Κωνσταντίνος Λευκαδίτης, Διευθυντής, Τμήμα Διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Κινδύνων, KPMG
Η αύξηση του ΑΕΠ θα προσεγγίσει το 1,2% το 2015 από 0,8% το 2014 – Η κάμψη της τιμής του πετρελαίου θα ενισχύσει τα καθαρά εισοδήματα των νοικοκυριών – Η ανεργία θα μειωθεί οριακά, λίγο πάνω από το 11% μέχρι το τέλος του 2016 – Η ελληνική οικονομία σημείωσε την ταχύτερη ανάπτυξη, μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2014 – Εξαιτίας της ύφεσης, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25% την τελευταία πενταετία.
Τον Σεπτέμβριο του 2013 η KPMG είχε προβλέψει την εμφάνιση της Βασιλείας IV1. Οι προβλέψεις μας σχετικά με τη μόχλευση, τις προκλήσεις αναφορικά με τα εσωτερικά μοντέλα, καθώς και τις πιο αυστηρές κατευθύνσεις στις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων (Stress Tests), επαληθεύτηκαν. Τώρα έχουμε επιπλέον σημαντικές προτεινόμενες αλλαγές στα κεφαλαιακά πρότυπα (Capital Standards).
Η Βασιλεία III αρχικά εστίασε κυρίως στον αριθμητή του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAR) –στην ποιότητα (αυξανόμενη έμφαση στο κεφάλαιο CET1 και στην εναρμόνιση με τα αφαιρετικά στοιχεία κεφαλαίου) και την ποσότητα (πολλαπλά buffers) του κεφαλαίου μιας τράπεζας. Οι αλλαγές στον παρονομαστή περιορίστηκαν σε συγκεκριμένους τομείς, όπως οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις τιτλοποιήσεις και για τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου στις διμερείς διαπραγματεύσεις.
Τα τελευταία χρόνια, η Επιτροπή της Βασιλείας εργάζεται αποκλειστικά για τον παρονομαστή του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας: του σταθμισμένου ενεργητικού για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον λειτουργικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς. Η βούληση είναι σαφής: να υιοθετηθούν αναθεωρημένες και τυποποιημένες προσεγγίσεις, ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα των τραπεζών να μπορούν να μειώνουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις μέσω της χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων.
Ένα βασικό στοιχείο αυτής της εργασίας είναι το πρόσφατο έγγραφο διαβούλευσης2 που εκδόθηκε από την Επιτροπή της Βασιλείας. Η περίοδος διαβούλευσης θα διαρκέσει μέχρι τις 27 Μαρτίου 2015.
Κύριος στόχος είναι να καταστεί η τυποποιημένη προσέγγιση του πιστωτικού κινδύνου περισσότερο ευαίσθητη στον κίνδυνο και να ευθυγραμμιστεί περαιτέρω (όσον αφορά τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής) με την εσωτερική προσέγγιση αξιολόγησης (Internal Rating Based Approach) και λιγότερο στις εξωτερικές αξιολογήσεις.
Οι κύριες προτάσεις είναι να εισαχθεί μια προσέγγιση «παραγόντων κινδύνου» για ορισμένους τύπους πιστωτικού κινδύνου. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου καθορίζουν και τους τυποποιημένους συντελεστές στάθμισης.
Επιπτώσεις
Στόχος
Οι προτάσεις αυτές αφορούν όλες τις τράπεζες ανεξαιρέτως.
Διαβούλευση
Χωρίς αμφιβολία, οι τράπεζες έχουν εκφράσει απόψεις σχετικά με την καταλληλότητα των προτεινόμενων παραγόντων κινδύνου. Για παράδειγμα, τα ποσοστά καθυστερήσεων επί των δανειακών ανοιγμάτων μπορεί να είναι ο καλύτερος δείκτης κινδύνου για τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, ενώ οι δείκτες ρευστότητας μπορεί να είναι σημαντικοί για τα ανοίγματα προς τις τράπεζες. Κατά τον ίδιο τρόπο, ενδέχεται να είναι δύσκολο να διευθετηθούν οι όποιες διαφορές μεταξύ των χωρών στην προσπάθεια να διατηρήσουν συνέπεια και απλότητα.
Απαιτήσεις σχετικά με συστήματα και δεδομένα
Οι τράπεζες που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μέθοδο για τον πιστωτικό κίνδυνο θα πρέπει να αντικαταστήσουν τα συστήματά τους ή να δημιουργήσουν νέα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι συλλέγουν τα απαραίτητα δεδομένα για τους δανειολήπτες και τους άλλους αντισυμβαλλόμενους, καθώς επίσης ότι είναι σε θέση να υπολογίσουν τις νέες σταθμίσεις κινδύνου με βάση τους προτεινόμενους παράγοντες κινδύνου.
Παράλληλα, οι τράπεζες που χρησιμοποιούν προσεγγίσεις βασισμένες σε εσωτερικά μοντέλα θα πρέπει να υπολογίσουν –και να δημοσιεύσουν– τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με τις αναθεωρημένεςτυποποιημένες προσεγγίσεις. Αυτό είναι πιθανό να δημιουργήσει πρόσθετες σημαντικές απαιτήσεις για τα συστήματά τους και τις δυνατότητες διαχείρισης δεδομένων.
Οι εποπτικές αρχές θα θελήσουν πιθανώς να ελέγξουν ότι οι τράπεζες συλλέγουν και χρησιμοποιούν τα κατάλληλα δεδομένα, γεγονός που ενδέχεται να εγείρει θέματα αναφορικά με την αποτίμηση αστικών και εμπορικών ακινήτων, καθώς και τον υπολογισμό των δεικτών εταιρικής μόχλευσης. Τυχόν ελλείψεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή κεφαλαιακών απαιτήσεων μέσω του «Πυλώνα ΙΙ».
Κεφαλαιακές απαιτήσεις
Οι τράπεζες που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μέθοδο για τον πιστωτικό κίνδυνο πιθανόν να αντιμετωπίσουν υψηλότερες ή χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, ως αποτέλεσμα των προτάσεων, ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ανοιγμάτων, καθώς και την προτεινόμενη αναθεωρημένη μείωση του πιστωτικού κινδύνου. Μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά είναι πιθανό κάτι τέτοιο να επηρεάσει την πιστωτική πολιτική, η οποία θα έχει πραγματικές μακροοικονομικές συνέπειες.
Συνολικά, οι προτεινόμενοι νέοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου φαίνονται, κατά μέσο όρο, υψηλότεροι υπό την τρέχουσα τυποποιημένη προσέγγιση –και ιδιαίτερα στην προτεινόμενη κλίμακα των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τις επιχειρήσεις, όπου η κλίμακα από 60% έως 300% είναι σημαντικά υψηλότερη από την τρέχουσα κλίμακα από 20% έως 150%, ενώ για ανοίγματα σε άλλες τράπεζες η κλίμακα αρχίζει από 30% και όχι από το σημερινό 20%. Μελέτη ποσοτικής επίπτωσης της Επιτροπής της Βασιλείας θα πρέπει να αποσαφηνίσει τον βαθμό στον οποίο οι νέοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου οδηγούν σε υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις –ενώ οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν στη δική τους ανάλυση για να εκτιμηθεί ο δυνητικός αντίκτυπος αυτών των προτάσεων.
Σε συνδυασμό με το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ, οι τράπεζες πιθανότατα να έρθουν αντιμέτωπες με σημαντικά υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που θα προκύπτουν αθροιστικά από την επιβολή υψηλότερου ελάχιστου δείκτη μόχλευσης, περιορισμών στη χρήση εσωτερικών μοντέλων, αυστηρότερων σεναρίων stress tests, καθώς και κεφαλαιακών αποθεμάτων (capital buffers) υψηλότερων των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει τις τράπεζες είτε στη διακράτηση περισσότερων κεφαλαίων είτε στη μείωση των εντός/εκτός ισολογισμού στοιχείων. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος χρήματος και να μειωθεί η χρηματοδότηση των τραπεζών προς τα νοικοκυριά, τις εταιρείες και τους λοιπούς πελάτες.
Επιπροσθέτως, οι τράπεζες θα χρειαστεί να βελτιώσουν τη διαχείριση της κεφαλαιακής τους βάσης, όχι μόνο στον βαθμό κατανόησης των απαιτούμενων κεφαλαίων για την υποστήριξη των διαφόρων δραστηριοτήτων τους αλλά και στην επίτευξη σύνδεσης της διαχείρισης κεφαλαίων με την εταιρική στρατηγική, τη διάθεση ανάληψης κινδύνου και τα επιχειρηματικά τους μοντέλα.
Ευρύτερη οικονομία
Οι αλλαγές που φέρνει η Βασιλεία IV με την προτεινόμενη χρήση των παραγόντων κινδύνου και την ευρύτερη κλίμακα των συντελεστών στάθμισης θα μετακυλίσει το πρόσθετο «κόστος» των κεφαλαιακών απαιτήσεων προς τους δανειολήπτες που αξιολογούνται ως πελάτες υψηλού κινδύνου. Οι αλλαγές αυτές, στο βαθμό που συμβαδίζουν με τιςς εσωτερικές αξιολογήσεις κινδύνων από τις τράπεζες, δύνανται να αυξήσουν το κόστος και ταυτόχρονα να μειώσουν την τραπεζική χρηματοδότηση για συγκεκριμένους τύπους δανειοληπτών.
Ειδικότερα, η χρήση των προτεινόμενων παραγόντων κινδύνου θα αυξήσει το κόστος κεφαλαίου των δανείων άνω του €1 εκ. για τις ΜΜΕ (που δεν συμπεριλαμβάνονται στα ανοίγματα λιανικής), τις χορηγήσεις προς δανειολήπτες με υψηλά LTV (αστικά και εμπορικά ακίνητα) και τα δάνεια προς τις τράπεζες.
Βασικές προτάσεις ανά κατηγορία ανοιγμάτων |
|
Επιχειρήσεις |
Αντικατάσταση των εξωτερικών οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με δύο παράγοντες κινδύνου: τα έσοδα και τη μόχλευση του δανειολήπτη για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου, που θα κυμαίνονται από 60% έως 300%. |
Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπράγματα βάρη επί κατοικιών |
Καθορισμός των συντελεστών στάθμισης κινδύνου με βάση δύο παράγοντες κινδύνου: υπόλοιπο δανείου προς την αξία της εμπράγματης εξασφάλισης (LTV) και δείκτης κάλυψης εξυπηρέτησης του χρέους (Debt Service Coverage, DSC), με συντελεστές στάθμισης κινδύνου που θα κυμαίνονται από 25% έως 100%. |
Λιανική τραπεζική |
Γίνονται αυστηρότερα τα κριτήρια για την ένταξη στον συντελεστή στάθμισης κινδύνου 75%. |
Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με παροχή εμπράγματης εξασφάλισης επί εμπορικών ακινήτων |
Δύο επιλογές υπάρχουν: α) να αντιμετωπιστούν ως ανασφάλιστα ανοίγματα του αντισυμβαλλομένου, εφαρμόζοντας συντελεστή στάθμισης, ο καθορισμός του οποίου είναι στη διακριτική ευχέρεια της κάθε χώρας και υπό ορισμένες συνθήκες, ή β) να προσδιοριστούν συντελεστές στάθμισης κινδύνου με βάση τον δείκτη υπόλοιπο δανείου προς την αξία της εμπράγματης εξασφάλισης (LTV), με συντελεστές στάθμισης κινδύνου που θα κυμαίνονται από 75% έως 120%. |
Τράπεζες |
Αντικαθιστά τις εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας με δύο παράγοντες κινδύνου: τον δείκτη κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) και τον δείκτη ποιότητας ενεργητικού (Net Non-Performing assets, NPA), για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου, που θα κυμαίνονται από 30% έως 300%. |
Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου |
Τροποποίηση του εποπτικού πλαισίου μειώνοντας τον αριθμό των προσεγγίσεων, επανακαθορίζοντας τις εποπτικές απομειώσεις και αναθεωρώντας τα κριτήρια επιλογής εγγυητή. |
Κράτη, κεντρικές τράπεζες και οντότητες του δημόσιου τομέα |
Δεν υπάρχουν αλλαγές σε αυτό το στάδιο, εν αναμονή μιας ευρύτερης αναθεώρησης. |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. KPMG International (2013), «Basel 4: Emerging from the mist?»
2. Basel Committee on Banking Supervision (2014), «Standards, Revisions to the Standardised Approach for Credit Risk». Consultative document, issued for comments by 27 March 2015.