναι ήδη σε θέση να πωλήσει το μεγαλύτερο μέρος της συμμετοχής της στην Bank of Ireland και ελπίζει να είναι σε θέση να πωλήσει κάποια από τη συμμετοχή της στην Allied Irish Banks το 2017. Η πώληση από την κυβέρνηση των μετοχών της είναι ένα άλλο μέσο με το οποίο το δημόσιο ταμείο θα πάρει πίσω κάποιες από τις επενδύσεις που έγιναν για την κεφαλαιακή βελτίωση των ιρλανδικών τραπεζών το 2010.
Ωστόσο, έχω ορισμένες σκέψεις μετά από τα οκτώ έτη που διετέλεσα διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, της NAMA. Πρώτον, υπήρξαν άθλιες αποφάσεις χορήγησης πιστώσεων από τις τράπεζες στην Ιρλανδία, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Κύπρος. Οι τραπεζίτες ξέχασαν ή αγνόησαν βασικές αρχές της χορήγησης πιστώσεων, όπως η διαχείριση της συγκέντρωσης κινδύνου. Οι τράπεζες ήταν πιο ευτυχισμένες με τη χορήγηση δανείων σε κτηματικές επιχειρήσεις. Αλλά τα προειδοποιητικά σημάδια ήταν εκεί, αν κάποιος ήθελε να τα δει.
➜ Οι ιρλανδικές τράπεζες μέχρι το τέλος του 2009 είχαν δανειστεί €150 δισ. από τις αγορές χρηματοδότησης (κατά κύριο λόγο από τις γερμανικές τράπεζες καταθέσεων), τα οποία δάνειζαν σε κτηματικές επιχειρήσεις.
➜ Οι αποπερατώσεις κατοικιών στην Ιρλανδία για το 2006 ήταν 93.000 μονάδες για έναν πληθυσμό περίπου 5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε περίπου 160.000 αποπερατώσεις οικιστικών μονάδων το 2006, με πληθυσμό 61 εκατομμυρίων ανθρώπων.
➜ Πάνω από € 84 εκατομμύρια ανά στρέμμα καταβλήθηκαν για ιδιοκτησίες σε αποκλειστικά μέρη του Δουβλίνου το 2006.
Αυτό ήταν σαφώς μια περίπτωση για την οποία ίσχυε το ρητό «δεν υπάρχει κανένας πιο τυφλός από εκείνον που δεν θέλει να δει!» Στην κλίμακα της επίρριψης ευθυνών, έχω την τάση να κατηγορώ τον οφειλέτη λίγο περισσότερο, επειδή ήταν σαφώς μέρος της τροφοδοσίας της φούσκας των ακινήτων. Αλλά οι οφειλέτες είναι αυτοί που επωμίζονται τον κίνδυνο και είναι πιθανό να λάβουν τα χρήματα αν τους τα δανείσουν. Κατηγορώ τους τραπεζίτες περισσότερο, επειδή είναι εκπαιδευμένοι να διαχειρίζονται τα χρήματα άλλων ανθρώπων, καθώς και τον σχετικό κίνδυνο. Απέτυχαν παταγωδώς!
Αλλά επιφυλάσσω την αυστηρότερη κριτική μου για το κανονιστικό και πολιτικό σύστημα. Η ρυθμιστική αρχή των τραπεζών θα μπορούσε να δει ότι ορισμένοι δανειολήπτες στην Ιρλανδία δανείζονταν από κάθε τράπεζα και στην πραγματικότητα μερικοί από τους δανειολήπτες των οποίων η ΝΑΜΑ πήρε τον έλεγχο είχαν δάνεια άνω των €2 δισ. Υπήρξαν μια σειρά από μεμονωμένα άτομα που είχαν εξασφαλισμένα δάνεια πάνω από 2.000 εκατομμύρια ευρώ. Οι τραπεζίτες υιοθέτησαν «νοοτροπία αγέλης» και ξεπέρασαν τον εαυτό τους στο να δανείζουν χρήματα σε κτηματικές επιχειρήσεις, χωρίς να μπορούν να αρνηθούν. Όμως, οι ρυθμιστικές αρχές είχαν γνώση των ανοιγμάτων και επέτρεψαν αυτές οι πρακτικές να συνεχιστούν.
Πολλοί ιρλανδοί φορολογούμενοι δικαιολογημένα διαμαρτύρονταν ότι πληρώνουν για τα λάθη των τραπεζών και μάλιστα όταν επιπλέον επιβαρύνονται με την υποχρέωση της αποπληρωμής σε άλλες τράπεζες που δάνεισαν χρήματα στις ιρλανδικές τράπεζες. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ρίξουμε το φταίξιμο αποκλειστικά στην ΕΚΤ, καθώς η Ιρλανδία είχε τη δικιά της ρυθμιστική τράπεζα και τους δικούς της πολιτικούς. Οι πολιτικοί ήταν στην ευχάριστη θέση να λαμβάνουν φορολογικά έσοδα που σχετίζονται με φόρους επί των ακινήτων και, κατά τη διάρκεια των χρόνων της σπάταλης, ήταν εύκολο για την κυβέρνηση να παραμείνει στην εξουσία. Φυσικά, όταν τα φορολογικά έσοδα από τα ακίνητα στέρεψαν, το δημοσιονομικό έλλειμμα διογκώθηκε και τότε ήταν που προέκυψε η δυσκολία δανεισμού και χρειάστηκε η παρέμβαση της τρόικας.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο ιρλανδός φορολογούμενος υπήρξε ανθεκτικός και τα δημόσια οικονομικά θα είναι υπό έλεγχο το 2017. Η ανεργία στην Ιρλανδία είναι τώρα κάτω από 6,6%, όταν στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης αυξήθηκε σε 18%. Από την οικονομική κρίση, ο φορολογούμενος και η κυβέρνηση έχουν επιδείξει σθένος, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ουλές και η θεραπεία θα διαρκέσει πολλά χρόνια.
O Brian McEnery (FCCA) είναι πρόεδρος του ACCA. Είναι μέλος του Δ.Σ. και πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου του Εθνικού Οργανισμού Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (ΝΑΜΑ) της Ιρλανδίας.
Copyright © Μάρτιος 2017. Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται. Χρησιμοποιείται με άδεια του ACCA. Η έκδοση αυτή έχει μεταφραστεί από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (ΣΟΕΛ). Το ACCA και ο συγγραφέας του άρθρου δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για την ακρίβεια και την πληρότητα της μετάφρασης ή για ενέργειες που μπορεί να προκύψουν ως αποτέλεσμα αυτής.
Αν μια τράπεζα είχε έναν οφειλέτη που δεν τηρούσε τις συμβατικές αποπληρωμές του δανείου του, τότε ολόκληρη η οφειλή του σε όλες τις ιρλανδικές τράπεζες αγοραζόταν στην αγοραία αξία από τη ΝΑΜΑ
Η ΝΑΜΑ άρχισε να συνδυάζει πολλές εκατοντάδες δάνεια σε πακέτα και στη συνέχεια τα πωλούσε. Αυτές οι μεγάλες μαζικές πωλήσεις αποτέλεσαν τον γρηγορότερο τρόπο απομόχλευσης της επένδυσης ύψους €31 δισ. που η ΝΑΜΑ είχε κάνει στην αγορά δανείων στο αποκορύφωμα της τραπεζικής κρίσης