Eυαγγελία Παρίση, Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, ΣΟΛ Α.Ε.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση και, σε πιο στενό επίπεδο, η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουν οι εθνικές οικονομίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδήγησε σε σειρά προβλημάτων και καταστάσεων σε κάθε τομέα των αντίστοιχων εθνικών οικονομιών. Από αυτούς τους τομείς δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί ο τομέας της ιδιωτικής ασφάλισης. Η σημασία της ιδιωτικής ασφάλισης αυξάνεται συνεχώς, με όλο και περισσότερα κράτη να συνειδητοποιούν πως αποτελεί τουλάχιστον απαραίτητο «συμπλήρωμα» των όποιων άλλων παροχών από τα ίδια τα κράτη στους πολίτες τους. Πρόκειται, στην ουσία, για μια μετακύλιση βάρους από το κράτος στην ιδιωτική οικονομία – πρωτοβουλία, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή στους πολίτες που προγραμματίζουν την αντιμετώπιση μελλοντικών κινδύνων – αναγκών τους. Η φερεγγυότητα των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να αποτελεί τον κύριο στόχο τόσο για τις ίδιες τις εταιρείες όσο και για τις εποπτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με το έργο της διαφύλαξης και επιτήρησής της προς όφελος των ασφαλισμένων. Αρχικά υφίστατο (και υφίσταται μέχρι την ώρα που συντάσσεται το παρόν) η «Φερεγγυότητα Ι» (Solvency I), με την οποία τέθηκαν οι πρώτες βάσεις για μια πιο εξειδικευμένη διαχείριση του ζητήματος τόσο από τις ίδιες τις εταιρείες όσο και από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.
Με τη «Φερεγγυότητα ΙΙ» (η οποία πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή από την 1.1.2016) πραγματοποιείται μια δραστική αλλαγή αναφορικά με την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι νέες (σε σχέση με την προϋφιστάμενη «Φερεγγυότητα Ι») προϋποθέσεις και διαδικασίες που εισάγονται οδηγούν αναμφισβήτητα στην πιο ξεκάθαρη πλέον απεικόνιση κάθε μεμονωμένου στοιχείου των ισολογισμών και γενικότερα των κρίσιμων οικονομικών στοιχείων και μεγεθών. Επιπλέον, τίθενται οι βάσεις για μια συνεργασία και συνεννόηση των εποπτικών αρχών σε διεθνή κλίμακα, εφόσον το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπιστεί έχει διεθνείς προεκτάσεις και αντίστοιχο ενδιαφέρον.
Η «Φερεγγυότητα ΙΙ» (Solvency II) είναι η Οδηγία 2009/138/ΕΚ της 25.11.2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης. Το Νοέμβριο του έτους 2013 εκδόθηκε η Οδηγία «Omnibus II», η οποία ενσωματώνει ρυθμίσεις για τις μακροχρόνιες εγγυήσεις που παρέχουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Καθορίζει ως ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής της Οδηγίας για τη «Φερεγγυότητα ΙΙ» την 1η Ιανουαρίου 2016, η οποία θα αντικαταστήσει το ισχύον πλαίσιο «Φερεγγυότητα Ι». Η βασική ιδέα του νέου πλαισίου στηρίζεται στην οδηγία «Βασιλεία ΙΙ» (Basel II) που ισχύει για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Σκοπός της «Φερεγγυότητας ΙΙ» είναι η προστασία των ασφαλισμένων, η χρηματοοικονομική σταθερότητα, ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας της εποπτείας και η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης της ασφαλιστικής αγοράς, μέσω της δημιουργίας ενός ενιαίου συστήματος υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένης και της Μ. Βρετανίας), με την κατάργηση – εναρμόνιση των σημαντικότερων διαφορών μεταξύ της νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Το πλαίσιο ανάλυσης της «Φερεγγυότητας ΙΙ» χωρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις θεματικές ενότητες (Πυλώνες):
α) Πυλώνας Ι: Ποσοτικές απαιτήσεις – Εποπτεία.
β) Πυλώνας ΙΙ: Ποιοτικές απαιτήσεις – Εποπτεία.
γ) Πυλώνας ΙΙΙ: Δημοσιοποίηση στοιχείων προς τις εποπτικές αρχές και καταναλωτές.
Στις Ποσοτικές απαιτήσεις («Πυλώνας Ι») περιλαμβάνονται ο υπολογισμός του κεφαλαίου φερεγγυότητας, η μεθοδολογία για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεμάτων και του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εταιρείας έτσι ώστε να είναι εφικτός ο υπολογισμός της φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρείας. Η παρούσα Οδηγία εισάγει δύο βασικούς όρους: 1) την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (Minimum Capital Requirement, MCR), η οποία απεικονίζει το ελάχιστο επίπεδο κεφαλαίου φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρείας, κάτω του οποίου δεν πρέπει να ελαττωθεί το ύψος των χρηματοοικονομικών πόρων και 2) το κεφάλαιο φερεγγυότητας σε περιβάλλον Solvency (Solvency Capital Requirement, SCR), το οποίο απεικονίζει το κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης που είναι απαραίτητο για να καλύψει όλους τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται η ασφαλιστική εταιρεία σε ποσοστό 99,5% ανά έτος. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι πλέον εισάγεται ο όρος της αξιολόγησης των στοιχείων του ισολογισμού σε τιμές αγοράς.
Στις Ποιοτικές απαιτησεις («Πυλώνας ΙΙ») περιλαμβάνονται όλες οι προδιαγραφές διακυβέρνησης που θα εγγυώνται τη σωστή και συνετή διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού οι επιχειρήσεις πρέπει να διαθέτουν τις τέσσερις παρακάτω λειτουργίες:
➜ Λειτουργία διαχείρισης κινδύνων (αφορά διαδικασίες που απαιτούνται για την καταγραφή, παρακολούθηση, μέτρηση και διαχείριση των κινδύνων, καθώς και τα όρια ανοχής κινδύνου στα οποία είναι εκτεθειμένες οι ασφαλιστικές εταιρείες).
➜ Λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης (αφορά την προσαρμογή της λειτουργίας της επιχείρησης στο νομοθετικό πλαίσιο (ασφαλιστική νομοθεσία, εταιρική διαφάνεια κ.λπ.)
➜ Λειτουργία εσωτερικής επιθεώρησης (αφορά τη λειτουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου, το οποίο θα περιλαμβάνει διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες οργάνωσης συντονισμού και ελέγχου σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης).
➜ Αναλογιστική λειτουργία (αφορά διαδικασίες προσδιορισμού των κατάλληλων μεθόδων για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, καθώς και της αξιολόγησης της επάρκειας και της ποιότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό τους).
Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης οικονομικών και ποιοτικών πληροφοριών («Πυλώνας ΙΙΙ») περιλαμβάνει τις πληροφορίες εκείνες, από την ασφαλιστική εταιρεία, που κρίνονται απαραίτητες για τις εποπτικές αρχές και για την καλύτερη ενημέρωση των ασφαλισμένων – καταναλωτών (Οικονομικές Καταστάσεις, στοιχεία εταιρικής δράσης, πληροφορίες για το οργανόγραμμα της εταιρείας, εταιρικούς στόχους, ανάλυση προϊόντων κ.λπ.) Πρόκειται, μεταξύ άλλων, κυρίως για αναφορά φερεγγυότητας και οικονομικής κατάστασης και αναφορά προς τις εποπτικές αρχές.
Υπάρχουν διατάξεις που θέτουν συγκεκριμένα όρια στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της «Φερεγγυότητας ΙΙ». Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στη δικαιοδοσία των εποπτικών αρχών να θέσουν το αντίστοιχο πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθούν.
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η εφαρμογή της Οδηγίας αναθεωρεί πλήρως τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν και λειτουργούν μέχρι σήμερα οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Το νέο πλαίσιο προϋποθέτει τη χρήση εξειδικευμένου ανθρωπίνου δυναμικού, με τεχνογνωσία σε θέματα τεκμηρίωσης της ποιότητας δεδομένων, ανάλυσης των κινδύνων και εξειδικευμένα μηχανογραφικά προγράμματα.
Η «Φερεγγυότητα ΙΙ» είναι πολλά περισσότερα από έναν διαφορετικό τρόπο υπολογισμού οικονομικών μεγεθών και στοιχείων, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο διαμόρφωσης της οργανωτικής δομής της διαχείρισης κινδύνου της ασφαλιστικής επιχείρησης και η απαραίτητη προϋπόθεση ύπαρξης πλέον κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το τοπίο, τόσο σε επίπεδο επιχειρήσεων όσο και σε ό,τι αφορά την εποπτεία αυτών, αλλάζει δραστικά και απαιτεί την εκπαίδευση και εξειδίκευση προσωπικού, το οποίο θα μπορεί να αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες και να αντιμετωπίσει επιτυχώς τη νέα πρόκληση που ακούει στο όνομα «Φερεγγυότητα ΙΙ». Ο χρόνος «τρέχει», μαζί και οι εξελίξεις και η ανάγκη άμεσης ανταπόκρισης από τις εποπτικές αρχές, τις επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλισης και τους εξειδικευμένους επαγγελματίες του κλάδου είναι επιτακτική.