Δικηγόρος
Η διαδικασία συνδιαλλαγής (έκτο κεφάλαιο Πτωχευτικού Κώδικα) τροποποιήθηκε πρόσφατα προκειμένου να καταστεί δυνατή η πραγματική εξυγίανση των επιχειρήσεων και να αντιμετωπιστούν με τις νέες διατάξεις οι «παρενέργειες» της εξυγίανσης που παρουσιάστηκαν κατά την εφαρμογή του θεσμού τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Με τις νέες διατάξεις διακηρύσσεται ότι δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία στις επιχειρήσεις, οι οποίες για οποιονδήποτε λόγο αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα που χωρίς κάποια θεσμική «χείρα βοηθείας» δεν είναι σε θέση να επιλύσουν.
Με τη διαδικασία συνδιαλλαγής (άρθρα 99-106ια του Πτωχευτικού Κώδικα) δημιουργείται ένας θεσμός πρόληψης της πτώχευσης. Επιχειρείται με θεσμικά ικανοποιητικό, κατά τη γνώμη μας, τρόπο να διασωθεί και να εξυγιανθεί μια επιχείρηση όταν αυτή έχει περιέλθει σε γενική αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών της (παρούσα ή επαπειλούμενη) ή ακόμη και σε παύση πληρωμών ή, με άλλα λόγια, σε σημείο που η επιχείρηση δεν μπορεί με τις δικές της δυνάμεις να εξοφλήσει τους πιστωτές της και να εξασφαλίσει τη λειτουργία της.
Σε παλαιότερα άρθρα μας είχαμε επισημάνει λεπτομερώς τα τρωτά του προηγούμενου θεσμικού πλαισίου, σήμερα θα περιοριστούμε στα κυριότερα χαρακτηριστικά της νέας ρύθμισης:
α. Η πιο σημαντική αλλαγή επέρχεται με τη δέσμευση και των μη συναινούντων πιστωτών από τη συμφωνία εξυγίανσης. Επιστρέφουμε δηλαδή στην αρχή της καθολικής προσβολής των συμφερόντων των πιστωτών χάριν του υπέρτερου καλού που είναι η διάσωση μιας βιώσιμης επιχείρησης και επιλύεται έτσι το κατά την οικονομική θεωρία «πρόβλημα της συλλογικής δράσης» (collective action problem).
β. Με τις νέες ρυθμίσεις εξασφαλίζεται μεγάλη ευελιξία ως προς τη διαδικασία για την κατάρτιση και επικύρωση της συμφωνίας. Πιο συγκεκριμένα, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν –εφόσον το θελήσουν– να αποφύγουν την επίσημη διαδικασία ανοίγματος της συνδιαλλαγής, να ακολουθήσουν τη λύση των εμπιστευτικών διαπραγματεύσεων και, εάν καταλήξουν σε συμφωνία, να την υποβάλουν κατευθείαν στο δικαστήριο για επικύρωση, ώστε να καταστεί δεσμευτική για όλους τους πιστωτές.
γ. Καταργείται το ανώτατο χρονικό όριο των τεσσάρων ετών για την υλοποίηση της συμφωνίας, ρύθμιση που ματαίωσε πολλές φορές κατά το παρελθόν την επίτευξη συμφωνιών εξυγίανσης επιχειρήσεων.
δ. Το νέο δίκαιο ως προς το ελάχιστο ποσοστό συναινούντων πιστωτών που απαιτείται για την κατάρτιση της συμφωνίας απαιτεί, εάν μεν λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών της επιχείρησης και εκπροσωπείται σ’ αυτήν τουλάχιστον το 50% των πιστωτών της, πλειοψηφία του 60% του συνόλου των εκπροσωπούμενων απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών. Εάν δεν λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών, απαιτείται η συμφωνία να υπογράφεται από πιστωτές που εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών.
ε. Ο σκοπός του νομοθέτη διατυπώνεται πανηγυρικά ότι είναι η διάσωση της επιχείρησης και όχι κατ’ ανάγκην του φορέα της –του επιχειρηματία. Ως συνέπεια αυτής της παραδοχής ο νέος νόμος παρέχει την ευχέρεια του εξαναγκασμού των μετόχων της επιχείρησης που αδικαιολόγητα ή καταχρηστικά αντιδρούν στη διάσωσή της να συμπράξουν σ’ αυτήν.
στ. Σημαντική καινοτομία του νέου νόμου είναι και η καθιέρωση της υποχρέωσης η αίτηση για άνοιγμα της συνδιαλλαγής να συνοδεύεται από έκθεση εμπειρογνώμονα, που μπορεί να είναι ελεγκτική εταιρεία, ορκωτός ελεγκτής ή τραπεζικό ίδρυμα.
ζ. Ακόμη, είναι ορθή η πρόβλεψη του νέου νόμου ότι εάν διαταχθεί από το δικαστήριο αναστολή εκτελέσεως κατά του οφειλέτη, τότε κάτι τέτοιο αυτοδικαίως επάγεται την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη.
Ειδικότερα τα άρθρα (99-106ια) προβλέπουν:
Α. Προϋποθέσεις υπαγωγής στο άρθρο 99
Υποκειμενική:
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1, το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα.
Αντικειμενική:
α. Παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό.
β. Και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, εάν κατά την κρίση του ο οφειλέτης αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη διαδικασία αυτή. Αν ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία του άρθρου 99 είναι παραδεκτή μόνο αν συνυποβληθεί ταυτόχρονα και με το ίδιο δικόγραφο αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης.
– Έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης με την κατάθεση αίτησης στο αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στην αίτηση πρέπει να εξηγηθεί σε τι συνίσταται η οικονομική αδυναμία της επιχείρησης, το ιστορικό και τα αίτια αυτής και ο προτεινόμενος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος (πληροφοριακό και περιγραφικό περιεχόμενο της αίτησης). Καινοτομία της διάταξης αποτελεί η θέσπιση της υποχρέωσης η αίτηση να συνοδεύεται από έκθεση εμπειρογνώμονα. Σημειώνεται ότι η διαδικασία της εξυγίανσης απαιτεί από το δικαστήριο να προβεί σε εκτιμήσεις οικονομικού περιεχομένου, για τις οποίες η συνδρομή ενός εμπειρογνώμονα είναι απαραίτητη. Ο εμπειρογνώμονας μπορεί να είναι πιστωτικό ίδρυμα, ορκωτός ελεγκτής ή ελεγκτική εταιρεία.
– Απόφαση δικαστηρίου για άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης. Για περίοδο τεσσάρων μηνών. Προβλέπεται η δυνατότητα παράτασης για έναν ακόμη μήνα. Καινοτομία αποτελεί το ότι ο διορισμός μεσολαβητή δεν είναι υποχρεωτικός, αφού κατά τις περιστάσεις η ύπαρξη μεσολαβητή μπορεί να μην είναι απαραίτητη και δεν είναι σκόπιμο να επιβαρύνεται η διαδικασία με περιττό κόστος. Ο ορισμός μεσολαβητή, αντιθέτως, είναι υποχρεωτικός όταν ζητείται από τον οφειλέτη.
Από το δικαστήριο είναι δυνατόν να οριστεί επίσης και ειδικός εντολοδόχος για τις πράξεις που θα καθορίσει αυτό (λ.χ. διαφύλαξη περιουσίας, ειδικές διαχειριστικές πράξεις κ.ο.κ.)
– Από το δικαστήριο διατάσσονται και τα προληπτικά μέτρα του άρθρου 10 του Π.Κ., δηλαδή η απαγόρευση λήψης ασφαλιστικών μέτρων ή αναγκαστικής ή συλλογικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, ώστε να αποτραπεί η επιδείνωση της οικονομικής του θέσης. Τα προληπτικά μέτρα ισχύουν από την κατάθεση της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και μέχρι τη λήξη της. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται, όπως ελέχθη, αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η προηγούμενη αναστολή μπορεί να καταλαμβάνει και την περιουσία των εγγυητών του οφειλέτη, που στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών είναι πολύ σημαντική προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα και την ισορροπία μιας συμφωνίας εξυγίανσης.
Γ. Προϋποθέσεις ανοίγματος διαδικασίας
– Αίτηση οφειλέτη για άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, η οποία συνοδεύεται από έκθεση εμπειρογνώμονα.
– Γραμμάτιο κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την αμοιβή του εμπειρογνώμονα.
– Πιθανολόγηση από το δικαστήριο επίτευξης συμφωνίας, βιωσιμότητας της επιχείρησης και μη προσβολής συλλογικής ικανοποίησης πιστωτών.
Δ. Σύναψη συμφωνίας – ποσοστά πιστωτών
– Το ελάχιστο ποσοστό συναινούντων πιστωτών που απαιτείται για την κατάρτιση της συμφωνίας είναι, εάν λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών, να εκπροσωπείται σ’ αυτήν τουλάχιστον το 50% των πιστωτών και να υπάρξει πλειοψηφία του 60% του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων πιστωτών.
– Εάν δεν έχει λάβει χώρα συνέλευση των πιστωτών, απαιτείται η συμφωνία να υπογράφεται από πιστωτές που εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων πιστωτών. Στην περίπτωση αυτή τα ποσοστά υπολογίζονται με βάση τις υφιστάμενες κατά την ημέρα ανοίγματος της διαδικασίας απαιτήσεις, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πιστωτές που δεν θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης.
Ε. Λόγοι απόρριψης συμφωνίας
Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης εφόσον έχει υπογραφεί από τον οφειλέτη και είτε έχει ληφθεί νόμιμα απόφαση από τη συνέλευση των πιστωτών για την υπογραφή της από τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο είτε υπογράφεται από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 106α Π.Κ. πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών.
Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης:
– Αν δεν πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη.
– Αν πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται κατά την έννοια του άρθρου 99 παρ. 2.
– Αν η συμφωνία εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, ή παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού.
– Αν η συμφωνία εξυγίανσης δεν αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές που βρίσκονται στην ίδια θέση.
Σημείωση: Αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, καθώς και αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχισή της, απαιτήσεις η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις.
– Αν με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν αίρεται η παύση πληρωμών που τυχόν υφίσταται.
ΣΤ. Αποτελέσματα της επικύρωσης
– Από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης.
– Αν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, η επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν έχει επίπτωση στις ασφάλειες, προσωπικές ή εμπράγματες, περιλαμβανομένων των προσημειώσεων, που έχουν παρασχεθεί για την εξασφάλιση της απαίτησης. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον.
– Με την επικύρωση της συμφωνίας αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
– Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις. Με τις νέες ρυθμίσεις φαίνεται ότι ο έλληνας νομοθέτης αντελήφθη –έστω και αργά– ότι η ανάγκη διάσωσης μιας επιχείρησης δεν έρχεται σε σύγκρουση αλλά, αντίθετα, συμπλέει με τα συμφέροντα των πιστωτών, αφού κατά κανόνα οι πιστωτές θα ικανοποιηθούν περισσότερο από μια λειτουργούσα επιχείρηση παρά από την «όποιος προλάβει» σκύλευσή της ή από μια συλλογική ρευστοποίηση του ενεργητικού της.
(avra@ath.forthnet.gr)