Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Χρήστος Μ. Λεμονάκης
Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και ως επί το πλείστον οι τράπεζες υπολογίζονται συνήθως με περίπλοκες μεθόδους. Παρότι η κάλυψη των κινδύνων είναι ανομοιόμορφη, υπάρχουν κίνδυνοι που δεν υπολογίζονται επακριβώς κατά το σχεδιασμό της πολιτικής των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Η προσέγγιση αυτή γίνεται κατά γενική ομολογία από τη βάση προς τα πάνω (bottom-up approach). Μεταξύ αυτών των κινδύνων που μετρούνται είναι οι πιστωτικοί και οι επιχειρησιακοί (ή λειτουργικοί) κίνδυνοι, ενώ αυτοί που σπάνια αποτιμώνται είναι οι κίνδυνοι της αγοράς και οι συσσωρευμένοι κίνδυνοι, το σύνολο δηλαδή των κινδύνων ανά επιχειρηματική μονάδα και συνολικά για την επιχείρηση.
Ειδικότερα, οι διοικήσεις των τραπεζών χρησιμοποιούν «αποτιμητές κινδύνου» που σκοπό έχουν να διαμορφώσουν ελάχιστες απαιτήσεις σε κεφάλαια ανά τύπο κινδύνου και στο σύνολο, με άθροιση των επιμέρους απαιτήσεων ανά τύπο κινδύνου. Αυτό είναι ισοδύναμο σε αξία με την υπόθεση της ομοιομορφίας μεταξύ των διαφορετικών τύπων κινδύνου, μιας υπόθεσης που θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως μη ρεαλιστική, ακόμη και υπό ειδικές συνθήκες αγοράς.
Τραπεζικός κίνδυνος και η γνώση της αποτίμησής του
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και τη διαχείριση των ποικίλων μορφών κινδύνου είναι κάτι που αποτελεί σήμερα μια πραγματικότητα. Τα τραπεζικά ιδρύματα είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις κύριες πηγές απ’ όπου προέρχονται οι κίνδυνοι, ενώ σε κάθε περίπτωση έχει αναπτυχθεί τουλάχιστον μια πλήρης διαδικασία για την αποτίμηση του υπό μελέτη –κατά περίπτωση– κινδύνου και τεχνικές έχουν εφαρμοστεί για τον έλεγχο καθενός από αυτούς. Η έκταση των διαφορών αντιμετώπισης μεταξύ των κινδύνων διαφορετικών τύπων είναι πραγματικά αξιοσημείωτη. Ας ανατρέξουμε στους σημαντικότερους από αυτούς.
Ο πιστωτικός κίνδυνος είναι εκείνος που συνδέεται με την αδυναμία αποπληρωμής δανειακών κεφαλαίων από τους χρηματοδοτούμενους (επιχειρήσεις – ιδιώτες) ενός τραπεζικού ιδρύματος. Εξυπακούεται ότι η αδυναμία αυτή, έστω και αν αναφέρεται σε ένα μικρό μέρος του χαρτοφυλακίου μιας τράπεζας, αποτελεί πληγή η οποία μπορεί να εξουθενώσει οποιονδήποτε οργανισμό, ανεξαρτήτως μεγέθους. Για το λόγο αυτό επιδιώκεται από το σύνολο των τραπεζών μια ποιοτική ανασκόπηση των επιδόσεων διαφορετικών κατηγοριών δανειοληπτών, με σκοπό τον περιορισμό στο ελάχιστο ή ακόμη και την εκμηδένιση του κινδύνου αυτού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την επαναξιολόγηση της διασποράς του δανειακού χαρτοφυλακίου μεταξύ λογικών χρονικών διαστημάτων και τη συνεχή παρακολούθηση των διαφόρων τύπων κινδύνων με μέτρηση της έκθεσης των ιδρυμάτων σε αυτούς.
Ο κίνδυνος επιτοκίου είναι ο αντίκτυπος των διακυμάνσεων των επιτοκίων στο περιθώριο κέρδους μιας τράπεζας. Οι μεταβολές στα επιτόκια αγοράς έχουν ισχυρή επίδραση στο περιθώριο των εσόδων σε σχέση με τις δαπάνες – έξοδα των τραπεζών. Για παράδειγμα, η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να μειώσει το περιθώριο κέρδους μιας τράπεζας εάν η δομή των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της είναι τέτοια ώστε τα έξοδα που προέρχονται από τόκους στα δανειακά κεφάλαια να αυξάνουν γρηγορότερα από τα αντίστοιχα έσοδα που προέρχονται από αυτούς. Εντούτοις, εάν μια τράπεζα έχει υπερβάλλουσα ευελιξία επιτοκίου στο ενεργητικό της σε σχέση με το παθητικό της, η μείωση των επιτοκίων θα διαβρώσει το περιθώριο κέρδους της. Σε αυτήν την περίπτωση, οι πρόσοδοι από τα περιουσιακά της στοιχεία θα μειώνονται γρηγορότερα από τα κόστη δανειοδότησης. Ο επιτοκιακός κίνδυνος μετριέται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνήθως εβδομαδιαίως, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές που υπαγορεύουν τη χρήση ή μη των δημοσιευμένων ετήσιων ισολογισμών τους. Η επιτοκιακή τους θέση καταγράφεται περιοδικά με επανεκτίμηση των επιτοκιακών όρων της αγοράς, χρησιμοποιώντας διαστήματα απόκλισης σε σχέση με τον ανταγωνισμό, καθώς επίσης και χρονικές περιόδους αποτελεσματικής εφαρμογής των τεχνικών ελάττωσης του επιτοκιακού κινδύνου. Το κύριο όμως σημείο της ανάλυσης έγκειται στην ωφέλεια από την εφαρμογή πρακτικών προσομοίωσης του επιτοκιακού κινδύνου στη βάση των προβλέψεων των μελλοντικών ταμειακών τους ροών.
Στις οικονομίες της αγοράς, όπως αυτή των τραπεζών, προσφέρονται σήμερα υπηρεσίες ιδιαίτερα ανταγωνιστικές, με τα χρηματοοικονομικά τους στοιχεία να υφίστανται διαρκώς μεταβολές. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει από τη ρευστότητα αυτή της αγοράς και του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών καλείται κίνδυνος της αγοράς. Αλλαγές στα επιτόκια της αγοράς μετατοπίζουν τη δημόσια ζήτηση για τραπεζικές υπηρεσίες και δημιουργούν ξαφνικές μεταβολές στη ζήτηση του χρήματος, ενώ αλλάζουν το επίπεδο των επενδύσεων ή της αποταμίευσης που παρατηρείται στην κοινωνία και την οικονομία. Ιδιαίτερα ευαίσθητα σε αυτές τις κινήσεις της αγοράς είναι τα ομόλογα και οι τιμές μετοχών του χρηματιστηρίου που επηρεάζονται άμεσα και μπορούν να μειωθούν ξαφνικά, καθώς οι τιμές της αγοράς πραγματοποιούν κίνηση ενάντια σε έναν τραπεζικό οργανισμό.
Ο κίνδυνος έλλειψης ρευστών διαθεσίμων για την κάλυψη ταμειακών αναγκών ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού καλείται κίνδυνος ρευστότητας. Οι τραπεζίτες ενδιαφέρονται για την κάλυψη του κινδύνου έλλειψης μετρητών του οργανισμού τους, λόγω και του περιορισμού της δανειοληπτικής τους ικανότητας (δεν μπορούν να δανείζονται υπέρογκα ποσά, μεγαλύτερα από αυτά που υπαγορεύουν οι χρηματοοικονομικές τους δυνατότητες) από τη διατραπεζική αγορά, για να μπορέσουν να καλύψουν διάφορες ανάγκες. Κύριες πηγές ζήτησης ρευστών διαθεσίμων αποτελούν οι κάθε είδους αναλήψεις μετρητών, η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων κάθε μορφής, καθώς και ποικίλες άλλες ανάγκες που απαιτούν μετρητά για την εξυπηρέτησή τους. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της ρευστότητας, ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός μπορεί να αναγκαστεί να δανειστεί επειγόντως κεφάλαια και με υπερβολικό κόστος χρήματος για να καλύψει άμεσες ταμειακές του ανάγκες, μειώνοντας ακόμη και τα κέρδη του. Στην πραγματικότητα βέβαια πολύ λίγα τραπεζικά ιδρύματα παρουσιάζουν έλλειψη μετρητών, εξαιτίας της ευκολίας εξεύρεσης δανειακών διαθεσίμων από άλλες τράπεζες.
Ο κίνδυνος ρευστότητας, από την άλλη, πολύ συχνά εφαρμόζεται ως μια άσκηση σχεδιασμού, παρότι σημαντική δουλειά έχει γίνει προς την κατεύθυνση της ανάλυσης της επίδρασης της υπερβάλλουσας χρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στοιχείο κλειδί για την ελαχιστοποίηση του εν λόγω κινδύνου παραμένει η ορθή διαχείριση των διαθεσίμων των τραπεζικών οργανισμών, καθώς και η ορθολογική πρόβλεψη των αναγκών των τραπεζών σε ρευστά διαθέσιμα.
Ο συναλλαγματικός κίνδυνος στις μέρες μας και ιδίως μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος στις ευρωπαϊκές χώρες του πυρήνα του ευρώ εξαλείφθηκε για τις συναλλαγές μεταξύ χωρών μελών της Ευρώπης, αλλά υφίσταται στις οικονομικές σχέσεις –λόγω της ύπαρξης ισοτιμίας των νομισμάτων– μεταξύ της Ευρώπης με τρίτες χώρες. Γενικώς, ο κίνδυνος της μορφής αυτής, που καλείται και εμπορικός κίνδυνος, παρακολουθείται σε πραγματικό χρόνο με αυστηρά όρια και ιδιαίτερη προσοχή. Και στην περίπτωση του συναλλαγματικού κινδύνου οι συνέπειες της διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ του ευρώ και του νομίσματος της άλλης χώρας αναλύονται με προσομοίωση, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό μεταβλητές συναλλαγματικές ισοτιμίες και κατανομές που προέρχονται από ιστορικά στοιχεία.
Οι ενδελεχείς προσεγγίσεις που εντάσσονται σε κάθε μια από τις παραπάνω αναλύσεις είναι σύνθετες και κυρίως δύσκολες στην κατανόηση μη ειδικών στην ανάλυση των τραπεζικών κινδύνων. Οι τράπεζες ωστόσο οφείλουν να επιλέξουν τα κατάλληλα επίπεδα για κάθε κίνδυνο και να συνθέσουν το «βέλτιστο χαρτοφυλάκιο» συσσωρευμένου κινδύνου που είναι διατεθειμένες να αναλάβουν. Το θέμα είναι πώς αυτό πραγματοποιείται σήμερα και εάν γίνεται με επιτυχία.
Η απάντηση είναι πολύ απλή. Τα ανώτερα στελέχη των τραπεζών παρουσιάζουν συνήθως πλήθος αναλυτικών αναφορών για διαφορετικούς δυνητικούς κινδύνους, όπως συγκεκριμένες πιστοδοτήσεις πελατών, καθώς και σύνθετες περιγραφικές περιλήψεις για επιλεγμένους κινδύνους της αγοράς, χωρίς όμως να παρουσιάζονται με κοινό τρόπο και να ποσοτικοποιούνται επαρκώς. Σε οργανωτικό επίπεδο η συνολική διαχείριση του κινδύνου κεντροποιείται και περιορίζεται με τη σύσταση και μόνο μιας επιτροπής που είναι αρμόδια για τη διαχείριση κινδύνων.
Τραπεζικοί κίνδυνοι που μελετώνται αλλά δεν μοντελοποιούνται εύκολα
Πέρα από τους βασικούς τύπους τραπεζικού κινδύνου που αναφέρθηκαν προηγουμένως, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν και μια πληθώρα άλλων τύπων «επικίνδυνων» διαδικασιών που μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την ισορροπία του οργανωτικού τους συστήματος. Μερικοί από αυτούς, όπως ο επιχειρησιακός κίνδυνος και οι δυσλειτουργίες των μηχανογραφικών τους συστημάτων, είναι φυσικά επακόλουθα της αποτυχίας των κλασικών τεχνικών μέτρησης του υφιστάμενου κινδύνου. Σήμερα επικρατεί η άποψη πως η μέτρηση του κόστους – οφέλους των διαθέσιμων πόρων για την ελάττωση του κινδύνου κατά το σχεδιασμό των συστημάτων πραγματοποιείται με πολύ «απλούς τρόπους», χωρίς να γίνεται μια συνολική αποτίμηση αυτού. Γενικώς, τα προβλήματα της μορφής αυτής ταξινομούνται στην κατηγορία των προβλημάτων διαχείρισης τραπεζικού κινδύνου (Banking Risk Management).
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη και κίνδυνοι άλλης μορφής, εξίσου σημαντικοί σε σχέση με τους γενικούς, όπως νομικής, ρυθμιστικής, πελατειακής και περιβαλλοντικής φύσης. Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις διατίθενται από μέρους των τραπεζών σημαντικός χρόνος αλλά και πόροι για την αντιμετώπισή τους, προστατεύοντας και διατηρώντας έτσι τα ονόματα και τη φήμη της «πελατειακής τους πίστης» από την υποβάθμιση κι εν γένει την απαξίωση της υπόληψης του πελατειακού τους κοινού σε αυτές. Όσο αυτοί οι κίνδυνοι είναι λιγότερο χρηματοοικονομικά μετρήσιμοι, είναι γενικώς μη προσδιορισμένοι σε κάθε επίσημη και δομημένη διάταξη, όπως αυτή των ετήσιων ισολογισμών. Ωστόσο δεν υποεκτιμούνται από τις διοικήσεις των τραπεζών.
Αναγνωρίζονται κυρίως δύο διακριτοί σκοποί ενός ολοκληρωμένου προσδιορισμού κινδύνων:
1. Η κατανόηση της διαφοροποίησης του κινδύνου μεταξύ διαφορετικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, υπό κανονικές συνθήκες και σε βραχυπρόθεσμη προοπτική.
2. Ο υπολογισμός του κινδύνου των επισφαλών απαιτήσεων μεσοπρόθεσμα.
Ο προσδιορισμός των συναθροιστικών τραπεζικών κινδύνων (aggregate banking risks) και εν γένει των επισφαλών απαιτήσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων μπορεί να υποστηρίξει εποικοδομητικά το management των τραπεζών προς την κατεύθυνση σύνθεσης ενός βέλτιστου χαρτοφυλακίου κινδύνου. Σκοπός αυτού είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και επιτυχούς οικονομικά και ανταποδοτικά σχεδιασμού οικονομικής διείσδυσης σε αγορές (τοπικές και εθνικές), που προϋποθέτουν εκ προοιμίου την ανάληψη κινδύνων. Οποιαδήποτε περαιτέρω ερευνητική ενασχόληση με το θέμα της μέτρησης του τραπεζικού κινδύνου αναμένεται να συμβάλει στην ανάπτυξη της έννοιας του βέλτιστου τραπεζικού κινδύνου που δύνανται να αναλαμβάνουν οι τράπεζες, καθώς και στην αποτίμησή του, συγκρίνοντας αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια ανάλογα με τα μεγέθη των τραπεζών.