Regulatory Partner, Deloitte Χατζηπαύλου Σοφιανός & Καμπάνης Α.Ε.
Aνάγκη για προτεραιότητα στην ελεγκτική ποιότητα για τον έλεγχο
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε σε δημόσιο έλεγχο τον << Πράσινο Χάρτη περί της πολιτικής της για τον έλεγχο (οικονομικής πληροφόρησης): Μαθήματα από την κρίση>>. Η ενδελεχής και περιεκτική φύση της διαβούλευσης που δρομολόγησε η Επιτροπή για τον ρόλο του ελέγχου και το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, στο πλαίσιο της γενικότερης ρυθμιστικής αναθεώρησης των οικονομικών αγορών, έχει επικροτηθεί από πολλά μέρη. Η αγορά του ελέγχου εξελίσσεται σε διαρκή βάση και διαμορφώνεται από την παγκοσμιοποίηση, τη δυναμική των επιχειρηματικών κλάδων και τις δράσεις των κανονιστικών και ρυθμιστικών αρχών και την ερχόμενη δεκαετία πιθανότατα θα οδηγήσει σε αλλαγές διαφόρων παραμέτρων που συζητούνται στον Πράσινο Χάρτη, της αγοράς του ελέγχου στην Ε.Ε. Η πρωτοβουλία της επιτροπής είναι μια ευκαιρία για συζήτηση για το πώς ο έλεγχος χρειάζεται να εξελιχθεί, για την αξία που προφέρει στους συμμετέχοντες στην αγορά και για ένα ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο σε επίπεδο Ε.Ε. που θα χρησιμεύει:
– στην ενίσχυση της ποιότητας του ελέγχου και της εμπιστοσύνης στην αγορά,
– στη βελτίωση της επικοινωνίας από τους ελεγκτές, ώστε να υπηρετούνται καλύτερα οι ανάγκες των χρηστών οικονομικής πληροφόρησης,
– στην εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης διατηρησιμότητας της αγοράς του ελέγχου με συγκεκριμένη αναφορά στην αντιμετώπιση της τρέχουσας διαμόρφωσης της αγοράς,
– στη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ ρυθμιστικών και κανονιστικών αρχών σε επίπεδο Ε.Ε., αλλά και σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο,
– στην προώθηση της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς της Ε.Ε.,
– στην προώθηση ενός βιώσιμα ισχυρού περιβάλλοντος ελέγχου σε όλα τα κράτη – μέλη και
– στην εξασφάλιση ότι υπάρχει μία αναλογική προσέγγιση για τον έλεγχο και παροχή εξασφάλισης για αξιόπιστη και ποιοτική οικονομική πληροφόρηση σχετικά με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που επιτρέπει σε όσους συμμετέχουν στην αγορά το δικαίωμα επιλογής.
Ενώ η κρίση στο τραπεζικό σύστημα προκλήθηκε από αμαρτωλή οικονομική συμπεριφορά –όχι αμαρτωλή οικονομική πληροφόρηση και έλεγχο– οι ελεγκτές πρέπει να μάθουμε από την κρίση και να υιοθετήσουμε, κοιτώντας το μέλλον, μία προοπτική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν τον έλεγχο και που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Παράλληλα και δίπλα στις εκτελεστικές διοικήσεις των επιχειρήσεων, τα διοικητικά τους συμβούλια και τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, οι ελεγκτές πρέπει να προωθήσουμε την εμπιστοσύνη στη χρηματοοικονομική πληροφόρηση. Έλεγχοι υψηλής ποιότητας βοηθούν στη διατήρηση αυτής της εμπιστοσύνης στις αγορές και συνεπώς προωθούν επενδύσεις και συμμετέχουν στην οικονομική ανάπτυξη.
Είναι θετικό ότι ο Πράσινος Χάρτης είναι περιεκτικός, γιατί μία αποσπασματική προσέγγιση θα ήταν ανεπαρκής. Αλλά αντιμετωπίζοντας ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων είναι σημαντικό να μη διευθετούνται θέματα σε απομονωμένη βάση. Πρωτοβουλίες που αποπειρώνται να διευθετήσουν ένα συγκεκριμένο κανονιστικό αντικείμενο ή ένα εντοπισμένο (ή θεωρούμενο ως υφιστάμενο) πρόβλημα είναι δυνατόν να έχουν μη σκοπούμενες επιπτώσεις σε άλλες περιοχές. Οι προτεινόμενες αλλαγές, συνεπώς, πρέπει να μελετώνται όχι μόνο σε σχέση με την επίπτωσή τους σε ένα συγκεκριμένο θέμα αλλά επίσης κάτω από το πρίσμα των γενικότερων αντικειμενικών σκοπών της ενίσχυσης της ποιότητας του ελέγχου και της εμπέδωσης της εμπιστοσύνης στην αγορά. Κατά τη γνώμη μας, η ποιότητα του ελέγχου, με την πρακτική έννοια της συμπεριφοράς των ελεγκτών, πρέπει να θεωρηθεί ως το πρωταρχικό ζητούμενο, έναντι του οποίου όλες οι σχετικές κανονιστικές και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες πρέπει να μετρώνται.
Ενώ, βέβαια, δίνουμε έμφαση στην ποιότητα του ελέγχου, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα υφιστάμενα χαρακτηριστικά της αγοράς των ελέγχων επηρεάζουν το πώς το κοινό προσλαμβάνει και αντιλαμβάνεται την ποιότητα του ελέγχου. Η εμπιστοσύνη της αγοράς δεν εμπεδώνεται αποκλειστικά από αντικειμενικά μέτρα, όπως η τεχνική ποιότητα, αλλά και από αντιλήψεις (ή και προκαταλήψεις) και αυτοί οι παράγοντες δεν μπορούν να διαχωριστούν πλήρως στην κρίση των συμμετεχόντων στην αγορά.
Γι’ αυτό και ορισμένες αντιλήψεις ή/και προκαταλήψεις που δεν ευνοούν την εμπέδωση εμπιστοσύνης στην αγορά, όπως π.χ. (ένα κλασικό παράδειγμα) ότι η συγκέντρωση στην αγορά ελέγχου ενδεχομένως εξασθενεί το κίνητρο της επιδίωξης της ποιότητας στον έλεγχο, αν και κατά τη γνώμη μας ανακριβής, πρέπει να συζητηθεί, ώστε να γίνει αντιληπτό ότι, ας πούμε, στην συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνεπαγόμενες προκλήσεις των απαιτούμενων υποδομών και οικονομιών κλίμακας που οι διεθνοποιημένες επιχειρήσεις απαιτούν από τους παρόχους ελεγκτικών υπηρεσιών και ότι η εμπειρία αποδεικνύει πως, παρόλη τη σχετική δημόσια αντίληψη που έχει διαμορφωθεί από τα τρέχοντα χαρακτηριστικά της αγοράς, οι επενδυτές θα καλωσόριζαν μεγαλύτερη επιλογή μόνο αν αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς βλαπτικές συνέπειες στην δυνατό- τητα των ελεγκτών να επιτύχουν γεωγραφική κάλυψη και διαχείριση των περιπλοκοτήτων των μεγάλων και πολύ μεγάλων ελέγχων με εύλογο κόστος. Άρα η Επιτροπή πρέπει να μελετήσει προσεκτικά –με βάση θεμελιωμένη ανάλυση και εμπειρική τεκμηρίωση– τα κόστη και οφέλη από δράσεις της που αποσκοπούν π.χ. στο άνοιγμα των ελεγκτικών εταιρειών που θα εξυπηρετούν διεθνείς επιχειρήσεις, έτσι ώστε η συνολική προσέγγιση με στόχο τη μείωση της συγκέντρωσης να μην καταλήξει σε βάρος της ποιότητας του ελέγχου, διότι ρυθμιστικές δράσεις που θα δώσουν, στην προκειμένη περίπτωση, προτεραιότητα στην αλλαγή της παρούσας διάρθρωσης της αγοράς, επειδή με πρώτη ματιά φαίνεται να είναι η άμεση και αποτελεσματική οδός για να επιτευχθεί αυτή η αναδιάρθρωση της αγοράς, χωρίς την δέουσα μελέτη για την επίδρασή τους στην ποιότητα του ελέγχου, θα είναι αντιπαραγωγικές και όχι προς το δημόσιο συμφέρον.