Η διεθνοποίηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, η ραγδαία εξέλιξη του διεθνούς εμπορίου, καθώς και η σταδιακή απελευθέρωση των περιορισμών στον τομέα της διακίνησης των κεφαλαίων και του συναλλάγματος στο σύνολο σχεδόν των αναπτυγμένων χωρών που χαρακτήρισε τη μεταπολεμική περίοδο, είχαν ως συνέπεια τη σημαντική αύξηση των συναλλαγών μεταξύ των offshore (εξωχώριων) εταιρειών.
Υπεράκτιες (Offshore) εταιρείες και φορολογία
Δημήτρης Δημητρίου
Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής Baker Tilly Hellas
Αίτια δημιουργίας αυτών των υπεράκτιων κέντρων ήταν η ανάγκη επιβίωσης και γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης των κρατών αυτών, τα οποία στην πλειονότητά τους ήταν μικρού μεγέθους, χωρίς οικονομικούς πόρους και δεν μπορούσαν εύκολα να διατηρήσουν την εθνική και οικονομική αυτοτέλειά τους. Έτσι, τα κράτη αυτά κατόρθωσαν να προσελκύουν όλο και περισσότερους αλλοδαπούς επιχειρηματίες, λειτουργώντας ως «φορολογικοί παράδεισοι» για την τυπική, έστω, εγκατάσταση των δραστηριοτήτων τους.
Στη συναλλακτική πρακτική ο όρος «υπεράκτια εταιρεία» έχει καθιερωθεί και αποτελεί πιστή μετάφραση του όρου «offshore company». Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για την περιγραφή μιας εταιρείας η οποία έχει έδρα σε έναν από τους φορολογικούς παραδείσους, χωρίς κατά κανόνα οι μέτοχοί της ή το αντικείμενο της δραστηριότητάς της να σχετίζονται µε οποιονδήποτε τρόπο µε τον τόπο αυτό.
Το φαινόμενο των υπεράκτιων ή εξωχώριων εταιρειών αναπτύχθηκε στη χώρα μας την τελευταία δεκαπενταετία. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, φορολογικός παράδεισος θεωρείται το κράτος που επιβάλλει χαμηλό ή μηδενικό ονομαστικό φόρο, φορολογεί ευνοϊκά ορισμένες κατηγορίες εισοδημάτων, προσφέρει σε κατοίκους τρίτων χωρών φορολογική αμνηστία, δεν διευκολύνει την παροχή και ανταλλαγή πληροφοριών και δεν θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση την άσκηση ουσιαστικής επιχειρηματικής δράσης των εταιρειών που βρίσκονται εγκατεστημένες στο έδαφος του. Σύμφωνα με τον ν. 3091/2002 (άρθρο 5, παρ. 7) στην Ελλάδα ως εξωχώρια νοείται η εταιρεία που έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χώρα και με βάση τη νομοθεσία της δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και απολαμβάνει ιδιαίτερα ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης.
Θωρείται η πρώτη ουσιαστική νοµοθετική τοποθέτηση, η οποία κρίθηκε πλέον απαραίτητη, καθώς το φαινόμενο της ραγδαίας εξάπλωσης των εξωχώριων εταιρειών (ελληνικών επιχειρηματικών συμφερόντων) είχε λάβει στη χώρα µας εξωπραγματικές διαστάσεις.
«Οι παράνομοι πάνε στον φορολογικό παράδεισο»:
Κριτήρια επιλογής υπεράκτιου σχήματος
Η επιλογή της καταλληλότερης δικαιοδοσίας για την ίδρυση της υπεράκτιας εταιρείας μπορεί να είναι δύσκολη και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η επιλογή εξαρτάται από τους σκοπούς του επιχειρηματία σε σχέση με την υπεράκτια εταιρεία. Έτσι, τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται επιλογή της καταλληλότερης δικαιοδοσίας πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τις ανάγκες του ενδιαφερόμενου επιχειρηματία, και είναι τα ακόλουθα:
➔ Πολιτική και οικονομική σταθερότητα της χώρας της δικαιοδοσίας
➔ Σύγχρονη και ευέλικτη νομοθεσία
➔ Φορολογικές και άλλες διευκολύνσεις
➔ Ύπαρξη συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας
➔ Απόρρητο.
Λόγοι δημιουργίας των εξωχώριων (υπεράκτιων) εταιρειών
Το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των υπεράκτιων εταιρειών είναι το τρίπτυχο: εξοικονόμηση χρήματος – ταχύτητα – εχεμύθεια. Οι υπεράκτιες εταιρείες συστήνονται πολύ γρήγορα, με χαμηλό κόστος, ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο και εξαιρετικά περιορισμένες διατυπώσεις. Η ανωνυμία του ιδιοκτήτη αποτελεί ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς της θεωρίας των υπεράκτιων εταιρειών. Στην περίπτωση που οι δικαιούχοι – ιδιοκτήτες μιας υπεράκτιας εταιρείας επιθυμούν εμπιστευτικότητα, είναι δυνατό να οριστεί ένας αντιπρόσωπος – διαχειριστής, ο οποίος εμφανίζεται και διενεργεί όλες τις συναλλαγές της εταιρείας στο όνομά του, άλλα για λογαριασμό των πραγματικών ιδιοκτητών. Έτσι, στις υπεράκτιες εταιρείες παρέχονται πολλά νομικά, οικονομικά και φορολογικά κίνητρα, με απώτερο σκοπό τη συσσώρευση κεφαλαίων στη χώρα εγκατάστασης της εταιρείας. Και συγκεκριμένα τα καθοριστικά κριτήρια για την ίδρυση και διατήρηση μιας υπεράκτιας εταιρείας είναι τα έξης:
➔ Η γρήγορη σύσταση με χαμηλό κόστος, ελάχιστο απαιτούμενο εταιρικό κεφάλαιο και εξαιρετικά περιορισμένες διατυπώσεις δημοσιότητας.
➔ Η πλήρης ανωνυμία των πραγματικών μετόχων.
➔ Η δυνατότητα σύστασης της εταιρείας με έναν μόνο μέτοχο.
➔ Η αποφυγή του «πόθεν έσχες» για την απόκτηση και τη διατήρηση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον βεβαίως έχει προβλεφθεί η αντίστοιχη εισαγωγή συναλλάγματος στο όνομα της υπεράκτιας εταιρείας.
➔ Αποφυγή φόρου τόκων καταθέσεων και φόρου μερισμάτων.
➔ Μη ύπαρξη συναλλαγματικών περιορισμών.
➔ Τραπεζικό απόρρητο που προστατεύει από ελέγχους.
➔ Η δυνατότητα μεταφοράς κερδών από χώρες με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε δικαιοδοσίες με χαμηλή ή ανύπαρκτη φορολογία.
Οι εξωχώριες (offshore) στην Ελλάδα έχουν συνήθως τις εξής δραστηριότητες:
➔ Αγορά και ανέγερση ακινήτων
➔ Χρηματιστηριακές συναλλαγές
➔ Ναυτιλία
➔ Εμπορικές συναλλαγές
➔ Εισαγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες
➔ Επανατιμολόγηση και τριγωνικό εμπόριο εισαγωγών – εξαγωγών
➔ Εμπορικοί αντιπρόσωποι
➔ Συμμετοχές σε Α.Ε. και ΕΠΕ στην Ελλάδα
➔ Αμοιβές υψηλόβαθμων στελεχών
➔ Υπερτιμολογήσεις – υποτιμολογήσεις
➔ Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας
➔ Σκάφη αναψυχής, αεροπλάνα
➔ Χρηματοοικονομικές συναλλαγές
➔ Υπηρεσίες πάσης φύσεως
➔ Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις
Τα σημαντικότερα προνόµια των εξωχώριων εταιρειών
1. Η ταχύτητα και η απλότητα της διαδικασίας σύστασής τους.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι µία εξωχώρια εταιρεία μπορεί να συσταθεί σε µία μόλις ημέρα, από έναν μοναδικό μέτοχο, χωρίς καμιά απολύτως προετοιμασία (συνεννοήσεις, διαπραγματεύσεις, ρύθμιση λεπτομερειών κ.λπ.), αφού όλες οι λεπτομέρειες είναι δυνατόν να ρυθµιστούν εκ των υστέρων.
2. Το χαμηλό κόστος σύστασης και λειτουργίας τους.
Μια εξωχώρια εταιρεία μπορεί να συσταθεί μόλις µε 800 $ ΗΠΑ, ενώ δεν είναι απαραίτητη η ανάμιξη επ’ αμοιβή δικηγόρου, συμβολαιογράφου, ούτε η ανάληψη επιπλέον γραφειοκρατικού κόστους, όπως δημοσιεύσεις στο ΦΕΚ, εγγραφές στο οικείο επιμελητήριο κ.ο.κ. Τα έξοδα λειτουργίας των εξωχώριων εταιρειών κυμαίνονται μεταξύ 500 και 700 $ ΗΠΑ κατ’ έτος, ανάλογα µε τη χώρα ίδρυσης.
3. Η δυνατότητα διατήρησης της ανωνυμίας του μετόχου.
Κατά τη σύσταση μιας εξωχώριας εταιρείας είναι καθ’όλα νόµιµη και δυνατή η διατήρηση απόλυτης εχεμύθειας ως προς το πρόσωπο του/των πραγματικών μετόχων αυτής. Ειδικότερα, είτε δεν υπάρχει καν υποχρέωση γνωστοποίησης των πραγματικών μετόχων είτε είναι δυνατή η γνωστοποίηση «ονομαστικών» μετόχων, οι οποίοι κατέχουν τις μετοχές για λογαριασμό άλλων.
4. Η παροχή άλλων σημαντικών οικονομικών κινήτρων.
Η δυνατότητα διατήρησης της ανωνυμίας του μετόχου οδηγούσε μέχρι πρόσφατα σε πληθώρα λύσεων προς αποφυγή πληρωμής φόρων. Για παράδειγμα, ήταν απολύτως δυνατή η αποφυγή του «πόθεν έσχες», τόσο σε περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας όσο και σε περιπτώσεις εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επιπλέον, ήταν δυνατή η πλήρης αποφυγή πληρωμής φόρου μεταβίβασης, κληρονομίας ή δωρεάς σε περιπτώσεις μεταβίβασης ακινήτων, αφού ο εκάστοτε κάτοχος των ανωνύµων μετοχών της εξωχώριας εταιρείας αποκτούσε αυτοδίκαια και την κυριότητα του ακινήτου.
Ακόμη, το γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση του πραγματικού μετόχου μιας εξωχώριας εταιρείας αποτελεί ένα σοβαρό κίνητρο για προστασία των περιουσιακών στοιχείων αυτού από ενδεχόμενες μελλοντικές διεκδικήσεις κάθε μορφής πιστωτών.
Δομές υπεράκτιων (offshore) εταιρειών
Σήμερα είναι δυνατόν να συσταθεί μία εξωχώρια (υπεράκτια) εταιρεία χωρίς πολλές διατυπώσεις και σε ελάχιστο χρόνο, διαδικασία που χρησιμοποιείται ευρέως για ξέπλυμα χρήματος από όπλα, ναρκωτικά και εγκληματικές ενέργειες. Επειδή η απλουστευμένη αυτή διαδικασία δημιουργεί υπόνοιες, γι’ αυτό οι επιλογές έχουν στραφεί και διαφοροποιηθεί προς εκείνα τα διεθνή οικονομικά κέντρα (IOFC, International Offshore Financial Center) που διέπονται από αυστηρή νομοθεσία και κανονισμούς.
Συνήθως η λύση βρίσκεται σε κράτη με αποδοτικές φορολογικές δομές σε πιο εξελιγμένες μορφές οργάνωσης και διαπλοκής. Έτσι, η offshore εταιρεία ενεργεί μέσω μίας onshore (εγχώριας), μίας σύμβασης και δύο ή περισσοτέρων τραπεζικών λογαριασμών. Προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστευτικότητα, μία τρίτη εταιρεία παροχής υπηρεσιών παρέχει μετόχους, διευθυντές και υπογράφοντες, επιπλέον μπορεί να παρέχεται από ένα trust. Σήμερα η νομοθεσία κάποιων τέτοιων κρατών περιορίζει την ανωνυμία των μετόχων.
Ιδιαίτερα νομικά χαρακτηριστικά που έχει το σύστημα των υπεράκτιων εταιρειών επιτρέπουν στους ιδιοκτήτες να απολαμβάνουν προνόμια και πλεονεκτήματα όπως:
➔ Φορολόγηση σε μικρότερη ή μηδενική κλίμακα.
➔ Κατοχύρωση της ανωνυμίας του πραγματικού ιδιοκτήτη.
➔ Ευελιξία της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
➔ Άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών σε συνάλλαγμα.
➔ Αποκλεισμός της προσωπικής ευθύνης του πραγματικού ιδιοκτήτη.
Η σκοπιμότητα δημιουργίας των υπεράκτιων εταιρειών ποικίλλει και δημιουργεί διάφορες μορφές και τύπους:
Βασικές μορφές υπεράκτιων (offshore) εταιρειών
1) Εταιρείες χαρτοφυλακίου ή συμμετοχών (Holding companies)
Η χρήση των υπεράκτιων εταιρειών χαρτοφυλακίου ή εταιρειών επενδύσεων, που είναι εγκατεστημένες σε εξωχώρια κέντρα, είναι μια μέθοδος διεθνούς φορολογικού σχεδιασμού για τη χρηματοδότηση των υπεράκτιων δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες σε τρίτες χώρες συγκεντρώνονται σε μια υπεράκτια εταιρεία, η οποία είτε έχει λειτουργούντα υποκαταστήματα είτε κατέχει τις μετοχές των διεθνών θυγατρικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε τρίτες χώρες. Η υπεράκτια εταιρεία λειτουργεί ως εταιρεία εκκαθαριστής για τα κέρδη από δραστηριότητες στις τρίτες χώρες, για συσσώρευση κερδών, επανεπένδυση των κερδών και εν γένει φορολογικό σχεδιασμό δραστηριοτήτων.
Βασικά προνόμια :
➔ Αναβολή πληρωμής φόρου σε μερίσματα.
➔ Αναβολή πληρωμής φόρου σε υπεραξίες (π.χ. υπεραξία από πώληση θυγατρικής).
➔ Απουσία συναλλαγματικών ελέγχων.
2)Εταιρείες παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών
Μια εταιρεία παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που βρίσκεται σε υπεράκτιο κέντρο (χώρα) λειτουργεί ως κανάλι διοχέτευσης δανείων σε μια ξένη θυγατρική εταιρεία. Η χρήση μιας εξωχώριας εταιρείας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών παρέχει τη δυνατότητα να μετακινηθούν αποτελεσματικά κέρδη από την ξένη θυγατρική (δανειολήπτρια), που υπάγεται σε δικαιοδοσία με υψηλούς συντελεστές φορολόγησης, στην υπεράκτια δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία. Το μειονέκτημα του σχήματος αυτού είναι ότι οι χώρες έδρας της δανειολήπτριας εταιρείας επιβάλλουν την παρακράτηση φόρου σε ποσό του τόκου του δανείου. Οι εταιρείες παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν σημαντική αξία στην περίπτωση που μια χώρα έχει υψηλούς συντελεστές φορολόγησης εισοδήματος και μερισμάτων. Η αποπληρωμή των τόκων δεν μειώνει μόνο τα φορολογητέα κέρδη της δανειολήπτριας εταιρείας αλλά μειώνει σημαντικά και τα προς αποπληρωμή μερίσματά της.
3) Εταιρείες παροχής διοικητικών υπηρεσιών (Administration companies)
Ορισμένες υπεράκτιες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν άπλα μια ξένη θυγατρική εταιρεία αλλά έναν όμιλο που αποτελείται από τη μητρική εταιρεία και τις θυγατρικές στις διάφορες χώρες και με διαφορετικές δραστηριότητες. Η διαχείριση και ο έλεγχος του ομίλου μπορεί να διεξάγεται μέσω μιας εξωχώριας εταιρείας παροχής υπηρεσιών διοίκησης – διαχείρισης. Το συγκεκριμένο σχήμα προσφέρει εμπορικά πλεονεκτήματα με τη συγκέντρωση όλων των διοικητικών – διαχειριστικών λειτουργιών σε έναν φορέα. Η ίδρυση κεντρικών γραφείων διοίκησης σε μια offshore χώρα από φορολογική άποψη είναι μια τεχνική μεταφοράς κερδών, όπου οι δραστηριότητες διοίκησης – διαχείρισης ενός ομίλου εταιρειών αναλαμβάνονται από την υπεράκτια εταιρεία παροχής διοικητικών υπηρεσιών, η οποία αμείβεται με ποσοστό επί των κερδών του ομίλου. Η υπεράκτια εταιρεία για τα κέρδη (αμοιβές) της δεν φορολογείται ή φορολογείται με πολύ χαμηλό συντελεστή.
4) Εταιρείες αδειών – δικαιωμάτων (Licensing companies)
Μια επιχείρηση μπορεί να χρησιμοποιεί μια υπεράκτια εταιρεία αδειών για να λειτουργεί ως χορηγός αδειών δικαιωμάτων σε μια ξένη θυγατρική εταιρεία. Οι περιοδικές πληρωμές για το δικαίωμα χρήσης βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως είναι τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, συγγραφικά δικαιώματα, σήματα, εικόνες, ήχος, επιστημονικές πληροφορίες και αλλά, λειτουργούν και χρησιμοποιούνται από πολλές δικαιοδοσίες σαν ενοίκιο (royalties), δηλαδή σαν έξοδα που μειώνουν την φορολογητέα ύλη των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό επίσης μεταφέρονται κέρδη και συγκεντρώνονται κεφάλαια στην υπεράκτια εταιρεία.
5) Εμπορικές εταιρείες (Trading companies)
Είναι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Η υπεράκτια εταιρεία χρησιμοποιείται εδώ κατά τέτοιο τρόπο ώστε αποτελεσματικά να μεταφέρει τα κέρδη από μια χώρα με υψηλή φορολόγηση σε μια χώρα με χαμηλή φορολόγηση. Τα σχήματα που διαμορφώνονται σε αυτές τις περιπτώσεις αποκαλούνται επίσης «τριγωνικό εμπόριο». Το σχήμα αυτό συνήθως εφαρμόζεται ως ακολούθως: μια εμπορική εταιρεία που πραγματοποιεί εξαγωγές – εισαγωγές ιδρύει μια υπεράκτια εταιρεία, που λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή. Όταν η ιδρύτρια επιχείρηση πραγματοποιεί εισαγωγές, ο προμηθευτής στέλνει τα εμπορεύματα απευθείας στην ιδρύτρια και εκδίδει το τιμολόγιο στο όνομα της υπεράκτιας εταιρείας, η οποία με τη σειρά της τιμολογεί την ιδρύτρια επιχείρηση σε τιμή προσαυξημένη. Αντίστοιχα, αν η μητρική επιχείρηση πραγματοποιεί εξαγωγές, το εμπόρευμα αποστέλλεται στον αγοραστή και η μητρική τιμολογεί την υπεράκτια με τιμή χαμηλότερη, η οποία με την σειρά της τιμολογεί τον αγοραστή. Με αυτόν τον τρόπο η μητρική επιχείρηση καταρχήν μειώνει τα εμφανιζόμενα κέρδη και επιπλέον συσσωρεύει το κεφάλαιο στο λογαριασμό της υπεράκτιας εταιρείας. Έτσι, ένα μέρος του κέρδους που σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιούσε η μητρική μετακινείται αποτελεσματικά από την με υψηλό φορολογικό συντελεστή χώρα στην με χαμηλό της offshore εμπορικής εταιρείας. Δεδομένου ότι οι περισσότερες offshore δικαιοδοσίες επιβάλλουν υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς, σημαντικό ρόλο θα έπαιζε η offshore εμπορική επιχείρηση να μην παραλαμβάνει τα αγαθά, αλλά να τα πουλά στην ξένη θυγατρική χωρίς τα αγαθά να εκτελωνιστούν από την έδρα της offshore. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται διπλοί και αυξημένοι εισαγωγικοί δασμοί.
6) Ναυτιλιακές εταιρείες (Shipping companies)
Ένας μεγάλος αριθμός των εξωχώριων κέντρων έχουν θεσπίσει ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις εταιρείες που ασχολούνται με τη ναυτιλία, περιλαμβανομένης της ναύλωσης και ενοικίασης σκαφών. Οι χώρες αυτές ενθαρρύνουν δυναμικά τις ναυτιλιακές εταιρείες να λειτουργήσουν υπό τις λεγόμενες σημαίες ευκαιρίας, πράγμα που επιτρέπει σε μια μη μόνιμα εγκατεστημένη εταιρεία να νηολογήσει με σύντομες και όχι ιδιαιτέρα αυστηρές διαδικασίες, αλλά με εξαιρετικά χαμηλό και ανταγωνιστικό κόστος, τα πλοία, χρησιμοποιώντας τη σημαία του εξωχώριου κέντρου (χώρας). Τα κέρδη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση του πλοίου που έχει μια υπεράκτια εταιρεία υποβάλλονται σε πολύ χαμηλή φορολογία.
7) Εμπιστεύματα (Trusts)
Η ιδέα των trust αναπτύχτηκε ως τρόπος προστασίας της περιουσίας. Οι συμβαλλόμενοι σε ένα trust είναι ο διαθέτης (settlor), που μεταφέρει τα περιουσιακά του στοιχεία σε trust, ο διαχειριστής (trustees), ο όποιος διοικεί το trust, ο θεματοφύλακας (custodian) και ο δικαιούχος (beneficiary), που λαμβάνει τα οφέλη των περιουσιακών στοιχείων του trust. Τα trust ιδρύονται και έχουν διάρκεια περίπου 100 ετών και είναι αποτελεσματικά για την περίπτωση που ο διαθέτης είναι ηλικιωμένος και δεν σκέφτεται καθαρά ή οι δικαιούχοι βρίσκονται σε διαμάχη. Το trust δεν έχει την νομική προσωπικότητα και δεν μπορεί να έχει περιουσιακά στοιχεία, όλη η περιουσία του trust είναι εκχωρημένη στον διαχειριστή, που μπορεί να είναι είτε το φυσικό πρόσωπο είτε η εταιρεία. Τα περιουσιακά στοιχεία του trust μπορεί να είναι ακίνητα, μετρητά και αλλά αξιόγραφα.
Ένα trust συστήνεται με έγγραφη συμφωνία. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις ο διαθέτης και ο δικαιούχος είναι το ίδιο πρόσωπο. Οι χώρες που αναγνωρίζουν το trust είναι συνήθως του αγγλοσαξωνικού δικαίου, ενώ άλλες χώρες που βασίζονται σε γαλλογερμανικό μοντέλο, όπως και η Ελλάδα, δεν αναγνωρίζουν το trust. Οι περισσότερες εξωχώριες δικαιοδοσίες παρέχουν τη δυνατότητα στέγασης σε trust. Η συνηθέστερη αιτία χρήσης των υπεράκτιων trust είναι η απόκρυψη της ταυτότητας των διαθετών για την αποφυγή των διατάξεων περί ξεπλύματος μαύρου χρήματος και αυξημένης φορολογίας.
Η χρήση των trust επιτρέπει τον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας ή των δικαιωμάτων ενός περιουσιακού στοιχείου. Συχνά παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία και ανωνυμία κατά τη μεταφορά και τον έλεγχο κεφαλαίων ή περιουσιακών στοιχείων. Ένα trust δεν αντιμετωπίζει συχνά προβλήματα με μετόχους, μερίσματα ή άλλες υποχρεώσεις που εμφανίζει ένας άλλος οργανισμός.
8) Εταιρείες επενδύσεων (Investment companies)
Κεφάλαια συγκεντρωμένα διά μέσου υπεράκτιων εταιρειών επενδύσεων μπορούν να επενδυθούν ή να κατευθυνθούν οπουδήποτε στον κόσμο. Η προσεκτική επιλογή της εξωχώριας δικαιοδοσίας επιτρέπει να επενδυθούν τα προαναφερόμενα κεφάλαια σε χώρες με υψηλούς συντελεστές φορολόγησης, εφόσον αυτές έχουν συνάψει φορολογικές συμβάσεις με υπεράκτιο κέντρο.
9) Τραπεζικές εταιρείες (Banking companies)
Τον τελευταίο καιρό πολλά τραπεζικά ιδρύματα σε υπεράκτιες δικαιοδοσίες έχουν καθιερωθεί ως φορολογικά καταφύγια. Πολλά από τα ιδρύματα είναι θυγατρικές μεγάλων διεθνών τραπεζών. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι ότι καταβάλλουν τόκους απαλλαγμένους από την παρακράτηση φόρου. Περάν αυτού ασχολούνται με διεθνή χρηματοδότηση από προνομιακές βάσεις (εξωχώρια κέντρα), η οποία δεν υπόκειται σε συναλλαγματικούς ελέγχους.
10) Εταιρείες αντιπροσώπευσης (Nominee companies)
Οι εταιρείες αντιπροσώπευσης είναι δομές όπου μια εγχώρια (onshore) εταιρεία ενεργεί ως αντιπρόσωπος μίας ή περισσοτέρων εξωχώριων εταιρειών. Όπως προαναφέρθηκε, οι εξωχώριες εταιρείες πάντα αποβλέπουν στη μείωση της φορολογητέας ύλης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς επίσης πολύ συχνά στο ξέπλυμα του μαύρου χρήματος. Για τον λόγο αυτό οι θιγόμενες χώρες από τη διεθνή αυτή μέθοδο φοροαποφυγής προσπάθησαν να αντιδράσουν θέτοντας ειδικούς νομοθετικούς κανόνες για τη διασφάλιση σύλληψης της φορολογητέας ύλης και τη δημιουργία εμποδίων για τη λειτουργία των υπεράκτιων εταιρειών. Η Ελλάδα απάντησε στο φαινόμενο των υπεράκτιων εταιρειών με τον Ν. 3091/2002, όπου χονδρικά οι συναλλασσόμενοι με υπεράκτιες εταιρείες δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τις δαπάνες και τις αποσβέσεις για αγαθά και υπηρεσίες που προέρχονται από αυτές, όπως επίσης και επιβάλλοντας ειδικό ετήσιο φόρο σε ποσοστό 15% επί της ακίνητης περιουσίας των υπεράκτιων εταιρειών.
11) Εταιρείες ασφαλίσεων
Πολλοί διεθνείς οργανισμοί έχουν αναπτύξει την πρακτική συνδυασμού ενός υφιστάμενου trust, το οποίο δεν είναι νέο offshore προϊόν, με πολιτική ασφάλισης, επίσης όχι νέο onshore προϊόν. Τα δυο αυτά προϊόντα σε συνδυασμό δίνουν νέες ευκαιρίες. Όταν ασφαλίζεται κάποιος πληρώνει ένα ασφάλιστρο. Η ασφάλιση στοιχίζει μόνο ένα μικρό μέρος του ασφαλίστρου που καταβάλλεται. Η ασφαλιστική εταιρεία, αφού προβεί στην ασφάλιση, τοποθετεί το υπόλοιπο ποσό μαζί με τα δικά της επενδυτικά κεφάλαια και προβαίνει στην παθητική διαχείριση, δηλαδή σε επενδύσεις χαμηλού κίνδυνου. Έτσι η ασφαλιστική πολιτική οδηγεί στο σχηματισμό ενός επενδυτικού χαρτοφυλακίου, το οποίο, σημειωτέον, μπορεί να περιλαμβάνει όχι μόνο τα χρήματα αλλά και άλλες μορφές , όπως μετοχές, ομολογίες, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ομόλογα κ.λπ.
12) Ακίνητα (Real Estate)
Ίσως η πιο διαδεδομένη χρήση των υπεράκτιων εταιρειών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι η αγορά και διαχείριση ακινήτων. Προκειμένου να προχωρήσει μια υπεράκτια εταιρεία στην αγορά ακινήτου, πρέπει το φυσικό πρόσωπο, που εμφανίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου ως εκπρόσωπος της εταιρείας, να είναι εφοδιασμένος με πλήρη σειρά εγγράφων που θα αποδεικνύουν τη νόμιμη σύσταση της εταιρείας κατά το δίκαιο της έδρας της, τη μέχρι εκείνη τη στιγμή λειτουργία και μη λύση της και την πληρεξουσιότητα του εμφανιζόμενου προσώπου για την κατάρτιση και υπογραφή του συμβολαίου αγοράς. Σημειωτέον ότι, όπως γίνεται δεκτό από τη διοίκηση, η μίσθωση και ιδιόχρηση ακινήτων στην Ελλάδα από μόνα τους δεν δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση, καθώς και η μεταγενέστερη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας και ως εκ τούτου όλης της περιουσίας της, τόσο της κινητής όσο και της ακίνητης, δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή από τις φορολογικές αρχές.
Φορολογία ακινήτων των εξωχώριων εταιρειών
Κατά την πώληση ακινήτου εξωχώριας εταιρείας παραδίδονται οι μετοχές της υπεράκτιας, έτσι αποφεύγει ο αγοραστής τον εκάστοτε φόρο μεταβίβασης ακινήτου, ενώ όταν αποβιώσει οι κληρονόμοι του δεν πληρώνουν φόρο κληρονομιάς.
Αυτή η περίπτωση όμως δεν μπορεί να αποφευχθεί, διότι κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει να χρησιμοποιούνται οι εταιρείες αυτές, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να τις φορολογήσουν ώστε να τους αποτρέψουν κι αυτό προσπαθούν.
Η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να φέρει κάποια θετικά αποτελέσματα, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε αρχικά κάθε χώρα μέλος της να είναι υποχρεωμένη να ενημερώνει τις φορολογικές αρχές των άλλων χωρών για τις τοποθετήσεις που κάνουν οι φορολογικοί κάτοικοι στο έδαφος της.
Άλλωστε, με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως και 18 του ν. 3091/2002 θεσπίστηκε για πρώτη φορά φόρος επί των ακινήτων των εξωχώριων εταιρειών. Ειδικότερα, άρχισε να ισχύει ο ν. 3091/2002 (ΦΕΚ Α330/24-12-2002) και η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, βάσει του οποίου από το 2003 και κάθε επόμενο έτος, οι εταιρείες οι οποίες έχουν εμπράγματα δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα, καταβάλλουν ειδικό ετήσιο φόρο 3% επί της αξίας αυτών, όπως προσδιορίζεται με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου. Κατόπιν, με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3842/2010, τροποποιήθηκε το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων (άρθρα 15 έως 17 του ν. 3091/2002). Ειδικότερα, με τις ισχύουσες διατάξεις από το έτος 2010 αναπροσαρμόσθηκε ο φορολογικός συντελεστής της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 από 3% σε 15% και διευρύνθηκαν οι κατηγορίες των προσώπων-οντοτήτων που είναι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης και καταβολής του φόρου.
Βασικά πλεονεκτήματα:
➔ Οι μετοχές των εξωχώριων εταιρειών μεταβιβάζονται ελεύθερα από τον κομιστή.
➔ Δεν θα καταβληθεί ποτέ φόρος μεταβίβασης, κληρονομιάς, γονικής παροχής ή δωρεάς.
➔ Κατά τη μεταβίβαση του ακινήτου δεν καταβάλλεται φόρος υπεραξίας.
➔ Το κεφάλαιο για την αγορά του ακινήτου δεν φορολογείται και δεν υπάρχει πόθεν έσχες.
➔ Αποφυγή διεκδικήσεων συζύγων σε περίπτωση διαζυγίου.
➔ Διασφάλιση από μελλοντικές διεκδικήσεις δανειστών.
➔ Αποφυγή λοιπών φορολογικών επιβαρύνσεων.
Βασικά μειονεκτήματα:
➔ Ετήσια καταβολή φόρου 15% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, δηλαδή ουσιαστικά σε 6-7 έτη ο ιδιοκτήτης θα χάσει με τη μορφή φόρου την αξία του ακινήτου.
➔ Η εξωχώρια εταιρεία πληρώνει φόρο κατοχής (ακίνητης περιουσίας) του ακινήτου.
➔ Συνήθως η εξωχώρια εταιρεία πληρώνει φόρο για εικονικά ενοίκια που εισπράττει από αυτόν που κατοικεί στο ακίνητο (συνήθως τον πραγματικό ιδιοκτήτη).
➔ Κατά την αγορά ενός ακινήτου από εξωχώρια εταιρεία ο αγοραστής πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικός, διότι κατά τη μεταβίβαση των μετοχών θα πρέπει να γνωρίζει τις οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις της εξωχώριας εταιρείας.
Ευθύνη παρένθετων προσώπων
Επίσης σε ισχύ είναι και το άρθρο 16 του ν. 3091/2002 που ορίζει την ευθύνη παρένθετων προσώπων: «Παρένθετα πρόσωπα ευθύνονται σε ολόκληρο με τον υπόχρεο για την καταβολή του φόρου που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο 15. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού παρένθετο πρόσωπο είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει με οποιαδήποτε μορφή ή ποσοστό σε νομικό πρόσωπο, της παραγράφου 1 του άρθρου 15, που έχει κυριότητα ή επικαρπία σε ακίνητο ή συμμετέχει σε τρίτο νομικό πρόσωπο που έχει κυριότητα ή άλλα εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο ή παρεμβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο στη σειρά των συμμετοχών στο κεφάλαιο ενός νομικού προσώπου. Αν η κυριότητα ή η επικαρπία σε ακίνητο μεταβιβασθούν, για την καταβολή του επιμεριστικά αναλογούντος οφειλόμενου φόρου, που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο και των προσαυξήσεων ευθύνεται σε ολόκληρο με τον υπόχρεο και ο νέος κύριος ή επικαρπωτής».
Διαδικασία επιβολής του ειδικού φόρου
Σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 3091/2002 «Διαδικασία επιβολής του ειδικού φόρου» :
– Χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης είναι η 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
– Για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία που έχουν τα ακίνητα και τα εμπράγματα σε αυτά δικαιώματα κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, για τον προσδιορισμό της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2961/2001.
– Για την παραλαβή των δηλώσεων και τη βεβαίωση του φόρου αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος.
– Η δήλωση υποβάλλεται μέχρι την 20ή Μαΐου του έτους φορολογίας. Για τον τρόπο υποβολής της δήλωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 2961/ 2001. Ο φόρος που αναλογεί καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης. Η δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την καταβολή του φόρου θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.