Το 1903, κατατίθεται ο ιδρυτικός νόμος με αριθμό 2991 «Περί συστάσεως εμπορικών σχολών». Στο άρθρο 1 ορίζεται ότι: «Συνιστώνται δαπάναις του Κράτους, ων η έδρα ορίζεται δια Β. διατάγματος, εμπορικαί σχολαί, ανήκουσαι εις την τάξιν των εκπαιδευτηρίων της μέσης εκπαιδεύσεως, σκοπούσαι την διά καταλλήλου θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας προπαρασκευήν των εις αυτάς φοιτώντων εις το εμπορικόν στάδιον. Διδάσκονται εν αυταίς υποχρεωτικώς: […] η) γενικαί γνώσεις του εμπορίου (εμποριολογία), η λογιστική (καταστιχογραφία και εμπορική αλληλογραφία μετά πρακτικών ασκήσεων), […]». Στην Αθήνα ιδρύθηκε η πρώτη Δημόσια Εμπορική Σχολή, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε ο καθηγητής Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυπάρισσος Στεφάνου.
Το 1904 ιδρύθηκε η Εμπορική και Λογιστική Σχολή Παναγιωτόπουλου στον Πειραιά, σχολή ονομαστή στην εποχή της. Επίσης, την ίδια περίοδο λειτουργεί και η Εμπορική και Βιομηχανική Ακαδημία Ρουσόπουλου (1894-1919).
Το 1908 κυκλοφορεί το περιοδικό Εμπόριον, διευθυντής: Κ. Παναγιωτόπουλος, Καθηγητής Λογιστικής. Το περιοδικό περιλάμβανε άρθρα: Εμποριολογίας, Λογιστικής, Μαθηματικών εφαρμοσμένων στο εμπόριο, Εμπορικής Επιστολογραφίας, Εμπορικής Γεωγραφίας, Στατιστικής, Ιστορίας του Εμπορίου, Εμπορευματολογίας, Στενογραφίας, Νομικών ζητημάτων, Οικονομολογικών ζητημάτων, Τραπεζών, Οικονομικής Πολιτικής, Εμπορικής εκπαιδεύσεως κ.λπ. Η έκδοσή του διεκόπη τον Μάιο του 1911.
Το 1920 ιδρύθηκε η Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών (σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο). Πρώτοι διδάξαντες το μάθημα της Λογιστικής ήταν οι Κωνσταντίνος Παναγιωτόπουλος (1872-1936) και Σόλων Συρμόπουλος (1881-1940).
Το 1930, κυκλοφορεί το περιοδικό Λογιστική Επιθεώρησις. Μηνιαίον επίσημον όργανον της Πανελληνίου Επιστημονικής Λογιστικής Εταιρείας (ΠΕΛΕ), 1930-1973. Εκδότης: Φώτιος Κονιδάρης. Το πρώτο αμιγές λογιστικό περιοδικό που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Συντακτική επιτροπή του περιοδικού αυτού ήταν, μεταξύ των άλλων, οι: Κ. Παναγιωτόπουλος, Κ. Παπαζαχαρίου, Σ. Συρμόπουλος, Α. Νέζος, Μ. Τσιμάρας, Ι. Χρυσοχού, Σ. Βαρδάκος, κ.λπ., οι οποίοι μέσα από τις σελίδες του περιοδικού προσπάθησαν για την ανύψωση και διάδοση της λογιστικής επιστήμης.
Επιλέγοντας κάποια αποσπάσματα των λογιστικών εγχειριδίων της εποχής εκείνης (αρχές του 20ού αιώνα), θα προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε τη λογιστική της εποχής:
ΠΕΡΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ
Διά να παρακολουθήσωμεν την πορείαν μιας οιασδήποτε επιχειρήσεως, τας μετά των τρίτων δοσοληψίας μας, τα κέρδη και τας ζημίας μας και εν γένει τας ποιοτικάς και ποσοτικάς μεταβολάς των κεφαλαίων, τα οποία διαχειριζόμεθα, δεν αρκεί η απλώς και ως έτυχεν αναγραφή των διαφόρων πράξεων εν τοις βιβλίοις. Οφείλομεν ν’ ακολουθήσωμεν ιδιάζοντας τινάς εν τη λογιστική τύπους, ων ο γενικώς εν τη καταστιχογραφία παραδεδεγμένος είνε ο καλούμενος Λογαριασμός ή Μερίς.
1. Καλείται δε εν τη καταστιχογραφία λογαριασμός ή μερίς πίναξ διηρημένος εις δύο μέρη, εις τον οποίον εγγράφομεν την χρονολογίαν, τας λεπτομερείας και τα ποσά των διαφόρων πράξεων.
2. Έκαστος λογαριασμός καταλαμβάνει δύο σελίδας και φέρει άνωθεν ως τίτλον το όνομα του προσώπου τας μετά του οποίου δοσοληψίας πρόκειται να εγγράψωμεν εν αυτώ ως Ιωάννης, Γεώργιος κ.λπ.
3. Το προς τ’ αριστερά μέρος καλείται Δούναι ή Χρέωσις. Το προς τα δεξιά δε Λαβείν ή Πίστωσις.
4. Εις το προς τ’ αριστερά μέρος (Δούναι) εγγράφομεν τα ποσά τα οποία δίδομεν εις το πρόσωπον το οποίον παριστά ο λογαριασμός ούτος. Εις το προς τα δεξιά (Λαβείν) εγγράφομεν τα ποσά τα οποία λαμβάνομεν παρά του προσώπου το οποίον παριστά ο λογαριασμός ούτος.
5. Αν το Δούναι υπερβαίνη το Λαβείν, σημαίνει ότι τω εδώκαμεν πλείονα των όσων μας έδωκεν ούτος και επομένως μας οφείλει το πλεονάζον ποσό.
6. Οι όροι Δούναι και Χρέωσις είνε συνώνυμοι. Αντίστοιχοι δε των όρων Λαβείν και Πίστωσιν.
7. Όταν το άθροισμα των ποσών του Δούναι υπερβαίνη το άθροισμα των ποσών του Λαβείν, το πλεονάζον εις το Δούναι ποσόν καλείται χρεωστικόν υπόλοιπον, ως προερχόμενον εκ της χρεώσεως. Όταν δε το άθροισμα των ποσών του Λαβείν, καλείται πιστωτικόν υπόλοιπον, ως προερχόμενον εκ της πιστώσεως.
8. Εις λογαριασμός λέγεται χρεώστης όταν το άθροισμα των ποσών της χρεώσεως είνε μεγαλύτερον του αθροίσματος των ποσών της Πιστώσεως. Πιστωτής δε λέγεται όταν το άθροισμα των ποσών της πιστώσεως είνε μεγαλύτερον του αθροίσματος των ποσών της χρεώσεως.
Σημείωσις: Χρεώστης επίσης λέγεται ο λογαριασμός όταν έχη ποσά μόνον εις την χρέωσιν, πιστωτής δε όταν έχη ποσά μόνον εις την πίστωσιν…
(Πηγή: Νέα πλήρης Λογιστική, απλογραφική και διπλογραφική, θεωρητική και πρακτική, 1909)
72. Δύο ειδών λογαριασμοί
Οι λογαριασμοί του Καθολικού είνε δύο ειδών:
1ον) Γενικοί λογαριασμοί
2ον) Προσωπικοί λογαριασμοί
73. Γενικοί λογαριασμοί (comptes generaux). Γενικοί ονομάζονται οι λογαριασμοί οίτινες αντιπροσωπεύουσιν αυτόν τον έμπορον. Οι προσωποποιούντες δηλαδή τας διαφόρους αξίας (χρήματα, εμπορεύματα, γραμμάτια κ.λπ.) αίτινες αποτελούσι τον κύκλον των εργασιών του. Διότι εν τοις εμπορικοίς βιβλίοις δεν πρέπει ουδέποτε ν’ αναφέρηται το όνομα του εμπόρου εις ον ανήκουσι τα βιβλία ταύτα.
Οι γενικοί λογαριασμοί είνε συνήθως οι εξής εννέα:
1ον) Κεφάλαιον (άλλοι γράφουσι: Κεφάλαια).
2ον) Ταμείον (άλλοι γράφουσι: Ταμείον μετρητών).
3ον) Γενικά εμπορεύματα (άλλως: Εμπορεύματα εν γένει).
4ον) Έπιπλα.
5ον) Εισπρακτέα γραμμάτια.
6ον) Πληρωτέα γραμμάτια.
7ον) Ζημίαι και Κέρδη.
8ον) Γενικά έξοδα (άλλοι γράφουσι: Διάφορα έξοδα).
9ον) Οικιακαί δαπάναι (άλλοι γράφουσι: Προσωπικά έξοδα)…
(Πηγή: Αυτοδίδακτος Λογιστική και Καταστιχογραφία, 1918)
Ορισμός της Λογιστικής και σκοπός αυτής
Μετά τα προλεχθέντα προβαίνομεν εις τον καθορισμόν του έργου της Λογιστικής, ήτις, κατά τας νεωτέρας αντιλήψεις, είνε η επιστήμη του εγγράφειν, ταξινομείν, συγκεντρώνειν, ελέγχειν, αναλύειν και διερμηνεύειν τα οικονομικά γεγονότα, τα έχοντα σχέσιν προς την κυριότητα, κτήσιν, παραγωγήν, μεταβίβασιν, κατανάλωσιν και συντήρησιν των αντικειμένων του πλούτου ή αξιών. Σκοπός δε της Λογιστικής είνε η εν πάση στιγμή, ει δυνατόν, εκτίμησις της περιουσίας παντός οικονομικού οργανισμού ή προσώπου.
Η χρησιμοποίησις αυτής είνε πασιφανής εις πάσαν οργάνωσιν και εις παν πρόσωπον, το οποίον διαχειρίζεται ή εκμεταλλεύεται περιουσίαν μικράν ή μεγάλην προς σκοπόν παραγωγικόν […]
Η Λογιστική συντελεστής εσωτερικής οργανώσεως και όργανον διευθύνσεως και επισκοπήσεως των επιχειρήσεων
Από οικονομικής απόψεως η Λογιστική διαδραματίζει σπουδαίον μέρος, προσφέρουσα υπηρεσίας ανεκτιμήτους εις τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία διαχειρίζονται και εκμεταλλεύονται κεφάλαια εν τε τη ιδιωτική και τη δημοσία οικονομία. Είναι ο απαραίτητος συντελεστής της εσωτερικής οργανώσεως παντός οικονομικού οργανισμού, είναι το όργανον της επισκοπήσεως των επιχειρήσεων. Η λογιστική οργάνωσις πρέπει να είναι εις θέσιν να δεικνύη εν πάση στιγμή εις ποίαν οικονομικήν κατάστασιν ευρίσκεται η επιχείρησις και πού αυτή φέρεται, προς τούτοις δε να παρέχη ακριβείς, σαφείς και θετικάς πληροφορίας περί της πορείας και των αποτελεσμάτων της εκμεταλλεύσεως. Καλή λογιστική οργάνωσις δίδουσα ακριβή ιδέαν περί των οικονομικών συνθηκών μιας επιχειρήσεως αποβαίνει ισχυρόν όργανον διευθύνσεως. […]
Σχέσις Λογιστικής και Στατιστικής
Η Στατιστική μεταχειρίζεται την Λογιστικήν ως πηγήν αέναον, εκ της οποίας λαμβάνει τα στοιχεία εκείνα, τα οποία χρησιμεύουσιν εις αυτήν, όπως συγκρίνη τα γεγονότα και εξαγάγη συμπεράσματα και διδάγματα εκ του παρελθόντος διά το μέλλον.
Προς τον σκοπόν τούτον αλλαχού γίνεται εργασία κολοσσιαία αποβλέπουσα εις την ομοιόμορφον παράστασιν της οικονομικής καταστάσεως και εκμεταλλεύσεως των οικονομικών οργανισμών της αυτής φύσεως διά να είνε δυνατός ο παραλληλισμός των ομοειδών στοιχείων. Διαρρυθμίζεται δήλον ότι υπό Κρατικών ειδικών Επιτροπειών διά τα ιδρύματα της αυτής φύσεως λογιστική οργάνωσις ομοιόμορφος, διεπομένη υπό κανονισμών εφαρμοζομένων εν τη λογιστική υπηρεσία ενός εκάστου τοιούτου οργανισμού, συντάσσονται δε ομοιόμορφοι πίνακες και ισολογισμοί και καταστάσεις και διαγράμματα μετά της αυτής ταξινομήσεως και διαιρέσεως των λογαριασμών, έκαστος των οποίων φέρει τον αυτόν αύξοντα αριθμόν, εις όλας τας ομοειδείς επιχειρήσεις.
Επί παραδείγματι, άπασαι αι σιδηροδρομικαί εταιρείαι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής έχουσιν ομοιόμορφον λογιστικόν σύστημα, οι θέλοντες δε να εξετάσωσι και συγκρίνωσι την οικονομικήν θέσιν και εκμετάλλευσιν των διαφόρων σιδηροδρομικών εταιρειών καταστρώνουσιν εις επί τούτω πίνακας τους αριθμούς κατά εταιρείας και λογαριασμούς.
Μία τοιαύτη εξέλιξις των πραγμάτων αποτελεί το άκρον άωτον της εφαρμογής της Λογιστικής Επιστήμης. […]
Η ηθική επίδρασις της Λογιστικής επί των διαχειριστών
Αλλά και η δικαιοσύνη εν τη καλή Λογιστική ανευρίσκει τον ευθύτερον προασπιστήν των συμφερόντων της κοινωνίας εν γένει.
Όσον δε αφορά εις την ηθικήν επίδρασιν της επιστημονικώς εφαρμοζομένης Λογιστικής επί των διαχειριστών του τε δημοσίου και ιδιωτικού πλούτου, αρκεί να αναφέρωμεν την κοινήν παροιμίαν, καθ’ ην «ο φόβος φυλάττει τα έρημα». Πράγματι, μία εσκεμμένη λογιστική οργάνωσις θέτει ένα έκαστον εις την θέσιν του και απαλλάσσει αυτόν του πειρασμού της καταχρήσεως, όταν είνε γνωστόν εκ των προτέρων, ότι εξάπαντος θα ανακαλυφθή πάσα διαχειριστική ανηθικότης. […]
Η κρατική και κοινωνική προστασία της Λογιστικής
Αι πολλαί και ποικίλαι αύται ιδιότητες, τας οποίας συγκεντροί η Λογιστική, υπηγόρευσαν εις μεν τα Κράτη και τας διαφόρους κοινωνικάς οργανώσεις, όπως λάβωσιν έκτακτον μέριμναν προς διάδοσιν και ανάπτυξιν της Λογιστικής διά των Σχολών των διαφόρων διαβαθμίσεων, εις δε τα άτομα, όπως θεωρήσωσιν ως πρώτιστον αυτών καθήκον την εκμάθησιν αυτής με σκοπόν είτε να μετέλθωσι το λογιστικόν επάγγελμα ως βιοποριστικόν έργον, είτε να χρησιμοποιήσωσι την Λογιστικήν ως όργανον τάξεως, στατιστικών πληροφοριών, προσδιορισμού αποτελεσμάτων και ελέγχων εν ταις ιδίαις αυτών επιχειρήσεσιν. Είναι, άλλως τε, εν εκ των μάλλον επικερδών επαγγελμάτων λόγω της μεγάλης ζητήσεως των επιστημόνων λογιστών εις τας οσημέραι αυξανομένας επιχειρήσεις. […]
Αι δυσκολίαι της συντάξεως των Καταστάσεων του τέλους της Χρήσεως
Διά της συντάξεως του Ισολογισμού και της Καταστάσεως Κερδών και Ζημιών πραγματοποιείται ο κύριος σκοπός της Λογιστικής, η γνώσις τουτέστι της οικονομικής θέσεως της επιχειρήσεως και της πορείας των εργασιών αυτής.
Αλλ’ η σύνταξις των λογιστικών τούτων Καταστάσεων δεν είνε εύκολος εν οιαδήποτε στιγμή, διότι απαιτείται:
α) Απογραφή των εμπορευμάτων προς προσδιορισμόν των αποτελεσμάτων της πωλήσεως αυτών όταν δεν εφαρμόζηται η αρχή του αμέσου προσδιορισμού των αποτελεσμάτων.
β) Εγγραφή των τυχόν καθυστερουμένων οικονομικών πράξεων.
γ) Τακτοποίησις των διαφόρων εκκρεμών ζητημάτων.
δ) Διακανόνισις των υπολοίπων των λογαριασμών συμφώνως προς τα πραγματικά δεδομένα.
ε) Συγκέντρωσις των διαφόρων εξόδων και εσόδων προς εξαγωγήν της καθαράς προσόδου. […]
Διά ποίους λόγους απορρίπτονται οι όροι «χρέωσις» ή «δούναι» και «πίστωσις» ή «λαβείν» υπό την κυριολεκτικήν αυτών έννοιαν λαμβανομενοι
Οι όροι «χρέωσις» ή «δούναι» (αριστερόν μέρος παντός λογαριασμού) εις μεν τους λογαριασμούς ενεργητικού σημαίνουσιν αύξησιν ενεργητικού, εις δε τους λογαριασμούς παθητικού και καθαράς περιουσίας ελλάτωσιν. Αλλά τα δύο ταύτα γεγονότα είνε αντίθετα προς άλληλα.
Οι δε όροι «πίστωσις» ή «λαβείν» (δεξιόν μέρος παντός λογαριασμού) εις μεν τους λογαριασμούς ενεργητικού σημαίνει ελλάτωσιν ενεργητικού, εις δε τους λογαριασμούς παθητικού και καθαράς περιουσίας αύξησιν. Αλλά και πάλιν τα δύο ταύτα γεγονότα είνε αντίθετα προς άλληλα. Διά τους λόγους τούτους, οι οποίοι είνε αναμφισβήτητοι, οι όροι ούτοι «χρέωσις» ή «δούναι» και «πίστωσις» ή «λαβείν» δεν είνε δυνατόν να σημαίνωσι το αυτό πράγμα δι’ όλους τους λογαριασμούς.
Οι μεν όροι «δούναι» ή «χρέωσις» σημαίνουσι:
α) Αυξήσεις ενεργητικού.
β) Ελαττώσεις παθητικού.
γ) Ελαττώσεις καθαράς περιουσίας.
δ) Αυξήσεις εξόδων.
ε) Αυξήσεις ζημιών.
ς) Αυξήσεις αντιθέτων λογαριασμών παθητικού.
ζ) Ελαττώσεις αντιθέτων λογαριασμών ενεργητικού.
Οι δε όροι «λαβείν» ή «πίστωσις» σημαίνουσι:
α) Ελαττώσεις ενεργητικού.
β) Αυξήσεις παθητικού.
γ) Αυξήσεις καθαράς περιουσίας.
δ) Ελαττώσεις εξόδων.
ε) Ελαττώσεις ζημιών.
ς) Ελαττώσεις αντιθέτων λογαριασμών παθητικού.
ζ) Αυξήσεις αντιθέτων λογαριασμών ενεργητικού.
Η έννοια των όρων τούτων ποικίλλει αναλόγως των λογαριασμών.
Κατήντησαν δε να σημαίνωσι συμβατικώς ο μεν όρος «χρέωσις» ή «δούναι» το αριστερόν μέρος παντός λογαριασμού, ο δε όρος «πίστωσις» ή «λαβείν» το δεξιόν αυτού μέρος.
Υπό την κυριολεκτικήν αυτών έννοιαν δεν σημαίνουσι πλέον τίποτε. Σήμερον είνε απλά σύμβολα.
Το συμπέρασμα ημών είνε, ότι η υποτιθεμένη γενική λογιστική αρχή (;) καθ’ ην «πας λογαριασμός (ήτοι ο τιτλούχος του λογαριασμού) λαμβάνων πράγμά τι χρεούται με την αξία τούτου, επίσης χρεούται και με πάσαν ζημίαν, ην οφείλει να υποστή. Και πας λογαριασμός (ήτοι ο τιτλούχος του λογαριασμού) δίδων πράγμά τι πιστούται με την αξίαν αυτού. Επίσης πιστούται και με πάσαν ωφέλειαν, ήτις τω ανήκει» η αρχή, λέγομεν, αύτη δεν είνε γενική και κατά συνέπειαν επιστημονική. Άρα ούτε και θεμελιώδης. Είνε εψιμυθιωμένη αρχή (άνευ τέλους).
Επί μιας δε τοιαύτης σαθράς και αστείας αρχής δεν ήτο δυνατόν να στηριχθεί η Λογιστική ως επιστήμη.
Η έλλειψις γενικών και λογικών αρχών είνε το όλον μυστικόν της τελειωτικής καταρρεύσεως της παλαιάς λογιστικής θεωρίας, μεθ’ όλην την δήθεν «νομικήν» αίγλην ην επεδαψιλεύσαντο εις αυτήν εσχάτως οι αποπειραθέντες να υπερασπίσωσι ταύτην.
Η Λογιστική ως επιστήμη είχεν ανάγκην πραγματικών αρχών γενικών και λογικών, ευκρινών και σαφών, διατεταγμένων και κατά το δυνατόν πλήρων, ευρισκομένων εν συναφεία προς εαυτάς και συμφώνους εαυταίς κατά τον ορισμόν της επιστήμης. […]
(Πηγή: Σύστημα μαθημάτων Λογιστικής, 1927)
Η ανάπτυξις της λογιστικής οργανώσεως
1. Προσδιορισμός της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως δι’ απογραφής
Γεννάται το ζήτημα κατά ποιον τρόπον θα προσδιορισθή το πρώτον η οικονομική θέσις περιουσίας τινός ή Επιχειρήσεως στερουμένης Λογιστικής ή παρ’ η δεν λειτουργεί καλώς οργανωμένη τοιαύτη.
Ο προσδιορισμός ούτος δεν δύναται να επιτευχθή ει μη μόνον διά λεπτομερούς καταγραφής των υφισταμένων ενεργητικών και παθητικών στοιχείων, γενομένης επί τη βάσει της πραγματικότητος. Η εργασία αύτη καλείται απογραφή. Διά της αυτής δε ονομασίας θα χαρακτηρίσωμεν και τον καταρτισθησόμενον σχετικόν πίνακα.
Τα στοιχεία της περιουσίας θα εκφρασθώσι και θα αναγραφώσιν εις νόμισμα. Παρίσταται, επομένως, ανάγκη όπως προ της τοιαύτης αναγραφής, λαβη χώραν σχετική εκτίμησις αυτών.
Δεδομένου ότι κύριος σκοπός της απογραφής είναι και ο όσω το δυνατόν ακριβέστερος προσδιορισμός του Κεφαλαίου, έπεται ότι η εκτίμησις των περιουσιακών στοιχείων κατά βάσιν δεν δύναται να είναι υποκειμενική, διότι υφίσταται εν τη περιπτώσει ταύτη ο κίνδυνος της εμφανίσεως κεφαλαίου μεγαλυτέρου του πράγματι υφισταμένου […]
(Πηγή: Γενικαί Αρχαί Λογιστικής – Περίληψις παραδόσεων)
22. Σκοπός της Λογιστικής
Κατά τους παλαιοτέρους χρόνους επετύγχανε το τοιούτον ο επιχειρηματίας συνήθως δι’ απλής συντόνου επιβλέψεως των υλικών στοιχείων της απησχολημένης εις την επιχείρησιν περιουσίας του, δι’ απαύστου απομνημονεύσεως των προς τους τρίτους χρεών και πιστώσεών του και προχείρου, από καιρού εις καιρόν, εκτιμήσεως της όλης περιουσίας του.
Κατά τους νεωτέρους όμως χρόνους, οπότε αι πλείσται επιχειρήσεις απέβησαν συνθετώταται και μεγίστης οικονομικής σπουδαιότητος, η ως άνω τακτική είνε όχι μόνον ανεπαρκής αλλά και εις το έπακρον επικίνδυνος.
Αντ’ αυτής δε προτιμάται η πιστή παρακολούθησις των μεταβολών των στοιχείων της περιουσίας της επιχειρήσεως και των λοιπών συναφών οικονομικών φαινομένων διά μεθοδικής εγγραφής των εν τη επιχειρήσει διεξαγομένων οικονομικών εργασιών καθ’ εκάστην χρονικήν περίοδον. Τούτο δε αποτελεί και τον σκοπόν της Λογιστικής.
Ορισμός: Η Λογιστική είνε κλάδος των μαθηματικών επιστημών, εφηρμοσμένος εις τας οικονομικάς επιχειρήσεις της παραγωγής, διανομής και καταναλώσεως των οικονομικών αγαθών, όστις διδάσκει να εγγράφωμεν μεθοδικώς τας εργασίας οίκου τινός (εμπορικού, τραπεζιτικού, βιομηχανικού κ.λπ.), ούτως ώστε να είνε δυνατόν να γνωρίζομεν καθ’ οιανδήποτε στιγμήν το αποτέλεσμα αυτών.
Διά της Λογιστικής λ.χ. δύναται πας επιχειρηματίας να γνωρίζη ανά πάσαν στιγμήν τι κατέχει, τι οφείλει εις τρίτους, τι τρίτοι οφείλουσιν αυτώ και τέλος κατά πόσον ηλαττώθη ή αυξήθη η εις την επιχείρησην απησχολημένη περιουσία αυτού μετά τινα περίοδον εργασιών, εν άλλαις λέξεσι, τι εζημιώθη ή εκέρδισεν εκ των εργασιών της επιχειρήσεώς του […]
(Πηγή: Λογιστική θεωρητική και εφαρμοσμένη, 1930)
ΠΗΓΕΣ:
Δημητρίου Ι. Φασίτσα (Λογιστού, Καθηγητού της Λογιστικής εν ταις Σχολαίς του Συλλόγου των Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών), Νέα πλήρης Λογιστική, απλογραφική και διπλογραφική, θεωρητική και πρακτική, Αθήνα 1909.
Δημητρίου Μ. Μελισσόπουλου (Καθηγητού εν τη Ρώσικη Εμπορική και Ιερατική Σχολή Κωνσταντινουπόλεως), Αυτοδίδακτος Λογιστική και Καταστιχογραφία, Αθήνα 1918.
Κ. Παναγιωτόπουλου (τακτικού Καθηγητού Θεωρητικής και Εφηρμοσμένης Λογιστικής εν τη Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών), Σύστημα Μαθημάτων Λογιστικής, Β’ σειρά, Αθήνα 1927.
Σ. Συρμόπουλου (τακτικού Καθηγητού Θεωρητικής και Εφηρμοσμένης Λογιστικής εν τη Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών), Γενικαί Αρχαί Λογιστικής – Περίληψις παραδόσεων, Τεύχος Β’, Η ανάπτυξις της λογιστικης οργανωσεως.
Κωνσταντίνου Ι. Παπαζαχαρίου (διδάκτορος των Μαθηματικών, πρώην διευθυντού της εν τη Χάλκη Κωνσταντινουπόλεως Ελληνικής Εμπορικής Σχολής και άλλων, νυν δε επιθεωρητού της εμπορικής εκπαιδεύσεως), Λογιστική θεωρητική και εφαρμοσμένη, Αθήνα 1930.
Διά να παρακολουθήσωμεν την πορείαν μιας οιασδήποτε επιχειρήσεως, τας μετά των τρίτων δοσοληψίας μας, τα κέρδη και τας ζημίας μας και εν γένει τας ποιοτικάς και ποσοτικάς μεταβολάς των κεφαλαίων, τα οποία διαχειριζόμεθα, δεν αρκεί η απλώς και ως έτυχεν αναγραφή των διαφόρων πράξεων εν τοις βιβλίοις. Οφείλομεν ν’ ακολουθήσωμεν ιδιάζοντας τινάς εν τη λογιστική τύπους, ων ο γενικώς εν τη καταστιχογραφία παραδεδεγμένος είνε ο καλούμενος Λογαριασμός ή Μερίς
ΤΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ
ΤΟΥ 20ού
ΑΙΩΝΑ
Αι πολλαί και ποικίλαι αύται ιδιότητες, τας οποίας συγκεντροί η Λογιστική, υπηγόρευσαν εις μεν τα Κράτη και τας διαφόρους κοινωνικάς οργανώσεις, όπως λάβωσιν έκτακτον μέριμναν προς διάδοσιν και ανάπτυξιν της Λογιστικής διά των Σχολών των διαφόρων διαβαθμίσεων, εις δε τα άτομα, όπως θεωρήσωσιν ως πρώτιστον αυτών καθήκον την εκμάθησιν αυτής με σκοπόν είτε να μετέλθωσι το λογιστικόν επάγγελμα ως βιοποριστικόν έργον, είτε να χρησιμοποιήσωσι την Λογιστικήν ως όργανον τάξεως, στατιστικών πληροφοριών, προσδιορισμού αποτελεσμάτων και ελέγχων εν ταις ιδίαις αυτών επιχειρήσεσιν
ΤΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ
ΤΟΥ 20ού
ΑΙΩΝΑ
Σκοπός της Λογιστικής.
Κατά τους παλαιοτέρους χρόνους επετύγχανε το τοιούτον ο επιχειρηματίας συνήθως δι’ απλής συντόνου επιβλέψεως των υλικών στοιχείων της απησχολημένης εις την επιχείρησιν περιουσίας του, δι’ απαύστου απομνημονεύσεως των προς τους τρίτους χρεών και πιστώσεών του και προχείρου, από καιρού εις καιρόν, εκτιμήσεως της όλης περιουσίας του.
ΤΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ
ΤΟΥ 20ού
ΑΙΩΝΑ