Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός Υποδομών Αγοράς (EMIR) είναι ο Κανονισμός της Ε.Ε. αναφορικά με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα (OTC derivatives), τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους (CCPs) και τα Αρχεία Καταγραφής Συναλλαγών (TRs).
αθηνά μουστάκη
financial services partner, grant thornton
βίκυ γεωργίου
financial services senior, grant thornton
Αποτελεί τον ισοδύναμο κανονισμό της Ε.Ε. εκείνου που θεσπίστηκε αρχικά στις ΗΠΑ (Dodd-Frank Act) και τέθηκε σε ισχύ με σκοπό την αντιμετώπιση των αδυναμιών που αποκαλύφθηκαν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών οργανισμών το 2008. Στόχο έχει τη βελτίωση της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλόμενου και την αυξημένη διαφάνεια στην αγορά παραγώγων.
Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε αυξημένους κινδύνους στα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα (OTC), τα οποία χαρακτηρίζονται από αδιαφάνεια, καθώς αφορούν συμβάσεις ιδιωτικής διαπραγμάτευσης και οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με αυτά είναι συνήθως διαθέσιμη μόνον στα αντισυμβαλλόμενα μέρη. Τα παράγωγα αυτά σχηματίζουν ένα πολύπλοκο δίκτυο αλληλεξάρτησης, πράγμα το οποίο μπορεί να καταστήσει δυσχερή τον εντοπισμό της φύσης και του επιπέδου των συναφών κινδύνων.
Ο EMIR (αριθμός κανονισμού 648/2012) υιοθετήθηκε την 4η Ιουλίου 2012 και τέθηκε σε ισχύ την 16η Αυγούστου 2012. Ωστόσο, οι κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμοί της Ε.Ε. με αριθμό 148/2013 έως 153/2013, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, που συμπληρώνουν τον EMIR, δημοσιεύτηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Ε.Ε. την 23η Φεβρουαρίου 2013 και τέθηκαν σε ισχύ την 15η Μαρτίου 2013.
Κύριοι στόχοι και βασικές έννοιες
Οι κύριοι στόχοι του Κανονισμού EMIR είναι:
➔ Η μείωση της αλληλεξάρτησης μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων στις αγορές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, με σκοπό τη μείωση του συστημικού κινδύνου.
➔ Η θέσπιση του σχετικού κανονιστικού πλαισίου που απαιτείται για τη βελτίωση της διαχείρισης του κινδύνου αντισυμβαλλόμενου.
➔ Η βελτίωση της διαφάνειας στην αγορά εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
Βασικές έννοιες:
➔ Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP): Ορίζεται το νομικό πρόσωπο το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές και το οποίο αναλαμβάνει το ρόλο αγοραστή έναντι κάθε πωλητή και πωλητή έναντι κάθε αγοραστή.
➔ Αρχείο Καταγραφής Συναλλαγών (TR): Ορίζεται το νομικό πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει και τηρεί κεντρικά τα αρχεία παραγώγων.
➔ Εξωχρηματιστηριακά παράγωγα (OTC) ή συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων: Ορίζονται οι συμβάσεις παραγώγων των οποίων η εκτέλεση δεν πραγματοποιείται σε ρυθμιζόμενη αγορά.
➔ Χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος: Ορίζονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ΟΣΕΚΑ και οι διαχειριστικές εταιρείες τους κ.λπ.
➔ Μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος: Ορίζεται επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση ασκώντας οποιασδήποτε εμπορική δραστηριότητα.
Κύριες υποχρεώσεις
Οι κύριες υποχρεώσεις του Κανονισμού EMIR διαχωρίζονται σε τρεις πυλώνες και αφορούν τους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς συμβαλλόμενους, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα Αρχεία Καταγραφής Συναλλαγών.
Χρονοδιάγραμμα
Γνωστοποίηση συναλλαγών
Η 12η Φεβρουαρίου 2014 ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης της υποχρέωσης για τη γνωστοποίηση των συναλλαγών επί παραγώγων από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη στα Αρχεία Καταγραφής Συναλλαγών (Trade Repositories). Σύμφωνα με τον Κανονισμό EMIR, η γνωστοποίηση των συναλλαγών θα πρέπει να γίνεται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα της συναλλαγής (Τ+1). Η υποχρέωση γνωστοποίησης των συναλλαγών σύμφωνα με τον κανονισμό EMIR ισχύει για τους αντισυμβαλλόμενους στον ΕΟΧ που πραγματοποιούν συναλλαγές σε παράγωγα, ανεξάρτητα αν είναι χρηματοοικονομικοί ή μη.
Ο κανονισμός ΕMIR δεν βρίσκει εφαρμογή σε ιδιώτες που διενεργούν συναλλαγές σε παράγωγα (π.χ. προϊόντα CFDs, spread bets), αλλά η εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή πιστωτικό ίδρυμα που τους εξυπηρετεί θα πρέπει να προχωρεί στην απαραίτητη γνωστοποίηση. Σε αντίθεση με τη MIFID, στον EMIR δεν υπάρχει καμία εξαίρεση για συγκεκριμένες κατηγορίες παραγώγων (π.χ. παράγωγα σε FX, Commodities ή Interest Rate) –όλες οι συναλλαγές σε παράγωγα θα πρέπει να γνωστοποιούνται.
Σε περίπτωση που και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι έχουν υποχρέωση γνωστοποίησης, μια γνωστοποίηση για κάθε πλευρά θα πρέπει να υποβάλλεται σε ένα Αρχείο Καταγραφής Συναλλαγών, όχι απαραίτητα σε ένα κοινό. Πριν την υποβολή, τα δεδομένα συναλλαγών θα πρέπει να συμφωνηθούν μεταξύ των μερών και θα πρέπει να υποβληθούν χρησιμοποιώντας τον ίδιο αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό (Unique Trade Identifier, UTI).
Σύμφωνα με τον ΕMIR, για τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους, η υποχρέωση κεντρικής εκκαθάρισης εξαρτάται από συγκεκριμένο όριο στην ονομαστική αξία των παραγώγων για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Ωστόσο για την αναφορά των συναλλαγών δεν υπάρχει κατώτερο όριο και όλες οι συναλλαγές σε παράγωγα θα πρέπει να γνωστοποιούνται.
Ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αναθέσει τη γνωστοποίηση των συναλλαγών στον άλλον ή ο ένας ή και οι δύο μπορούν να αναθέτουν σε τρίτους τις υποβολές των γνωστοποιήσεων για λογαριασμό τους. Ωστόσο, ο αντισυμβαλλόμενος με την υποχρέωση αναφοράς παραμένει υπεύθυνος για την ακρίβεια των γνωστοποιήσεων, γι’ αυτό και θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει τις αναφορές.
Έξι Αρχεία Καταγραφής Συναλλαγών (Τrade Repositories) έχουν ήδη εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (European Securities and Market Authority, ESMA), καθένα από τα οποία έχει ένα αρχείο με προδιαγραφές για το πώς τα δεδομένα θα πρέπει να υποβάλλονται.
Τα δεδομένα που πρέπει να υποβάλλονται αναγράφονται αναλυτικά στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό της Ε.Ε. 148/2013 και περιλαμβάνουν συνολικά 85 πεδία:
– 26 πεδία με τα δεδομένα αντισυμβαλλομένου (χρονοσφραγίδα αναφοράς, ID αντισυμβαλλομένου, επωνυμία αντισυμβαλλομένου, συναλλακτική ικανότητα, πλευρά αντισυμβαλλομένου κ.λπ.) και
– 59 πεδία με κοινά δεδομένα (ID προϊόντος, ID συναλλαγής, τόπος εκτέλεσης, τιμή/ισοτιμία κ.λπ.)
Ο EMIR τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 2012 και συνεπώς από τις 12 Φεβρουαρίου 2014, ημερομηνία έναρξης της υποχρέωσης για τη γνωστοποίηση των συναλλαγών επί παραγώγων από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη στα Αρχεία Καταγραφής Συναλλαγών, υπάρχει υποχρέωση για αναδρομική αναφορά (back reporting) για όλες τις συναλλαγές από τις 16 Αυγούστου 2012.
Νέες συναλλαγές και ενδεχόμενες τροποποιήσεις πρέπει να γνωστοποιούνται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη μέρα (T+1). Πληροφορίες σχετικά με αποτιμήσεις στην τρέχουσα τιμή της αγοράς (mark to market) ή βάσει μοντέλου (mark to model) θα ξεκινήσουν να γνωστοποιούνται έξι μήνες αργότερα (11 Αυγούστου 2014). Το ίδιο ισχύει και για πληροφορίες σχετικά με εξασφαλίσεις ή περιθώρια κέρδους (margin held).
Υποχρέωση αναδρομικής αναφοράς (Back Reporting)
Εάν η σύμβαση είναι ανοιχτή στις 12 Φεβρουαρίου 2014 και έχει ανοίξει πριν από τις 16 Αυγούστου 2012, υπάρχει περιθώριο 90 ημερών για να γνωστοποιηθεί. Εάν η σύμβαση ήταν ανοιχτή στις 16 Αυγούστου 2012 αλλά έκλεισε έως τις 12 Φεβρουαρίου 2014, υπάρχει περιθώριο τριών χρόνων για να γνωστοποιηθεί.
Ενέργειες προς συμμόρφωση με τον Κανονισμό EMIR
Οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να επιλέξουν ένα πιστοποιημένο Αρχείο Καταγραφής Συναλλαγών (trade repository) από τα ακόλουθα, τα οποία όλα έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (European Securities and Market Authority, ESMA) για να ενισχύσουν την εποπτεία και να επιτρέπουν την πιο λεπτομερή και ακριβή καταγραφή των συναλλαγών παραγώγων (πίνακας 1)
Απαραίτητο στοιχείο, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή των τεχνικών προδιαγραφών υποβολής των γνωστοποιήσεων στα Αρχεία Καταγραφής Συναλλαγών είναι η απόκτηση από τους αντισυμβαλλόμενους ενός πρώτου αριθμού ταυτοποίησης νομικής οντότητας (pre Legal Entity Identifier code, pre LEI) ο οποίος αποτελεί έναν αλφαριθμητικό κωδικό που συνδέεται με μοναδικές πληροφορίες και εντοπίζει εταιρείες που συμμετέχουν σε παγκόσμιες αγορές (περισσότερο ισχύει σε μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους που δεν μπορούν να έχουν έναν προϋπάρχοντα LEI).
Επιπτώσεις στον κλάδο:
➔ Όλοι οι φορείς του ΕΟΧ που διενεργούν συναλλαγές σε παράγωγα, είτε αυτοί είναι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι είτε όχι, θα πρέπει να γνωστοποιούν όλες τις συναλλαγές τους σε ένα Αρχείο Καταγραφής Συναλλαγών το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα (Τ+1).
➔ Τροποποιήσεις και λήξεις συμβολαίων παραγώγων (life cycle events) θα πρέπει να γνωστοποιούνται επίσης το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα (T+1).
➔ Το Αρχείο Καταγραφής Συναλλαγών θα πρέπει να συλλέγει και να αποθηκεύει δεδομένα, επιτρέποντας την πρόσβαση σε εθνικές και ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές όποτε ζητηθεί.
➔ Οι εποπτικές αρχές θα χρησιμοποιούν την πρόσβαση στο Αρχείο Καταγραφής Συναλλαγών με σκοπό την παρακολούθηση του συστημικού κινδύνου που μπορεί να προκύψει από ατομικές ή συγκεντρωτικές θέσεις.