ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ, ΤΜΗΜΑ FINANCIAL RISK MANAGEMENT, KPMG
Αλλαγές στην εταιρική διακυβέρνηση και στο σύστημα διαχείρισης κινδύνων
O χρηματοοικονομικός κλάδος έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια πρωτόγνωρες συνθήκες ύφεσης, αλλά και πίεσης από τα εποπτικά μέσα. Δυσκολίες ρευστότητας και υψηλό κόστος δανεισμού, που απορρέουν από την έλλειψη σταθερής καταθετικής βάσης, από το υψηλό κόστος των απαιτούμενων κεφαλαίων, λόγω των νέων εποπτικών απαιτήσεων, καθώς και από τη δυσκολία αποπληρωμής των δανείων από τους πελάτες. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη μεταξύ των καταθετών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εμπιστοσύνη μεταξύ των ίδιων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων προς τα επιχειρηματικά πλάνα των εταιρειών και της χρηματοδότησής τους, βρίσκονται σε λεπτή ισορροπία.
Εποπτικές απαιτήσεις σχετικά με τη Βασιλεία ΙΙΙ, τη ρευστότητα, τη δραστηριότητα των συστημικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων επέφεραν περαιτέρω πίεση προς τους εποπτευόμενους.
Τα εποπτικά μέσα έχουν αρχίσει να αλλάζουν τη στάση τους και αναθεωρούν κανονισμούς με σκοπό την αντιμετώπιση της ύφεσης αλλά και την αναθέρμανση της εμπιστοσύνης μεταξύ των συναλλασσόμενων. Δεν φτάνουν όμως μόνο οι ενέργειες που πραγματοποιούνται από την εποπτεία.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να κάνουν σημαντικές αλλαγές στην εταιρική διακυβέρνηση, στο σύστημα διαχείρισης κινδύνων αλλά και στην κουλτούρα τους. Βελτιώνοντας τα παραπάνω και θέτοντας υψηλά ποιοτικά κριτήρια στη διαχείριση κινδύνων, στη διαχείριση των πελατών και στην ποιότητα των δημοσιοποιήσεων, θα επιτρέψουν στα εποπτικά μέσα να υιοθετήσουν πιο ουσιαστική εποπτεία, δεδομένου ότι αυτά θα είναι σε θέση να αξιολογούν καλύτερα τους εποπτευόμενους, λόγω της ουσιαστικότερης διαφάνειας, και να προλαβαίνουν γεγονότα χρεωκοπίας προτού να έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε όλη την αγορά.
Σήμερα η εποπτεία προσπαθεί να δημιουργήσει την ανάγκη για αλλαγή κουλτούρας και συμπεριφοράς αλλά και να περιορίσει τον αντίκτυπο που προκαλείται λόγω χαμηλών κριτηρίων κουλτούρας και συμπεριφοράς από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Έχουν σχεδιαστεί εποπτικά μέτρα σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα, ώστε να αυξήσουν το κόστος τού αναλαμβανόμενου ρίσκου, μέτρα για την εταιρική διακυβέρνηση για να ενισχύσουν τον ρόλο των διοικητικών συμβουλίων και των μετόχων στη διαχείριση των κινδύνων, μέτρα για να ενθαρρύνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να υιοθετήσουν δια- φορετικές στρατηγικές για τη λιανική και επενδυτική δραστηριότητά τους, μέτρα ανταμοιβής – παροχών για να μειώσουν τα κίνητρα για την τοποθέτηση θέσεων σε κινδύνους που ξεπερνάνε τη διάθεση ανάληψης κινδύνων (risk appetite) των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μέτρα για την ενίσχυση της εστίασης των τραπεζών στο σχεδιασμό και τη διανομή των χρηματοοικονομικών προϊόντων που είναι σύμφωνα με το πελατολόγιό τους και το επιχειρηματικό τους πλάνο.
Όμως όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την επιβολή εποπτείας. Θα πρέπει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να πάρουν τον έλεγχο που καθορίζει την πορεία του κλάδου τους και θα πρέπει οι πελάτες να υιοθετήσουν διαφορετική προσέγγιση κατά την επιλογή του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που θα συνεργαστούν.
Οι πελάτες χρειάζεται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες εποπτείας. Είναι ανάγκη να αντιληφθούν την επίπτωση που έχει η εποπτεία σε αυτούς και να κατανοήσουν καλύτερα την έννοια του κινδύνου. Οι πελάτες θα αντιμετωπίσουν το υψηλότερο κόστος υπηρεσιών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και θα βιώσουν τις επιπτώσεις από την έλλειψη ρευστότητας αυτών, είτε μέσω της αυστηρότερης διάθεσης των δανείων προς αυτούς είτε μέσω των αλλαγών των όρων των καταθετικών προϊόντων, ειδικότερα σε θέματα διασφάλισης καταθέσεων σε περιπτώσεις χρεωκοπίας.
Θα πρέπει όμως και αυτοί να αναλάβουν το ρόλο που τους αρμόζει και να κατανοήσουν καλύτερα το επιχειρηματικό μοντέλο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία συνεργάζονται, τους κινδύνους που έχουν επωμιστεί, όπως επίσης και να απαιτήσουν πιο αποτελεσματική δημοσιοποίηση πληροφοριών προς το ευρύ επενδυτικό κοινό.
Οι πελάτες είναι επιβεβλημένο να κατανοήσουν τα παρακάτω:
– Να προσδοκούν ρεαλιστικές αποδόσεις στις επενδύσεις τους.
– Να καταλαβαίνουν καλύτερα το επιχειρηματικό μοντέλο των χρηματοπι- στωτικών ιδρυμάτων που συνεργάζονται και τις μελλοντικές προοπτικές αυτών.
– Να κατανοούν τις κινήσεις που έχουν πραγματοποιήσει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να εξυγιάνουν στοιχεία του ισολογισμού τους.
– Να διεκδικούν μεγαλύτερη διαφάνεια στις δημοσιοποιήσεις προς το ευρύ επενδυτικό κοινό και ειδικότερα σε σχέση με την επίπτωση των νέων εποπτικών απαιτήσεων στα κεφάλαια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με τη σειρά τους, θα πρέπει να προβούν σε ανάλογες διορθωτικές ενέργειες. Η βελτίωση στην εταιρική τους διακυβέρνηση και στην κουλτούρα τους μπορεί να επιδράσει θετικά και οι εποπτικές αρχές να εμπιστευτούν αυτά τα ιδρύματα που έχουν κάνει πρόοδο σε αυτά θέματα. Αυτό θα επιφέρει θετικά αποτελέσματα, όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την οικονομική ανάκαμψη.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αλλάξουν τη στρατηγική που ακολουθούν σήμερα. Η επικέντρωση στη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία δεν θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό σκοπό. Θα πρέπει να είναι επίκεντρο ο πελάτης και οι ποιοτικές υπηρεσίες προς αυτόν, όπως επίσης και η υλοποίηση του επιχειρηματικού σχεδίου.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τις νέες προκλήσεις, θα πρέπει να προβούν στις παρακάτω ενέργειες:
– Να παραδεχτούν ότι η οικονομία έχει αλλάξει και η επιχειρηματικότητα, η εταιρική διακυβέρνηση, η εταιρική κουλτούρα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
– Να αποδείξουν την αφοσίωσή τους στο νέο περιβάλλον, υλοποιώντας αλλαγές στη συμπεριφορά προς τους πελάτες.
– Να συμμετέχουν ενεργά στις συζητήσεις με τα εποπτικά μέσα, με στόχο τη βελτίωση των εποπτικών κανονισμών και όχι τη μετάθεσή τους στο μέλλον.
– Να επικεντρώνονται σε προϊόντα και υπηρεσίες που εμφανίζουν πραγματικό όφελος στη γενικότερη οικονομία και την ανάδειξή του προς τα εποπτικά μέσα.
– Να έχουν θετική ανταπόκριση στις απαιτήσεις των εποπτών για καλύτερη διακυβέρνηση στη διαχείριση κινδύνων.
– Να έχουν ενεργητική και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων, που να λαμβάνει σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων.
– Να δημοσιοποιούν δεδομένα σχετικά με το σύστημα διαχείρισης κινδύνων και την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους.
– Να ακολουθούν μια ολιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των εποπτικών αλλαγών, συνδυάζοντας την με στρατηγική προσέγγιση στο οικονομικό περιβάλλον, στον ανταγωνισμό και στις τεχνολογικές ευκαιρίες.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τραπεζικός κλάδος δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος κινδύνου (risk free). Χρεωκοπίες έχουν συμβεί και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εμπιστοσύνη. Αντιθέτως, θα πρέπει να αφυπνίζει εκείνους που εποπτεύουν, ώστε να ενεργούν άμεσα και αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων. 
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καλούνται να υιοθετήσουν άμεσα τις νέες απαιτήσεις. Σε πρώτη φάση θα πρέπει να εντοπίσουν τις επιπτώσεις των νέων εποπτικών απαιτήσεων στο επιχειρηματικό τους μοντέλο, στη στρατηγική τους, στην εταιρική τους δομή και οργάνωση. Στις ανωτέρω επιπτώσεις θα πρέπει επίσης να συμπεριλάβουν και τις επιπτώσεις από τον ανταγωνισμό και το μακροοικονομικό περιβάλλον. Δεδομένων των αποτελεσμάτων της πρώτης φάσης, θα πρέπει σε επόμενο στάδιο να αποφασίσουν ποιο επιχειρηματικό μοντέλο θα ακολουθήσουν, ποια προϊόντα θα προσφέρουν στους πελάτες, ποια στρατηγική θα χαράξουν και ποια θα είναι η διάθεση ανάληψης κινδύνων (risk appetite), ώστε η επίπτωση των απαιτούμενων κεφαλαίων, η δυσκολία ρευστότητας, η υπάρχουσα ύφεση να μην επηρεάσει σημαντικά τα στοιχεία του ισολογισμού και τη βιωσιμότητά τους. 
Επίσης θα πρέπει να υιοθετήσουν μια αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων που να διαδραματίζει ενεργό και ουσιαστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται με γνώμονα το προσαρμοσμένο κέρδος στον κίνδυνο και να στηρίζονται σε τεκμηριωμένες απόψεις και αναλύσεις, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα, αλλά και η συνέχεια στο μέλλον.