• Σήμερα είναι: Παρασκευή, 2 Ιουνίου, 2023

Οι πρώτες διατάξεις περί λογιστικών βιβλίων και φορολογικών στοιχείων στη μεταπολεμική Ελλάδα (1948): Διαχρονικότητα και συνέχεια

Χαράλαμπος Τσούσης
MSc. Λογιστικής ΑΣΟΕΕ, MSc. Φορολογίας και Ελεγκτικής Παντείου

Το σκεπτικό για την σύνταξη του παρόντος σημειώματος αντλεί την ύπαρξή του από παλαιότερη εμβριθή ανάλυση1, η οποία παρείχε πληθώρα πληροφοριών για τη διαλεκτική διαδικασία εμφάνισης των σχετικών διατάξεων της ελληνικής λογιστικής και φορολογικής νομοθεσίας, από την πρώτη στιγμή της τυπικής διατύπωσης και εφαρμογής αυτών.

Με το σημείωμα αυτό θα επιχειρήσουμε μια διεξοδικότερη αναφορά στα δύο πρώτα νομοθετήματα που καθόρισαν μεταπολεμικά το πλαίσιο περί λογιστικών βιβλίων και φορολογικών στοιχείων, δηλαδή το Νομοθετικό Διάταγμα (Ν.Δ.) 578/5.4.1948 «Περί τηρήσεως βιβλίων υπό των επιτηδευματιών» και τον Αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν.) 810/29.9.1948 «Περί συγκεντρώσεως φορολογικών στοιχείων».

Στόχος της αναφοράς αυτής θα είναι η καταγραφή βασικών διατάξεων όπως ίσχυσαν για πρώτη φορά τότε και η σύντομη (και προφανώς εκλεκτική) ανίχνευση της συνέχειας και συνέπειας αυτών σε βάθος χρόνου, μέχρι τις αντίστοιχες όπως ισχύουν σήμερα.

Η παράθεση των διατάξεων που επιλέχθηκαν προς ανάλυση θα γίνει κατά σειρά αναφοράς αυτών στα ανωτέρω νομοθετήματα, με την υπόμνηση του αριθμού του κάθε φορά σχετικού άρθρου (καθώς τα άρθρα και στα δύο νομοθετήματα δεν έφεραν τίτλους/επικεφαλίδες, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα μεταγενέστερων ανάλογων νομοθετημάτων).

Τέλος, η αναφορά των διατάξεων θα γίνεται στη δημοτική γλώσσα για σκοπούς διευκόλυνσης της ανάγνωσης, με προσπάθεια όσο το δυνατόν ακριβέστερης απόδοσης της σημασίας των διάφορων όρων.

Νομοθετικό Διάταγμα 578/5.4.1948 «Περί τηρήσεως βιβλίων υπό των επιτηδευματιών»

Άρθρο 1

Στο πρώτο άρθρο του νομοθετικού διατάγματος ορίζεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, που ασκεί κάθε είδους κερδοσκοπική δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια, υποχρεούται να εκδίδει στοιχεία και να τηρεί βιβλία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Ακολουθούσε η αύξουσα κατάταξη των υπόχρεων σε τέσσερεις κατηγορίες (με ανώτατη την τέταρτη), στη βάση των ακαθαρίστων εσόδων που πραγματοποιήθηκαν από αυτούς αθροιστικά μέσα στο έτος μέσω της κεντρικής εγκατάστασης, των υποκαταστημάτων, πρατηρίων και λοιπών εγκαταστάσεων αυτών, συνυπολογιζόμενων και των πωλήσεων που πραγματοποιούνται από τρίτους για λογαριασμό τους (ξεκαθαρίζεται δε ότι στην τελευταία περίπτωση, ως ακαθάριστο έσοδο των τρίτων αυτών προσώπων νοείται μόνον το ποσό της προμήθειας που έλαβαν για τη μεσολάβησή τους).

Τέλος, οι ανώνυμες εταιρείες αυτοδίκαια εντάσσονται στην τέταρτη κατηγορία, ανεξαρτήτως ύψους των ακαθαρίστων εσόδων τους (για τις ΕΠΕ δεν υπάρχει μνεία, καθώς αυτή η μορφή εταιρείας καθιερώθηκε εφτά χρόνια αργότερα, με τον Ν. 3190/1955).

Άρθρα 2, 3, 4 και 5

Στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο άρθρο καθορίζονται τα είδη των «βιβλίων» που υποχρεούνταν να τηρούν οι εφαρμόζοντες τον νόμο, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία υπάγονταν. Συγκεκριμένα, οι υποχρεώσεις τήρησης έβαιναν αυξανόμενες αναλόγως προς την κατάταξη στην κάθε φορά ανώτερη κατηγορία. Όσον αφορά τις Α.Ε. και τους υπόλοιπους υπόχρεους που κατατάσσονται στην τέταρτη (ανώτατη) κατηγορία, τα βιβλία αυτά είναι:

1. Βιβλίο Ταμείου, το οποίο περιείχε λεπτομερή καταγραφή όλων των εισπράξεων και πληρωμών του υπόχρεου.

2. Αναλυτικό ημερολόγιο όλων των εμπορικών συναλλαγών και οικονομικών γεγονότων που αφορούσαν τον υπόχρεο.

3. Γενικό Καθολικό όλων των λογαριασμών Ενεργητικού, Παθητικού και αποτελεσμάτων.

4. Λεπτομερειακές μισθοδοτικές καταστάσεις.

5. Βιβλίο απογραφής των στοιχείων Ενεργητικού και Παθητικού, αποτιμώμενα στην κατά είδος μικρότερη τιμή μεταξύ κτήσης και τρέχουσας. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονταν και τα δεδομένα των αποσβέσεων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων (παρουσιάζοντας έτσι τις πληροφορίες του μετέπειτα Μητρώου Παγίων).

6. Ειδικούς φακέλους (δηλαδή φυσικό αρχείο) τιμολογίων πωλήσεων, αγορών και δαπανών.

7. Βιβλίο αποθήκης εμπορευμάτων, πρώτων/βοηθητικών υλών και έτοιμων προϊόντων.

8. Κοστολόγιο, στο οποίο αναφέρονται με λεπτομέρεια τα στοιχεία που προσδιορίζουν το κόστος κάθε παραγόμενου είδους.

Άρθρα 6, 7 και 8

Τα συγκεκριμένα άρθρα αναφέρονται στις υποχρεώσεις που τίθενται σχετικά με τη διαδικασία της τιμολόγησης.

Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται η υποχρέωση έκδοσης αριθμημένου, τριπλότυπου τιμολογίου από τον υπόχρεο που εμπορεύεται αγαθά χονδρικώς και μάλιστα ανεξαρτήτως της κατηγορίας υπόχρεων στην οποία υπάγεται. Επιπλέον, καθορίζεται το υποχρεωτικό περιεχόμενο του τιμολογίου, ενώ διευκρινίζεται ότι κάθε καταχώρηση στα λογιστικά βιβλία θα πρέπει να βασίζεται σε κατάλληλα δικαιολογητικά (τιμολόγια ή άλλα).

Ειδικά σχετικά με το υποχρεωτικό περιεχόμενο του τιμολογίου αξίζει να αναφερθεί ότι σε αυτό ρητά συμπεριλαμβάνονταν:

1. Το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση και το επάγγελμα των αντισυμβαλλόμενων.

2. Η ποσότητα, η ποιότητα και η αξία των μεταβιβαζόμενων ειδών.

3. Σύντομη περιγραφή του εμπορεύματος.

4. Σύντομη περιγραφή των όρων της πώλησης.

5. Η ημερομηνία της συναλλαγής.

Επίσης, υπόχρεοι που εντάσσονταν στην τρίτη και τέταρτη κατηγορία οντοτήτων και οι οποίοι διεξήγαγαν λιανικές πωλήσεις όφειλαν να εκδίδουν δελτίο πώλησης με ενιαία αρίθμηση, το οποίο θα έπρεπε να αναφέρει τουλάχιστον το αντίτιμο της συναλλαγής.

Στο άρθρο 7 ορίζεται ότι οι μεταφορικές επιχειρήσεις για τις μεταφορές αγαθών που εκτελούσαν (μέσω σιδηρόδρομου, φορτηγού, πλοίου ή αεροπλάνου) έχουν υποχρέωση να εκδίδουν τριπλότυπη φορτωτική, η οποία πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του αποστολέα και του παραλήπτη, την ποσότητα και τον τρόπο συσκευασίας των μεταφερόμενων ειδών, καθώς και την ημερομηνία της φυσικής μεταφοράς. Η φορτωτική λοιπόν του Ν.Δ. 578/1948 φαίνεται ότι προσιδίαζε στο μετέπειτα δελτίο αποστολής.

Ακόμη, υπήρχε αναφορά σε ειδικότερα επιπλέον βιβλία και στοιχεία που έπρεπε να τηρούνται από:

1. Υπόχρεους που διέθεταν ψυγεία προς αποθήκευση διαφόρων αγαθών (δελτίο εισαγωγής και εξαγωγής, βιβλίο εισερχομένων και εξερχομένων αγαθών).

2. Αντιπρόσωπους ξένων οίκων (βιβλίο παραγγελιών).

3. Ελεύθερους επαγγελματίες (βιβλίο ταμείου, στο οποίο θα αναγράφονταν διακριτά η αμοιβή των υπηρεσιών και το ποσό των δαπανών που διενεργήθηκαν από τον επαγγελματία για λογαριασμό του πελάτη).

Οι παραπάνω διατάξεις είναι παρόμοιας λογικής με αυτές περί πρόσθετων βιβλίων του άρθρου 10 του ΚΒΣ (Π.Δ. 186/1992).

Το άρθρο 8 αναφερόταν στην πρακτική διαδικασία κατάταξης του υπόχρεου σε κατηγορία βιβλίων (υποχρεωτικά βάσει κύκλου εργασιών ή προαιρετικά σε ανώτερη).

Άρθρο 9

Σημειώνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις και στα δύο νομοθετήματα που εξετάζονται στο σημείωμα αυτό αναφέρεται η δυνατότητα ή η υποχρέωση περαιτέρω εξειδίκευσης διάφορων διατάξεων και παροχής οδηγιών εφαρμογής από αρμόδιους κρατικούς φορείς. Όπως γνωρίζουμε, πρόκειται για συνηθισμένη και σταθερή πρακτική των φορολογικών διοικήσεων στην Ελλάδα, σε βάθος χρόνου.

Στο άρθρο 9 του Ν.Δ. 578/1948 ορίζεται ότι συστήνεται Επιτροπή Λογιστικών Βιβλίων, η οποία μεταξύ άλλων έχει αρμοδιότητες γνωμοδότησης:

1. Για όλα τα ζητήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή του νόμου.

2. Για τα συμπληρωματικά στοιχεία που οφείλει να τηρεί η κάθε κατηγορία υπόχρεων, ειδικά τα σχετικά με την κοστολόγηση των αποθεμάτων των βιομηχανικών επιχειρήσεων.

3. Για τον χρόνο ενημέρωσης των λογιστικών βιβλίων.

4. Για τον χρόνο σύνταξης και τον τύπο των οικονομικών καταστάσεων.

Επιπλέον, η ανωτέρω επιτροπή έχει περαιτέρω το δικαίωμα να ζητάει και να λαμβάνει από οποιονδήποτε υπόχρεο τα σχετικά λογιστικά στοιχεία (αρχεία, κατά την ορολογία των ΕΛΠ) που αυτός κατείχε και τηρούσε, καθώς και να διενεργεί η ίδια ή να αναθέτει σε τρίτα πρόσωπα τη διενέργεια λογιστικών και φορολογικών ελέγχων, ειδικά για τις επιχειρήσεις που κατατάσσονταν στην τέταρτη (ανώτατη) κατηγορία.

Οι ελεγκτές που ορίζονταν για τον σκοπό αυτό και δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε να δώσουν τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου πριν την έναρξη των καθηκόντων τους (για τον λόγο αυτό ονομάστηκαν ορκωτοί ελεγκτές).

Άρθρο 10

Το άρθρο αυτό αναφέρεται στις υποχρεώσεις θεώρησης των λογιστικών (όπως αναφέρθηκαν παραπάνω) και εταιρικών βιβλίων (πρακτικών συνεδριάσεων ιδιοκτητών και διοικητών) από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο, πριν ξεκινήσει η χρησιμοποίηση αυτών.

Ακόμη, ορίζει ότι ο υπόχρεος πρέπει να διαφυλάσσει τα προβλεπόμενα από τον νόμο στοιχεία και βιβλία για μία πενταετία από την ημερομηνία της τελευταίας εγγραφής σε αυτά.

Τέλος, περιέχει ρητή αναφορά στην καταρχήν υποχρέωση του οικονομικού εφόρου να λαμβάνει υπόψη του τα δεδομένα των βιβλίων και των στοιχείων του υπόχρεου για την εφαρμογή των διάφορων φορολογιών, εκτός της περίπτωσης όπου αποδεδειγμένα και βάσει στοιχείων που ο τελευταίος διαθέτει προκύπτει ανακρίβεια στις λογιστικές εγγραφές και ανεπαρκής απεικόνιση της κατάστασης της επιχείρησης (διάταξη ανάλογου πνεύματος με το άρθρο 30 του ΚΒΣ και το άρθρο 28 του Ν. 4172/2013).

Άρθρα 11 και 12

Στο προτελευταίο άρθρο του νόμου γίνεται αναφορά στις ευθύνες που μπορούσαν να προκύψουν από τη μη εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, οριζόταν ότι τιμωρούνται μετά από έγκληση του οικονομικού εφόρου με φυλάκιση ή χρηματικό πρόστιμο από 100.000 έως 100.000.000 δραχμές ή και με τα δύο:

1. Οι επιτηδευματίες που δεν εκδίδουν ή δεν παραλαμβάνουν τιμολόγια, που τηρούν ανακριβώς τα λογιστικά βιβλία ή προβαίνουν σε λοιπές ενέργειες οι οποίες οδηγούν στην ανεπαρκή απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης.

2. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι και λοιποί διευθυντές ανωνύμων εταιρειών, οι διαχειριστές ετερορρύθμων εταιρειών, συνεταιρισμών, σωματείων και αλλοδαπών επιχειρήσεων που δεν τηρούν τις προβλέψεις του νόμου ή προβαίνουν σε πράξεις ή παραλείψεις οι οποίες είχαν αποτέλεσμα την ανεπαρκή απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης.

3. Οι προϊστάμενοι λογιστηρίου και κάθε τρίτο πρόσωπο που συνεργεί στα ανωτέρω (η διάταξη αυτή προσομοιάζει με το άρθρο 60 του ΚΦΔ, Ν. 4174/2013).

4. Οι κατέχοντες γνώση των επαγγελματικών μυστικών του υπόχρεου, εφόσον δεν τηρούν την αρχή της εχεμύθειας.

Το δωδέκατο και τελευταίο άρθρο αναφέρεται αποκλειστικά σε θέματα αναδρομικής εφαρμογής των διατάξεων του νόμου.

Αναγκαστικός Νόμος 810/29 Σεπτεμβρίου 1948, «Περί συγκεντρώσεως φορολογικών στοιχείων»

Άρθρο 1

Με το άρθρο 1 τίθεται η υποχρέωση των επιτηδευματιών που πωλούν εμπορεύματα ή προϊόντα σε τιμές χονδρικής, ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων στην οποία εντάσσονται, να προσκομίζουν στον οικονομικό έφορο αντίγραφα των τιμολογίων πωλήσεων που εκδίδουν ή άλλα στοιχεία (καταστάσεις) στα οποία θα εμφανίζονται το σύνολο της αξίας των αγορασθέντων από τον καθένα αγαθών (η μορφή και ο χρόνος υποβολής θα καθορίζονταν ειδικότερα, με απόφαση του υπουργού Οικονομικών). Πρόκειται για ανάλογη διάταξη με αυτήν για τις σύγχρονες ΜΥΦ (άρθρο 14, παρ. 3 και 4, Ν. 4174/2013).

Άρθρο 3

Στο άρθρο αυτό γίνεται λόγος για την υποχρέωση του επιτηδευματία που αγοράζει αγαθά σε χονδρική τιμή από αγρότες, αλιείς, υλοτόμους και λοιπούς μη υποκείμενους σε φόρο επιτηδεύματος (δηλαδή φυσικά πρόσωπα που δεν λογίζονται ως επιτηδευματίες) να εκδίδει τιμολόγιο αγοράς στο οποίο θα αναγράφονται τα στοιχεία του πωλητή, τα δεδομένα των αγοραζόμενων αγαθών (είδος, ποιότητα, ποσότητα, αξία) και η ημερομηνία της συναλλαγής. Το στοιχείο αυτό εκδίδεται σε τρία αντίτυπα, τα οποία υπογράφονται από τους δύο αντισυμβαλλόμενους. Σύγχρονα ανάλογα της διάταξης αυτής βρίσκονται στο άρθρο 12, παρ. 14 του ΚΒΣ και άρθρο 8, παρ. 10 των ΕΛΠ.

Άρθρο 4

Εδώ αναφέρεται το δικαίωμα του οικονομικού εφόρου να ζητά από κατηγορίες (κλάδους) επιτηδευματιών υπογεγραμμένα δελτία των πραγματοποιημένων τιμών χονδρικής και λιανικής πώλησης των ειδών τους. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στον καθορισμό από τη φορολο γική διοίκηση των μέσων και ακροτάτων τιμών πώλησης των διάφορων αγαθών στην διοικητική επικράτεια του κάθε οικονομικού εφόρου, έτσι ώστε αυτός να μπορεί να προσδιορίζει εξωλογιστικά τα οικονομικά μεγέθη των επιτηδευματιών στην περίπτωση που συντρέχει λόγος (βλ. παρακάτω άρθρο 7).

Άρθρο 5

Οι επιτηδευματίες οφείλουν να υποβάλλουν στην ίδια προθεσμία με την υποβολή της δήλωσης φόρου εισοδήματος (εκείνη την εποχή έφερε την ονομασία φόρος επιτηδεύματος ή φόρος καθαρών προσόδων, αναλόγως) κατάσταση στην οποία περιλαμβάνονται τα στοιχεία και το ετήσιο ποσό αμοιβών το οποίο καταβλήθηκε από αυτούς προς ελεύθερους επαγγελματίες, εμπορικούς αντιπροσώπους και εν γένει κάθε τρίτο πρόσωπο που δεν τυγχάνει υπάλληλος ή εργάτης της επιχείρησης. Ίδια υποχρέωση γνωστοποίησης προβλέπεται και για τα στοιχεία των μετόχων που λαμβάνουν μερίσματα. Τα παραπάνω βρίσκονται βασικά σε αντιστοιχία (αν και όχι πλήρη) με τις τωρινές διατάξεις περί βεβαιώσεων αποδοχών (τελευταία σχετική εγκύκλιος ΠΟΛ. 1045/2018).

Άρθρο 7

Στην παράγραφο 1 αναφέρεται ότι δεν εκπίπτουν επιχειρηματικές δαπάνες το ύψος των οποίων υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που ορίζεται από Βασιλικά Διατάγματα ή όταν, σε αντίθεση με σχετικές προβλέψεις των διαταγμάτων αυτών, εξοφλούνται με μετρητά αντί επιταγής (αντίστοιχες διατάξεις μπορούν σήμερα να βρεθούν στα άρθρα 22 και 23 του ΚΦΕ).

Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι σε περίπτωση όπου για χονδρική πώληση αγαθών δεν εκδίδεται τιμολόγιο ή το εκδοθέν τιμολόγιο είναι εικονικό ως προς το πρόσωπο του λήπτη, τα αγαθά αυτά θεωρούνται λιανικώς πωληθέντα και για την εξωλογιστική εξεύρεση των ακαθαρίστων εσόδων του υπόχρεου πωλητή λαμβάνεται υπόψη η λιανική τιμή πώλησής τους.

Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι στην περίπτωση έκδοσης τιμολογίου εικονικού ως προς το πρόσωπο του εκδότη ή ως προς την αξία της συναλλαγής, η δαπάνη για λογαριασμό του αγοραστή αναγνωρίζεται στη μικρότερη τιμή ανά είδος που καταγράφηκε στο οικείο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 8

Στο όγδοο άρθρο του νόμου γίνεται αναφορά στις ευθύνες που μπορούν να προκύψουν από τη μη εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως τυχών άλλων κυρώσεων που προβλέπονται από διατάξεις της λοιπής νομοθεσίας, τιμωρούνται με χρηματικό πρόστιμο από 500.000 έως 25.000.000 δραχμές τα φυσικά πρόσωπα επιτηδευματίες, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και λοιποί διευθυντές ανωνύμων εταιρειών, οι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμων και ετερορρύθμων εταιρειών κ.λπ. οι οποίοι αρνούνται, δυστροπούν (προφανώς με την έννοια της παρακώλυσης) ή αμελούν να συμμορφωθούν με την υποβολή των στοιχείων που προβλέπει ο νόμος. Το πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση του οικονομικού εφόρου και με δικαίωμα υποβολής ένστασης εκ μέρους του υπόχρεου, ενώ σε περίπτωση υποτροπής το ποσό του προστίμου τριπλασιάζεται.

Τέλος, τα άρθρα 9 έως 12 περιείχαν διατάξεις καθαρά διαδικαστικού χαρακτήρα.

Συμπεράσματα

«Το γενικότερο δίδαγμα της Ιστορίας είναι: τα ίδια, με διαφορετικό τρόπο. Όποιος έχει διαβάσει Ηρόδοτο έχει διαβάσει σχεδόν όλη την Ιστορία» (Άρθουρ Σοπενχάουερ).

«Αφού οι λέξεις δεν είναι πράγματα και ο χάρτης δεν είναι η πραγματική επικράτεια, τότε, προφανώς, η μόνη δυνατή σχέση μεταξύ του αντικειμενικού κόσμου και του γλωσσικού κόσμου βρίσκεται στη δομή και μόνο στη δομή» (Άλφρεντ Κορζίμπσκι).

Από την ανάγνωση και σύντομη ανάλυση των προαναφερθέντων νομοθετημάτων πιστεύουμε πως γίνεται σαφές ότι, εβδομήντα έτη μετά τη δημοσίευση αυτών, οι κεντρικές ιδέες και αρχές που αφορούν τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης των εμπορικών ή άλλων επιχειρηματικών οντοτήτων στην Ελλάδα αναφορικά με τα λογιστικά βιβλία και τα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν αλλάξει επί της ουσίας.

Η φορολογική διοίκηση τότε, όπως και σήμερα, βασικά απαιτεί να λαμβάνει τις ίδιες πληροφορίες (από άποψη ποιότητας και ουσίας) εκ μέρους των φορολογούμενων, ούτως ώστε να είναι σε θέση να εξετάσει περαιτέρω τη συμμόρφωση αυτών με την κάθε φορά κείμενη φορολογική και λογιστική νομοθεσία (και μάλιστα για όλα τα ιδιαίτερα πεδία από τα οποία αυτές αποτελούνται). Οι απλοποιήσεις που έχουν επέλθει με την πάροδο των χρόνων θεωρούμε ότι έχουν εφαρμοστεί βασικά χάρη στην τεχνολογική ανάπτυξη και μηχανογράφηση των διαδικασιών και όχι λόγω απομάκρυνσης από την ουσία που οι υποχρεώσεις αυτές καλούνται να ενσωματώσουν και τους στόχους που επιδιώκονται να επιτευχθούν.

Φρονούμε, τέλος, ότι πρόχειρα δομημένες απόψεις του τύπου «ο Κώδικας2 θα καταργηθεί» ή «θα περιοριστεί σε δύο σελίδες», που διατυπώνονταν συχνά από κάποιους επαγγελματίες του κλάδου μας και ιδίως πριν τη δημοσίευση και έναρξη εφαρμογής του Ν. 4308/2014, δυστυχώς φαίνεται ότι δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο σοβαρής κριτικής. Πολύ περισσότερο μάλιστα τη στιγμή που η Κοινοτική Οδηγία για τον ΦΠΑ (112/2006/ΕΚ) περιλαμβάνει μακροσκελείς σχετικές διατάξεις3 τις οποίες η χώρα μας ως κράτος μέλος υποχρεούται να εντάσσει στην εσωτερική νομοθεσία και να εφαρμόζει αναλόγως.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Κωνσταντίνος Ι. Νιφορόπουλος, «Η ιστορία της λογιστικής τυποποίησης στην Ελλάδα», Accountancy Greece 15 (Ιούνιος 2014).

2. Στην ανεπίσημη τεχνική ορολογία του κλάδου ο όρος «Κώδικας», τουλάχιστον μέχρι την κατάργηση του ΚΦΑΣ (Ν. 4093/2012) και την έναρξη εφαρμογής των ΕΛΠ (Ν. 4308/2014), είχε επικρατήσει να σημαίνει τις προβλέψεις της νομοθεσίας περί λογιστικών βιβλίων και φορολογικών στοιχείων.

3. Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006, «Σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας» (Κεφάλαιο 3. Τιμολόγηση, Κεφάλαιο 4. Λογιστικές υποχρεώσεις).

Tο γενικότερο δίδαγμα της Ιστορίας είναι: τα ίδια, με διαφορετικό τρόπο. Όποιος έχει διαβάσει Ηρόδοτο έχει διαβάσει σχεδόν όλη την Ιστορία»

Άρθουρ Σοπενχάουερ

Αφού οι λέξεις δεν είναι πράγματα και ο χάρτης δεν είναι η πραγματική επικράτεια, τότε, προφανώς, η μόνη δυνατή σχέση μεταξύ του αντικειμενικού κόσμου και του γλωσσικού κόσμου βρίσκεται στη δομή και μόνο στη δομή»