Δρ Susanna Di Feliciantonio
Προϊσταμένη Δημοσίων Υποθέσεων Ε.Ε., ICAEW
David Batal
Partner, Έλεγχος & Διασφάλιση, Deloitte Τσεχία
Μετάφραση:
Μαρία Τυροβολά, Γραφείο Διεθνών Σχέσεων ΣΟΕΛ
Αρκετά, εάν το έργο των επιτροπών ελέγχου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (ΚΑΕ) είναι το ενδεικτικό έργο τους. Κάνουν την πρακτική διαφορά, εξασφαλίζοντας αξιόπιστες και ενημερωτικές εταιρικές αναφορές. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, καθώς ανταποκρίνονται στα εξελισσόμενα ρυθμιστικά πλαίσια, στις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές ανάγκες και στις ταχείες τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και στη ρευστότητα του ευρύτερου γεωοικονομικού περιβάλλοντος.
Στο Ινστιτούτο Ορκωτών Λογιστών Αγγλίας και Ουαλίας (ICAEW) και στη Deloitte γνωρίζουμε ότι οι αποτελεσματικές και αποδοτικές κεφαλαιαγορές απαιτούν εμπιστοσύνη στο εταιρικό πλαίσιο. Οι επιτροπές ελέγχου βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού. Δεν είναι λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι ο ρόλος τους έχει αυξηθεί σημαντικά, ίσως πουθενά περισσότερο απ’ ό,τι στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου οι επιτροπές ελέγχου έχουν, σε πολλές περιπτώσεις, καθιερωθεί και ενισχυθεί ως συνέπεια της ένταξης στην Ε.Ε.
Θέλαμε να μάθουμε πώς το καταφέρνουν. Για το λόγο αυτό, πραγματοποιήσαμε μια σειρά συνομιλιών με μέλη επιτροπών ελέγχου στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Ουγγαρία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Ρουμανία και στη Σλοβενία –άτομα που συμμετέχουν σε επιτροπές ελέγχου σε διάφορα είδη εταιρειών και οντοτήτων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς τομείς. Η κοινή μας έκθεση με τίτλο: «Κάνοντας τη διαφορά: Οι επιτροπές ελέγχου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη» διερευνά το πώς κάνουν στην πράξη τη διαφορά, με τρόπους που μπορεί να μην είναι πάντα προφανείς στους άλλους, προσπαθώντας παράλληλα να διερευνήσουν το έργο τους. Τα ευρήματά μας, αν και προέρχονται από ένα ορισμένο σύνολο χωρών, έχουν ευρύτατη απήχηση.
Εκπλήρωση βασικών ευθυνών
Στο επίκεντρο των αλληλεπιδράσεων μεταξύ διοίκησης, συμβούλων και ορκωτών ελεγκτών, οι επιτροπές ελέγχου διαδραματίζουν βασικό ρόλο, που στηρίζει την ακεραιότητα και τη διαφάνεια της εταιρικής αναφοράς. Αυτό συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου αναπτύσσεται και διευρύνεται ο ρόλος τους. Οι επιτροπές ελέγχου με τις καλύτερες επιδόσεις προσθέτουν πραγματική αξία, εστιάζοντας σε θέματα ουσίας.
Η έκθεσή μας περιλαμβάνει συγκεκριμένα παραδείγματα. Οι μονάδες εσωτερικού ελέγχου έχουν αναβαθμιστεί με εξειδικευμένο προσωπικό. Έχει υιοθετηθεί η υποβολή έκθεσης βάσει ΔΠΧΑ. Οι γνωστοποιήσεις των οικονομικών καταστάσεων έχουν βελτιωθεί. Έχουν δημιουργηθεί νέα συστήματα προϋπολογισμού. Οι λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου έχουν βελτιωθεί. Οι ευρύτερες οργανωτικές δομές έχουν αλλάξει. Η συμμόρφωση με τις νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις παρακολουθείται.
Προς το μέλλον, οι επιτροπές ελέγχου εξακολουθούν να επικεντρώνονται σε ζητήματα που εμπίπτουν στην κύρια αρμοδιότητά τους: χρηματοοικονομική αναφορά, εσωτερικός έλεγχος, εσωτερικές δικλίδες διασφάλισης, διαχείριση κινδύνων και διαδικασία ελέγχου. Ο κατάλογος δεν εκπλήσσει, συνδυάζοντας τις βασικές και τις ισχυρές απαιτήσεις δικαίου. Ωστόσο, καλύπτει τις μετατοπίσεις προτεραιότητας –για παράδειγμα, όταν οι επιτροπές ελέγχου ασχολούνται με την εισαγωγή νέων ΔΠΧΑ ή εξετάζουν τον τρόπο προσαρμογής τους σε νέους κανόνες σχετικά με τις μη ελεγκτικές υπηρεσίες.
Προκλήσεις του μέλλοντος
Οι συνομιλίες μας κατέδειξαν επίσης μια σειρά άμεσων και έμμεσων προκλήσεων. Οι επιτροπές ελέγχου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη συχνά φαίνεται να δίνουν περιορισμένη προσοχή σε νέα και αναδυόμενα ζητήματα. Παρά τις ραγδαίες αλλαγές στον ψηφιακό κόσμο, τα θέματα που σχετίζονται με την ασφάλεια του κυβερνοχώρου, την προστασία δεδομένων, την τεχνητή νοημοσύνη και την ανάλυση δεδομένων δεν είναι στις προτεραιότητες πολλών επιτροπών ελέγχου. Αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει την ικανότητα των μελών των επιτροπών ελέγχου, με λίγους να είναι ενδεχομένως πραγματικοί ειδικοί πληροφορικής –μολονότι τα ζητήματα πολιτικής και διαδικασίας πρέπει να εμπίπτουν ευθέως στην αρμοδιότητά τους.
Ομοίως, μόνο ορισμένοι αναφέρουν την ανάγκη να επιλυθούν ευρύτερα ρυθμιστικά θέματα, είτε πρόκειται για αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης των καταγγελιών, είτε για αύξηση των απαιτήσεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, είτε για συζητήσεις φορολογικών μεταρρυθμίσεων, για να αναφέρουμε μόνο λίγα.
Συνειρμικά, οι επιτροπές ελέγχου στην ΚΑΕ αντιμετωπίζουν κινδύνους. Οι ευθύνες για τη διαχείριση του κινδύνου είναι συχνά ρευστές και δεν είναι πάντοτε σαφώς καθορισμένες. Η έκθεσή μας υποδεικνύει ότι δεν είναι πάντοτε σαφές ποιοι κίνδυνοι εξετάζονται από τις επιτροπές ελέγχου –συγκεκριμένοι που σχετίζονται με τη χρηματοοικονομική διαδικασία ή γενικότεροι που σχετίζονται με την εταιρική οντότητα;
Οι επιτροπές ελέγχου δεν μπορούν να λειτουργήσουν μεμονωμένα –η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται επίσης από ένα εύρυθμα λειτουργικό ευρύτερο εταιρικό περιβάλλον. Οι ρυθμιστικές αρχές παίζουν πρωταρχικό ρόλο: στις συζητήσεις μας, ακούγαμε επανειλημμένα την κατανόηση του καταλυτικού ρόλου της Ε.Ε. στην προώθηση της αλλαγής, παρά την περιορισμένη ζήτηση από τους επενδυτές (αντικατοπτρίζοντας, ενδεχομένως, το μέγεθος των τοπικών κεφαλαιαγορών). Ωστόσο, το προφίλ των επιτροπών ελέγχου σε πολλές από τις χώρες που εξετάσαμε εξακολουθεί να χρειάζεται ενίσχυση. Οι αντιλήψεις των επιτροπών ελέγχου ως ονομαστικών οργάνων που δημιουργήθηκαν κυρίως για να συμμορφωθούν με τον νόμο εξακολουθούν να υφίστανται. Οι απόψεις αυτές μπορούν, εμμέσως, να αποδυναμώσουν τις επιτροπές ελέγχου, περιορίζοντας την ικανότητά τους να λαμβάνουν αποφάσεις και να αμφισβητούν τη διοίκηση και τον ορκωτό ελεγκτή.
Περιθώριο βελτίωσης
Δεν υπάρχει μοντέλο επιτροπής ελέγχου ενιαίου μεγέθους. Αυτό αντικατοπτρίζει τη διαφορετική φύση του εταιρικού κόσμου, καθώς και διαφορετικές παραδόσεις εταιρικής διακυβέρνησης. Αλλά οι επιτροπές ελέγχου αντιμετωπίζουν επίσης ορισμένα κοινά πρακτικά ζητήματα. Σε όλη την περιοχή, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης όσον αφορά τη δέσμευση με τους μετόχους. Το επίπεδο αλληλεπίδρασης μεταξύ επιτροπών ελέγχου και μετόχων διαφέρει ευρέως. Για πολλούς, ο διάλογος μπορεί να είναι πιο συχνός και η επικοινωνία πιο άμεση. Φυσικά, αυτό πρέπει να είναι αμφίδρομο. Είναι επίσης σαφές ότι οι ικανότητες που απαιτούνται για να είναι αποτελεσματικό ένα μέλος της επιτροπής ελέγχου αλλάζουν. Απαιτείται περισσότερη εμπειρογνωμοσύνη στον τομέα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, του ελέγχου και της διαχείρισης κινδύνων, καθώς και των γνώσεων που αφορούν συγκεκριμένες βιομηχανίες. Αυτό πέρα από τις καλές δεξιότητες και τις προοπτικές ανεξαρτησίας. Πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια της ποικιλομορφίας. Η εύρεση υποψηφίων που να ταιριάζουν σε αυτήν την περιγραφή δεν είναι απλή, με τη ζήτηση να υπερβαίνει την προσφορά σε πολλές χώρες. Μόλις επιστρατευτούν, χρειάζονται ολοένα και περισσότερο δομημένη υποστήριξη για να παραμείνουν ενήμεροι για την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των επιχειρήσεων και τις τεχνολογικές αλλαγές. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην αξιολόγηση της απόδοσης. Δεδομένων των αυξανόμενων αρμοδιοτήτων των επιτροπών ελέγχου (και, συγκεκριμένα στην Ε.Ε., οι απαιτήσεις παρακολούθησης που αναλαμβάνονται σήμερα από τους φορείς εποπτείας), οι επιτροπές ελέγχου θα πρέπει να εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούν τις επιδόσεις –ίσως και με χρήση εξωτερικών εμπειρογνωμόνων.
Dr. Susanna Di Feliciantonio
Η Susanna Di Feliciantonio είναι επικεφαλής των δημόσιων υποθέσεων Ε.Ε., με έδρα το Γραφείο της Περιφέρειας Ευρώπης του ICAEW (Βρυξέλλες). Είναι υπεύθυνη για την τοποθέτηση του ICAEW ως επίσημου σχολιαστή στο χώρο της ευρωπαϊκής δημόσιας πολιτικής, εστιάζοντας σε τομείς ενδιαφέροντος για το ελεγκτικό – λογιστικό επάγγελμα, συμπεριλαμβανομένης της εταιρικής διακυβέρνησης και της δημοσιονομικής διαχείρισης.
κ. David Batal
Ο David Batal είναι συνεργάτης στο τμήμα Audit & Assurance της Deloitte Czech Republic. Είναι μέλος της Ένωσης Φορέων Πιστοποιημένων Λογιστών (FCCA) του Ηνωμένου Βασιλείου και ορκωτός ελεγκτής, είναι εγγεγραμμένος στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών της Τσεχικής Δημοκρατίας. Επικεντρώνεται στους ελέγχους χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ακινήτων και κατασκευαστικών εταιρειών. Επιπλέον, ηγείται των υπηρεσιών Διασφάλισης, περιλαμβανομένης της Συμβουλευτικής Διαχείρισης Κινδύνων, των Υπηρεσιών Εσωτερικού Ελέγχου και της Ρυθμιστικής Ομάδας του FSI.
Το άρθρο αυτό έχει μεταφραστεί από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών Ελλάδα (ΣΟΕΛ). Η IFAC δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για την ακρίβεια και την πληρότητα της μετάφρασης ή για ενέργειες που μπορεί να προκύψουν ως αποτέλεσμα αυτής.
This publication has been translated from the English language into Greek by Institute of Certified Public Accountants of Greece (SOEL). IFAC assumes no responsibility for the accuracy and completeness of the translation or for actions that may ensue as a result thereof.