Εύα Aγγελίδη
Aντιπρόεδρος ΣΟΛ Α.Ε., Μέλος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων του ΣΟΕΛ
Τον τελευταίο καιρό και με αφορμή την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί πολιτικής ελέγχου, πολύς λόγος γίνεται για τη μορφή και τον ρόλο που πρέπει να έχει το επάγγελμα του ελεγκτή στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές εξελίξεις. Εξάλλου, στο πλαίσιο της γενικότερης οικονομικής ύφεσης που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός κόσμος, δεν είναι λίγοι οι φορείς που στηρίζουν τις ελπίδες τους για ανάκαμψη στο έργο και τη συμβολή των ελεγκτών οι οποίοι καλούνται με διαφάνεια και αξιοπιστία να εντοπίσουν και να πιστοποιήσουν τους τομείς προς εξυγίανση.
Ο επίτροπος Michel Barnier, που έχει την ευθύνη του τομέα ελέγχου, ήταν ο κεντρικός ομιλητής στο πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Λογιστών (FEE) με θέμα την πολιτική ελέγχου, που πραγματοποιήθηκε την 30ή Ιουνίου 2011 στις Βρυξέλλες. Αξίζει να παρακολουθήσουμε λεπτομερέστερα τις απόψεις του σημαντικού αυτού ανθρώπου, που φαίνεται αποφασισμένος να ανατρέψει κάθε τετριμμένη διαδικασία του ελεγκτικού επαγγέλματος που εμποδίζει τους ελεγκτές να παρέχουν ανεξάρτητες και ουσιαστικές υπηρεσίες όχι μόνο στις ελεγχόμενες εταιρείες αλλά και στους σκοπούμενους χρήστες της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.
Με πάγια τακτική του το συνεχή διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για την εξεύρεση κατάλληλων λύσεων, διατηρώντας παράλληλα τις ισορροπίες, ο κ. Barnier τόνισε ότι η Επιτροπή έχει δρομολογήσει αρκετές φιλόδοξες προτάσεις με στόχο τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Υπάρχει διαρκής προβληματισμός επί των σημαντικών αρχών που διέπουν τον ανταγωνισμό στην ελεύθερη αγορά, καθώς και επί του τρόπου με τον οποίο οι μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν την προστασία των καταναλωτών. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τη βελτίωση των συστημάτων των εγγυήσεων καταθέσεων, με την αποζημίωση των επενδυτών, με κανόνες διασφάλισης των χορηγήσεων των δανείων και με την υλοποίηση του Ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ (SEPA, Single Euro Payment Area).
Τις επόμενες εβδομάδες ή τους επόμενους μήνες θα παρουσιαστούν σημαντικά κείμενα για τη διαχείριση της κρίσης και την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, για την αλλαγή της νομοθεσίας, για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, για την κατάχρηση των αγορών και για την δεύτερη αναθεώρηση της Οδηγίας περί οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Ο κ. Barnier τόνισε ότι φιλοδοξία της Ε.Ε. είναι να τεθούν σε εφαρμογή τα ανωτέρω το συντομότερο δυνατό. Έχοντας διδαχθεί από την κρίση, δεν επιτρέπεται σε κανέναν να μην εξετάσει όλους τους χρηματοπιστωτικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένου και του τομέα του ελέγχου. Η οικονομία και οι εταίροι έχουν υποφέρει αρκετά από τις επιπτώσεις της κρίσης και συνεχίζουν να υποφέρουν! Το γεγονός αυτό είναι σήμερα ορατό κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Καθήκον όλων είναι λοιπόν να κάνουν τα πάντα για να αποτραπούν νέες αναταράξεις και γι’ αυτό κάθε φορέας της οικονομίας πρέπει να αναλάβει σοβαρά τον κοινωνικό του ρόλο.
Όσον αφορά τον έλεγχο, έχουν ήδη εντοπίσει κάποιες αδυναμίες και έχει ήδη υποβληθεί προς ανοιχτό διάλογο η Πράσινη Βίβλος που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Νοέμβριο.
Σε αυτόν το διάλογο συμμετέχουν όλοι και οι ουσιαστικές προτάσεις βάσει του χρονοδιαγράμματος θα έχουν διατυπωθεί μέχρι τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Είναι απαραίτητη η διευκρίνιση ορισμένων κατευθύνσεων, οι οποίες συγκλίνουν προς έναν κοινό στόχο: τη διασφάλιση του μέλλοντος του ελεγκτικού επαγγέλματος, ώστε να καταστεί θεσμικά αδιαμφισβήτητο.
Κατά την ομιλία του ο κ. Barnier επικεντρώθηκε σε τρία βασικά σημεία:
α) στην ανεξαρτησία του επαγγέλματος,
β) στο άνοιγμα της αγοράς των ελεγκτικών υπηρεσιών και
γ) στη δημιουργία μιας πιο ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς και στην ενίσχυση της δημόσιας εποπτείας.
Πρώτο σημείο: Η ανεξαρτησία πρέπει να είναι το σύνθημα του επαγγέλματος Πρώτο μέλημα είναι η ποιότητα και η αξιοπιστία του ελέγχου. Αυτό που έχουν όλοι ανάγκη είναι ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης. Ο ελεγκτής διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό.
Η παρατήρηση που έχει να κάνει η Ε.Ε. στο σημείο αυτό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των ενδιαφερόμενων δεν είναι πεπει- σμένο για την ανεξαρτησία του ελεγκτή που επαληθεύει τους λογαριασμούς των ελεγχόμενων εταιρειών. Αυτό το κλίμα δυσπιστίας θα μπορούσε να επηρεάσει τις επενδύσεις. Υπάρχει εδώ ο κίνδυνος του φαύλου κύκλου, που επιθυμία όλων είναι να αντιστραφεί.
Γι’ αυτό επαναλαμβάνεται συνέχεια ότι το θέμα του ελέγχου έχει εξαιρετική σημασία και ότι ο ρόλος του πρέπει να διαφυλαχθεί.
Χωρίς την ανεξαρτησία οι εκθέσεις των ελεγκτών δεν είναι αξιόπιστες. Ο ελεγκτής πρέπει να είναι υπεράνω κάθε υποψίας. Σε αυτόν τον τομέα οι αντιλήψεις είναι σημαντικές. Αλλά αυτό που παρατηρείται συχνά είναι ότι οι ελεγκτές μπορεί μερικές φορές να έχουν κάποια σχέση με τις επιχειρήσεις που ελέγχουν. Όταν ο οικονομικός διευθυντής μιας μεγάλης ευρωπαϊκής εταιρείας δηλώνει ότι αναμένει από τον ελεγκτή του μια ορισμένη «υπακοή», τότε αυτό βλάπτει όλο το επάγγελμα.
Όταν παρατηρείται ότι πολλές ελεγχόμενες εταιρείες διατηρούν το ίδιο ελεγκτικό γραφείο για δεκαετίες –ακόμη και περισ- σότερο από έναν αιώνα– τότε αυτό βλάπτει το επάγγελμα, καθώς και το γεγονός ότι η επιλογή του ελεγκτή δεν γίνεται με κανόνες διαφάνειας, που και αυτό υπονομεύει το επάγγελμα. Είναι γνωστό ότι δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη, ακόμη και αν προέρχονται από το χώρο του ελεγκτικού επαγγέλματος. Το γεγονός αυτό όμως δεν κλονίζει τον κ. Barnier, ο οποίος εξακολου- θεί να είναι πεπεισμένος ότι το status quo δεν αποτελεί πλέον επιλογή.
Ποιες είναι όμως οι προτεινόμενες λύσεις;
Καταρχήν πρέπει να είναι υποχρεωτική η εναλλαγή του ελεγκτικού γραφείου μετα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Το σημαντικό είναι να βρεθεί μια ισορροπία στις εναλλαγές, προκειμένου να μην είναι υπερβολικές, ώστε να βλάψουν την ποι- ότητα του ελέγχου και την ανεξαρτησία του ελεγκτή.
Ένας άλλος παράγοντας για την υπερβολική οικειότητα μεταξύ ελεγκτών και ελεγχόμενων είναι η παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών, των επονομαζόμενων «μη ελέγχων».
Για τα περισσότερα από τα δίκτυα των ελεγκτικών γραφείων – λογιστικών επιχειρήσεων αυτές οι υπηρεσίες αποφέρουν περισσότερα έσοδα από τον έλεγχο. Μπορεί κάποιος να φανταστεί με ποιο τρόπο ένα ελεγκτικό γραφείο μπορεί να θεωρείται ανεξάρτητο όταν έχει τη δυνατότητα να παρέχει παράλληλα συμβουλές στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάπτυξής του;
Ο επίτροπος Barnier φάνηκε πεπεισμένος ότι θα πρέπει να περιορίζεται ή ίσως και να απαγορευθεί η παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών στους ελεγχόμενους πελάτες. Επίσης, ο ίδιος τόνισε ότι πιστεύει σε κοινούς κανόνες για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση επ’ αυτού του τομέα και αναρωτιέ- ται αν πρέπει να γίνεται λόγος για «καθαρά ελεγκτικά γραφεία», που δεν θα μπορούσαν να παρέχουν και άλλες υπηρεσίες εκτός από τον έλεγχο. Με τον τρόπο αυτό θα ανοίξουν οι αγορές των συμβουλευτικών υπηρεσιών για μια σειρά συμβουλευτικών εταιρειών που δεν είχαν έως τώρα καμία δυνατότητα λόγω της επικράτησης των μεγάλων ελεγκτικών – λογιστικών επιχειρήσεων. Σημαντικό ρόλο για μια τέτοια απόφαση θα παίξει η εξέταση της πρακτικής σκοπιμότητας αυτής της επιλογής.
Δεύτερο σημείο: Η αγορά του ελέγχου θα πρέπει να είναι πιο ανοικτή Στο σημείο αυτό ο κ. Barnier είπε ότι τον προηγούμενο αιώνα η αγορά μοιραζόταν μεταξύ οκτώ μεγάλων ελεγκτικών εταιρειών. Σήμερα αυτά τα ελεγκτικά γραφεία έχουν γίνει τέσσερα και λειτουργούν σε μια «πολύ κλειστή» αγορά, με δεδομένο κιόλας ότι οι εταιρείες που ελέγχουν είναι από τις πιο σημαντικές.
Αυτές λοιπόν οι τέσσερις μεγάλες εταιρείες ελέγχουν το 80% της ευρωπαϊκής αγοράς στους τακτικούς ελέγχους των εισηγμένων εταιρειών.
Η κατάσταση είναι ακόμα πιο ανησυχητική σε ορισμένες χώρες όπου δεν μιλάμε για «κυριαρχία» των «big four» αλλά για «big three» ή για «big two»! Στην Γερμανία μόνο δύο ελεγκτικά γραφεία κατέχουν το 90% των βασικών εντολών ελέγχου. Στην Ισπανία υπάρχει μόνο «big one», αφού μόνο ένα γραφείο πιστοποιεί τους λογαριασμούς των πιο μεγάλων τραπεζών και κατέχει το 58% της αγοράς. Ο κ. Barnier τόνισε ότι δεν είναι ενάντια στους «Big Four» αλλά δεν τον ευχαριστεί το γεγονός ότι η αγορά του ελέγχου των μεγάλων επιχειρήσεων κυριαρχείται από 4 δίκτυα, όταν υπάρχουν τόσα άλλα γραφεία που επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν την αγορά στην Ευρώπη. Επιθυμεί περισσότερους «παίκτες» και περισσότερο δυναμισμό, ειδικά σε αυτό το τμήμα της αγοράς. Διαπίστωσε δε ότι υπάρχει μια παρόμοια κατάσταση και σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένου εκείνου των οίκων αξιολόγησης, όπου η αγορά κυριαρχείται από τους «Big Three». Και εκεί θα προταθούν σύντομα μέτρα για την ενίσχυση της υπάρχουσας κατάστασης. Οι τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά τη «συγκέντρωση» της αγοράς δείχνουν ότι η εξαγορά των μεσαίου μεγέθους εταιρειών από τις μεγάλες τέσσερις είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο, που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των μεσαίου μεγέθους δικτύων και μηδενίζει τις πιθανότητες να εισέλθουν στην αγορά των μεγάλων ελέγχων. Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να δοθεί μια ώθηση στην αγορά. Στην ευρωπαϊκή αγορά ο ανταγωνισμός πρέπει να είναι ελεύθερος και αυθεντικός –δίκαιος και διαφανής.
Τρίτος σημείο: Η δημιουργία μιας αγοράς ευρωπαϊκής και η ενίσχυση της εποπτείας Σύμφωνα με όσα εξέθεσε ο κ. Barnier, η λύση βρίσκεται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ο ρόλος της Επιτροπής είναι να προωθεί και να καλυτερεύει την ελεύθερη «κυκλοφορία» των επαγγελματιών. Μελετώνται διάφοροι τρόποι για να γίνει η αγορά του ελέγχου πιο ευρωπαϊκή, ξεκινώντας από την υλοποίηση της ιδέας ενός ευρωπαϊκού διαβατηρίου για τους ελεγκτές. Με βάση τα επαγγελματικά προσόντα, ένας ελεγκτής θα πρέπει να περάσει, σε κάθε χώρα-μέλος στην οποία επιθυμεί να εργαστεί, συμπληρωματικές εξετάσεις επάρκειας. Η κινητικότητα, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των ελεγκτών, είναι επιτακτική ανάγκη, αν θέλουμε να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Επίσης, άλλα σημαντικά θέματα που έθιξε ο κ. Barnier ήταν:
η αυτόματη αναγνώριση γραφείων που έχουν ήδη πιστοποιηθεί σε άλλα κράτη, η απονομή ενός ευρωπαϊκού σήματος ποιότητας που θα δείξει την ικανότητα των γραφείων που ασχολούνται με τον έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων.
Ένα άλλο μέσο για να εξασφαλιστεί αυτή η επαγγελματική κινητικότητα είναι η εναρμόνιση των ελεγκτικών προτύπων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρίσκεται επίσης στη διαδικασία να ζητήσει από όλα τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου (ΔΠΕ). Είναι σημαντικό να υπάρχουν κοινοί κανόνες οι οποίοι, εκτός των άλλων, να συμβάλλουν επίσης στην κινητικότητα των επαγγελματιών. Πρέπει όμως να εξεταστεί σοβαρά η πρόσθετη επιβάρυνση με ελέγχους που δεν είναι απολύτως απαραίτητοι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Όσον αφορά την εποπτεία: Για να λειτουργήσει η ευρωπαϊκή αγορά θα πρέπει να εξασφαλιστεί μια πιο στενή συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και οι εποπτικές αρχές με τους ελεγκτές να συνεργάζονται περισσότερο.
Η Ε.Ε. ελπίζει επίσης να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών και σε εθνικό επίπεδο. Τέλος, είναι σημαντικό να βελτιωθεί η επι- κοινωνία μεταξύ των γραφείων και οι ρυθμιστικές αρχές να ενισχύσουν τον προληπτικό ρόλο του ελεγκτή.
Ο ελεγκτής, με την ευκαιρία του ελέγχου του, λαμβάνει γνώση της ελεγχόμενης οντότητας και έχει πρόσβαση σε ένα μεγάλο αριθμό πληροφοριών που μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη μιας κατάστασης.
Τελειώνοντας, κοινή διαπίστωση είναι η ύπαρξη ενός κοινού στόχου: να επαναπροσδιοριστεί και να ενισχυθεί ο ρόλος του ελεγκτή. Ο επίτροπος Barnier δεσμεύτηκε για τη συνέχιση των προσπαθειών, έτσι ώστε ο ελεγκτής να αποκτήσει μεγαλύτερη υπευθυνότητα μέσα από τις προσδοκίες των πολιτών και των επενδυτών.