Συνέντευξη στην Πέννυ Κούτρα
Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα οφείλουν να λάβουν υπόψη το διεθνές γίγνεσθαι και την ανάγκη των επιχειρήσεων για εξωστρέφεια, προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας, υποστηρίζει ο κ. Έντουαρντ Νάσμπαουμ, Global CEO της Grant Thornton International.
Ο επικεφαλής ενός από τους μεγαλύτερους οίκους ανεξάρτητων εταιρειών παροχής ελεγκτικών, φορολογικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών παγκοσμίως παρευρέθηκε στο ετήσιο συνέδριο του ομίλου με τίτλο «Greek Economy: Restart», που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα και αναφέρθηκε στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας βασισμένος στην ειδική έρευνα «Business Focus in Greece», του International Business Report της Grant Thornton.
Από τα πλέον προφανή συμπεράσματα της συγκεκριμένης έκθεσης ήταν η δραματική πτώση της επιχειρηματικής αισιοδοξίας στο γ› τρίμηνο του 2015, κάτι που, σύμφωνα με τον κ. Νάσμπαουμ, αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική αβεβαιότητα, την εξάλειψη της οποίας θεωρεί το στοιχείο-κλειδί για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Νάσμπαουμ αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως αναδύεται η τάση των ολοένα και πιο εξωστρεφών επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους, γεγονός που υποστηρίζεται από την τεχνολογία και κινητοποιείται από τις συνθήκες ανταγωνισμού που θέτει η παγκοσμιοποίηση. Εκτιμά ότι η τάση αφορά και την Ελλάδα, για την οποία υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναδείξει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα σε τομείς όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και η αγροτική παραγωγή.
Όσον αφορά το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, αναγνωρίζοντας την έκτασή της στην Ελλάδα, ο κ. Νάσμπαουμ σημειώνει πως οι επιχειρηματίες ζητούν «ένα προβλέψιμο και δίκαιο φορολογικό σύστημα». Προσθέτει ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι πολυσύνθετη και απαιτεί συνδυασμό νομοθεσίας, αποτελεσματικών πολιτικών και τεχνογνωσίας. Τέλος, με αφορμή το πρόσφατο σκάνδαλο της Volkswagen, ο κ. Νάσμπαουμ (ο οποίος είχε συμμετάσχει στη δημόσια συζήτηση για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης μετά το σκάνδαλο Enron στις ΗΠΑ) κάνει λόγο για σοβαρά ζητήματα, «που δεν θα έπρεπε κανείς να αντιμετωπίζει ελαφρά».
Στο ετήσιο συνέδριο του ομίλου με τίτλο «Greek Economy: Restart», που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, παρουσιάστηκε η ειδική έκθεση του International Business Report της Grant Thornton για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ποια συμπεράσματα αντλήσατε από αυτή;
Καταρχάς, να εξηγήσω πως η Grant Thornton πραγματοποιεί έρευνα σε τριμηνιαία βάση σε δείγμα 10.000 επιχειρήσεων παγκοσμίως, προκειμένου να αποτυπώσει το κυρίαρχο επιχειρηματικό κλίμα, ενώ ειδικότερα εστιάζουμε σε κάποιες χώρες, όπως η Ελλάδα. Στο τρίτο τρίμηνο του 2015 διαπιστώσαμε ότι η επιχειρηματική αισιοδοξία υποχώρησε ελαφρώς σε παγκόσμιο επίπεδο –κυρίως λόγω των ανησυχιών που δημιουργεί η πτώση του ρυθμού ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας– ωστόσο στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός υποχώρησε σημαντικά. Να σημειώσω ότι η αισιοδοξία των ελλήνων επιχειρηματιών ήταν συγκριτικά ισχυρή νωρίτερα μέσα στο 2015, καθώς τα οικονομικά αποτελέσματα του 2014 διατήρησαν σε υψηλό επίπεδο το επιχειρηματικό κλίμα. Όμως αυτή τάση ανεστράφη στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οπότε η επιχειρηματική αισιοδοξία υποχώρησε δραματικά.
Με βάση την εμπειρία σας, μπορεί μια επιχείρηση να ξεπεράσει και να αποδώσει κόντρα στο ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί;
Ναι, απολύτως. Το ενδιαφέρον εύρημα της έρευνάς μας ήταν πως οι επιχειρηματικοί ηγέτες στην Ελλάδα εμφανίζονται πολύ πιο αισιόδοξοι για την εξέλιξη των επιχειρήσεών τους και, παρά την πτώση της εμπιστοσύνης στο τρίτο τρίμηνο του 2015, συνεχίζουν να προβλέπουν ανάπτυξη κύκλου εργασιών, αύξηση κερδοφορίας και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Είναι λοιπόν σαφώς πιο αισιόδοξοι για την πορεία τους παρά για το σύνολο της οικονομίας. Εξάλλου, αυτή η εκτίμηση συμπίπτει με την εμπειρία της ίδιας της οργάνωσης της Grant Thornton στην Ελλάδα. Παρά την κρίση, ανακαλύψαμε ευκαιρίες και αναπτυχθήκαμε θεαματικά τα τελευταία χρόνια.
Το ελληνικό κράτος προσπαθεί αενάως να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Ως επικεφαλής ενός από τους έξι μεγαλύτερους ελεγκτικούς και συμβουλευτικούς οργανισμούς παγκοσμίως, ποια είναι η γνώμη σας για το συγκεκριμένο θέμα; Τι χρειάζεται για να παταχθεί η φοροδιαφυγή, εκτός από βούληση και αποφασιστικότητα;
Ασφαλώς πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα. Καταρχάς να σημειώσω ότι η έρευνά μας υποδεικνύει την ανάγκη των ελλήνων επιχειρηματιών, αφενός, να είναι σε θέση να προβλέψουν το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης των δραστηριοτήτων τους και, αφετέρου, καταγράφει την επιθυμία τους για ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα. Είναι προφανές ότι υπάρχουν συγκεκριμένα τμήματα της οικονομίας, κλάδοι και επιχειρηματίες, που δεν αποδίδουν το μερίδιό τους σε φόρους. Είναι αναγκαίο λοιπόν να αναθεωρηθεί το σύστημα, έτσι ώστε όλοι να πληρώνουν το αναλογούν μερίδιό τους στη φορολογία και να εξασφαλιστεί ότι δεν υφίσταται υπερβολική επιβάρυνση σε ορισμένους.
Φυσικά, η αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα, που δεν απαντάται με μία μόνη λύση. Απαιτεί τους κατάλληλους νόμους και πολιτικές, την εφαρμογή διαφορετικών προσεγγίσεων επιβολής του νόμου, την επιστράτευση της τεχνολογίας και, φυσικά, τη δέσμευση ότι το σύστημα επικεντρώνεται στη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών. Έτσι, η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και η πάταξη της φοροδιαφυγής αποτελεί ένα πρόβλημα που απαιτεί συνεχή προσπάθεια και συνεργασία μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων, παραγωγικών φορέων, αλλά και εξειδικευμένων συμβούλων, όπως η Grant Thornton.
Είχατε την ευκαιρία να συνεργαστείτε με την ελληνική κυβέρνηση επί του θέματος;
Εγώ προσωπικά δεν είχα την ευκαιρία, ωστόσο γνωρίζω ότι το ελληνικό τμήμα της Grant Thornton έχει διαρκή επαφή και συνεργασία με το ελληνικό δημόσιο για την προώθηση συγκεκριμένων αλλαγών.
Ποιες είναι οι διεθνείς τάσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής;
Πρώτα απ’ όλα έχουμε στη διάθεσή μας την τεχνολογία και τις εφαρμογές της που μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό της φοροδιαφυγής και να προσφέρουν τα απαραίτητα στοιχεία. Ωστόσο, δεν αρκεί αυτή η διευκόλυνση, καθώς, όπως προανέφερα, απαιτείται το κατάλληλο μίγμα πολιτικών και μέτρων ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Γνωρίζω ότι υπήρξατε εισηγητής του σχεδίου αποκατάστασης της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης μετά το σκάνδαλο της Enron και, ως εκ τούτου, θα ήθελα τη γνώμη σας όσον αφορά το πρόσφατο σκάνδαλο της Volkswagen. Αν και η αναλογία δεν είναι η ίδια, καθώς το τελευταίο περιστατικό δεν αφορά ένα χρηματοοικονομικό σκάνδαλο, εντούτοις εγείρει το θέμα της επιχειρηματικής ηθικής και της διαφανούς λειτουργίας των επιχειρήσεων.
H επιχειρηματική ηθική είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Στην Grant Thornton είμαστε 100% αφοσιωμένοι στη διατήρηση της ακεραιότητας και της εμπιστοσύνης σε ολόκληρο το φάσμα των αγορών και των επιχειρηματικών κλάδων. Οι εταιρικές απάτες δεν είναι ζήτημα που μπορεί κανείς να πάρει ελαφρά, ανεξαρτήτως μεγέθους της απάτης ή έκτασης της δημοσιοποίησης του γεγονότος, και θα πρέπει επιμελώς να καταπολεμούμε το φαινόμενο. Δεν έχω γνώση της υπόθεσης της Volkswagen, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι κάτι πήγε λάθος στο σύστημά τους. Είναι απόλυτη ευθύνη πρωτίστως της εταιρείας και των συμβούλων της, αλλά και των ελεγκτικών αρχών και της γερμανικής κυβέρνησης να εξετάσουν σε βάθος τι συνέβη και να διασφαλίσουν ότι κάτι παρόμοιο δεν θα ξανασυμβεί. Σε αυτό το πλαίσιο –αν και δεν υπάρχει ένδειξη για εμπλοκή και άλλων φορέων– θα ενθάρρυνα κάθε αυτοκινητοβιομηχανία να ερευνήσει σε βάθος το σύστημα αξιολόγησης και ελέγχου, καθώς και το λογισμικό της. Μαθαίνουμε συχνά από τα λάθη των άλλων. Αναφερθήκατε στην υπόθεση της Enron, το 2001, ωστόσο τα επόμενα χρόνια μάθαμε και για νέες εταιρικές απάτες. Αυτό που με εκπλήσσει πάντα σ’ αυτές τις υποθέσεις είναι ο αριθμός των εμπλεκόμενων ανθρώπων. Είναι σπάνιο να αφορούν το λάθος ενός ανθρώπου, συνήθως περιλαμβάνει συνδυασμό πολλών και την προφανή κατάρρευση των εσωτερικών ελέγχων της εταιρείας. Αυτό το γεγονός υπογραμμίζει την ανάγκη των αυστηρότερων εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου. Εταιρείες όπως η Grant Thornton φυσικά μπορούν να παίξουν ένα θετικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ευθύνη της ηγεσίας κάθε οργανισμού να θέσει τον πήχη και να δώσει τον τόνο σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια.
Ποιες είναι οι βασικές διαφορές στην άσκηση της επιχειρηματικότητας παγκοσμίως; Μπορείτε να εντοπίσετε συγκεκριμένες παραμέτρους που την καθορίζουν διεθνώς;
Ας ξεκινήσω με την Ελλάδα, όπου θεωρώ ότι κυρίαρχη παράμετρος είναι η πολιτική σταθερότητα και κατ’ επέκταση η οικονομική σταθερότητα. Νομίζω ότι κάθε χώρα και κατά συνέπεια οικονομία και αγορά χρειάζεται σταθερότητα, έτσι ώστε να προσελκύσει επενδύσεις, καθώς οι επενδυτές έχουν ανάγκη να γνωρίζουν σε ποιο πλαίσιο θα κινηθούν. Τώρα, απαντώντας στη γενική σας ερώτηση, προφανώς υπάρχουν διαφορετικές επιχειρηματικές κουλτούρες ανά τον κόσμο, ωστόσο όλοι επιθυμούν συνθήκες σταθερότητας, διαφανείς διαδικασίες και καλές αποδόσεις. Είναι σαφώς διαφορετικό να επιχειρεί κανείς στην Κίνα, όπου, για παράδειγμα, το κράτος εμπλέκεται πολύ περισσότερο με την επιχειρηματικότητα, ωστόσο την ίδια στιγμή η κινεζική ηγεσία έχει αναλάβει δεσμεύσεις έναντι της λειτουργίας των κεφαλαιαγορών και της ανάπτυξης της οικονομίας. Στο τέλος, σε κάθε μέρος του πλανήτη όλα έχουν να κάνουν με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Κάθε πετυχημένη οικονομία ενσωματώνει την καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας, με ουσιαστικό αποτέλεσμα να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, βρίσκοντας κατά περίπτωση τις οικονομικές εκείνες περιοχές όπου διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, το βάρος δίνεται στους κλάδους του τουρισμού, της ναυτιλίας, της αγροτικής παραγωγής, αλλά και σε κάποιους τομείς της βιομηχανίας. Πρέπει κανείς να συνθέσει όλα εκείνα τα ειδικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και να αναδείξει ό,τι είναι σημαντικό και αποδοτικό. Στη Γερμανία επικεντρώνονται στις εξαγωγές, στην Κίνα στη βιομηχανική παραγωγή και την κατανάλωση. Η προσέγγιση είναι σαφώς διαφορετική ανά τον κόσμο –στις ΗΠΑ και την Αυστραλία είναι περισσότερο ευθεία απ’ ό,τι, για παράδειγμα, στη Βρετανία ή την Κίνα, ίσως– ωστόσο το ζητούμενο είναι ίδιο.
Η Ελλάδα παλεύει να βρει τη μεταρρυθμιστική της οδό. Η αδυναμία της σε αυτόν τον τομέα είναι ζήτημα κουλτούρας ή οικονομίας; Γιατί τελικά είναι σημαντικές οι μεταρρυθμίσεις;
Πιστεύω ότι είναι και τα δύο. Νομίζω ότι οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να είναι προϊόν μια ομαδικής προσέγγισης κράτους και παραγωγικών φορέων, γεγονός που αναγνωρίζω ότι εμπεριέχει προκλήσεις, καθώς οι επιχειρήσεις αντιτίθενται παγίως σε κάθε περιορισμό. Αυτό δεν είναι αληθές, κατά τη γνώμη μου. Χρειαζόμαστε ρυθμιστικό πλαίσιο ή, μάλλον, τη σωστή ισορροπία ρυθμιστικών κανόνων, τέτοιων που θα κινητοποιούν την ανάπτυξη, θα προσελκύουν επενδύσεις και θα προστατεύουν τους επενδυτές.
Αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι η τάση διεθνοποίησης των επιχειρήσεων, όχι πλέον των παραδοσιακά μεγάλων και εξωστρεφών αλλά και των μικρών και μεσαίων οργανισμών, που θέλουν και έχουν την ανάγκη να επεκταθούν διεθνώς. Με την αρωγή της τεχνολογίας και των ψηφιακών μέσων που έχουμε στη διάθεση μας, πλέον γίνεται ευκολότερη αυτή η επιδίωξη. Όταν, λοιπόν, κανείς εξετάζει ένα μεταρρυθμιστικό έργο, θα πρέπει να λάβει υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους, όπως η τεχνολογία, η παγκοσμιοποίηση και οι προκλήσεις που θέτει, η κουλτούρα και οι απαιτήσεις των νέων πολιτών, και το ότι ο κόσμος γίνεται ολοένα και μικρότερος. Έτσι, πρέπει να υιοθετήσει ένα σύγχρονο και ισορροπημένο πλαίσιο κανόνων, ώστε να βοηθήσει την οικονομία να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Το ενδιαφέρον εύρημα της έρευνάς μας ήταν πως οι επιχειρηματικοί ηγέτες στην Ελλάδα εμφανίζονται πολύ πιο αισιόδοξοι για την εξέλιξη των επιχειρήσεών τους και, παρά την πτώση της εμπιστοσύνης στο τρίτο τρίμηνο του 2015, συνεχίζουν να προβλέπουν ανάπτυξη κύκλου εργασιών, αύξηση κερδοφορίας και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
Kυρίαρχη παράμετρος είναι η πολιτική σταθερότητα και κατ’ επέκταση η οικονομική σταθερότητα. Νομίζω ότι κάθε χώρα και κατά συνέπεια οικονομία και αγορά χρειάζεται σταθερότητα, έτσι ώστε να προσελκύσει επενδύσεις, καθώς οι επενδυτές έχουν ανάγκη να γνωρίζουν σε ποιο πλαίσιο θα κινηθούν