• Σήμερα είναι: Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Οι όροι για την επερχόμενη ανάπτυξη

Μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ο υπουργός Οικονομίας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Γιάννης Δραγασάκης εξήγησε ποιες είναι οι προϋποθέσεις εξόδου από το μνημόνιο, τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση και τα δεδομένα που θα χαρακτηρίσουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.

Κύριε υπουργέ, γιατί η κυβέρνηση επιμένει τόσο πολύ στην απόρριψη της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής στήριξης, μια συζήτηση που ήρθε στο προσκήνιο τις τελευταίες ημέρες και βλέπουμε την κυβέρνηση να είναι κάθετα αρνητική;

Με χαρά έχω δει ήδη ότι, όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και αρκετοί φορείς της οικονομίας, έχουν διατυπώσει την άποψη ότι αυτό το θέμα δεν είναι θέμα αρχής. Και ίσως κακώς έχει έρθει τόσο πολύ στο κέντρο της συζήτησης. Το θέμα αρχής είναι τι θέλουμε να πετύχουμε και πώς θα το πετύχουμε.

Νομίζω ότι υπάρχει μια ευρεία συναίνεση σήμερα στη χώρα μας ότι αυτό που πρέπει να πετύχουμε είναι η απεξάρτηση από τα μνημόνια, να φύγουμε από τα μνημόνια και την επιτροπεία, χωρίς προαπαιτούμενα ή αιρέσεις, να έχουμε την ίδια αντιμετώπιση που έχουν οι άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Αυτός είναι ο πρώτος στόχος.

Ο δεύτερος είναι να μπορούμε να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας, αφού, βεβαίως, ρυθμιστεί από τις αγορές.

Τρίτος, αλλά πρώτιστης σημασίας, στόχος είναι να έχουμε το δικό μας σχέδιο για την επόμενη μέρα, το δικό μας πρόγραμμα, εμείς να το σχεδιάσουμε, εμείς να έχουμε την ιδιοκτησία, εμείς να έχουμε την ευθύνη και τη δέσμευση, μαζί με την κοινωνία, να το υλοποιήσουμε.

Αυτοί οι στόχοι, λοιπόν, υπηρετούνται με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και με την επιτυχή υλοποίηση των υποχρεώσεων –την ήδη επιτυχή ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης πριν και πλέον την ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας.

Σκοπός μας είναι να διασφαλίσουμε αυτήν την πορεία, να τη θωρακίσουμε, διότι όταν μια χώρα βγαίνει από μια κατάσταση χρεοκοπίας είναι πιο ευάλωτη σε εξωγενή σοκ. Και εδώ είναι ο πυρήνας του ερωτήματός σας. Εμείς, αλλά και οι Θεσμοί, καταλήξαμε ότι ο καλύτερος τρόπος θωράκισης είναι να δημιουργήσουμε τα δικά μας αποθέματα, να έχουμε δηλαδή τον δικό μας «κουμπαρά», ούτως ώστε, αν κάτι συμβεί, να έχουμε τα χρήματα και αν λήγει ένα ομόλογο, να μπορούμε να το εξοφλήσουμε και να μην υπάρξει πρόβλημα. Πρέπει να σας πω ότι με τα χρήματα που έχουν οι Θεσμοί δεσμευτεί ότι θα δώσουν, και με αυτά που έχουμε συγκεντρώσει, ήδη πλησιάζουμε να καλύψουμε το ποσό που είναι αναγκαίο για τις ανάγκες του επόμενου χρόνου. Άρα, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προχωρούμε, είναι ένας τρόπος ασφαλής.

Τώρα, ως προς την προληπτική γραμμή, δεν μας δίνει λύση στο πρόβλημα, μεταθέτει το πρόβλημα της εξάρτησης. Προληπτική γραμμή σημαίνει μια ημι-μνημονιακή κατάσταση, σημαίνει πάλι εμπλοκή των κοινοβουλίων των εταίρων, σημαίνει διαπραγματεύσεις, σημαίνει προαπαιτούμενα, σημαίνει αβεβαιότητα πάλι. Επιπρόσθετα, η πιστοληπτική γραμμή είναι για ένα χρόνο, το πολύ να ζητήσει κανείς μια παράταση για άλλους έξι μήνες. Εάν, λοιπόν, παίρναμε πιστοληπτική γραμμή και σε ένα χρόνο οι αγορές ήταν σε φάση αναταράξεων, τι θα κάναμε; Πάλι, ξανά από την αρχή μνημόνια, ξανά βοήθεια;

Αν μου επιτρέπετε, προκύπτει το εξής ερώτημα, κατά πόσο μπορεί να είναι καθαρή η έξοδος από το μνημόνιο; Και γι’ αυτό το λόγο τίθεται το θέμα της πιστοληπτικής γραμμής στήριξης. Υπάρχει η τοποθέτηση αρκετών ότι, με τις παρούσες συνθήκες, επειδή η χώρα δεν μπορεί εύκολα να μεταρρυθμιστεί και να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, δεν μπορούμε να βάζουμε την καθαρή έξοδο στο τραπέζι.

Αυτό μας πάει σε ένα άλλο ερώτημα, κάπως φιλοσοφικό πια, αν υπάρχουν κοινωνίες που μεταρρυθμίζονται και κοινωνίες που δεν μεταρρυθμίζονται. Αυτό ίσως θέλει μια άλλη ευκαιρία να το συζητήσουμε. Εγώ θέλω να πω ότι πίσω από αυτό το ερώτημα βρίσκονται σκοπιμότητες, διότι η χώρα αυτή έχει κάνει τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Και ιστορικά αν το δούμε, η Ελλάδα διακρίνεται από το γεγονός ότι πολλές φορές υιοθέτησε περισσότερες, θα έλεγα, μεταρρυθμίσεις από όσες μπορούσε η ίδια να αφομοιώσει. Και αν υπάρχει ένα πρόβλημα, κατά την άποψή μου, είναι ότι πολλές φορές οι μεταρρυθμίσεις έγιναν με εξωγενή πίεση και «από τα πάνω», με αποτέλεσμα να μην γίνουν μέρος του κοινωνικού σώματος και της λειτουργίας του κράτους. Γι’ αυτό έχουμε πολλές μεταρρυθμίσεις και πολλές φορές ταυτόχρονα έχουμε δυσλειτουργίες του κράτους κ.ο.κ.. Επομένως, για να το κάνω απλό, λέω ότι η απάντηση σε όλα αυτά δεν είναι νέες πιστοληπτικές γραμμές, δεν είναι νέα πλαίσια, νέες θερμοκοιτίδες. Διότι εδώ έχουμε ένα πρόβλημα εξάρτησης –όπως είπα πριν, αλλά όχι μόνο των κυβερνήσεων. Το κράτος, η κοινωνία, οι επιχειρήσεις, όλοι έχουμε συνηθίσει στην ιδέα ότι υπάρχει μια τρόικα που χαράσσει το πρόγραμμα, ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που εκ μέρους της επιβάλλουν το πρόγραμμα. Έτσι θα ζούμε αιωνίως; Συνοψίζοντας, η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι το σχέδιο το οποίο ετοιμάζουμε, το οποίο θα είναι το δεσμευτικό πλαίσιο για το πώς θα κινηθεί η κυβέρνηση και η χώρα το επόμενο διάστημα.

Εδώ προκύπτει ένα άλλο ερώτημα, πόσο οικονομικά αυτοδύναμη μπορεί να είναι η χώρα την επόμενη περίοδο με όλα αυτά τα οποία περιγράψατε. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί υπάρχει κι ένα ζήτημα εποπτείας και αυστηρής τήρησης δημοσιονομικών κανόνων στη μεταμνημονιακή εποχή, από τον Αύγουστο του 2018. Αυτό πώς θα επηρεάσει την πολιτική σας και σε ποιο βαθμό;

Το σχέδιο το οποίο ετοιμάζουμε καλείται ακριβώς να απαντήσει σε αυτήν την –ας την πω– αντίφαση. Ότι, δηλαδή, πρέπει να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις που έχουμε ήδη συμφωνήσει ή αυτές που τελικά θα συμφωνηθούν και ταυτόχρονα πρέπει να εξασφαλίσουμε δημοσιονομικό χώρο για να υπηρετήσουμε και τους υπόλοιπους στόχους της πολιτικής, αφού όλοι πια βλέπουμε ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν ήταν μια κρίση μόνο δημοσιονομικού ελλείμματος, αλλά ήταν μια κρίση παραγωγικού υποδείγματος, άρα πρέπει να εξασφαλίσουμε τη δυνατότητα και τις επενδύσεις να ενισχύσουμε και τη φορολογία στοχευμένα να μειώσουμε και το κοινωνικό κράτος να στηρίξουμε. Αυτό, λοιπόν, είναι ακριβώς εκείνο που πρέπει να επιλύσουμε σε επίπεδο συγκεκριμένο, διότι η απάντηση, βεβαίως, είναι να τα συνδέσουμε και τα δύο. Αλλά ακριβώς επειδή θέλουμε να είμαστε σαφείς, αυτό θα απαντηθεί με συγκεκριμένο τρόπο και στο νέο μεσοπρόθεσμο σχέδιο αλλά και στην αναπτυξιακή στρατηγική που εξετάζουμε αυτήν την περίοδο.

Για να μην αφήσω ασχολίαστο κάτι το οποίο είπατε νωρίτερα, μιλήσατε για τη διαμόρφωση ταμείου σταθεροποίησης –ασπίδα προστασίας μέσω cash buffers. Ποιος είναι ο κεντρικός στόχος και θα αποτελέσει αυτό μελλοντικά μια ασπίδα έναντι μελλοντικής κρίσης; Γιατί η κρίση, απ’ ό, τι φαίνεται και από το εξωτερικό και από τις ΗΠΑ, δεν είναι κάτι στατικό, είναι κάτι δυναμικό, μπορεί να την ξαναδούμε μπροστά μας και μπορεί να ξαναέρθει στη χώρα μας με μεγαλύτερη ένταση και να επηρεάσει σαφώς και την οικονομία, η οποία είναι σε πήλινα πόδια, κατά πολλούς.

Πολύ σωστά το θέτετε. Να θυμηθούμε τι έγινε το 2014. Τον Απρίλιο του 2014 η τότε κυβέρνηση εξέδωσε ένα ομόλογο το οποίο πήγε «καλά», λίγο ψηλό το επιτόκιο, αλλά διετέθη. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου επιχείρησε να εκδώσει νέο ομόλογο, και επειδή μια τράπεζα στην Πορτογαλία, αν θυμάστε, είχε πρόβλημα, οι αγορές δεν «επέτρεψαν» να προχωρήσει αυτό το ομόλογο. Αν τότε υπήρχε ένα buffer ταμειακό, ενδεχομένως δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Αυτό, λοιπόν, πάμε να λύσουμε σήμερα. Πριν από λίγο καιρό εκδώσαμε ένα ομόλογο, το οποίο είχε ικανοποιητικό επιτόκιο για τα δεδομένα της χώρας. Αμέσως μετά άρχισαν οι αναταράξεις. Σε λίγο μπορεί πάλι οι αγορές να ομαλοποιηθούν και μετά ξανά να έχουμε αναταράξεις. Άρα, η ουσία είναι να έχουμε ένα ταμειακό απόθεμα, ούτως ώστε, εάν μεν μπορούμε να δανειστούμε από την αγορά, να δανειστούμε σε ικανοποιητικό επιτόκιο, εάν δεν μπορούμε συγκυριακά να δανειστούμε από την αγορά, να καλύψουμε τις ανάγκες από αυτό. Αυτός είναι ο κεντρικός –όπως είπατε– και άμεσος στόχος. Προσωπικά πρέπει να σας πω κι έναν προβληματισμό, και λέω «προσωπικά», διότι δεν το έχουμε εξαντλητικά ακόμη συζητήσει. Γιατί το χρειαζόμαστε τελικά αυτό το buffer; Διότι ανήκουμε σε μία Ευρωζώνη η οποία δεν έχει ακόμη θεσμό δανεισμού ύστατης καταφυγής. Δηλαδή, όλες οι χώρες, όπως οι ΗΠΑ, έχουν μια δυνατότητα, εάν κάτι συμβεί, η κεντρική τους τράπεζα να λειτουργεί ως δανειστής ύστατης ανάγκης. Στην Ευρωζώνη έχουμε αυτό το παράδοξο, έχουμε κοινό νόμισμα, έχουμε χωρίσει τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής, αλλά δεν υπάρχει ο θεσμός ύστατου δανεισμού. Η προσωπική μου, λοιπόν, άποψη είναι ότι πρέπει να προσπαθήσουμε στο νέο κλίμα που υπάρχει στην Ευρώπη –που όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη, μετά το Brexit, ότι πρέπει η Ευρώπη να αλλάξει– η Ευρώπη να αποκτήσει τέτοιο θεσμό. Μέχρις ότου, όμως, αποκτήσει τέτοιο θεσμό η Ευρώπη, εγώ θα υποστήριζα την ανάγκη να έχουμε ένα εθνικό εργαλείο ύστατης ανάγκης. Άρα, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι –αλλά είπα ότι αυτό είναι θέμα συζήτησης και προβληματισμού όλων μας– ότι ίσως αυτό το buffer, αυτό το ταμείο, αν δεν το χρειαστούμε, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα διαρκές ταμείο σταθεροποίησης, το οποίο να εγγυάται και προς τον ελληνικό λαό καταρχήν, αλλά και προς τις διεθνείς αγορές, πως ό,τι κι αν συμβεί η Ελλάδα έχει ένα εργαλείο στα χέρια της για να αποφύγει ακραίες διεθνείς καταστάσεις.

Πέρα από το εργαλείο, το οποίο ενδεχομένως να έχει η χώρα στα χέρια της το επόμενο διάστημα, μιλήσατε πριν για ένα σχέδιο. Αυτό το σχέδιο έχει προσανατολισμό; Γιατί εγκαλείται η κυβέρνηση από πολλές πλευρές, από την αντιπολίτευση και από μερίδα οικονομικών παραγόντων, ότι βαδίζει χωρίς σαφές σχέδιο. Ποιος είναι ο προσανατολισμός αυτός και η περίφημη «επιστροφή στην κανονικότητα» μπορεί να επιτευχθεί μετά τον Αύγουστο του 2018;

Τώρα, να κατηγορείται η σημερινή κυβέρνηση ότι δεν έχει σχέδιο, δεν θέλω να το σχολιάσω. Από ποιους κατηγορείται; Από εκείνους που είχαν σχέδιο και δεν εφαρμόστηκε; Η πρώτη φορά που συζητούμε στην Ελλάδα σχέδιο παραγωγικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης, η πρώτη φορά που συζητούμε συγκροτημένα σχέδιο στρατηγικής είναι τώρα. Το ερώτημα, λοιπόν, ας αρχίσω από αυτό, είναι τι εννοούμε ως «νέα κανονικότητα». Εάν εννοούμε ως κανονικότητα την επιστροφή στην πραγματικότητα πριν από την κρίση, εμείς διαφωνούμε. Αυτό που έχουμε σήμερα δεν είναι μόνο οι συνέπειες της κρίσης, που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ το 2008 και επεκτάθηκε και σε εμάς και πήρε τη μορφή της χρεοκοπίας, ούτε έχουμε μόνο τα προβλήματα που δημιούργησε η πολιτική της προσαρμογής, όπως είναι τα «κόκκινα δάνεια», που είναι παράγωγο πρόβλημα.

Στην Ελλάδα έχουμε δύο, λοιπόν, προβλήματα, έχουμε τα προβλήματα που δημιούργησε η τρέχουσα κρίση και τα προβλήματα που συχνά ονομάζουμε παθογένειες του παρελθόντος. Αυτό που λέμε με τον κομψό όρο «παθογένειες του παρελθόντος» υποκρύπτει μεγάλα διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και –αν μου επιτρέπεται ο όρος– του ελληνικού καπιταλισμού. Ο ελληνικός καπιταλισμός ποτέ δεν απέκτησε εκείνη την εξωστρεφή, ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα, την οποία απαιτεί σήμερα η χώρα σε συνθήκες ενοποίησης και παγκοσμιοποίησης. Άρα, το σχέδιο το οποίο συζητούμε πρέπει να εξασφαλίσει ένα παραγωγικό σύστημα που να είναι βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο. Ακριβώς γι’ αυτό το σχέδιο πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο, να συζητηθεί και με τους Θεσμούς, από τους οποίους περιμένουμε στήριξη, όπως έχουν υποσχεθεί, ούτως ώστε να πετύχουμε πιο ισχυρή ανάπτυξη από 1,5% – 2%, που μας είναι εντελώς αναγκαία μετά τη συσσωρευμένη ύφεση που είχαμε, για να υπηρετήσουμε τις ανάγκες της κοινωνίας. Άρα θα μιλούσα για μια «νέα κανονικότητα» με κεντρικό της στοιχείο την κίνηση. Μια χώρα και μια κοινωνία εν κινήσει. Μια χώρα που μετασχηματίζεται, διότι η μετάβαση, από αυτό που έχουμε στο νέο που συνοπτικά περιγράφω, θα είναι μια υπόθεση μεσοπρόθεσμου ορίζοντα.

Και φαντάζομαι με μια οικονομία εξωστρεφή και με άλλα χαρακτηριστικά από τα σημερινά…

Με την εξωστρέφεια συμφωνώ. Αλλά θέλουμε μια εξωστρέφεια βιώσιμη. Τι εννοώ; Αν ρωτήσετε οικονομολόγους που μελετούν τα προβλήματά μας, θα ακούσετε ότι οι εξαγωγές μας έχουν πολύ μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές, που σημαίνει ότι έχουμε χαμηλή προστιθέμενη αξία. Αν εξάγουμε, λοιπόν, αυτά που εισάγουμε, με πολύ χαμηλή προστιθέμενη αξία, ίσως το πρόβλημα του ισοζυγίου να επανέλθει. Άρα θέλουμε μια πολιτική που να επιδιώκει υψηλότερη προστιθέμενη αξία και, αν το πετύχουμε αυτό, θα έχουμε και υποκατάσταση εισαγωγών και εξαγωγές. Πρέπει να στηρίξουμε λοιπόν αυτό που έχουμε σήμερα ως παραγωγικές δομές, αλλά πρέπει να τολμήσουμε, να προσεγγίσουμε, βρίσκοντας διαύλους με αυτό που ονομάζεται 4η Βιομηχανική Επανάσταση, διότι από εκεί έρχονται οι δυνατότητες για άλματα στην παραγωγικότητα της εργασίας. Και θέλω να χαιρετίσω το γεγονός ότι σημαντικοί φορείς του εξωτερικού επιλέγουν την Ελλάδα είτε για εγκατάσταση ερευνητικών ιδρυμάτων είτε για την οικοδόμηση συνεργιών και συνεργασιών –αναφέρομαι στην Tesla ως τελευταίο παράδειγμα. Προς αυτές τις κατευθύνσεις θα ήθελα και το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, που έχω την τιμή και την ευθύνη να διευθύνω, να στραφεί περισσότερο.

Μεγάλη υπόθεση η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, απασχολεί το εξωτερικό και μακάρι και στην Ελλάδα να γίνει μια οργανωμένη συζήτηση. Από εκεί και πέρα, οι βασικές προτεραιότητες του υπουργείου σας, και προετοιμάζοντας τη μετάβαση στη μεταμνημονιακή εποχή, ποιες είναι;

Καταρχήν θέλω να πω ότι είμαι τυχερός που δεν αρχίζω από «λευκή σελίδα», καθώς οι προκάτοχοί μου έκαναν πολλή δουλειά και επίσης από το ΚΥΣΟΙΠ είχα επαφή με τα σχετικά θέματα. Τώρα, την περίοδο αυτή, οι δύο μεγάλοι στόχοι είναι:

Πρώτον, να ολοκληρώσουμε το σχέδιο, ο κ. Τσακαλώτος έχει δεσμευτεί ότι θα είναι έτοιμο μέχρι τον Απρίλιο και πρέπει να τηρήσουμε τη δέσμευσή μας.

Δεύτερον, να φτιάξουμε ένα μηχανισμό υλοποίησης του σχεδίου. Ξέρετε ότι στην Ελλάδα πολύ εύκολα ψηφίζουμε σχέδια και νόμους και πολύ δύσκολα στη συνέχεια εφαρμόζονται.

Το βλέπω δηλαδή ως δύο σκέλη του ιδίου ζητήματος: το σχέδιο και ο μηχανισμός υλοποίησής του. Θα αρχίσουμε μια δουλειά με τα Αναπτυξιακά Περιφερειακά Συνέδρια, όπου βγήκαν ενδιαφέρουσες ιδέες και πρέπει να διασφαλίσουμε πως αυτά που αποφασίστηκαν θα υλοποιηθούν.

Το άλλο που θέλω να πω είναι ότι συνήθως το σχέδιο ανάπτυξης ορίζεται σε μακροεπίπεδο, αλλά όλοι ξέρουμε ότι δοκιμάζεται και κρίνεται στο μικροεπίπεδο. Άρα θέλουμε να βρούμε τρόπο να συζητήσουμε αυτό το μικροεπίπεδο, με κάποιες ομάδες που χαρακτηρίζουν σήμερα την ελληνική οικονομία και έχουν διαφορετικές ανάγκες. Δηλαδή, διακρίνω μια ομάδα επιχειρήσεων που είναι διεθνοποιημένες και έχουν τα αντίστοιχα προβλήματα. Διακρίνουμε την περίπτωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με τα δικά τους προβλήματα –και ενδεχομένως εδώ να πρέπει να δούμε τα start-ups ως μια ειδική κατηγορία. Διακρίνουμε αυτό που ονομάζουμε κοινωνική οικονομία, που στο δικό μας σχέδιο είναι σημαντικός χώρος και φορέας. Ο κ. Σταθάκης έχει θεσμοθετήσει σημαντικά εργαλεία, όπως είναι οι ενεργειακές κοινότητες, οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί. Ετοιμάζουμε στο Υπουργείο Οικονομίας και τις μικροπιστώσεις. Έχουμε και τον τομέα των προβληματικών επιχειρήσεων, που δεν είναι βιώσιμες και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε, είτε μόνοι μας είτε μαζί με τράπεζες. Άρα σκέφτομαι διάλογο, για να βρούμε συγκεκριμένους τρόπους να λύνουμε προβλήματα, να επιταχύνουμε την ανάκαμψη, δρομολογώντας την στις κατευθύνσεις που θέλουμε.

Και κάτι τελευταίο: Προσωπικά δίνω ιδιαίτερη έμφαση:

• Πρώτον, στην επιτάχυνση των πάντων. Ό,τι μπορεί να τελειώνει σήμερα, να μην το αφήνουμε για αύριο.

• Δεύτερον, στον συντονισμό, ώστε διάφορα εργαλεία ανάπτυξης που έχουμε να τα βάλουμε να δουλεύουν προς την ίδια κατεύθυνση.

• Τρίτον, στην κοινωνικοποίηση της ανάπτυξης. Δηλαδή, ό,τι κι αν κάνουμε «από τα πάνω», αν δεν βρούμε τρόπο να εμπλακεί ολόκληρη η κοινωνία, οι επιχειρήσεις, οι φορείς, οι εργαζόμενοι, οι τοπικές κοινωνίες κ.ά., δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε αυτό το κάτι διαφορετικό που θέλουμε.

Δεν αρκεί να πάμε στην ιστορική τάση μεγέθυνσης που είχαμε ως οικονομία. Με την απώλεια πλούτου που έχουμε υποστεί, με τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης που έχει συμβεί, με την τεράστια ανεργία, τις αρνητικές δημογραφικές τάσεις που έχουμε, θέλουμε κάτι άλλο. Θέλουμε αυτό που πολλές χώρες επιδίωξαν έπειτα από πόλεμο. Αυτό το «κάτι» το εννοώ και ποσοτικά και ποιοτικά, βεβαίως, γι’ αυτό και αναφέρομαι κάπως αναλυτικά σε αυτά.

Περιγράψατε το σχέδιο για την επόμενη ημέρα. Εκτιμάτε ότι θα υπάρξουν οι κατάλληλες συναινέσεις από τα υπόλοιπα κόμματα και κυρίως από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης ώστε να στηρίξει ένα τέτοιο σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης μετά την έξοδο από τα μνημόνια, όταν κυριαρχεί στην πολιτική ζωή του τόπου η σκανδαλολογία, η υπόθεση Novartis και όσα έρχονται ως στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες;

Κοιτάξτε, εγώ είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και δεν το στηρίζω μόνο στο ότι πρέπει να είμαι αισιόδοξος. Έχω ζήσει πολλά, έχω δει εντάσεις, συγκρούσεις μεγάλες και ταυτόχρονα έχω δει ότι αυτό δεν αποτρέπει το να υπάρχει συνεννόηση σε μείζονα θέματα. Και πιστεύω, επομένως, ότι και σήμερα αυτό που λέτε πρέπει να το συζητήσουμε ανοιχτά. Η ανάπτυξη θέλει συναινέσεις, τα σκάνδαλα θέλουν διαλεύκανση. Και τα δύο πρέπει να τα κάνουμε. Δεν νομίζω ότι πρέπει να πάμε είτε στο ένα είτε στο άλλο, δηλαδή επειδή χρειαζόμαστε συναίνεση να «κουκουλώσουμε» τα προβλήματα, όταν μάλιστα, δυστυχώς, τα προβλήματα αποκαλύπτονται και ως διεθνή προβλήματα. Άρα, πρέπει να βρούμε την ψυχραιμία όλοι και όλες και, όπως είπα, να βοηθήσουμε τη δημοκρατία να λειτουργήσει. Η Δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της απερίσπαστη. Εμείς, εκεί που διαφωνούμε, θα το κάνουμε με επιχειρήματα. Εκεί που συμφωνούμε, μπορούμε να το λέμε. Ακούω κριτικές διάφορες, αλλά δεν βλέπω κανένα κόμμα στην Ελλάδα, επίσημα, να ζητά προληπτική γραμμή. Μπορεί να εκφράζουν επιφυλάξεις, «τι θα γίνει στην περίπτωση που συμβεί το ένα ή το άλλο…», αλλά είμαστε όλοι σε μια πορεία, νομίζω, να βγούμε από τα μνημόνια, να ορθοποδήσουμε και ας διαφωνούμε μετά, κατά τη συζήτηση της επόμενης μέρας. Αυτή είναι η μια απάντηση. Εννοώ ότι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, οι συναινέσεις είναι αναγκαίο να επιδιώκονται εκεί που είναι εφικτό, σεβόμενοι όλοι την ιδεολογική ταυτότητα του καθενός.

Το δεύτερο, όμως, που έχουμε εμείς, ειδικά στην Ελλάδα, είναι αυτό που προσπάθησα να περιγράψω απαντώντας στα ερωτήματά σας. Θέλουμε μια ευρεία κοινωνική συμμαχία, η οποία θα στηρίξει αυτήν την προσπάθεια. Γιατί ευρεία κοινωνική συμμαχία; Διότι προβλήματα όπως η φοροδιαφυγή, η εκτεταμένη και η διάχυτη, προβλήματα όπως η διαφθορά, η ενεργοποίηση αδρανών πόρων, ο εκσυγχρονισμός του κράτους, δεν μπορούν να λυθούν με τεχνικά μέσα μόνο «από τα πάνω». Πρέπει να υπάρξει μια νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική, το κράτος και τον πολίτη. Άρα εκεί πρέπει να υπερβούμε κομματικές περιχαρακώσεις και να πούμε: «όσοι συμφωνούμε σε αυτόν τον στόχο, ας προχωρήσουμε». Η συναίνεση «από τα κάτω» θα εκφραστεί και στο πολιτικό επίπεδο κάποια στιγμή. Διάβαζα, τελευταία, ένα κείμενο μιας καθηγήτριας που μιλά για «mission oriented policies», δηλαδή πολιτικές προσανατολισμένες σε στόχους. Που σημαίνει ότι μπορεί να διαφωνούμε σε δέκα πράγματα, αλλά αν συμφωνούμε σε πέντε, ας κάνουμε αυτά τα πέντε μαζί και βλέπουμε για τα υπόλοιπα. Και το λέω απευθυνόμενος και σε εκπροσώπους κοινωνικών φορέων που βλέπω εδώ μαζί μας σήμερα και πιστεύω να έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε αυτά αργότερα.

Η ευρεία συμφωνία στην Ελλάδα είναι δύσκολος στόχος… Μια τελευταία ερώτηση, κ. αντιπρόεδρε, αν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι υγιές, σταθερό και μπορεί να αντέξει μια ενδεχόμενη μελλοντική κρίση…

Το βασικό πρόβλημα των τραπεζών εντοπίζεται σήμερα στο ζήτημα των «κόκκινων» δανείων. Υπάρχει μια στοχοθεσία που προβλέπει τη μείωση των δανείων, υπάρχουν τα stress tests από τα οποία δεν αναμένουμε εκπλήξεις. Εκείνο το οποίο θα δούμε όταν θα ολοκληρωθούν τα δεδομένα, κατά τον Μάιο, εάν υπάρχει ανάγκη και εάν υπάρχουν πρόσθετα εργαλεία που μπορούμε να αξιοποιήσουμε, η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της ακόμη ταχύτερης μείωσης των «κόκκινων» δανείων με όρους κοινωνικής προστασίας, όσων χρήζουν προστασίας. Θα έχουμε τον χρόνο να τα συζητήσουμε αυτά από τις αρχές Μαΐου, που θα ξέρουμε τα αποτελέσματα των stress tests. Να τα συζητήσουμε, όμως, όχι ως πρόβλημα των τραπεζών αλλά ως θέματα για να επιταχύνουμε την επίλυση των προβλημάτων που συμπυκνώνονται στη συσσώρευση των «κόκκινων» δανείων. Για να ξανακάνουμε τις τράπεζες, τράπεζες. Γι’ αυτό το συζητούμε όλο αυτό.

πρέπει να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις που έχουμε ήδη συμφωνήσει ή αυτές που τελικά θα συμφωνηθούν και ταυτόχρονα πρέπει να εξασφαλίσουμε δημοσιονομικό χώρο για να υπηρετήσουμε και τους υπόλοιπους στόχους της πολιτικής, αφού όλοι πια βλέπουμε ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν ήταν μια κρίση μόνο δημοσιονομικού ελλείμματος, αλλά ήταν μια κρίση παραγωγικού υποδείγματος

Tο buffer, αυτό το ταμείο, αν δεν το χρειαστούμε, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα διαρκές ταμείο σταθεροποίησης, το οποίο να εγγυάται και προς τον ελληνικό λαό καταρχήν, αλλά και προς τις διεθνείς αγορές, πως ό,τι κι αν συμβεί η Ελλάδα έχει ένα εργαλείο στα χέρια της για να αποφύγει ακραίες διεθνείς καταστάσεις

Θέλουμε μια ευρεία κοινωνική συμμαχία, η οποία θα στηρίξει αυτήν την προσπάθεια. Γιατί ευρεία κοινωνική συμμαχία; Διότι προβλήματα όπως η φοροδιαφυγή, η εκτεταμένη και η διάχυτη, προβλήματα όπως η διαφθορά, η ενεργοποίηση αδρανών πόρων, ο εκσυγχρονισμός του κράτους, δεν μπορούν να λυθούν με τεχνικά μέσα μόνο «από τα πάνω»