Πέννυ Κούτρα, Δημοσιογράφος.
Ο βασικός μηχανισμός λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, βρίσκεται και πάλι σε συμπληγάδες, αν και θεωρητικά οι τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες διαθέτουν –και με τη σφραγίδα της ΕΚΤ– ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια. Η αβεβαιότητα ωστόσο των τελευταίων μηνών και οι επιπτώσεις που αυτή επέφερε δημιουργούν προβλήματα στους σχεδιασμούς αναδιάρθρωσης και θέτουν σε κίνδυνο μια σειρά στόχων.
Από τις αρχές Δεκεμβρίου έως σήμερα από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα εκτιμάται ότι έφυγαν καταθέσεις ύψους τουλάχιστον 23 δισ. ευρώ, με τα επίπεδα των καταθέσεων να υποχωρούν στα χαμηλότερα επίπεδα δεκαετίας. H Moody’s εκτιμά ότι η επιστροφή των καταθέσεων θα απαιτήσει 12-18 μήνες, ακόμα και αν υπάρξει νέο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας πριν από τον Ιούνιο. Η εξάρτηση από τον ELA εκτινάχθηκε στα 65 δισ. ευρώ, που σημαίνει αύξηση του κόστους χρηματοδότησης σε ετήσια βάση της τάξης των 700 με 800 εκατ. ευρώ, ενώ ο ρυθμός δημιουργίας νέων επισφαλειών εκτινάχθηκε και εκτιμάται ότι στο τρίμηνο τα νέα κόκκινα δάνεια θα ανέλθουν στο 1-1,5 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή η πρόθεση της κυβέρνησης να προωθήσει διαγραφές κόκκινων στεγαστικών δανείων ενδέχεται να πλήξει απευθείας και την κεφαλαιακή θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η περίοδος της αβεβαιότητας οδήγησε ήδη σε μετάθεση: α) πώλησης non core business assets (NBGI, Αστήρ), β) διάθεσης μειοψηφικών πακέτων σε θυγατρικές (Finansbank, Eurolife, Πανγαία), γ) πώλησης χαρτοφυλακίου δανείων, ενώ ανέκοψε και τις συζητήσεις για νέα deals (δημιουργία νέων ΑΕΕΑΠ από Πειραιώς και Alpha σε συνεργασία με ξένους επενδυτές). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τίθενται εν αμφιβόλω στόχοι που είτε είχαν επιτευχθεί την προηγούμενη διετία είτε θα μπορούσαν να επιτευχθούν σύντομα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν την πίεση που δέχεται το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, της επιτάχυνσης στον ρυθμό δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων και της αδυναμίας για εξασφάλιση εσόδων από τις σχεδιαζόμενες νέες χορηγήσεις. Επίσης, στην περίπτωση που η αβεβαιότητα παραταθεί, ο στόχος επίτευξης κερδοφορίας που προβλέπουν για φέτος τα πλάνα αναδιάρθρωσης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών δύσκολα θα επιτευχθεί, εξέλιξη που θα οδηγήσει κάποιες εξ αυτών ακόμη και σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στη χώρα και στις τράπεζες και, εφόσον διαπιστώσει σοβαρές αποκλίσεις από τον εγκριθέντα σχεδιασμό, ενδέχεται να ζητήσει προληπτικές κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης. Άλλωστε, έχουν ήδη ξεκινήσει έλεγχοι από την ΕΚΤ για την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού τους, οι οποίοι θα διεξαχθούν με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από την πρόσφατη διαγνωστική μελέτη.
Σε αυτό το περιβάλλον οι άμεσες ξένες επενδύσεις το τρέχον διάστημα είναι ανύπαρκτες, ενώ η φραγή στις αποκρατικοποιήσεις ή στην πώληση περιουσιακών στοιχείων μέσω ΤΑΙΠΕΔ, που έχει θέσει η κυβέρνηση, περιορίζει ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης στο πλαίσιο της συμφωνίας παράτασης του προγράμματος στήριξης με τους θεσμούς, ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Π. Λαφαζάνης επιμένει ότι δεν θα προχωρήσει σε καμιά τέτοια κίνηση όσον αφορά την ενέργεια (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΕΛΛΠΕ). Σημειώνεται ότι πιο ώριμος και προχωρημένος διαγωνισμός ήταν αυτός του ΑΔΜΗΕ, της θυγατρικής της ΔΕΗ που διαχειρίζεται τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με τουλάχιστον δύο υποψηφίους να βρίσκονται στην τελική ευθεία.
Στον τομέα των δημοσίων έργων –χώρο από τον οποίο οι τεχνικές εταιρείες ελπίζουν, μια και η καθίζηση των ιδιωτικών έργων δεν δίνει διέξοδο– οι διαγωνισμοί οδηγούνται σε συνεχείς αναβολές ή και σε ακυρώσεις, λόγω εκκρεμοτήτων στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά και της έλλειψης πόρων. Συγκεκριμένα, από 40 μεγάλους διαγωνισμούς, συνολικού ύψους περί τα 747 εκατ. ευρώ, που είχαν προγραμματιστεί για το τρίμηνο Δεκέμβριος – Φεβρουάριος, αναβλήθηκαν σχεδόν οι μισοί. Οι διοικήσεις των τεχνικών εταιρειών υποστηρίζουν πως τα προβλήματα θα ενταθούν, καθώς κινδυνεύουν με αναβολή και τα έργα που ετοιμάστηκαν για το επόμενο τρίμηνο, αφού στα προβλήματα που προαναφέρθηκαν έρχεται να προστεθεί και η καθυστέρηση στις τοποθετήσεις νέων διοικήσεων σε οργανισμούς, όπως π.χ. η ΕΡΓΟΣΕ. Παράλληλα, προς αναβολή οδεύουν και οι διαγωνισμοί για τα μεγάλα έργα που είχαν εξαγγελθεί από την προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Υποδομών. Έτσι, προς νέα αναβολή οδεύουν τρεις μεγάλοι διαγωνισμοί για έργα με συμβάσεις παραχώρησης (νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι Ηρακλείου, υποθαλάσσια ζεύξη Σαλαμίνας – Περάματος και οδικός άξονας Ελευσίνα – Θήβα – Υλίκη). Οι εργολάβοι επισημαίνουν πως οι διαγωνισμοί δεν μπορούν να προχωρήσουν ενώ εκκρεμούν οι αποφάσεις του νέου υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη για την τελική κατανομή κονδυλίων του ΕΣΠΑ 2014-2020. Επιπλέον, είναι δύσκολο να προσέλθουν οι ξένοι όμιλοι που είχαν αρχικώς ενδιαφερθεί χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει η εικόνα για την ελληνική οικονομία, πράγμα που αναμένεται να συμβεί μετά το τέλος του πρώτου εξαμήνου.
Σε αντίστροφη τροχιά από την ευρύτερη αγορά κινούνται οι παράγοντες του τουριστικού κλάδου, καθώς οι πρώτες εκτιμήσεις του ΣΕΤΕ για τον ελληνικό τουρισμό το 2015 θεωρούν εφικτό το στόχο για 25 εκατ. διεθνών αφίξεων (εκ των οποίων τα 2,5 εκατ. αφίξεις κρουαζιέρας) και για άμεσα έσοδα της τάξης των 14 δισ. ευρώ. Οι εκτιμήσεις συνυπολογίζουν τα πρώτα στοιχεία για τον προγραμματισμό των αεροπορικών θέσεων, οι οποίες, για το 2015, εμφανίζονται στο σύνολό τους αυξημένες κατά 1 εκατ. σε σχέση με το 2014. Ο ΣΕΤΕ, ωστόσο, υπογραμμίζει πως οι πρόσφατες αναφορές για πιθανή κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά και τα τουριστικά καταλύματα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, εάν τελικά επαληθευθούν, συνθήκες έντονης ανάσχεσης της δυναμικής πορείας του τουρισμού. Σημαντική επίσης προϋπόθεση –σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ– αποτελεί η άμεση ολοκλήρωση και ενεργοποίηση του νέου επενδυτικού νόμου και του ΕΣΠΑ, με στόχο την υλοποίηση επενδύσεων σε υποδομές νέων και υφιστάμενων κλινών, πρωτίστως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού.
Στο σκέλος της αγοράς και των συναλλαγών στο εμπόριο, το δίμηνο Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου παρατηρήθηκαν μεγάλες διακυμάνσεις, αλλά και μεγάλες διαφορές μεταξύ διαφορετικών τομέων της λιανικής. Από τη μια πλευρά σημειώθηκε συγκράτηση ακόμη και σε πωλήσεις βασικών καταναλωτικών αγαθών εντός του δικτύου των σούπερ μάρκετ και, από την άλλη, καταγράφηκε αύξηση στις πωλήσεις αυτοκινήτων. Οι αλυσίδες ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών γνώρισαν μια απρόσμενη αύξηση της ζήτησης, την ίδια ώρα που ο κύριος κορμός της αγοράς ένδυσης και υπόδησης κατέγραφε νέα πτώση. Επίσης, η καταναλωτική συμπεριφορά δεν υπήρξε αταλάντευτη και παρουσίασε διαφορετικά πρόσημα μέσα στο εν λόγω «καυτό», από άποψη πολιτικών εξελίξεων, δίμηνο. Κοινή διαπίστωση πάντως όλων των παραγόντων της αγοράς είναι πως αυτό που έλειψε ήταν η σταθερότητα των πωλήσεων που φάνηκε να έχει κατακτηθεί το προηγούμενο διάστημα.
Ο Δεκέμβριος ξεκίνησε με «χαμηλές» ταχύτητες για όλους τους τομείς της λιανικής, γεγονός αναμενόμενο, μιας και αποτελεί παραδοσιακά ένα αδύναμο διάστημα πριν το «μπουμ» του δεύτερου εορταστικού δεκαπενθημέρου. Οι προσδοκίες, αν και θετικές, ήταν σαφώς συγκρατημένες λόγω των αυξημένων φορολογικών βαρών και επιδεινώθηκαν όταν διαφάνηκε ότι η χώρα προσέρχεται πιθανότατα σε πρόωρες εκλογές. Παρά τις ανησυχίες, ωστόσο, αρκετοί κλάδοι αντιμετώπισαν τη θετική έκπληξη αύξησης των πωλήσεών τους έναντι του περυσινού Δεκεμβρίου.
Αντίθετα, κάμψη σημείωσε για μια ακόμη χρονιά η αγορά ένδυσης και υπόδησης, εξαιρουμένων συγκεκριμένων περιπτώσεων, όπως τα πολυκαταστήματα και τα εμπορικά κέντρα, όπου συνεχίστηκε να καταγράφεται συγκρατημένη αύξηση πωλήσεων, γεγονός που ερμηνεύεται ως μετακίνηση τζίρου από τους μικρούς στους μεγάλους παίκτες της αγοράς. Σύμφωνα δε και με τα στοιχεία της ΕΣΕΕ για τον μήνα Δεκέμβριο, οι τοπικές αγορές, στη συντριπτική τους πλειονότητα, κατέγραψαν πτώση, ενώ οι περισσότεροι μικρομεσαίοι έμποροι κάνουν λόγο για μια μέση μείωση της εμπορικής κίνησης της τάξεως του 6-8% στις αγορές των μεγάλων αστικών κέντρων και περίπου 10% στις περιφερειακές αγορές.
Τον κατεξοχήν προεκλογικό μήνα, ωστόσο, άλλαξε και η εικόνα για τους προμηθευτές και τους χονδρεμπόρους, οι οποίοι, αν και δεν επηρεάστηκαν τον Δεκέμβριο (εφόσον είχαν ήδη παραδώσει εμπορεύματα στο τέλος Νοεμβρίου), τον Ιανουάριο συναντούν κάθετη πτώση παραγγελιών. Η έναρξη των εκπτώσεων απορρόφησε κάποιους διαθέσιμους πόρους, οι οποίοι κατευθύνθηκαν στην αγορά ρούχων και υποδημάτων, ως είθισται, με τους μεγάλους παίκτες να κάνουν μάλιστα λόγο για μέση αύξηση της τάξης του 10%. Αντιθέτως, την εκτίμηση ότι ο κύκλος εργασιών της εκπτωτικής περιόδου θα παρουσιάσει κάμψη της τάξεως του 5% έως 8%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, διατύπωσαν οι έμποροι που μετείχαν σε έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιανουάριο του 2015 χορηγήθηκαν 10.289 νέες άδειες κυκλοφορίας σε αυτοκίνητα, αυξημένες κατά 12,8% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2014, συνεχίζοντας την ανοδική τάση των προηγούμενων μηνών.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2014, υπήρξε «σωτήριο» για την τόνωση των ελληνικών εξαγωγών, που τελικώς έκλεισαν τη χρονιά με μικρή κάμψη της τάξης του 1,4% στα 27 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΠΣΕ) προέβλεπε ότι στο τέλος του έτους η συνολική αξία των εξαγωγών θα ήταν μειωμένη κατά 2%-2,5%, σε σχέση με το 2013. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις χειμερινές της προβλέψεις αναμένει περαιτέρω αύξηση κατά 5,6% στα έσοδα της Ελλάδας από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το 2015, γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 3% στη συνολική αξία των εξαγωγών προϊόντων, ήτοι περίπου 28 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει γνωστές οι επιδόσεις των εξαγωγέων στο πρώτο δίμηνο της χρονιάς, ωστόσο, δεδομένων των αρνητικών συνθηκών ρευστότητας, οι παράγοντες της αγοράς κάνουν λόγο για νέα εμπόδια στην εξαγωγική δραστηριότητα, τα οποία θα κοστίσουν σε επίδοση. Η πτώση των τιμών πετρελαιοειδών αναμένεται να δώσει ώθηση στον όγκο των ελληνικών εξαγωγών, αλλά να μειώσει σημαντικά τη συνολική αξία. Το ενδεχόμενο παράκαμψης του εμπάργκο προς τη Ρωσία αφήνει επίσης ελπίδες ανάκαμψης των εξαγωγών αγροτικών και άλλων προϊόντων, κίνηση που, ωστόσο, ενέχει πολιτικούς κινδύνους.