• Σήμερα είναι: Πέμπτη, 7 Νοεμβρίου, 2024

Οικονομική κρίση και επιχειρηματικότητα στη σύγχρονη Ελλάδα

Κυριάκος Πατατούκας

Επιθεωρητής Ποιοτικού Ελέγχου ΣΟΛ ΑΕΟΕ

Νικόλαος Λ. Παπάκης

Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ΣΟΛ ΑΕΟΕ, Master of Accountancy & Business Finance, University of Dundee, Scotland

Η ελληνική οικονομία σήμερα στηρίζεται κατά κύριο λόγω στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, στον τουρισμό και, λιγότερο, στη ναυτιλία. Η σταδιακή εγκατάλειψη της περιφέρειας, από τη μία πλευρά, και η συγκέντρωση του πληθυσμού στην πρωτεύουσα, από την άλλη, οφείλεται σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία της οικονομίας, τα οποία παρατηρούνται τα τελευταία πενήντα χρόνια στη χώρα μας.

Η Ελλάδα, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 κυρίως, χρησίμευσε στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες ως δεξαμενή φθηνής εργατικής δύναμης, ενώ την τελευταία πενταετία λειτούργησε ως δεξαμενή μετανάστευσης κυρίως επιστημονικού προσωπικού. Αυτό έχει ως συνέπεια την κατασπατάληση πόρων, από τη μία μεριά, για την ελληνική οικονομία, τη δε ωφέλεια να την καρπούνται οι χώρες κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, από την άλλη. Η ελληνική οικονομία βασίζεται στην εξαγωγή αγροτικών προϊόντων, κυρίως ενός βασικού προϊόντος (μονοκαλλιέργεια), σταφίδα, βαμβάκι, καπνό, λάδι, καθώς επίσης και στην εξαγωγή πρώτων υλών, π.χ. βωξίτη, σε τιμές όμως που διαμορφώνονται στη διεθνή αγορά από τις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Συνέπεια των παραπάνω γεγονότων είναι η καθήλωση της ελληνικής οικονομίας σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η εκτίναξη της ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Η αστική – επιχειρηματική τάξη που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχει σχέση με αυτήν που αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη. Ο αστός στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο υπήρξε μεσολαβητής – παρασιτικός, σε αντίθεση με αυτόν της Δυτικής Ευρώπης, ο οποίος διαμορφώθηκε ως επιχειρηματικός και επενδυτικός, με εθνικό χαρακτήρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δυσανάλογη ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, π.χ. υπηρεσίες, μεταφορές, σε σχέση με τους άλλους δύο, πρωτογενή και δευτερογενή, την εξάρτηση της βιομηχανίας – βιοτεχνίας από τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και τη γενικότερη οικονομική και πολιτική εξάρτηση και υποτέλεια της Ελλάδας από τις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Η οικονομία της Ελλάδας, έτσι όπως σκιαγραφείται από τα μακροοικονομικά της μεγέθη τα τελευταία πέντε χρόνια (πολύ υψηλή ανεργία, πολύ υψηλό χρέος, μεγάλη πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), κατατάσσεται σε μια χώρα όπου η οικονομική της εξάρτηση είναι πολύ μεγάλη από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η ανάπτυξη των χωρών της Δυτικής Ευρώπης στηρίχθηκε, σε ένα μεγάλο μέρος, σε μια εξ αντιδιαστολής σχέση όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και με τις υπόλοιπες χώρες του λεγόμενου ευρωπαϊκού Νότου. Στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια υπήρξε μια σταδιακή αποβιομηχάνιση, πτώση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα περισσότερα βασικά καταναλωτικά είδη να εισάγονται από χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς επίσης και από τρίτες χώρες. Η βαθύτερη αιτία που προκάλεσε την πενταετή και πλέον κρίση στην Ελλάδα είναι η κρίση αξιών που παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία. Η απόκτηση του εύκολου κέρδους, π.χ. βλέπε το Χρηματιστήριο Αθηνών το 1999, καθώς και η ευρύτερη απαξίωση των θεσμών του κράτους, δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Η αβεβαιότητα των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, η χαμηλή εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι χαμηλές προσδοκίες για τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών αυξάνουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο της χώρας. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη επενδύσεων και, κατ’ επέκταση, χαμηλά επίπεδα απασχόλησης και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων που παρατηρείται τα τελευταία επτά χρόνια στην Ελλάδα παρατηρείται, σε μικρότερο βαθμό ασφαλώς, και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, αντίδοτο στην υψηλή και μακροχρόνια ανεργία θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι και οι περισσότερες στη χώρα μας.

Επιχειρηματικότητα και καινοτομία

Επιχειρηματικότητα είναι η ικανότητα στην πράξη για καινοτόμηση και επένδυση σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες, νέες μεθόδους παραγωγής, καθώς επίσης και διεύρυνση σε υπάρχουσες ή νέες αγορές. Επιπλέον, ο όρος καινοτομία σημαίνει τον μετασχηματισμό μιας ιδέας σε ένα νέο προϊόν ή μια νέα παραγωγική διαδικασία ή σε ένα νέο τρόπο συσκευασίας ενός προϊόντος. Σύμφωνα με τον Peter F. Drucker, η καινοτομία έχει να κάνει πολύ λίγο ή και καθόλου με την έμπνευση ή με την οξυδέρκεια, αλλά έχει να κάνει με τη σκληρή και συστηματική δουλειά. Υποστηρίζει ότι η καινοτομία έχει να κάνει με την απομάκρυνση του παλιού από την επιχείρηση, κάτι πολύ δύσκολο, επειδή οι περισσότερες επιχειρήσεις ανέπτυξαν έναν δυνατό συναισθηματικό δεσμό με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παράγουν. Το κλειδί για την καινοτομία είναι ότι, κάθε τρία χρόνια, συστηματικά η επιχείρηση θα πρέπει να συζητάει κάθε άποψη που αφορά τη μελλοντική της επιβίωση και να εστιάζει την προσοχή της σε θέματα σχετικά με κάθε προϊόν ή υπηρεσία που παράγει, την τεχνολογική εξέλιξη, την αγορά και τα κανάλια διανομής των προϊόντων της.

Από τους πιο ζωτικούς παράγοντες στις επιχειρήσεις και μάλιστα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ο ίδιος ο επιχειρηματίας. Ο επιχειρηματίας είναι εκείνος ο άνθρωπος που δεσμεύεται τόσο στον εαυτό του όσο και στους άλλους (εργαζόμενους, δημόσιο, τράπεζες κ.λπ.), «γεννάει» μια ιδέα, τη σχεδιάζει, πιθανόν τη συζητάει και με άλλους ανθρώπους (συγγενείς, φίλους κ.λπ.), ζητάει βοήθεια από δημόσιους φορείς, κατασκευάζει το προϊόν και το διαθέτει στην αγορά. Σήμερα, όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «επιχειρηματίας», τη χρησιμοποιούμε αδιακρίτως για ένα πολύ ευρύ φάσμα ανθρώπων, δηλαδή για ανθρώπους που κατέχουν πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως μια βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων, ή για ανθρώπους που κατέχουν πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, όπως μια γαλακτοβιομηχανία ή μια τσιμεντοβιομηχανία. Επίσης χρησιμοποιούμε τη λέξη επιχειρηματίας ανεξαρτήτως εάν αυτός ο άνθρωπος είναι ο ιδρυτής της επιχείρησης ή απλώς την έχει κληρονομήσει. Όμως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο πραγματικός επιχειρηματίας είναι αυτός που ξεκινάει με ελάχιστο κεφάλαιο, σχεδόν από το τίποτε, και ιδρύει την επιχείρησή του πετυχαίνοντας τους στόχους που έχει θέσει με πολύ σκληρή δουλειά και δημιουργική φαντασία, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που εμφανίζονται, αποφεύγοντας τους κινδύνους, παίρνοντας αποφάσεις στον σωστό χρόνο. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει από διάφορα πανεπιστήμια, ο επιχειρηματίας έχει κάποιες ιδιότητες – χαρίσματα που τον χαρακτηρίζουν. Όπως, για παράδειγμα, η προθυμία για ανάληψη κινδύνων, η σκληρή δουλειά, η ικανότητα για συνεργασία με άλλους, το οργανωτικό πνεύμα, η αυτοπεποίθηση, η αυτοπειθαρχία, η εξειδικευμένη εμπειρία, η ηγετική ικανότητα κ.λπ.

Ωστόσο, οι επιχειρηματίες διαφέρουν όχι μόνο ως προς τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους αλλά και ως προς τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται. Τα κίνητρα που ωθούν κάποιους ανθρώπους να γίνουν επιχειρηματίες είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, κάποιοι άνθρωποι ασχολούνται με το επιχειρείν διότι έχουν την επιθυμία να κάνουν κάτι ανεξάρτητο από τις υποδείξεις των άλλων, άλλοι διότι θεωρούν ότι θα έχουν πιο υψηλό εισόδημα, άλλοι διότι δεν βλέπουν δυνατότητα εξέλιξης και ανάπτυξης στο επάγγελμα που ασκούν τώρα. Ως συνήθως, άνθρωποι μέσης ηλικίας, οι οποίοι θεωρούν ότι δεν θα φθάσουν ποτέ στα ανώτατα επίπεδα ιεραρχίας στον χώρο όπου εργάζονται ή πιστεύουν ότι τα προσόντα που διαθέτουν δεν αξιοποιούνται επαρκώς, αποφασίζουν να αλλάξουν επάγγελμα και ξεκινούν μια δική τους επιχείρηση. Μελέτες που έχουν γίνει από διάφορα πανεπιστήμια εξήγαγαν το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που γίνονται επιχειρηματίες είναι άνθρωποι που είχαν γενικά ένα πολύ υψηλό επίπεδο επιτυχίας στην προηγούμενη δουλειά τους. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο λόγος που ωθεί κάποιον να γίνει επιχειρηματίας δεν είναι η εξωτερική πίεση, αλλά η εσωτερική διάθεση για δραστηριοποίηση. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, τα στελέχη τους θα πρέπει να παρουσιάζουν επιχειρηματικό πνεύμα και αυτός, βέβαια, θα πρέπει να είναι ένας βασικός λόγος που εξελίσσονται και απολαμβάνουν υψηλές αποδοχές αλλά και επιπλέον παροχές.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε τον ηγετικό ρόλο του επιχειρηματία σε σχέση με το στέλεχος (μάνατζερ) της επιχείρησης. Ο επιχειρηματίας που έχει ηγετικό χάρισμα εμπνέει τους εργαζόμενους, τους δίνει όραμα και αναδεικνύεται μέσα από αυτούς. Είναι καινοτόμος, έχει δική του αντίληψη για τα πράγματα και πείθει με τον λόγο του, αντιμετωπίζοντας μια σειρά από καθημερινά και μη προβλήματα. Από την άλλη μεριά, το στέλεχος (μάνατζερ) της επιχείρησης διορίζεται από τους μετόχους της, λειτουργεί διαχειριστικά και ασκεί εξουσία που απορρέει από τη θέση του, βασίζοντας τη δύναμή του στον έλεγχο, εμπνέοντας φόβο στους υφισταμένους του. Ωστόσο, η επιχειρηματικότητα σχετίζεται με το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον των επιχειρηματιών. Μεγάλη επίδραση ασκούν οι γονείς και γενικότερα η οικογένεια, όπως και η παιδεία η οποία έχει λάβει κάποιος. Γονείς οι οποίοι προτρέπουν τα παιδιά τους να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες στη ζωή τους, να είναι σχετικά ανεξάρτητοι, πειθαρχημένοι και υπεύθυνοι άνθρωποι, δημιουργούν προϋποθέσεις ανάπτυξης προσωπικοτήτων με επιχειρηματικό πνεύμα. Υποστηρίζεται ότι λαοί με εντονότερη επιχειρηματικότητα, σε σχέση με άλλους λαούς, είναι οι Έλληνες, οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι και οι Κινέζοι.

Ενα από τα βασικότερα θετικά στοιχεία της επιχειρηματικότητας είναι ότι βοηθά στη δημιουργία και ανάπτυξη νέων θέσεων εργασίας, και συνεπώς μειώνει την ανεργία, δημιουργώντας καινούργιες πηγές πλούτου και ευημερίας σε μια οικονομία. Ωστόσο, καμία επένδυση δεν είναι τελείως ασφαλής και συνεπώς υπάρχει η πιθανότητα να αποτύχει. Όμως, για κάποιους επιχειρηματίες η αποτυχία είναι έναυσμα που τους δραστηριοποιεί περισσότερο και τελικά επιτυγχάνουν τον στόχο τους. Κλασικό παράδειγμα είναι ο επιχειρηματίας Henry Ford, ο οποίος στην πρώτη του επιχειρηματική απόπειρα απέτυχε. Όμως στη δεύτερη επιχειρηματική του προσπάθεια πέτυχε, ιδρύοντας μία από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες.

Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το ΙΟΒΕ, με θέμα «Επιχειρηματικότητα 2013-2014», η οικονομική κρίση οδηγεί τους νέους ανθρώπους προς την επιχειρηματικότητα λόγω ανάγκης και όχι επειδή υπάρχει μια νέα επενδυτική ευκαιρία. Επίσης, η ίδια έρευνα υποστηρίζει ότι οι ήδη καθιερωμένοι επιχειρηματίες συνεχίζουν να δρουν επιχειρηματικά όχι γιατί ψάχνουν νέες επενδυτικές ευκαιρίες αλλά επειδή θεωρούν ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν κάνοντας μια άλλη εργασία. Επιπλέον, ο βασικός λόγος διακοπής της επιχειρηματικότητας είναι η έλλειψη κερδοφορίας και η πιθανή αποτυχία, τόσο για τους νέους επιχειρηματίες όσο και για τους ήδη υπάρχοντες. Επιπλέον, η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, καθώς επίσης και οι χρονοβόρες διαδικασίες ίδρυσης, αποτελούν βασικό εμπόδιο στην ίδρυση και ανάπτυξη μιας νέας επιχείρησης.

Άλλοι παράγοντες που θεωρούν οι επιχειρηματίες ότι επηρεάζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η αυξημένη φορολογία εισοδήματος και περιουσίας, οι αυξημένοι ασφαλιστικοί συντελεστές, καθώς επίσης και οι αυξημένοι έμμεσοι φόροι, όπως π.χ. ο ΦΠΑ. Λόγω του οικονομικού κλίματος που υπάρχει σήμερα στην ελληνική οικονομία, τον ρόλο της αποκατάστασης του δυσμενούς κλίματος θα πρέπει να τον αναλάβει το κράτος, εφόσον αποκατασταθεί στη συνείδηση των πολιτών. Θα πρέπει, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να δημιουργήσει νέες επενδύσεις και συνθήκες για εύκολη ίδρυση επιχειρήσεων σε τομείς όπου η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως π.χ. στον τουρισμό, στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κ.ά. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια ένταξης της επιχειρηματικότητας στην εκπαίδευση, δεδομένου ότι η παιδεία βοηθάει στην ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις και ειδικότερα οι μικρομεσαίες θα πρέπει να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές, ακολουθώντας το συνετό επιχειρείν για μια σύγχρονη και βιώσιμη ανάπτυξη.