Την εκτίμηση ότι για πρώτη φορά, μετά το ξέσπασμα της κρίσης αρχίζουν να διαμορφώνονται κατάλληλες συνθήκες για σταδιακή οικονομική ανάκαμψη, διατύπωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Τουρκολιάς.
Μιλώντας σε εκδήλωση της Ναυτιλιακής Λέσχης Πειραιώς, ο επικεφαλής του τραπεζικού ομίλου σημείωσε πως τα επόμενα τρίμηνα θα είναι κρίσιμα για την παγίωση και επαύξηση της τρέχουσας δυναμικής, ειδικά αν συνοδευτούν, από:
1. Επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, και
2. Συγκεκριμένες επικουρικές αποφάσεις σε επίπεδο ευρωζώνης, για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, αλλά και ενεργότερη αναπτυξιακή στήριξη της ελληνικής οικονομίας.
«Εξίσου, όμως, κρίσιμο είναι να διαφυλαχθούν οι προϋποθέσεις και αναγκαίες συνθήκες, ώστε να μετουσιωθούν σε θετική ενέργεια οι θυσίες του ελληνικού λαού» πρόσθεσε ο ίδιος, υπογραμμίζοντας ότι σε αυτή τη λογική δεν πρέπει να υπάρχουν υπαναχωρήσεις ή κοντόφθαλμες τοποθετήσεις: σε οποιοδήποτε επίπεδο, κάτω από οποιαδήποτε αφετηρία.
Όπως ανέφερε ο κ. Τουρκολιάς, κρίσιμοι μακροοικονομικοί δείκτες για την αξιολόγηση της χώρας, από τους εταίρους και τις αγορές, παρουσιάζουν σταθερή βελτίωση, συνεισφέροντας στην ανάκτηση αξιοπιστίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
«Η βελτίωση αυτή, όμως, δεν επαρκεί για να μετριάσει το μεγάλο ακόμη κοινωνικό κόστος από την κρίση, τουλάχιστον μέχρι η διαφαινόμενη σταθεροποίηση μετουσιωθεί σε διατηρήσιμη δυναμική οικονομικής ανάκαμψης» συμπλήρωσε ο ίδιος.
Το χρέος
Αναφορικά με το θέμα βιωσιμότητας του χρέους, ο κ. Τουρκολιάς υποστήριξε πως λαμβάνοντας υπόψη την περίπου τριπλάσια διάρκεια του ελληνικού δημοσίου χρέους, συγκριτικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης, καθώς και το ευνοϊκό κόστος δανεισμού (χαμηλότερο του 3% το 2013, σε επίπεδο συγκρίσιμο με χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης), η κατάσταση είναι ήδη πολύ πιο ευνοϊκή από ό,τι δείχνουν τα συνολικά στοιχεία για το χρέος.
«Με σχετικά μετριοπαθείς υποθέσεις για το προεξοφλητικό επιτόκιο, η παρούσα αξία του ελληνικού δημοσίου χρέους θα είναι, σε λίγα χρόνια, χαμηλότερη από της Ιταλίας, ειδικά αν λάβουμε ακόμη ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής, και συνεκτιμήσουμε τη δυνατότητα ανάκτησης τμήματος των κεφαλαίων, που έχουν διατεθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών» συμπλήρωσε σχετικά.
Σε σχέση με την παραγωγική δραστηριότητα, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής σημείωσε πως εξωστρεφείς τομείς της μεταποιητικής βιομηχανίας, όπως οι κλάδοι τροφίμων, ποτών, πετρελαϊκών προϊόντων και διύλισης, φαρμάκων, χημικών, εμφανίζουν σαφείς τάσεις ανάκαμψης στο 7μηνο του 2013, που σημαίνει τον τερματισμό ενός πολυετούς κύκλου συρρίκνωσης της ελληνικής μεταποιητικής παραγωγής.
Ο πρόδρομος δείκτης ΡΜΙ, για την ελληνική μεταποίηση, βρέθηκε τον Αύγουστο στο υψηλότερο επίπεδο (48,7) από το Δεκέμβριο του 2009.
Όπως είπε, τα πολλαπλά οφέλη από τον ενάρετο κύκλο υλοποίησης του προγράμματος πλήρους δημοσιονομικής εξυγίανσης και ολοκλήρωσης των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταβολών, σε συνδυασμό με τις αναδιαρθρώσεις του ιδιωτικού τομέα, είναι πιθανό να υποεκτιμούνται.
Και πρόσθεσε πως το 2ο και το 3ο τρίμηνο του 2013, ο τουριστικός τομέας στήριξε την οικονομική δραστηριότητα παρά την ισχυρή δημοσιονομική πίεση.
Σύμφωνα με τον κ. Τουρκολιά, τρεις είναι οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προκλήσεις
Πρώτον: Η χώρα να συνεχίσει να εκπληρώνει τις βασικές της δεσμεύσεις, αυξάνοντας την αξιοπιστία της και μεταφέροντας την ευθύνη επίλυσης των όποιων εκκρεμοτήτων στους εταίρους.
Δεύτερον: Η εξυγίανση της οικονομίας, και η μετατροπή της εξυγίανσης σε βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, παραμένει πρωτίστως εθνική υπόθεση.
Τρίτον: Η εναπομένουσα προσπάθεια και οι προκλήσεις της τελευταίας φάσης για την ολοκλήρωση της μακροοικονομικής προσαρμογής δεν είναι αμελητέες.
Τι είπε για τράπεζες
Για την πορεία του τραπεζικού κλάδου, αλλά και για την Εθνική Τράπεζα, ο κ. Τουρκολιάς ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Ο τραπεζικός κλάδος και η Εθνική Τράπεζα, συγκεκριμένα, δεν θα ήταν δυνατό να μείνουν αλώβητοι από τις προκλήσεις και τους κλυδωνισμούς της κρίσης. Μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, συνεπικούρησαν τις προσπάθειες του ελληνικού Δημοσίου για δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Κυρίως, όμως, και παρά τους προφανείς περιορισμούς, δεν έπαψαν να στηρίζουν τους πελάτες τους, διατηρώντας ανοικτές πιστωτικές γραμμές και διευκολύνοντας την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων μεγάλου αριθμού πελατών, οι οποίοι, παρά τις καλές τους προθέσεις, δοκιμάστηκαν δυσανάλογα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απομόχλευση στην ελληνική οικονομία (20% κατά μέσο όρο συγκριτικά με το 2007) είναι σημαντικά μικρότερη, σε σχέση με χώρες που εφαρμόζουν προγράμματα δημοσιονομικής ή χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία).
Το γεγονός αυτό αντανακλά τις συντηρητικότερες πολιτικές χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών, με θετική επίδραση στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου, καθώς και στην εστίαση στο relationship και όχι στο transactional banking.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα απώλεσε περίπου €100 δισ. ιδιωτικών καταθέσεων, από τα μέσα του 2009 έως και τον Ιούνιο του 2012, ενώ παρά την ανάκαμψη από τα μέσα του 2012, η καθαρή απώλεια υπερβαίνει τα €90 δισ. για το σύστημα.
Η διεύρυνση της καταθετικής βάσης και η αποκατάσταση της αποδοχής, από την ΕΚΤ, των υφιστάμενων τίτλων προς ενεχυρίαση με καλύτερους όρους, επέτρεψαν τον περιορισμό της εξάρτησης από το Ευρωσύστημα και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης για τις τράπεζες, ήδη από τα τέλη του 2012.
Το 2013 ήταν έτος «σταθμός» για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς πραγματοποιήθηκαν συγχωνεύσεις και εξαγορές αλλά και ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών από το ΤΧΣ, με συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στις 3 από τις 4 τράπεζες, οι οποίες και κατ’ ουσίαν διατηρούν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα.
Έτσι, θωρακίζεται το τραπεζικό σύστημα και προετοιμάζεται να στηρίξει πιο ενεργά τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της υγιούς ζήτησης για πιστώσεις.
Η εξομάλυνση των συνθηκών δίνει ιδιαίτερα ενθαρρυντικές ενδείξεις για τη μελλοντική πορεία των εργασιών του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία εξαμήνου 2013, η Τράπεζα πέτυχε θετική κερδοφορία, βασισμένη στα λειτουργικά αποτελέσματα για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο.
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι τα λειτουργικά κέρδη του δεύτερου τριμήνου του 2013 υπερκάλυψαν τις προβλέψεις, για πρώτη φορά, μετά από εννέα τρίμηνα, λόγω της βελτίωσης των εσόδων και της συνεχιζόμενης συγκράτησης του κόστους.
Όσον αφορά στον εξορθολογισμό του κόστους, η Εθνική έχει επιτύχει σωρευτική μείωση των εγχώριων λειτουργικών δαπανών κατά 23% την τελευταία τριετία. Οι εγχώριες λειτουργικές δαπάνες θα σημειώσουν περαιτέρω πτώση από το δεύτερο εξάμηνο του 2013.
Ένα ακόμα συγκριτικό πλεονέκτημα της Εθνικής Τράπεζας είναι ότι το χαρτοφυλάκιό της άρχισε να παράγει λιγότερες νέες επισφάλειες από την υπόλοιπη αγορά, λόγω της συνθέσεώς του (στεγαστικά και εταιρικά), καθώς και λόγω της γεωγραφικής του διασποράς.
Η Τράπεζα παρακολουθεί επισταμένα τις επισφάλειες της, που σε περιβάλλον απομόχλευσης, όπως η παρούσα συγκυρία, καταγράφουν αυξητική –αλλά σαφώς ηπιότερη – πορεία. Τα πορίσματα της διαγνωστικής μελέτης της BlackRock πιστεύουμε ότι θα επικυρώσουν τις εκτιμήσεις μας.
Όσον αφορά τη ρευστότητα, μετά τις ασφυκτικές συνθήκες που βίωσε ο τραπεζικός κλάδος, η κατάσταση φαίνεται να ομαλοποιείται σημαντικά το πρώτο εξάμηνο του 2013 λόγω:
• της αύξησης των καταθέσεων του Ομίλου κατά 10% από το χαμηλό επίπεδο του Ιουνίου 2012,
• της απομόχλευσης του δανειακού χαρτοφυλακίου στην Ελλάδα και τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, λόγω των υφεσιακών συνθηκών και της συνεχιζόμενης πτώσης της ζήτησης,
• της μείωσης της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα, που για τον Όμιλο αντιστοιχεί σε €5,4 δισ. από την αρχή του έτους και €9,2 δισ. σε ετήσια βάση,
• της παράλληλης μείωσης της έκθεσης στον ELA σε λιγότερο από €1 δισ. τον Αύγουστο 2013, σε σύγκριση με €33 δισ. πριν από ένα χρόνο. Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο, καθώς μειώνει σημαντικά το κόστος χρηματοδότησης, που επιβαρύνει τη λειτουργική κερδοφορία.
• της απομόχλευσης του δανειακού χαρτοφυλακίου στην Ελλάδα και τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, λόγω των υφεσιακών συνθηκών και της συνεχιζόμενης πτώσης της ζήτησης,
• της μείωσης της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα, που για τον Όμιλο αντιστοιχεί σε €5,4 δισ. από την αρχή του έτους και €9,2 δισ. σε ετήσια βάση,
• της παράλληλης μείωσης της έκθεσης στον ELA σε λιγότερο από €1 δισ. τον Αύγουστο 2013, σε σύγκριση με €33 δισ. πριν από ένα χρόνο. Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο, καθώς μειώνει σημαντικά το κόστος χρηματοδότησης, που επιβαρύνει τη λειτουργική κερδοφορία.
Οι παραπάνω παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του δείκτη δανείων προς καταθέσεις στο 90% στην εγχώρια αγορά, που σημαίνει ότι, μετά από αρκετά χρόνια, οι χορηγήσεις χρηματοδοτούνται πλήρως από τις καταθέσεις της Τράπεζας.
Παράλληλα, μέσω της ανακεφαλαιοποίησης, το Core Tier I της Εθνικής Τράπεζας αποκαταστάθηκε στο 9,2%.
Στο επόμενο διάστημα, η Τράπεζα στοχεύει να ενισχύσει περαιτέρω την κεφαλαιακή της βάση, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο από το κατώτατο όριο του 9%, που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ).
Στο επόμενο διάστημα, η Τράπεζα στοχεύει να ενισχύσει περαιτέρω την κεφαλαιακή της βάση, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο από το κατώτατο όριο του 9%, που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ).
Το επόμενο βήμα –και δικός μας στόχος- είναι η βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών να περάσει στην πραγματική οικονομία και, ιδιαίτερα, στους πιο παραγωγικούς και εξωστρεφείς της τομείς.
Σημειώνουμε, βέβαια, ότι ο δείκτης μόχλευσης, που ισχύει παγκοσμίως για τις συστημικές τράπεζες και υπολογίζεται ως ο λόγος του Core Tier I κεφαλαίων προς το σύνολο του σταθμισμένου Ενεργητικού, και ορίζεται στο 3%, για την ΕΤΕ ανέρχεται στο 8,3%. Οι ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης αφορούν κυρίως την πώληση μη στρατηγικών συμμετοχών του Ομίλου.