Η παγκοσμιοποίηση είναι μια ιστορική διαδικασία που δημιουργήθηκε από την ανάγκη βελτίωσης της κατανομής των πόρων και ανάπτυξης μεγαλύτερων αγορών. Οι ιδέες για μια παγκόσμια οικονομία ξεκινούν από τον Σμιθ και τον Ρικάρντο. Οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία είναι τεράστιες και ο τομέας της λογιστικής παίζει ζωτικό ρόλο στη διαδικασία ενημέρωσης των εξωτερικών χρηστών. Γι’ αυτό και μια από τις κυριότερες διεθνείς λογιστικές διαδικασίες είναι η εναρμόνιση των εθνικών λογιστικών συστημάτων, που αποτελεί συνέπεια της παγκοσμιοποίησης.
γεώργιος ε. σγουράκης
msc accounting and auditing, aoeλ σολ α.ε.ο.ε.
Η διαδικασία εναρμόνισης επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως τον πολιτισμό, την πολιτική, την οικονομία, και άλλους κοινωνιολογικούς παράγοντες. Τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα λογιστικά συστήματα είναι τα U.S. GAAP και τα IFRS, μεταξύ των οποίων γίνονται προσπάθειες να επιτευχθεί σύγκλιση, προκειμένου να υπάρχει στον οικονομικό κόσμο ένα μοναδικό λογιστικό μοντέλο. Συνεπώς, η λογιστική τυποποίηση στην Αμερική πραγματοποιείται με τα U.S. GAAP, ενώ στην Ευρώπη με τα IFRS.
Πολλές θυγατρικές ξένων επιχειρήσεων στις ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει τα U.S. GAAP ή συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις της SEC. Παρόλα αυτά, τα IFRS κερδίζουν συνεχώς έδαφος, αφού ήδη περίπου 100 χώρες ανά τον κόσμο τα έχουν υιοθετήσει.
Η ευρεία υιοθέτηση των IFRS προσφέρει στους επενδυτές μια σειρά από πλεονεκτήματα όπως:
➔ Έγκυρες και ακριβείς πληροφορίες σε σχέση με τα εθνικά πρότυπα.
➔ Οι μικροί επενδυτές, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα πληροφόρησης από άλλες πηγές, θα αποκτήσουν μια πιο σαφή εικόνα για τις επιχειρήσεις και θα μειωθούν τα φαινόμενα ασυμμετρίας πληροφόρησης.
➔ Οι οικονομικές καταστάσεις θα είναι δυνατό να συγκριθούν διεθνώς, χωρίς την προσαρμογή από κάποιον οικονομικό αναλυτή, μειώνοντας έτσι το κόστος πληροφόρησης.
➔ Μειώνοντας το κόστος πληροφόρησης, αυξάνεται η αποτελεσματικότητα της αγοράς.
➔ Εφόσον γίνονται περισσότερο συγκρίσιμες οι οικονομικές καταστάσεις, μειώνονται τα εμπόδια για εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της λογιστικής τυποποίησης σε διεθνές επίπεδο είναι η συγκρισιμότητα των οικονομικών καταστάσεων. Η συγκρισιμότητα θα μείωνε τα δυσνόητα σημεία στις οικονομικές καταστάσεις ξένων επιχειρήσεων, που αποτελούν το μεγαλύτερο εμπόδιο για τις διεθνείς επενδύσεις.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και μια σειρά από μειονεκτήματα, με κυριότερα:
➔ Τις διαφορετικές λογιστικές πρακτικές που ακολουθούν οι χώρες.
➔ Την έλλειψη ισχυρών σωμάτων λογιστών σε κάποιες χώρες.
➔ Τις διαφορές στα πολιτικά και οικονομικά συστήματα.
Η λογιστική τυποποίηση σε διεθνές επίπεδο έχει δεχθεί σημαντικές κριτικές. Η πρώτη κριτική αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες επιβλήθηκαν διεθνή πρότυπα από τις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες. Μια άλλη κριτική αφορά το γεγονός ότι τα πρότυπα μειώνουν την ευελιξία και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε χώρας. Η κύρια, ίσως, αδυναμία των λογιστικών προτύπων είναι το γεγονός ότι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των διαφοροποιημένων επιχειρήσεων και χωρών. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος έχει προταθεί να μην θεσπίζονται διεθνείς λογιστικοί κανόνες, αλλά διεθνείς λογιστικές αρχές, που είναι πιο γενικές.
Η λογιστική τυποποίηση στην Ευρώπη
Η λογιστική τυποποίηση στην Ευρώπη έγινε με τα IFRS. Τα IFRS είναι λογιστικοί κανόνες («πρότυπα») που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB), έναν ανεξάρτητο οργανισμό που εδρεύει στο Λονδίνο. Τα IFRS φιλοδοξούν να αποτελέσουν ένα σύνολο κανόνων που, στην ιδανική περίπτωση, θα προάγουν τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση από τις εισηγμένες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ του 1973 και του 2000, τα διεθνή πρότυπα εκδίδονταν από την οργάνωση του προκατόχου του IASB, την Επιτροπή Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASC), έναν οργανισμό που ιδρύθηκε το 1973 από τα σώματα λογιστών της Αυστραλίας, του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας, του Μεξικού, της Ολλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στις 6 Ιουνίου 2002 το Συμβούλιο των Υπουργών της Ε.Ε. εξέδωσε μια επίσημη δήλωση με την οποία απαιτείται από όλες τις εισηγμένες εταιρείες στην Ε.Ε. να χρησιμοποιούν τα IFRS στις ενοποιημένες ή απλές οικονομικές τους καταστάσεις από την εταιρική χρήση από 1ης Ιανουαρίου 2005.
Η λογιστική τυποποίηση στην Αμερική
Στις ΗΠΑ, η Αμερικανική Ένωση Λογιστών (American Association of Public Accountants), που ήταν και ο πρόδρομος του σημερινού Ινστιτούτου Ορκωτών Λογιστών, ιδρύθηκε το 1887 ως επαγγελματικό σώμα χωρίς κρατική επίβλεψη. Το 1939 υπέκυψε στην πίεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) και της αμερικανικής κυβέρνησης για τη σύσταση επιτροπής για τις λογιστικές διαδικασίες. Έτσι, εξέδωσε 51 λογιστικές αρχές προτού αντικατασταθεί το 1959 από το Συμβούλιο Αρχών της AICPA, το οποίο με τη σειρά του αντικαταστάθηκε το 1973 από το σημερινό FASB.
Επί του παρόντος, το FASB είναι ο κύριος φορέας που είναι αρμόδιος για την έκδοση των U.S. GAAP. Τα U.S. GAAP περιγράφονται ως γνωστοποιήσεις και αποτελούν τις αρχές της λογιστικής τυποποίησης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Στις 13 Ιουλίου 2007 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κυκλοφόρησε μια πρόταση να δέχεται τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα IFRS από ξένες επιχειρήσεις χωρίς συμμόρφωση με τα αμερικάνικα GAAP. Στις 15 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ψήφισε υπέρ της πρότασης αυτής. Πριν από την απόφαση αυτή, οι ξένες ιδιωτικές επιχειρήσεις δεσμεύονταν από τον κανονισμό της SEC να συμμορφώνουν τα κέρδη και τα ίδια κεφάλαια των μετόχων με τα GAAP των ΗΠΑ, εάν οι οικονομικές τους καταστάσεις έχουν συνταχθεί χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε λογιστικά πρότυπα εκτός από τα GAAP των ΗΠΑ. Μετά την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποδεχθεί την πρόταση, δεν είναι πλέον υποχρεωτική η συμμόρφωση για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες συντάσσουν τις οικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τα IFRS. Η απόφαση αυτή θέτει υπό συζήτηση το μέλλον της λογιστικής τυποποίησης στις ΗΠΑ και των U.S. GAAP. Η διαφορά μεταξύ των δύο προτύπων είναι ότι τα IFRS προωθούν τη λογιστική της εύλογης αξίας σε σχέση με την ιστορική κοστολόγηση βάσει των U.S. GAAP. Ένα επιχείρημα για τη μη υιοθέτηση των IFRS στις ΗΠΑ είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αμερικανικής αγοράς. Μέσα στα επόμενα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αναμένεται να συμπράξουν με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες και να υιοθετήσουν τα IFRS.
Η δυνατότητα αυτή, σύμφωνα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, θα παρέχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις επιχειρήσεις των ΗΠΑ με εκτεταμένες δραστηριότητες στο εξωτερικό. Η αξία της παγκόσμιας σύγκλισης των λογιστικών προτύπων έγκειται στην αυξημένη συγκρισιμότητα μεταξύ των οικονομικών καταστάσεων των διαφόρων επιχειρήσεων. Συνεπώς, δύο ανταγωνιστικά συστήματα λογιστικής στην εγχώρια αγορά θα καθυστερήσουν την πρόοδο προς αυτόν τον στόχο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απάντησε με τον «χάρτη πορείας» που περιγράφει την πορεία προς την υποχρεωτική χρήση των IFRS από τις εγχώριες εισηγμένες επιχειρήσεις μέχρι το 2014. Ο χάρτης πορείας παρακάμπτει την εναλλακτική, πιο επίπονη πορεία προς τη σύγκλιση, που αποτελεί ένα κοινό μακροχρόνιο στόχο του FASB και του IASB και κατευθύνεται προς τη δημιουργία ενός κοινού συνόλου λογιστικών προτύπων.
Οι εκθέσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επικροτώντας τις πρωτοβουλίες για σύγκλιση, εκθειάζουν τα οφέλη της, αναφέροντας την εξοικονόμηση κόστους τυποποίησης και ότι ένα ενιαίο σύνολο παγκόσμιων προτύπων αναφοράς καλύπτει απόλυτα το κριτήριο της συγκρισιμότητας. Μια τέτοια εξέλιξη θα αυξήσει τις παγκόσμιες ευκαιρίες για τους αμερικανούς επενδυτές και θα κάνει τις αμερικανικές κεφαλαιαγορές πιο ελκυστικές στους ξένους εκδότες.
Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε αντιδράσεις. Η μελέτη του τμήματος Χρηματοοικονομικής Λογιστικής και Πληροφόρησης της Αμερικανικής Ένωσης Λογιστών δεν υποστηρίζει την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την εξάλειψη της απαίτησης συμφωνίας των U.S. GAAP και των IFRS για ξένες ιδιωτικές επιχειρήσεις, αφού θεωρεί ότι οι διαφορές μεταξύ των IFRS και των GAAP των ΗΠΑ είναι μεγάλες.
Η απόφαση για το αν θα πρέπει οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες να υιοθετήσουν τα IFRS παραμένει ρευστή. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προτείνεται από την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η πλήρης αποδοχή των IFRS στις ΗΠΑ θα μπορούσε να γίνει το νωρίτερο το 2015. Με την πιθανή αντικατάσταση των U.S. GAAP με τα IFRS στο εγγύς μέλλον, η κατανόηση των επιπτώσεων των IFRS για την εταιρική χρηματοοικονομική πληροφόρηση καθίσταται απαραίτητη.
Οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ IFRS και U.S. GAAP
Τα δύο εξεταζόμενα συστήματα λογιστικής τυποποίησης, τα IFRS και τα U.S. GAAP, εμφανίζουν σημαντικές ομοιότητες. Η πρώτη ομοιότητα αφορά τους οργανισμούς που τα θεσπίζουν. Οι δύο οργανισμοί έχουν παρόμοια δομή. Και οι δύο απαρτίζονται από ένα επιβλέπον σώμα (το FAF και το IASCF αντίστοιχα), ένα σώμα σύνταξης προτύπων (το FASB και το IASB αντίστοιχα), ένα συμβουλευτικό σώμα (το FASAC και το SAC), και ένα σώμα ερμηνείας των προτύπων (το EITF και το IFRIC).
Και οι δύο οργανισμοί είναι ιδιωτικοί, ώστε να επιτυγχάνεται η ανεξαρτησία τους. Οι Γενικές Αρχές Λογιστικής Τυποποίησης, τόσο τα IFRS όσο και τα U.S. GAAP, αποτελούν ένα σύνολο από υποθέσεις, αρχές, έννοιες και συμβάσεις που δεν αποτελούν αρχές από μόνες τους. Ωστόσο, τα εννοιολογικά πλαίσια που θέτουν είναι κρίσιμης σημασίας, αφού παρέχουν καθοδήγηση και χρησιμεύουν ως σημεία αναφοράς για την επίλυση συγκρούσεων. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι βασικές λογιστικές αρχές είναι το ιστορικό κόστος, ο συντηρητισμός, η συνέπεια, τα δεδουλευμένα, η σημαντικότητα της ουσίας έναντι του τύπου κ.λπ. Σε περίπτωση εννοιολογικής σύγκρουσης, θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή του συντηρητισμού. Τόσο τα IFRS όσο και τα GAAP των ΗΠΑ υποστηρίζουν τον χρυσό κανόνα της αποτίμησης των αποθεμάτων και την εφαρμογή της αρχής της σύνεσης. Ο χρυσός κανόνας ορίζει ότι τα αποθέματα θα πρέπει να αποτιμώνται στη χαμηλότερη του κόστους και αγοραίας αξίας, σύμφωνα με την αρχή της συντηρητικότητας.
Οι διαφορές μεταξύ των U.S. GAAP και των IFRS δεν θεωρούνται απαραίτητα κάτι κακό, αλλά μια αποτύπωση της διαφορετικότητας των εθνών, αντανακλώντας διαφορές στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, τεχνολογικό, νομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Τα αναπτυσσόμενα έθνη έχουν λιγότερο ολοκληρωμένα λογιστικά πρότυπα, λόγω του μοναδικού επιχειρηματικού τους περιβάλλοντος. Αντίθετα, οι ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, προβλέπουν πολύπλοκες επιχειρηματικές συμφωνίες, επομένως χρειάζονται περίπλοκα λογιστικά πρότυπα για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων θεμάτων. Συνεπώς, τα διεθνή πρότυπα μπορεί να είναι κατάλληλα για ένα εθνικό περιβάλλον και όχι για κάποιο άλλο.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ομοιότητες και διαφορές των δύο προτύπων λογιστικής τυποποίησης αναφέρονται στα παρακάτω:
Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων – ορολογία
Στον ισολογισμό, σύμφωνα με τα U.S. GAAP, τα στοιχεία παρουσιάζονται κατά σειρά ρευστοποίησης και όχι μονιμότητας. Για παράδειγμα, υπό τα U.S. GAAP, πρώτα παρατίθενται τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή μετρητά, εισπρακτέοι λογαριασμοί κ.λπ. κατά σειρά ρευστότητας. Σύμφωνα με τα IFRS, τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία εμφανίζονται μετά από τα πάγια περιουσιακά στοιχεία σε μια αντίστροφη σειρά (με βάση τη μονιμότητα). Το σκεπτικό πίσω από την προσέγγιση της ρευστότητας των U.S. GAAP είναι η σχετική εμπορευσιμότητα των περιουσιακών στοιχείων. Αντίστοιχα, το σκεπτικό για τη μονιμότητα που εκφράζουν τα IFRS είναι ότι μια επιχείρηση θα συνεχίσει να είναι δρώσα και δεν αναμένεται να διαλυθεί στο εγγύς μέλλον. Και οι δύο προσεγγίσεις θεωρούνται απόλυτα έγκυρες και χρήσιμες για τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων.
Αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού – ακινήτων
Τα ακίνητα, οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός αποτιμώνται στο κόστος κτήσεως, την τρέχουσα αξία ή την εύλογη αξία. Στις ΗΠΑ, η Δήλωση των Εννοιών (Statement of Concepts) αριθ. 6, με τίτλο «Στοιχείο των Οικονομικών Καταστάσεων», απαιτεί τα πάγια στοιχεία να καταχωρούνται στο κόστος κτήσης και να αποσβένονται, εκτός από τα οικόπεδα, τα οποία δεν αποσβένονται. Για ορισμένα ακίνητα, τα U.S. GAAP απαιτούν τη χαμηλότερη τιμή μεταξύ της τιμής κόστους ή της αγοραίας αξίας, σύμφωνα με το SFAS αρ. 144 «Λογιστική για την απομείωση ή διάθεση των μακρόβιων περιουσιακών στοιχείων», έτσι όπως έχει κωδικοποιηθεί από το ASC 360 «Περιουσία, Εγκαταστάσεις και Εξοπλισμός». Το IAS 16, «Ενσώματα Πάγια» απαιτεί αποτίμηση στο ιστορικό κόστος και διενέργεια αποσβέσεων για τα πάγια στοιχεία, αλλά επιτρέπει αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία. Η επίπτωση από τις διαφορές στην αντιμετώπιση των παγίων με τα U.S. GAAP και τα IFRS μπορεί να επηρεάσει τον Πίνακα Αποτελεσμάτων Χρήσης και τον ισολογισμό, οδηγώντας τους χρήστες σε διαφορετικές οικονομικές αποφάσεις. Οι υποστηρικτές του ιστορικού κόστους θεωρούν ότι οι εύλογες αξίες δεν είναι σταθεροί αριθμοί, ως εκ τούτου υπόκεινται σε χειραγώγηση, επομένως το ιστορικό κόστος είναι μια πιο αξιόπιστη βάση για την καταγραφή. Οι αντίπαλοι του ιστορικού κόστους θεωρούν ξεπερασμένες τις πληροφορίες που δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα, ειδικά σε περιόδους πληθωρισμού.
Αποτίμηση των αποθεμάτων
Σε γενικές γραμμές, τα αποθέματα αποτιμώνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ του κόστους κτήσης και της ρευστοποιήσιμης αξίας. Κατά την εκτίμηση του κόστους, τα U.S. GAAP επιτρέπουν τις μεθόδους αποτίμησης Last In First Out (LIFO), First In First Out (FIFO) και το μέσο σταθμικό κόστος (AVCO). Οι μέθοδοι αποτίμησης FIFO και AVCO επιτρέπονται και σύμφωνα με τα IFRS, αλλά όχι και η LIFO, η οποία δεν επιτρέπεται. Επιπλέον, το κόστος των αποθεμάτων έχει οριστεί να περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την απόκτηση και μεταφορά τους. Από την άποψη αυτή, τα U.S. GAAP και τα IFRS ορίζουν την ίδια αντιμετώπιση, όπως αντικατοπτρίζεται στο IAS 2 «Αποθέματα».
Η αποτίμηση των εμπορευμάτων αποτέλεσε σημαντικό σημείο τριβής μεταξύ των IFRS και των US GAAP. Τα IFRS αναγνωρίζουν την μέθοδο First In First Out (FIFO) και την μέθοδο του μέσου σταθμικού κόστους ως αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης αποθεμάτων. Δεν αναγνωρίζουν και δεν επιτρέπουν την Last In First Out μέθοδο αποτίμησης των αποθεμάτων (LIFO), που χρησιμοποιείται ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι επικριτές της υιοθέτησης των IFRS στην Αμερική υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση της LIFO θα απαιτούσε από τις περισσότερες μεγάλες αμερικανικές εταιρείες να πληρώνουν υπερβολικά ποσά σε πρόσθετους φόρους.
Υπεραξία και άυλα περιουσιακά στοιχεία
Σε γενικές γραμμές, η υπεραξία που δεν έχει αγοραστεί δεν αναγνωρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο, σύμφωνα με τα IFRS και τα U.S. GAAP. Η υπεραξία, η οποία είναι η υπέρβαση της εύλογης αξίας των καθαρών περιουσιακών στοιχείων από την τιμή αγοράς, αξιολογείται για απομείωση σύμφωνα με τα IFRS. Σύμφωνα με τα U.S. GAAP δεν επιτρέπεται η απόσβεση της υπεραξίας. Τα U.S. GAAP απαιτούν η υπεραξία να επανεξετάζεται για απομείωση εντός των ορίων της σύνεσης. Τα άλλα άυλα περιουσιακά στοιχεία εξακολουθούν να είναι αποσβεστέα, σύμφωνα με τα U.S. GAAP και με τα IFRS. Το SFAS αρ. 142 «Υπεραξία και λοιπά άυλα πάγια», έτσι όπως έχει κωδικοποιηθεί με το ASC 350 «Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία – Υπεραξία και άλλα», είναι η πιο πρόσφατη δήλωση του FASB, ενώ το IFRS 38, «Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία» περιέχει τη θέση του IASB για την υπεραξία και τα άυλα στοιχεία.
Αλλαγές λογιστικών πρακτικών
Το IAS 8, «Λογιστικές πολιτικές, μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων και λάθη», και το SFAS 16, «Προσαρμογές προηγούμενων περιόδων», έτσι όπως έχει κωδικοποιηθεί από τα ASC 250 «Λογιστικές μεταβολές και διορθώσεις λαθών», 270 «Εσωτερική Αναφορά» και 450 «Έκτακτα Ενδεχόμενα», αποτελούν τα αντίστοιχα πρότυπα σε αυτόν τον τομέα. Τα U.S. GAAP και τα IFRS αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο τις αλλαγές στις λογιστικές εκτιμήσεις και πολιτικές. Τα IFRS απαιτούν οι αλλαγές σε λάθη προγενέστερων περιόδων να διορθώνονται με αναδρομική επαναδιατύπωση, εκτός αν αυτό είναι ανέφικτο. Σε περίπτωση που είναι ανέφικτο να προσδιοριστούν οι επιδράσεις ενός λάθους, η οντότητα θα επαναδιατυπώνει τα υπόλοιπα έναρξης των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης για την παλαιότερη περίοδο που είναι εφικτή η αναδρομική επαναδιατύπωση, η οποία δύναται να είναι και η τρέχουσα (IAS 8), οδηγώντας σε διαφορετικό καθαρό αποτέλεσμα χρήσης. Τα U.S. GAAP δεν προβλέπουν την εξαίρεση του ανέφικτου.
Ενοποίηση επιχειρήσεων
Το IFRS 3, «Συνενώσεις Επιχειρήσεων», και το SFAS 141, «Συνενώσεις Επιχειρήσεων», έτσι όπως κωδικοποιήθηκε από το ASC 805, περιέχουν λογιστικούς κανόνες για τις συνενώσεις επιχειρήσεων σύμφωνα με τα IFRS και τα U.S. GAAP, αντίστοιχα. Τα IFRS και τα U.S.GAAP επιτρέπουν την απόκτηση με αγορά. Με την απόκτηση με αγορά καταγράφεται υπεραξία της επιχείρησης.
Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται προς πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες
Το IFRS 5, «Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται προς πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες», απαιτεί από τους λογιστές να εμφανίζουν λεπτομέρειες για τις μη συνεχιζόμενες δραστηριότητες και να αποκαλύπτουν στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης το αποτέλεσμα προ φόρων από τη μη συνέχιση. Τόσο τα U.S. GAAP όσο και τα IFRS ορίζουν ότι το αποτέλεσμα από τη μη συνέχιση των δραστηριοτήτων θα πρέπει να εμφανίζεται ξεχωριστά από το αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων δραστηριοτήτων.
Έξοδα έρευνας και ανάπτυξης
Το SFAS 2, «Λογιστική για τα Έξοδα Έρευνας και Ανάπτυξης», έτσι όπως κωδικοποιήθηκε από τα ASC 730, «Έρευνα Ανάπτυξη», και 985, «Κόστη Πωλούμενων Software», ορίζει ότι οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης πρέπει να καταχωρούνται με την πραγματοποίησή τους. Περαιτέρω, το ίδιο πρότυπο των ΗΠΑ προβλέπει ειδικά το κόστος ανάπτυξης λογισμικού να κεφαλαιοποιείται και να αποσβένεται κατά τη διάρκεια ζωής της ανάπτυξης. Τα IFRS απαιτούν τα κόστη ανάπτυξης να κεφαλαιοποιούνται και να αποσβένονται αν πληρούνται ορισμένα κριτήρια, χωρίς να θέτουν τον περιορισμό των U.S. GAAP. Αυτή η αντιμετώπιση αποδεικνύει τη συντηρητικότητα των U.S. GAAP, που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση μείωση του αποτελέσματος χρήσης. Από την άλλη πλευρά, τα IFRS είναι πιο φιλελεύθερα και πιο φιλικά προσκείμενα προς τη διοίκηση, με αποτέλεσμα οι εν λόγω δαπάνες να αποκτούν απτή οικονομική αξία και να μετατίθεται η αναγνώριση του κόστους τους για το μέλλον.
Κεφαλαιοποίηση του κόστους δανεισμού
Το IAS 23, «Κόστος Δανεισμού» και το SFAS 34, «Κεφαλαιοποίηση του κόστους τόκων», έτσι όπως κωδικοποιήθηκε από το ASC 835, παρέχουν τους κανόνες της λογιστικής για τα έξοδα τόκων. Τα IFRS επιβάλλουν τα κόστη δανεισμού να κεφαλαιοποιούνται όταν πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Τα U.S. GAAP καθιστούν υποχρεωτική την κεφαλαιοποίηση του κόστους δανεισμού, όταν πληρούνται τα κριτήρια. Σε αυτό το πλαίσιο, τα IFRS και τα U.S. GAAP ορίζουν παρόμοια αντιμετώπιση.
Καταστάσεις ταμειακών ροών
Το SFAS 95, «Κατάσταση Ταμειακών Ροών», έτσι όπως κωδικοποιήθηκε από το ASC 230, «Κατάσταση Ταμειακών Ροών», και το IAS 7, «Κατάσταση Ταμειακών Ροών», αποτελούν τους σχετικούς λογιστικούς κανόνες για τα δύο συστήματα λογιστικής τυποποίησης. Το IAS 7 ορίζει ότι υπάρχουν λειτουργικές, επενδυτικές και χρηματοδοτικές δραστηριότητες και επιτρέπει ευελιξία ως προς το τι περιλαμβάνεται σε κάθε κατηγορία. Το IAS 7 επιτρέπει επίσης τη χρήση της άμεσης ή έμμεσης μεθόδου αναφοράς των λειτουργικών ταμειακών ροών. Τα U.S. GAAP ορίζουν τις ίδιες κατηγορίες ταμειακών ροών και παρέχουν τις λεπτομέρειες για το τι περιλαμβάνει κάθε κατηγορία. Τα U.S. GAAP, επίσης, επιτρέπουν τη χρήση της άμεσης ή έμμεσης μεθόδου, ωστόσο, αν η άμεση μέθοδος χρησιμοποιείται, ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνεται που να συνδέει το καθαρό αποτέλεσμα με τις λειτουργικές ταμειακές ροές. Σύμφωνα με τα IFRS, ο όρος μετρητά περιλαμβάνει ισοδύναμα μετρητών και την υπερανάληψη με βραχυπρόθεσμη διάρκεια (λιγότερο από 3 μήνες). Σύμφωνα με τα U.S. GAAP, ο όρος μετρητά αποκλείει τις υπεραναλήψεις, αλλά περιλαμβάνει τα ταμειακά ισοδύναμα. Περαιτέρω, τα IFRS δεν παρέχουν εξαιρέσεις σε σχέση με την υποβολή κατάστασης ταμειακών ροών, αλλά τα U.S. GAAP επιτρέπουν απαλλαγές. Ο μικρές διαφορές ανάμεσα στα U.S. GAAP και τα IFRS για την κατάρτιση της Κατάστασης Ταμειακών Ροών δεν οδηγούν σε ουσιαστικές διαφορές που να επηρεάζουν την οικονομική κρίση του χρήστη.
Σύνοψη και συμπεράσματα
Όσον αφορά την Ευρώπη, τα IFRS στοχεύουν στην ανάπτυξη υψηλής ποιότητας προτύπων, την προώθηση και την αυστηρή εφαρμογή αυτών και τη σύγκριση. Ο όρος «σύγκλιση» αναφέρεται στη διαδικασία του περιορισμού των διαφορών μεταξύ των IFRS και των λογιστικών προτύπων των χωρών που διατηρούν τα δικά τους πρότυπα. Αυτή ακριβώς είναι και ένα από τα πολλά πλεονεκτήματα των IFRS, ενώ, ταυτόχρονα, επιτρέπουν την παροχή έγκυρων και ακριβών πληροφοριών, σαφέστερης εικόνας των επιχειρήσεων, δυνατότητα σύγκρισης των λογιστικών καταστάσεων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται παγκοσμίως, μείωση του κόστους πληροφόρησης και άρσης των εμποδίων για εξαγορές και συγχωνεύσεις. Τέλος, η βασική τους ιδιότητα συνοψίζεται στο γεγονός ότι είναι προσανατολισμένα στους μετόχους.
Από την άλλη μεριά, στην Αμερική οι προσπάθειες λογιστικής τυποποίησης ξεκίνησαν ήδη από το 1887 με την ίδρυση της Αμερικανικής Ένωσης Λογιστών, που ήταν και ο πρόδρομος του σημερινού Ινστιτούτου Ορκωτών Λογιστών και του FASB, ο οποίος είναι σήμερα ο κύριος φορέας για την έκδοση των U.S. GAAP. Τα U.S. GAAP περιγράφονται ως γνωστοποιήσεις που περιέχουν ολοκληρωμένες εντολές, με αγγλοσαξωνική ιστορική προέλευση, ενώ αποτελούν τις αρχές της λογιστικής τυποποίησης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Συνοψίζοντας, παρά τις προσπάθειες να αμβλυνθούν οι διαφορές ανάμεσα στα U.S. GAAP και τα IFRS και την απόφαση της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επιτρέπει σε εισηγμένες επιχειρήσεις να δημοσιεύουν τις οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα IFRS, εντούτοις πλήρης σύγκλιση των λογιστικών προτύπων δεν έχει ακόμα επέλθει και είναι αμφίβολο αν θα επέλθει. Κυριότερος ανασταλτικός παράγων είναι οι διαφορές στις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δομές κάθε χώρας.