Κυριάκος Πατατούκας
Επιθεωρητής Ποιοτικού Ελέγχου ΣΟΛ
Νικόλαος Λ. Παπάκης
Επίκουρος Ορκωτός Λογιστής Μaster of Αccountancy & Βusiness Finance, University of Dundee, Scotland
Στη σημερινή εποχή, εποχή οικονομικής ύφεσης, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που βιώνουν τόσο οι μικρές όσο και οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι η έλλειψη ρευστότητας. Όταν λέμε έλλειψη ρευστότητας εννοούμε ότι η επιχείρηση δυσκολεύεται να εξοφλήσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, από τη μια μεριά, και, από την άλλη, να εισπράξει τις απαιτήσεις της.
Η οικονομική κατάσταση η οποία παρουσιάζει τις εισπράξεις και τις πληρωμές τις επιχείρησης είναι γνωστή ως κατάσταση ταμειακών ροών (Cash Flow Statement). Πολλοί οικονομικοί αναλυτές, ορκωτοί λογιστές αλλά και θεωρητικοί της λογιστικής θεωρούν ότι η κατάσταση ταμειακών ροών είναι ίσως η πιο σημαντική χρηματοοικονομική κατάσταση γιατί, σε συνδυασμό με τις δύο άλλες καταστάσεις (ισολογισμό και αποτελέσματα χρήσεως), δείχνει τη δυνατότητα της εταιρείας να συνεχίσει την δραστηριότητά της (James A. Largay και Clyde P. Stickney). Η κατάσταση ταμειακών ροών είναι δυνατόν να εξαχθεί για μια περίοδο (συνήθως έτος) από δύο διαδοχικούς ισολογισμούς, μια κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως και κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες.
Κέρδη/ζημίες και ταμειακή ευχέρεια (ρευστότητα), δύο διαφορετικές έννοιες
Η κατάσταση αποτελεσμάτων εμφανίζειτο κέρδος ή τη ζημία που πέτυχε μια επιχείρηση κατά την διάρκεια μιας χρονικής περιόδου (τρίμηνο, εξάμηνο, ή έτος), καθώς επίσης και τους παράγοντες που διαμόρφωσαν το αποτέλεσμα αυτό (κέρδος ή ζημία). Η κατάσταση αποτελεσμάτων καταρτίζεται σύμφωνα με τις γενικώς αποδεκτές λογιστικές αρχές. Επιπλέον, η διοίκηση της επιχείρησης προβαίνει σε εκτιμήσεις και παραδοχές για κονδύλια όπως, για παράδειγμα, οι αποσβέσεις (εκτιμώμενος χρόνος ζωής παγίων) ή οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις. Συνεπώς, τα κέρδη ή οι ζημίες μιας επιχείρησης αντανακλούν μια σειρά από εκτιμήσεις και παραδοχές, οι οποίες μάλιστα αναθεωρούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε τον καθοριστικό ρόλο του ορκωτού ελεγκτή λογιστή στον έλεγχο αυτών των εκτιμήσεων, δεδομένου ότι τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) αναφέρουν ότι οι εκτιμήσεις θα πρέπει να είναι εύλογες, δηλαδή ούτε συντηρητικές ούτε επιθετικές.
Τα μετρητά και τα ταμειακά ισοδύναμα αφορούν το ταμείο, καθώς επίσης και τις καταθέσεις στις τράπεζες. Σύμφωνα με το ΔΛΠ 7, μια επένδυση η οποία μπορεί να εισπραχθεί εντός 3 μηνών θεωρείται ταμειακό διαθέσιμο. Το ταμειακά διαθέσιμα είναι ένα στοιχείο του ενεργητικού το οποίο δεν επιδέχεται εκτιμήσεις και παραδοχές όπως συμβαίνει με άλλα στοιχεία του ενεργητικού. Δηλαδή, όταν μια επιχείρηση εμφανίζει στον λογαριασμό «Καταθέσεις όψεως» εκατό χιλιάδες ευρώ σημαίνει ότι πράγματι έχει τόσα χρήματα στην τράπεζα. Όμως, υπάρχει και η περίπτωση η επιχείρηση να μην εμφανίζει την αλήθεια, όπως για παράδειγμα ο ιταλικός κολοσσός Parmalat, ο οποίος εμφάνιζε τραπεζικές καταθέσεις άνω των 4,98 δισ. δολαρίων τα οποία δεν υπήρχαν. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθούμε στο σημαντικό ρόλο του ορκωτού λογιστή ελεγκτή, ο οποίος θα πρέπει να διενεργεί εκείνες τις ελεγκτικές διαδικασίες (π.χ. καταμέτρηση ταμείου, λήψη επιβεβαιωτικών επιστολών κ.ά.) ώστε να επαληθεύσει τα ταμειακά διαθέσιμα που εμφανίζονται στον ισολογισμό με τα μετρητά που πράγματι έχει η επιχείρηση στην τράπεζα ή στο ταμείο της.
Ο Warren Buffet, ένας από τους μεγαλύτερους και πιο πετυχημένους επενδυτές στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και όχι μόνο, υποστηρίζει ότι τα αποτελέσματα χρήσεως και ο ισολογισμός αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για τους επενδυτές, όμως καταρτίζονται σύμφωνα με παραδοχές και εκτιμήσεις και συνεπώς μπορεί να περιέχουν σφάλματα. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα χρηματικά διαθέσιμα. Συνεπώς, αποτελούν μια ασφαλή εικόνα για τη κατάσταση της επιχείρησης.
Είναι γεγονός ότι μια επιχείρηση χρειάζεται για να λειτουργήσει προσωπικό, γραφεία, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλέφωνα, fax κ.ά. τα οποία δεν μπορούν να πληρωθούν με κέρδη παρά μόνο με μετρητά. Κέρδη και μετρητά είναι δύο μεγέθη που είναι απαραίτητα για μια επιχείρηση. Μια επιχείρηση δεν θα πρέπει να έχει μόνο λειτουργικά κέρδη αλλά να εισπράττει και τις απαιτήσεις που δημι- ουργεί από την πώληση των υπηρεσιών της ή των προϊόντων της. Δηλαδή να έχει ταμειακά πλεονάσματα. Πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις πτωχεύουν κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους γιατι απλώς ξεμένουν από μετρητά. Επιπλέον, μια επιχείρηση θα πρέπει να έχει όχι μόνο ρευστότητα αλλά και κέρδη, διότι εάν έχει συνεχώς ζημιές θα οδηγήσουν την επιχείρηση με μαθηματική ακρίβεια σε αρνητικές ταμειακές ροές. Συνεπώς, μια υγιής επιχείρηση χρειάζεται τόσο ταμειακά πλεονάσματα όσο και κερδοφορία
Ταξινόμηση των ταμειακών ροών
Η κατάσταση των ταμειακών ροών (Cash Flow Statement) απεικονίζει τις εισπράξεις και τις πληρωμές για μια δεδομένη χρονική περίοδο, η οποία ταξινομείται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
1) Ταμειακές ροές που προέρχονται από ή χρησιμοποιούνται σε λειτουργικές δραστηριότητες (Operating Cash Flow). Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις ταμειακές ροές που προέρχονται από τη βασική λειτουργία της επιχείρησης, όπως, για παράδειγμα, χρήματα που εισπράχθηκαν από τους πελάτες ή χρήματα που κατέβαλε η επιχείρηση για εξόφληση μισθών ή προμηθευτών. Επιπλέον, οι ταμειακές ροές που προέρχονται από τις λειτουργικές δραστηριότητες αποτελούν το μεγαλύτερο κύκλωμα για μια επιχείρηση. Το πιο δύσκολο πρόβλημα που ανακύπτει από τις λειτουργικές ταμειακές ροές είναι ο προσδιορισμός των πράγματι λειτουρ- γικών ταμειακών ροών, δεδομένου ότι εμπλέκονται οι περισσότεροι λογαριασμοί από την κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως και τον ισολογισμό.
2) Ταμειακές ροές που προέρχονται από ή χρησιμοποιούνται σε επενδυτικές δραστηριότητες (Investment Cash Flow). Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις ταμειακές ροές που προέρχονται από κεφαλαιουχικές δαπάνες, όπως π.χ. η αγορά ενός μηχανήματος ή ενός φορτηγού αυτοκινήτου. Με την ίδια λογική, εάν η επιχείρηση πουλήσει ένα μηχάνημα ή ένα άλλο πάγιο (περιουσιακό στοιχείο), τα χρήματα που θα εισπράξει θα εμφανισθούν σε αυτήν την κατηγορία.
3) Ταμειακές ροές που προέρχονται από ή χρησιμοποιούνται σε χρηματοδοτικές δραστηριότητες (Financial Cash Flow). Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης τόσο από ξένα όσο και από ίδια κεφάλαια. Δηλαδή η αποπληρωμη ενός δανείου, η αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης ή η πληρωμή μερισμάτων θα εμφανισθούν σε αυτήν την κατηγορία.
Η χρησιμότητα της κατάστασης των ταμειακών ροών
Οι ταμειακές ροές οι οποίες προέρχονται από τις λειτουργικές δραστηριότητες της επιχείρησης είναι ένα από τα πιο χρήσιμα μεγέθη της. Θετικές λειτουργικές ροές σημαίνει ότι η επιχείρηση μάλλον είναι και κερδοφόρα και πιθανόν μετατρέπει τα κέρδη της σε μετρητά. Συνεπώς, η επιχείρηση μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε αύξηση κεφαλαίου ή να δανειστεί. Οι ταμειακές ροές από επενδυτικές δραστηριότητες μας δείχνουν κατά πόσο η επιχείρηση σκέφτεται να επενδύσει στο μέλλον. Αυτό το είδος των ταμειακών ροών προσδιορίζει και τη στάση της διοίκησης προς την επιχείρηση. Εάν η διοίκηση της εταιρείας αντιμετωπίζει την εταιρεία ως «αγελάδα» μετρητών που την αρμέγει αποκομίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερα στο παρόν, χωρίς να επενδύει για τη μελλοντική της επιβίωση και ανάπτυξη ή να επενδύει σημαντικά υψηλά ποσά έχοντας υψηλές προσδοκίες γι’ αυτήν στο μέλλον. Οι ταμειακές ροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες μας δείχνουν πώς χρηματοδοτείται η εταιρεία, δηλαδή μέσω χρέους, π.χ. τραπεζικός δανεισμός, ή μέσω αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Σε αυτήν την κατηγορία η εταιρεία φαίνεται εάν δανείζεται περισσότερο απ’ ό,τι αποπληρώνει, δηλαδή δείχνει σε ποιο βαθμό η επιχείρηση εξαρτάται από τους δανειστές της (εξωτερική χρηματοδότηση). Επίσης οι ταμειακές ροές αυτής της κατηγορίας μας δείχνουν τη μερισματική πολιτική της επιχείρησης, εάν δηλαδή η επιχείρηση διανέμει υψηλό ανά μετοχή μέρισμα σε σχέση με το ανά μετοχή κέρδος.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι ταμειακές ροές μιας επιχείρησης, για να μας δώσουν κάποια πληροφορία η οποία θα έχει αξία, θα πρέπει να συγκριθούν με τις ταμειακές ροές άλλων ομοειδών επιχειρήσεων. Επίσης σημαντικός παράγοντας είναι το είδος της υπό εξέταση επιχείρησης. Δηλαδή μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών συνήθως επενδύει λιγότερο σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό σε σχέση με μια βιομηχανική επιχείρηση. Συνεπώς, η ανάλυση των ταμειακών ροών μιας επιχείρησης θα πρέπει να γίνεται σε σχέση με τον κλάδο αλλά και την ευρύτερη κατάσταση της οικονομίας όπου δρα- στηριοποιείται.
Μια μελέτη που διενεργήθηκε από τους Abdul Aziz και Gerald H. Lawson (1990) έδειξε ότι οι ροές χρήματος που προκύπτουν από τις λειτουργικές δραστηριότητες, από τη χρηματοδότηση από δάνεια, από τις καθαρές ταμειακές ροές για επένδυση και από τους φόρους, είναι σημαντικές μεταβλητές για την πρόβλεψη της χρεοκοπίας μιας επιχείρησης.
Επίσης, οι καταστάσεις ταμειακών ροών μας βοηθούν στην εκτίμηση της αξίας μιας επιχείρησης, με τη μέθοδο της προ- εξόφλησης των ελεύθερων ταμειακών ροών, χρησιμοποιώντας ένα προεξοφλητικό επιτόκιο, το ονομαζόμενο μέσο σταθ- μικό κόστος κεφαλαίου (WACC). Οι ελεύθερες ταμειακές ροές προκύπτουν εάν από τις ταμειακές ροές από τις λειτουργικές δραστηριότητες αφαιρεθούν οι επενδύσεις για κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.
Οι ελεύθερες ταμειακές ροές είναι ίσως από τους καλύτερους δείκτες της απόδοσης μιας επιχείρησης, και αυτό διότι μας δείχνουν τα ταμειακά διαθέσιμα που προέρχονται από τη λειτουργική δραστηριότητά της μείον τα διαθέσιμα που χρειάζεται για να διατηρηθεί εύρωστη στο μέλλον.
Θετικές ελεύθερες ταμειακές ροές δείχνουν ότι:
1. Η επιχείρηση είναι ανεξάρτητη, δηλαδή έχει επιλογές, έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τις ελεύθερες ταμειακές ροές έτσι ώστε να εξαγοράσει μια ανταγωνίστρια εταιρεία ή να καταβάλλει μερίσματα ή bonus.
2. Η διοίκηση της επιχείρησης δεν επικεντρώνεται μόνο στο πώς θα εξυπηρετήσει τις τρέχουσες ανάγκες (εξόφληση μισθοδοσίας, προμηθευτών) αλλά στο πώς η εταιρεία μπορεί να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική.
3. Εάν η επιχείρηση είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η εποπτεύουσα αρχή αλλά και οι επενδυτές μάλλον θα δουν ευνοϊκά τη μετοχή της.