ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ.ΓΙΩΓΟΣ
ΟΡΚΩΤΟΣ ΕΛΕΓΚΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΗΣ, ΣΟΛ Α.Ε.Ο.Ε.
Το κράτος, προκείμενου να χρηματοδοτήσει τις αυξανόμενες ανάγκες του και να παρέχει στο κοινωνικό σύνολο δωρεάν δημόσια αγαθά, χρησιμοποιεί ως κύριο μέσο τη φορολογία. Η φορολογία έχει αναγκαστικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην εξασφάλιση των απαραίτητων δημόσιων εσόδων, ικανών να καλύψουν, μαζί με τις λοιπές πηγές εσόδων, τις δημόσιες δαπάνες. Επίσης έχει κοινωνικό χαρακτήρα, όταν αποτελεί μέσο καταπολέμησης της οικονομικής ανισότητας που διαμορφώνεται στις διάφορες κοινωνικές τάξεις.
Το κόστος της δωρεάν παροχής των δημοσίων αγαθών και χρηματοδότησης των άλλων δραστηριοτήτων των δημοσίων φορέων ονομάζεται φορολογικό βάρος. Ένα σημαντικό θέμα που απασχολεί την οικονομία είναι η εξεύρεση ενός τρόπου δίκαιης κατανομής του φορολογικού βάρους μεταξύ των πολιτών. Η κατανομή του φορολογικού βάρους πρέπει να γίνεται με βάση θεσπισμένους από την πολιτεία κανόνες, οι οποίοι διέπουν τη φορολογική της πολιτική.
Αρχή της φορολογικής ισότητας
Η αρχή της φορολογικής ισότητας προκύπτει από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτές, οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, ενώ όσον αφορά τη συνεισφορά τους στα «δημόσια βάρη» αυτή γίνεται ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Συνήθως αυτές οι δυνάμεις, όσον αφορά τη φορολογία, αναφέρονται ως «φοροδοτική ικανότητα». Η φορολογική αρχή της ισότητας επιβάλλει την όμοια μεταχείριση των φορολογουμένων κάτω από όμοιες οικονομικές συνθήκες (οριζόντια φορολογική ισότητα) και την ανόμοια μεταχείριση όσων βρίσκονται κάτω από ανόμοιες περιστάσεις (κάθετη φορολογική ισότητα). Τούτο απαγορεύει στον νομοθέτη να θεσπίζει αυθαίρετες φορολογικές διακρίσεις υπέρ ή εις βάρος των πολιτών.
Έτσι λοιπόν η επιβολή φόρων στους έλληνες πολίτες πρέπει να βασίζεται:
α) στην αναλογική ισότητα, υπό την έννοια ότι οι πολίτες συμμετέχουν στις φορολογικές υποχρεώσεις σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνάμεις και επομένως δεν επιτρέπεται η αντιμετώπισή τους επί τη βάσει της αριθμητικής-μαθηματικής ισότητας, που θα οδηγούσε στην ίδια μεταχείριση των οικονομικά ευρωστότερων με τους οικονομικά ασθενέστερους και
β) στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, η οποία επιβάλλει στο νομοθέτη να λαμβάνει υπόψη ότι υπάρχει ένα όριο κατά τη θεσμοθέτηση φορολογικών επιβαρύνσεων, τυχόν υπέρβαση του οποίου πλήττει τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές και ταυτόχρονα να διατηρήσουν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο.
Θεωρία της φοροδοτικής ικανότητας
Με βάση τη θεωρία της φοροδοτικής ικανότητας, θεωρείται δίκαιη η κατανομή του φορολογικού βάρους όταν γίνεται με βάση την ικανότητα κάθε ατόμου να συνεισφέρει στα κοινά και όχι το ειδικό όφελος που αποκομίζει κάθε πολίτης από τη δραστηριότητα του δημοσίου.
Κατά την εφαρμογή της θεωρίας της φοροδοτικής ικανότητας πρέπει να εξετάζονται τα εξής:
– Ποιοι παράγοντες προσδιορίζουν τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων.
– Πώς πρέπει να διαφοροποιείται η φορολογική επιβάρυνση ανάμεσα στους πολίτες που έχουν διαφορετική φοροδοτική ικανότητα.
Οι παράγοντες που προσδιορίζουντη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων είναι αντικειμενικοί (όπως το εισόδημα, η περιουσία, η κατανάλωση) και υποκειμενικοί (όπως η οικογενειακή κατάσταση, κατάσταση υγείας κ.λπ.)
Το εισόδημα αποτελεί τον καταλληλότερο δείκτη φοροδοτικής ικανότητας, αφού προσδιορίζει με τον καλύτερο τρόπο το μέγεθος της αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Σχετικά με το εισόδημα ως δείκτη φοροδοτικής ικανότητας προκύπτουν τα κάτωθι ερωτήματα:
– Ποιο είναι το εισόδημα που θα πρέπει να φορολογηθεί;
– Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πηγές εισοδήματος (μισθωτές υπηρεσίες, επιχειρηματική δραστηριότητα, ακίνητα, καταθέσεις, επιδόματα κ.λπ.);
– Θα πρέπει να εξαιρεθεί ένα ελάχιστο ποσό εισοδήματος με τη μορφή αφορολόγητου ποσού;
-Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα οικογενειακά βάρη του πολίτη;
Η περιουσία είναι ο παλαιότερος δείκτης φοροδοτικής ικανότητας, ο οποίος σε συνδυασμό με το εισόδημα αποτελούν τους βασικότερους δείκτες.
Η κατανάλωση θεωρείται από κάποιους ως ο καλύτερος δείκτης φοροδοτικής ικανότητας, λόγω του ότι οι φορολογούμενοι επιβαρύνονται με βάση το πόσο καταναλώνουν από αυτό και όχι με βάση το πόσο συνεισφέρουν στο συνολικό προϊόν.
Σχετικά με τη διαφοροποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης ανάμεσα στους πολίτες που έχουν διαφορετική φοροδοτική ικανότητα, η κύρια άποψη είναι ότι η επιβάρυνση πρέπει να αυξάνεται με ρυθμό ταχύτερο από την αύξηση της φοροδοτικής ικανότητας, δηλαδή η φορολογία πρέπει να είναι προοδευτική. Όσο αυξάνεται η φοροδοτική ικανότητα ενός ατόμου, που σημαίνει αύξηση των πόρων του, τόσο η οριακή θυσία που προέρχεται από την πληρωμή του φόρουμειώνεται, γιατί οι φόροι που πληρώνειστο δημόσιο θα χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση λιγότερο επιτακτικών του αναγκών.
Η φοροδοτική ικανότητα σήμερα
Η εξασφάλιση φορολογικών εσόδων μέσω της υπέρμετρης αύξησης της φορολογίας κατά τρόπο δυσανάλογο με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογούμενων έχει ως αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Ίσως επικρατεί η άποψη ότι οι περισσότεροι φορολογούμενοι έχουν αποταμιεύσεις ή αφανείς πόρους, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να καταβάλλουν τους έκτακτους φόρους.
Τα πρόσθετα φορολογικά βάρη που φορτώνονται στους ώμους των φορολογούμενων οδηγούν σε πραγματική αδυναμία καταβολής των νέων φόρων, ισοδυναμούν με κατάσχεση της περιουσίας τους και θίγουν ανεπανόρθωτα το βιοτικό τους επίπεδο.
Ειδικότερα, οι συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων, με παράλληλη διατήρηση της τιμής των αγαθών σε υψηλά, προ της οικονομικής κρίσεως, επίπεδα, συνδυαζόμενη με αύξηση των πάσης φύσεως φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών (κατάργηση πολλών φοροαπαλλαγών, επιβολή νέων φόρων μέσω της υπέρμετρης αύξησης των τεκμηρίων διαβίωσης, αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων κ.λπ.), αποτελούν τους κύριους παράγοντες μείωσης της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, σε επίπεδο που να απειλεί πολλές φορές ακόμη και το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσής τους.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 21 του Συντάγματος: «1. H οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. … 3. Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων».
Πρέπει λοιπόν η πολιτεία να μεριμνήσει έτσι ώστε να προστατεύονται οι ανωτέρω θεσμοί και να εφαρμόζει ένα δίκαιο, λογικό και σταθερό φορολογικό σύστημα, το οποίο δεν θα στηρίζεται μόνο σε άμεσα ταμειακά μέτρα, τα οποία αποδεικνύονται και δημοσιονομικά αναποτελεσματικά.
Ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα θα πρέπει να εξασφαλίζει τα έσοδα που απαιτούνται για την ομαλή λειτουργία του κράτους με κοινωνική δικαιοσύνη, λαμβάνοντας υπόψη τη φοροδοτική ικανότητα του κάθε πολίτη. Η εμπειρία του παρελθόντος μάς έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο ποσοστό εισπραξιμότητας ενός φορολογικού βάρους, συνδέεται άμεσα με τη δίκαιη επιβολή του. Όταν ο πολίτης αισθάνεται ότι υπάρχει ένας δίκαιος καταμερισμός του φορολογικού βάρους, συμμορφώνεται ευκολότερα στις φορολογικές του υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές αφορούν το εισόδημα, την περιουσία του, την κατανάλωσή του κ.ο.κ. Έχει την πεποίθηση ότι επιβαρύνεται και καταβάλλει φόρο ανάλογο των επιμέρους δυνάμεών του και ότι η πληρωμή του φορολογικού βάρους δεν τον οδηγεί σε στέρηση ουσι- ωδών αγαθών διαβίωσής του.
Η πολιτεία πρέπει να εξασφαλίζει την αξιοπρεπή ανθρώπινη επιβίωση στους κοινωνικά αδύναμους, η οποία δοκι- μάζεται πολλές φορές με την επιβολή φόρου εισοδήματος, λόγω ιδιοκατοίκη- σης σε οικία που κάποτε αυτοί είχαν τη δυνατότητα ή την τύχη να αποκτήσουν, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι σήμερα δεν αποκτούν εισόδημα από κεφάλαιο ή εργασία.
Επίσης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση η αδυναμία καταβολής φόρων να συσχετισθεί με τη φοροδιαφυγή. Υπάρχει έντονη η ανάγκη για ρυθμίσεις διευκόλυνσης των φορολογουμένων όσον αφορά τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Είναι προφανές ότι η φοροδοτική ικανότητα των περισσότερων πολιτών είναι στα όριά της, με αποτέλεσμα κάθε μέτρο εισπρακτικού χαρακτήρα να μην αποδίδει και να βυθίζει τη χώρα ακόμα πιο βαθιά στην ύφεση. Σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης, υπάρχει έντονη η ανάγκη βελτίωσης του φορολογικού συστήματος, έτσι ώστε να εξασφαλίζει κοινωνική συνοχή και οικονομική σταθερότητα.