Η τελευταία ομιλία του Τσαρλς Νταλάρα στην Ελλάδα από τη θέση του επικεφαλής του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) συνοψίζει τα πέντε βήματα της νέας στρατηγικής που θα πρέπει κατά τη γνώμη του να ακολουθήσει η χώρα μας προκειμένου να εξέλθει από την κρίση. Η ομιλία με τίτλο «Αλλαγή πορείας: Στρατηγική για την έξοδο της Ευρώπης και της Ελλάδας από την κρίση» έγινε στο αμφιθέατρο της Εθνικής Τράπεζας στο τέλος του 2012. Το πρόσωπο που έπαιξε κομβικό ρόλο στην ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων (PSI) χαρακτήρισε «ιστορική» την πρόοδο που έχει καταγράψει η Ελλάδα όσον αφορά την δημοσιονομική της προσαρμογή και τόνισε ότι στο εξής χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη και λιγότερη στις πολιτικές λιτότητας. Το IIF ανακοίνωσε στις 10 Δεκεμβρίου ότι ο Τσαρλς Νταλάρα θα παραδώσει και τυπικά τη θέση του στον Τιμ Άνταμς ολοκληρώνοντας μια πετυχημένη θητεία.
Η Ελλάδα μπορεί
Ο έμπειρος οικονομολόγος σημείωσε ότι αν η Ελλάδα συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως προβλέπονται στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα, τότε τίποτε δεν θα μπορεί να την εμποδίσει από το να εξελιχθεί σε μια από τις πλέον ανταγωνιστικές οικονομίες στην Ευρώπη. Πρόσθεσε όμως την ανάγκη να μην εγκαταλειφθεί η αναπτυξιακή διάσταση. «Οι ελλείψεις των εσόδων, υπάρχουσες ή αναμενόμενες, δεν πρέπει να καταφέρουν να εκμηδενίσουν τις επενδυτικές δαπάνες –ειδάλλως η ανάπτυξη θα ξεκινήσει δύσκολα» είπε.
Μιλώντας για όσα έγιναν το 2012 έκανε λόγο για μια άνευ προηγουμένου μείωση του χρέους της Ελλάδας «ύψους 107 δισ. ευρώ, που ισούται περίπου με το μισό ελληνικό ΑΕΠ ή με σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού χρέους της», και για μια «συγκλονιστική επέκταση του ορίζοντα αποπληρωμής περίπου άλλων 70 δισ. ευρώ με μειωμένα επιτόκια». Αναφερόμενος στις προοπτικές της ευρωζώνης υποστήριξε ότι «η ΕΚΤ δείχνει τώρα πραγματική ηγετική δυναμική» , εγκαινιάζοντας ένα καινοτόμο εργαλείο, τις «Άμεσες νομισματικές συναλλαγές» (Outright Monetary Transactions), που «μπορεί να λυγίσει τη μέγγενη της ανασφάλειας στις αγορές κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης».
Η ομιλία του Τσαρλς Νταλάρα στο αμφιθέατρο της Εθνικής Τράπεζας (14 Νοεμβρίου 2012):
«Αλλαγή πορείας: Στρατηγική για την έξοδο της Ευρώπης και της Ελλάδας από την κρίση»
Είναι μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι πάλι στην Αθήνα σήμερα και να βλέπω τόσους παλιούς φίλους, συμπολεμιστές ταγμένους στο σκοπό της καταπολέμησης των οικονομικών και πιστωτικών προβλημάτων της Ελλάδας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ελληνική Ένωση Τραπεζών που μου έδωσε τη ευκαιρία να απευθυνθώ σε τόσο διακεκριμένο κοινό σχετικά με ένα θέμα που απασχολεί πολύ όλους όσοι βρίσκονται εδώ, καθώς και στους δρόμους της Αθήνας, και της Ευρώπης γενικότερα: πώς να χαράξουμε μια στρατηγική που θα επιτρέψει στην Ελλάδα και την Ευρώπη να βγουν από την κρίση. Έξω, οι Αθηναίοι διαδηλώνουν ενάντια στη λιτότητα που ζουν καθημερινά. Είναι, στην πραγματικότητα, ειρωνικό το ότι μιλάω εδώ σήμερα, την πανευρωπαϊκή «Ημέρα κατά της λιτότητας», όπου λαμβάνουν χώρα διαδηλώσεις και στάσεις εργασίας σε πολλές πρωτεύουσες. Αν και ο συναισθηματικός αυτός ιδεαλισμός είναι κατανοητός, δεν είναι πρακτικός. Αυτό όμως που είναι εφικτό είναι λιγότερη λιτότητα και περισσότερη ανάπτυξη. Αν τα λόγια μου σήμερα έχουν κάποια επιρροή διαρκείας, ελπίζω πως η ανάγκη για τέτοιες διαμαρτυρίες θα αρχίσει να μειώνεται, καθώς η απόγνωση δίνει τη θέση της στην ελπίδα και τις νέες ευκαιρίες.
Έτσι όπως βρίσκομαι εδώ πιστεύω πως μερικοί από εσάς μπορεί να έχετε μια αίσθηση déjà vu. Η Ελλάδα πρόσφατα ψήφισε νομοθεσία που επιτρέπει ένα νέο γύρο δύσκολων μέτρων λιτότητας, παρά την ευρεία λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης επιβεβαιώνουν την υποστήριξη τους, αλλά καθυστερούν να δώσουν την επειγόντως απαραίτητη χρηματοδότηση. Η οικονομία συστέλλεται σε μεγαλύτερο από τον αναμενόμενο ρυθμό, γεννώντας νέα ερωτηματικά για τη βιωσιμότητα του
χρέους. Οι τράπεζες δεν έχουν ρευστότητα και οι δανειζόμενοι στερούνται πίστωση.
Ορισμένοι παρατηρητές, ακόμη και αξιωματούχοι, αμφισβητούν το μέλλον της Ελλάδας σε μια Ευρωζώνη που αγωνίζεται και η ίδια να αντιμετωπίσει δομικά ελαττώματα στην καρδιά της αρχιτεκτονικής της.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνεται να ανήκουν σε μια πολύ γνώριμη κατάσταση, που χρονικά εκτείνεται στα τελευταία τρία επώδυνα χρόνια. Έχουμε ήδη ξαναδεί τις στιγμές αυτές αρκετές φορές. Αν όμως κάνουμε ένα βήμα μακριά από την πραγματικότητα αυτή, μπορούμε να δούμε τη γενική εικόνα, που υπονοεί πως τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρωζώνη μπορεί να προσεγγίζουν ένα νέο σύνολο ευκαιριών.
Μείωση χρέους 107 δισ. ευρώ
Στην Ελλάδα βλέπουμε για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης μια λαϊκά εκλεγμένη κυβέρνηση συνεργασίας με ευρεία αντιπροσώπευση ενός γενικότερου πολιτικού φάσματος και με σημαντική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτή η κυβέρνηση έχει ήδη ψηφίσει δυο νομοσχέδια που αποτελούν ένα περιεκτικό πλαίσιο για βαθύτερη μεταρρύθμιση και περαιτέρω προσαρμογή της οικονομίας. Επιπλέον, και σε έντονη αντίθεση με το πού βρισκόμασταν πριν από ένα έτος στις 15 Νοεμβρίου, η Ελλάδα διαθέτει τώρα το προνόμιο μιας άνευ προηγουμένου μείωσης του χρέους της, ύψους 107 δισ. ευρώ, που ισούται περίπου με το μισό ελληνικό ΑΕΠ ή με σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού χρέους της, και μιας συγκλονιστικής επέκτασης του ορίζοντα αποπληρωμής περίπου άλλων 70 δισ. ευρώ με μειωμένα επιτόκια. Και, τρίτον, καθώς η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη επιστρέφουν σιγά-σιγά, οι εκροές προκαταβολών έχουν αρχίσει να αντιστρέφονται. Επιτέλους υπάρχουν ισχνές ενδείξεις πως η οικονομία πλησιάζει στο ναδίρ της και η αξία του ελληνικού χρέους δείχνει σημάδια ζωής από τα μέσα του χρόνου.
Ο ηγετικός ρόλος της ΕΚΤ
Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο όμως υπρχουν αξιοσημείωτες εξελίξεις που προοικονομούν αλλαγές: ένας πιστωτικός μηχανισμός της Ευρωζώνης, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ), τώρα είναι σσε πλήρη λειτουργία, με δυνατότητα άντλησης 500 δισ. ευρώ. Σημαντικά βήματα γίνονται προς μια προσέγγιση της τραπεζικής λειτουργίας σε επίπεδο Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης μιας ενιαίας εποπτικής αρχής και άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ΕΜΣ. Και η ΕΚΤ δείχνει τώρα πραγματική ηγετική δυναμική, εγκαινιάζοντας ένα καινοτόμο εργαλείο, τις «Άμεσες νομισματικές συναλλαγές», που μπορεί να λυγίσει τη μέγγενη της ανασφάλειας στις αγορές κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης. Αυτά τα σχετικά νέα χαρακτηριστικά μάς επιτρέπουν να ελπίζουμε πως η Ευρώπη και η Ελλάδα μπορούν επιτέλους να αποφύγουν τον ύφαλο, κατευθυνόμενες προς ήρεμες θάλασσες και εντέλει να καταφέρουν να πλεύσουν γαλήνια.
Πέντε βήματα για την Ελλάδα
Πάντως, για να μετατραπεί η δυνατότητα αυτή σε πραγματικότητα, η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει να χαράξουν μια νέα πορεία για να πετύχουν ισορροπία ανάμεσα στη λιτότητα και την ανάπτυξη, ανάμεσα στη βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική πειθαρχία και τη μακροπρόθεσμη επέκταση των εκροών και των ευκαιριών απασχόλησης. Η επιστροφή σε μια πραγματική, βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, όπως θα προσπαθήσω να αποδείξω σήμερα εδώ, μπορεί να αποτελέσει τη μόνη αληθινή λύση στην κρίση της Ευρώπης. Ήρθε η στιγμή να αναγνωριστεί πως η λιτότητα ως αποκλειστική λύση καταδικάζει όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη σε μια πιθανή επώδυνη και παρατεταμένη εποχή μικρής ή μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε τραγωδία όχι μόνο για την Ελλάδα ή την Ευρώπη αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο, που τώρα πια έχει εμπλακεί στην οικονομική κρίση.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω κάνοντας μερικές βασικές επισημάνσεις:
Η επικρατούσα αντίληψη, που συχνά ενισχύεται από ορισμένους στα ΜΜΕ και μεμονωμένα σχόλια από αναλυτές της αγοράς και διάφορους αξιωματούχους, είναι πως η Ελλάδα δεν έχει αποδώσει υπό το υπάρχον πρόγραμμα. Υπάρχουν, βέβαια, αδιαφιλονίκητα ψήγματα αλήθειας εδώ. Η συγκέντρωση φόρων και η μεταρρύθμιση καθυστερούν, οι ιδιωτικοποιήσεις μόλις που έχουν ξεκινήσει και άλλες δομικές αναδιαρθρώσεις είναι έρμαια των πολιτικών αλλαγών. Αυτή όμως δεν είναι η ολοκληρωμένη εικόνα. Η πρόοδος της Ελλάδας όσον αφορά τη μείωση του ελλείμματος είναι, στην πραγματικότητα, ιστορικών διαστάσεων. Προσαρμοσμένη για κυκλικά φαινόμενα, η προσαρμογή της Ελλάδας από το 2009 μέχρι το 2011 ύψους 12,6% του ΑΕΠ είναι στην πραγματικότητα άνευ προηγουμένου στην καταγεγραμμένη οικονομική ιστορία. Επιπλέον, η επίτευξη αυτή έλαβε χώρα ενώ η ελληνική οικονομία συστελλόταν σε ένα βαθμό που συναντάται σπάνια μετά τη Μεγάλη Ύφεση και που σωρευτικά θα ισούται με 20% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς. Το ότι η μεταρρύθμιση συνεχίζεται και η Ελλάδα κρατιέται στο χείλος του ευρώ με τόση επιμονή αποτελούν μαρτυρίες της ανθεκτικότητας, της καρτερίας και του κουράγιου των Ελλήνων –ενός λαού που έχει κάνει σημαντικές θυσίες και που, παρά την κόπωσή του, διακρίνεται από πεισματική αποφασιστικότητα να ανοικοδομήσει τη χώρα του. Ο ελληνικός λαός έχει επιδείξει μια εντυπωσιακή προθυμία να αντέξει το βραχυπρόθεσμο άλγος για το μακροπρόθεσμο όφελος που θα προκύψει από τη δομική προσαρμογή της οικονομίας. Και όσο οι δοκιμασίες αυτές συνεχίζονται, με μεγάλη μου χαρά βλέπω πως ορισμένοι παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια στον ελληνικό λαό, όπως επί παραδείγματι η πρόσφατη πρωτοβουλία του George Soros για παροχή τροφίμων σε ελληνικές πόλεις που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης.
Θα ήθελα επίσης να αποτίσω φόρο τιμής στις κυβερνήσεις που καθοδήγησαν την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων, ταραχωδών ετών. Είχα το προνόμιο να ζήσω στην Ελλάδα στην αρχή της δεκαετίας του ’70. Όπως όλοι γνωρίζετε, αυτή ήταν μια σκοτεινή περίοδος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα, όμως η ελληνική οικονομία λειτουργούσε και στο κέντρο της βρισκόταν μια ευρεία έννοια επιχειρηματικότητας των Ελλήνων. Στα χρόνια που ακολούθησαν εξελίχθηκε ένα πελατειακό, πατερναλιστικό κράτος που διάβρωσε την αποτελεσματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Όμως, μετά το ξεκίνημα της κρίσης, το φθινόπωρο του 2009, οι διαδοχικές κυβερνήσεις των πρωθυπουργών Παπανδρέου και Παπαδήμου, αν και με πολύ διαφορετική πολιτική δομή, έφεραν την Ελλάδα σε θέση αρχικά να έρθει αντιμέτωπη με μια καθόλου ευχάριστη πραγματικότητα και στη συνέχεια να διορθώσει ανισορροπίες που είχαν συσσωρευτεί εδώ και πολλά χρόνια. Και οι δύο κυβερνήσεις σημείωσαν πρόοδο ενώπιον τεράστιας εναντιότητας και βαθιού σκεπτικισμού. Η τωρινή κυβέρνηση συνερ- γασίας, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, έχει σημειώσει εντυπωσιακή εκκίνηση με τα δύσκολα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να συνεχίσει το σημαντικό έργο που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί της, όπως γίνεται προφανές από την ψήφιση του ζωτικής σημασίας νομοσχεδίου πριν από μερικές ημέρες.
Για να επιστρέψουμε όμως στις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας και στην επικρατούσα αντίληψη πως μόνο μικρή πρόοδος προς την αποκατάσταση των προαπαιτούμενων για την ανάπτυξη έχει σημειωθεί, η Ελλάδα τώρα έχει αντιστρέψει πλήρως την απώλεια του 27% της ανταγωνιστικότητάς της στο εξωτερικό μετά την υιοθέτηση του ευρώ το 2001 και μέχρι τα μέσα του 2009. Μεγάλο μέρος της προόδου οφείλεται στην ένταση της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής και τον αντίκτυπό της στην αγορά εργασίας και τους μισθούς, που βοήθησαν να μειωθεί το κόστος της μοναδιαίας εργασίας περισσότερο από 15%. Άλλο μέρος οφείλεται στις δομικές αναδιαρθρώσεις και άλλο αντανακλά την υποτίμηση του ευρώ. Αν η Ελλάδα εμμείνει στις δομικές αναδιαρθρώσεις που προβλέπονται στο αναθεωρημένο πρόγραμμα, αν η Ελλάδα ξεκλειδώσει την υπάρχουσα δημιουργικότητα και δυνατότητες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε πως η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει μια από τις ανταγωνιστικές οικονομίες της Ευρώπης.
Με την ανεργία να έχει ξεπεράσει το 25% και την παραγωγή να έχει πέσει κατά 20% (και να συνεχίζει να μειώνεται), η προσαρμογή που καλείται να αντέξει η Ελλάδα δεν είναι τίποτε λιγότερο από βάναυση. Αυτό, όπως και η ανάγκη διεξαγωγής δύο δύσκολων εκλογών και η επανειλημμένη πίεση για ψήφιση επώδυνων νομοσχεδίων, έχει προκαλέσει τρομερή ένταση στην ελληνική κοινωνία. Αν και αμφισβητώ το κατά πόσον τα μέτρα έχουν πετύχει τη σωστή ισορροπία, είναι ενδεικτικά της κατεύθυνσης που έχει πάρει ένα έθνος που αναγνωρίζει την ανάγκη να ξαναχτίσει την αξιοπιστία του και να κοιτάξει προς το μέλλον, που παραμένει σταθερά εντός του πλαισίου του ευρώ.
Σε αντίθεση με ορισμένες άλλες χώρες της Ευρωζώνης, οι τράπεζες στην Ελλάδα δεν συνέβαλαν στην οικονομική κατάρρευση του Δημοσίου. Αντιθέτως, αποτελεί διθύραμβο στη βασική δύναμη τους, την
ισχυρή θέση τους ως ηγέτες ενώ η κρίση διαφαινόταν στον ορίζοντα και την προσαρμοστικότητά τους μετά την άφιξή της, το ότι το κράτος δεν κατάφερε να οδηγήσει στην κατάρρευση των τραπεζών. Μπορεί για ορισμένους στο χώρο να φαίνεται ως μακρινή ανάμνηση, όμως οι ελληνικές τράπεζες κατέγραφαν εντυπωσιακά επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας πριν την κρίση, με βασικό ποσοστό Tier 1 10% ή και περισσότερο, που ξεπερνά κατά πολύ το αντίστοιχο για τις τράπεζες των ΗΠΑ και της υπόλοιπης Ευρώπης. Οι επιδόσεις ήταν επίσης ισχυρές: η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων προ κρίσης πλησίαζε το 15% σε σύγκριση με 10% για τις ΗΠΑ και την υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως τώρα οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν έλλειψη κεφαλαίου, πιέσεις ρευστότητας και αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μετά τις βαριές απώλειες που υπέστησαν νωρίτερα φέτος εξαιτίας της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Παρόλα αυτά όμως είναι ακόμη εν ζωή και αναμένουν να επιστρέψουν δυναμικά κατόπιν της ανακεφαλαιοποίησής τους.
Η Ελλάδα τώρα απαιτεί επειγόντως μια στρατηγική με μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη και λιγότερη έμφαση στη λιτότητα. Η Ευρώπη χρειάζεται το ίδιο. Παρά τις βασικές αποφάσεις που πάρθηκαν από τον Ιούνιο, το μέλλον της Ευρώπης θα ακροβατεί σε ένα λεπτό σχοινί όσο υπάρχουν αμφιβολίες για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Μέχρι η Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη, οι αμφιβολίες αυτές θα συνεχίζουν να υπάρχουν, μολύνοντας και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Βήματα εξόδου
Η νέα στρατηγική θα πρέπει να στηρίζεται στους εξής 5 πυλώνες:
1. Περισσότερο σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή.
2. Περαιτέρω χρηματοδότηση για την υποστήριξη αυτής της προσαρμογής.
3. Επιτάχυνση των κρατικών επενδύσεων.
4. Εντατικοποίηση των δομικών μεταρρυθμίσεων όπως:
– Βελτιωμένη είσπραξη φόρων.
– Συγχρονισμός του μεγέθους και του σκοπού των κοινωνικών δαπανών και παροχών.
– Φιλελευθεροποίηση των αγορών προϊόντος και εργασίας.
– Αποφασιστικές κινήσεις για τις ιδιωτικοποιήσεις.
5. Ανακεφαλαιοποίηση και επαρκής παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, που θα τους επιτρέπει να παρέχουν την απαιτούμενη για τη σταθεροποίηση της οικονομίας επέκταση πίστωσης.
Οι λάθος προβλέψεις
Επιτρέψτε μου να υποστηρίξω με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τον κάθε πυλώνα. Πρώτη και δυσκολότερη η βελτιωμένη είσπραξη φόρων. Η άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσπάθεια της Ελλάδας έχει προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη από το αναμενόμενο συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και της φορολογικής βάσης απ’ ό,τι υπέθετε το αρχικό πρόγραμμα.
Επί παραδείγματι:
- Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 11,7% τα τελευταία δύο χρόνια, και όχι 6,5% όπως υπέθετε το αρχικό πρόγραμμα.
- Η εγχώρια ζήτηση μειώθηκε κατά 15% και όχι κατά 12%.
- Το πραγματικό εισόδημα από μισθούς μειώθηκε κατά 15% και όχι κατά 7% και
- Η ανεργία αυξήθηκε στο 25% αντί για 15%.
Αυτές οι χαμηλότερες επιδόσεις οδήγησαν το εισόδημα να υπολείπεται επανειλημμένα των προβλέψεων. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι κυβερνητικές δαπάνες (εξαιρουμένων των τόκων) κατέληξαν να περικοπούν κατά 20 δισ. ευρώ από το 2009 μέχρι το 2011, δηλαδή πέντε φορές περισσότερο απ’ ό,τι είχε υπολογιστεί αρχικά. Αυτό συνέβη επειδή η χρηματοδότηση ήταν περιορισμένη και μόνο ένα μέρος του ελλείμματος μπορούσε να χρηματοδοτηθεί. Οι άκρως αρνητικές επιδράσεις των περικοπών αυτών στα εγχώρια εισοδήματα και τις δαπάνες αποτελούν το βασικό λόγο που η οικονομία έχει εξασθενίσει τόσο περισσότερο από το αναμενόμενο, μειώνοντας κατά συνέπεια τα έσοδα τόσο δραματικά. Αυτό δημιούργησε ένα φαύλο κύκλο κατά τον οποίο τα ελλιπή έσοδα οδηγούσαν σε νέες περικοπές δαπανών, που εκ νέου μείωναν τα έσοδα και προκαλούσαν νέες περικοπές δαπανών. Κάθε φορά που κατέφθανε μια νέα αναθεωρημένη πρόβλεψη του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθυστερήσεις στα έξοδα του προγράμματος, αυξανόταν η απογοήτευση τόσο στην Ελλάδα όσο και στους βασικούς πιστωτές και η ευρύτερη αίσθηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποδώσει. Όμως τα δημοσιονομικά στοιχεία και στοιχεία που αφορούν την ανταγωνιστικότητα και που αναφέραμε προηγουμένως υποστηρίζουν το αντίθετο –και μάλιστα πειστικά.
Ενώ καθόμαστε εδώ σήμερα, οι επίσημοι πιστωτές αναμένουν μια περαιτέρω συρρίκνωση 4-5% της ελληνικής οικονομίας για το 2013. Πρέπει πάση θυσία αυτό να μη γίνει πραγματικότητα.
Το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έχει ήδη γίνει με την επέκταση των δημοσιονομικών στόχων κατά δύο έτη, που έχει ήδη εγκριθεί από τους υπουργούς της Ευρωζώνης. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Το νέο πρόγραμμα, στην πραγματικότητα, λαμβάνει ως δεδομένη τη μείωση κατά 4-5% για το 2013, εν μέρει επειδή τα δύο τρίτα των περαιτέρω δημοσιονομικών προσαρμογών που απαιτούνται για την περίοδο 2013-14 έχουν συσσωρευτεί στην επόμενη χρονιά. Αυτό που χρειάζεται, αντιθέτως, είναι να χαλαρώσει ο ρυθμός των εναπομεινασών δημοσιονομικών προσαρμογών, παρόμοια με το ρυθμό της Ιρλανδίας, που κινείται σταθερά με ετήσιες μειώσεις ύψους 1,5%. Αυτό αποτελεί το ένα τρίτο της μείωσης που έχει προγραμματιστεί για την Ελλάδα το 2013. Οι μετριοπαθέστεροι στόχοι είναι πιο επιτεύξιμοι, έχουν μικρότερη αρνητική επίδραση στην απασχόληση και, όπως απέδειξε η Ιρλανδία, μπορούν να έχουν θετική επίδραση στην εμπιστοσύνη της αγοράς, στην ικανοποίηση από τις επιδόσεις και να τοποθετήσουν την Ελλάδα σε μια πιο πιστευτή οδό για γρήγορη αποκατάσταση της πρόσβασης στην αγορά. Βραχυπρόθεσμα, οι πιστωτές μπορεί να θεωρήσουν πως κάτι τέτοιο τους επιβαρύνει επιπροσθέτως. Και στο κάτω-κάτω, άλλες ευρωπαϊκές χώρες και το ΔΝΤ έχουν ήδη επωμισθεί ένα σημαντικό βάρος, ύψους σχεδόν 150 δισ. ευρώ. Πρέπει να εκτιμήσουμε τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται, όπως η δημιουργία νέων πιστωτικών οργάνων και οργανισμών, που παραβίαζαν, κατά ορισμένους, τις αρχές και τις συνθή- κες της Ε.Ε.
Είναι φυσικά αληθές πως μεγάλο μέρος του δανεισμού από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) προορίζεται για να χρηματοδοτήσει βασικές αποπληρωμές στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ, που θα ανέρχονται στα € 39 δισ. μέχρι το 2014, να ανακεφαλαιοποιήσει τράπεζες που σημείωσαν ζημίες από την ανταλλαγή ομολόγων και τον αυξανόμενο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να ενθαρρύνει την ιδιωτική συμμετοχή στην ανταλλαγή ομολόγων. Συμπεριλαμβανoμένων των πόρων που έχουν ληφθεί από το ΔΝΤ, τα ποσά που περισσεύουν για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος της Ελλάδας περιορίζονται περίπου στα €22 δισ. για την περίοδο 2012-14. Το ποσό αυτό δεν επαρκεί καν για την αποπληρωμή των τόκων προς αυτούς τους ίδιους επίσημους δανειστές.
Έχω ξαναδεί το ίδιο έργο: λεγόταν κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής πριν το σχέδιο Brady. Πολύ δύσκολες διαπραγματεύσεις έλαβαν χώρα σχετικά με τα προγράμματα μεταρρυθμίσεων υπό την εποπτεία του ΔΝΤ. Μετά από μήνες διαφωνιών οι τράπεζες συχνά συμφωνούσαν να δώσουν παράταση πίστωσης στους οφειλέτες της Λατινικής Αμερικής. Τα ποσά στην αρχή έμοιαζαν εντυπωσιακά, σύντομα όμως έγινε προφανές ότι τα νέα κεφάλαια δεν επαρκούσαν για να αποπληρώσουν τα δάνεια στις τράπεζες συν τους τόκους. Οι οικονομίες συρρικνώνονταν, η λιτότητα επεκτεινόταν και οι κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις αυξάνονταν. Χρειάστηκε το σχέδιο Brady για να αλλάξει τη δυναμική της εικόνας του χρέους της Λατινικής Αμερικής. Ούτε στιγμιαία δεν υπονοώ πως κάτι τέτοιο χρειάζεται για την Ευρωζώνη. Προφανώς, εδώ στην Ελλάδα, η Ευρώπη χρειάζεται να βρει το δικό της τρόπο να αλλάξει τη δυναμική. Η μείωση των επιτοκίων του υπάρχοντος και μελλοντικού δανεισμού από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ για τη χρηματοδότηση του κόστους θα ήταν ένα καλό σημείο εκκίνησης. Δεν θα αύξανε την επιβάρυνση του φορολογούμενου της Ευρωζώνης, θα παρείχε όμως σημαντική ανακούφιση από το χρέος στην Ελλάδα. Παρά την αναγνώριση ότι η ΕΚΤ αποτελεί ένα νομισματικό και όχι πιστωτικό ίδρυμα, υπάρχει τόσο σκοπός όσο και ανάγκη για τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να δεσμευτούν να αναμεταβιβάσουν στην Ελλάδα το πλήρες μερίδιό τους στα κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα. Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη βήματα για την αποφυγή σημαντικών καθαρών αποπληρωμών. Το ΔΝΤ, από τη μεριά του, θα πρέπει να καταστήσει σαφές πως οι εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες στην Ελλάδα αξίζουν ειδικούς όρους πίστωσης από το ΔΝΤ.
Οι αλλαγές αυτές θα συνεισέφεραν σε μεγάλο βαθμό στην προσαρμογή της χάραξης της δημοσιονομικής πολιτικής που υπέδειξα. Κάποια επιπρόσθετη χρηματοδότηση πιθανόν να χρειαζόταν, ίσως 10 δισ. ευρώ τα επόμενα δυο χρόνια, όμως η δυνατότητα μιας γρηγορότερης αναζωογόνησης του εισοδήματος, της πίστωσης και της ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία αποτελεί την καλύτερη ελπίδα για την εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ ανάπτυξης και λιτότητας που απαιτείται τόσο άμεσα. Εξοικονομώντας από τους τόκους 7 δισ. ευρώ ετησίως, που ισούται με το 3,5 % του ΑΕΠ, οι αλλαγές αυτές θα βελτίωναν και τη βιωσιμότητα του χρέους. Και θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη δημιουργία μιας πορείας με πολύ σαφέστερη κατάληξη για την εξαιρετική υποστήριξη που έχει κινητοποιήσει η Ευρώπη για την Ελλάδα.
Ας στραφούμε τώρα στην υπόθεση για περισσότερες δημόσιες επενδύσεις. Αξιοποιώντας το δημοσιονομικό περιθώριο που καθιστά διαθέσιμο η μετριοπαθέστερη πορεία προσαρμογής, σε συνδυασμό με μια εντατική άντληση μη χρησιμοποιούμενων δομικών κεφαλαίων της Ε.Ε., η οικονομική ανάπτυξη θα υποστηριζόταν καλύτερα. Οι δημόσιες επενδύσεις, με τη σειρά τους, θα ενίσχυαν την προσφορά και η προσφορά τη ζήτηση μέσω δομών εντάσεως εργασίας. Οι ελλείψεις των εσόδων, υπάρχουσες ή αναμενόμενες, δεν πρέπει να καταφέρουν να εκμηδενίσουν τις επενδυτικές δαπάνες –ειδάλλως η ανάπτυξη θα ξεκινήσει δύσκολα.
Αυξημένη ελαστικότητα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), εντατικές προσπάθειες από την Ευρωζώνη και τους Έλληνες και άμεση αναδιάρθρωση των συμφωνιών χρηματοδότησης δημοσίων έργων, σχεδιασμένη για μια υγιέστερη οικονομία, μπορούν να οδηγήσουν σε ένα σημαντικό αριθμό νέων θέσεων εργασίας πριν το τέλος του 2013. Οι εθνικοί οδοί ακόμη χρειάζεται να κατασκευαστούν, το μετρό να ολοκληρωθεί και τα λιμάνια να επεκταθούν, η δομή όμως αυτών των συμφωνιών απαιτεί έλεγχο, κάτι που είναι εφικτό. Η προκύπτουσα κινητικότητα θα αύξανε τις πιθανότητας ανάκαμψης στα μέσα του 2013. Θα πρόσθετε ίσως περισσότερο από 2% στο ΑΕΠ τη μεθεπόμενη χρονιά.
Όσον αφορά τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα, είναι κάτι που πιστεύω ότι όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε. Σε ορισμένους τομείς, όπως την αναδιαμόρφωση των συντάξεων και τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας, η Ελλάδα σημείωσε αλματώδη πρόοδο. Η έγκριση την προηγούμενη βδομάδα ενός ευρύτερου πακέτου νέων δεσμεύσεων μεταρρυθμίσεων έχει προετοιμάσει το υπόβαθρο για σημαντικές επιτυχίες ενάντια σε μόνιμα δομικά προβλήματα. Περιοχές όπως η συλλογή φόρων, η φιλελευθεροποίηση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και οι ιδιωτικοποιήσεις θα πρέπει να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας για πλήρη εφαρμογή αυτή τη φορά. Αν η Ελλάδα πρόκειται να αναμένει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ ορισμένες από τις ιδέες αυτές, τότε τόσο ο ελληνικός λαός όσο και οι πιστωτές της Ελλάδας έχουν κάθε λόγο να προσδοκούν μια πιο αποφασιστική προσπάθεια τον επόμενο χρόνο. Ο ελληνικός λαός αξίζει μια οικονομία που δεν επιβαρύνεται μονίμως από τη γραφειοκρατία και έναν υπερτροφι- κό δημόσιο τομέα.
Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών
Το πέμπτο βασικό συστατικό είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τη σημασία του οποίου δεν χρειάζεται να εξηγήσω σε εσάς. Η άμεση ανακεφαλαιοποίηση, με ανανεωμένες δεσμεύσεις από την ελληνική κυβέρνηση και τους επίσημους δανειστές, είναι απαραίτητη για να καταφέρουν οι τράπεζες να ανανεώσουν την επέκταση της πίστωσης και να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, και ενώ η ανακεφαλαιοποίηση θα προχωρά, πιστεύουμε πως η ΕΚΤ θα πρέπει να αναθεωρήσει τις παρούσες πολιτικές ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες, που σήμερα συμπεριλαμβάνουν μια πρόσθετη επιβάρυνση 200 βασικών σημείων που η ελληνική οικονομία δύσκολα αντέχει.
Τι διορθώσεις πορείας χρειάζονται στην Ευρώπη, παραπλεύρως με αυτές που αναφέραμε για την Ελλάδα; Οι αποφάσεις πολιτικής που ήδη έχουν παρθεί από τους ηγέτες της Ευρώπης σίγουρα παρέχουν πιο στέρεα θεμέλια για τη νομισματική ένωση της Ευρώπης. Πλήρης νομοθετική αμοιβαιοποίηση, συμπεριλαμβανομένου του ευρωομόλογου, μπορούν να αποτελέσουν λύση στην κρίση. Όμως με 12 από τα 17 μέλη της Ευρωζώνης στη διαδικασία σχετικά με τα υπερβολικά ελλείμματα της Ε.Ε. και μόνο 4 με κρατικό χρέος κάτω από το 60% του ορίου του Maastricht, ο δρόμος προς την αμοιβαιοποίηση είναι ακόμη μακρύς.
Οι αυστηρότερα καθορισμένοι δημοσιονομικοί κανόνες είναι προαπαιτούμενα για τον απώτατο στόχο της δημοσιονομικής ένωσης. Είναι επίσης ζωτικής σημασίας να ολοκληρωθεί η επικύρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου και να ολοκληρωθούν οι διεργασίες για την ένωση στον τραπεζικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης ενός ενιαίου εποπτικού σώματος και μιας συμφωνίας τόσο για ένα κοινό πλαίσιο ασφάλισης καταθέσεων όσο και για την πολιτική αποφάσεων της Ευρωζώνης. Οι αλλαγές αυτές θα είναι εξαιρετικά δύσκολες, κυρίως επειδή είναι οικονομικής, χρηματοοικονομικής και πολιτικής φύσης. Οι αγορές δεν θα πρέπει να περιμένουν άμεσα συμφωνίες, έχουν όμως κάθε δικαίωμα να αναμένουν μια σαφή χάραξη πορείας και ένα χρονοδιάγραμμα που θα πλαισιώσουν τις θετικές εξελίξεις, καθώς οι διαπραγματεύσεις προχωρούν.
Πάντως, εν τω μεταξύ, η μερική αμοιβαιοποίηση, περιορισμένη στα κόστη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, θα πρέπει να είναι αξιοποιήσιμη συντομότερα. Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να επιλύσουν τις διαφορές τους σχετικά με τα χρονοδιαγράμματα, το ποιοι οργανισμοί θα καλύπτονται και την αντιμετώπιση ζημιών που κληροδοτήθηκαν πριν την ίδρυση ενός αποτελεσματικού ενιαίου εποπτικού σώματος. Η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής του Ιουνίου 2012 πέτυχε κάτι που αρχικά έμοιαζε με σημαντική πρόοδο, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη να σπάσει ο φαύλος κύκλος ανάμεσα στις τράπεζες και τα κράτη. Η συμφωνία να δοθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας η δυνατότητα να επανακεφαλαιοποιεί τράπεζες απευθείας και όχι μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (με τις προφανείς αρνητικές επιδράσεις στο κρατικό χρέος) είναι εξαιρετικά χρήσιμη.
Πολλές από τις προαναφερθείσες προτάσεις σχετικά με το πρόγραμμα της Ελλάδας αφορούν και άλλα κράτη που δέχονται πιέσεις. Οι μετριοπαθείς οδοί δημοσιονομικής προσαρμογής, υποστηριζόμενες προσωρινά όπως απαιτείται με επιπρόσθετη χρηματοδότηση, επαυξημένες με επιτάχυνση των επενδυτικών κεφαλαίων και αναδιαρθρώσεις, μπορεί να αποτελούν τη λύση που θα επιτρέψει στην ελπίδα να πάρει τη θέση της απόγνωσης όχι μόνο για την Αθήνα αλλά και για άλλες πρωτεύουσες. Η παρούσα οδός των φιλόδοξων μειώσεων του ελλείμματος, που χρειάζονται συχνή αναπροσαρμογή, συνδυασμένων με την κατακρήμνιση των ιδιωτικών επενδύσεων και την έλλειψη της ιδιωτικής πίστωσης, δεν αποτελεί συνταγή επιτυχίας, όπως ούτε η υπερβολική έγνοια για το λόγο χρέους προς ΑΕΠ ως στοιχείο της βιωσιμότητας του χρέους, τη στιγμή που ο παρανομαστής –το ΑΕΠ– βρίσκεται υπό τέτοια πίεση εν μέρει εξαιτίας της υπερβολικής εστίασης στην ανέφικτη μείωση του ελλείμματος.
Ακριβώς όπως στην Ελλάδα, η πειθαρχία και η σταθερή πρόοδος είναι απαραίτητες για τη χαλιναγώγηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αλλά δεν αποτελούν πανάκεια. Η ανάπτυξη πρέπει να επιστρέψει άμεσα αν η Ευρώπη θέλει να ανακτήσει τη θέση που της ανήκει δικαιωματικά ως μία από τις ηγετικές οικονομίες. Μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη λιτότητα εντός Ευρώπης θα μπορούσε να μετατρέψει την απειλή μιας σπειροειδούς αδρανούς πτώσης σε έναν ενάρετο κύκλο ισχυρότερης ανάπτυξης και βελτιωμένων κυβερνητικών εσόδων, που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε βελτιωμένες προοπτικές απασχόλησης και ενισχυμένα κέρδη για τις εταιρείες και τις τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Η επίτευξη αυτής της ισορροπίας και της αλλαγής πορείας απαιτεί όραμα, κουράγιο και αποφασιστικότητα. Τώρα είναι η στιγμή οι ευρωπαίοι ηγέτες να αποδείξουν ότι διαθέτουν μεγάλα αποθέματα όλων αυτών των αρετών.
Αυτή η νέα πορεία απαιτεί όχι μόνο αναθεωρημένους δημοσιονομικούς υπολογισμούς και οικονομική μεταρρύθμιση άλλα και δυο συστατικά που απουσιάζουν, σύμφωνα με την πρόσφατη εμπειρία: μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και αμοιβαίο σεβασμό. Η εμπειρία μάς λέει πως η εμπιστοσύνη κερδίζεται. Αν όμως συλλογιστούμε τα τελευταία τρία χρόνια, η Ελλάδα και οι πιστωτές της, τόσο κρατικοί όσο και ιδιώτες, έχουν διαγράψει μια διόλου ευκαταφρόνητη πορεία μαζί. Έφτασε η στιγμή να αναγνωριστεί, ίσως με κάποια δυσαρέσκεια, πως κάθε πλευρά έχει κάνει αρκετά για να κερδίσει ένα μεγάλο βαθμό εμπιστοσύνης. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να χτίσουμε μια αληθινή συνεργασία με θεμέλιο την εμπιστοσύνη αυτή για να ξεπεραστούν οι προκλήσεις που απομένουν.
Υποστηρίζεται συχνά πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα πρέπει να λυθούν από τον ελληνικό λαό. Όταν όμως σκέφτομαι αυτή τη γνώμη, μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του άγγλου ρομαντικού ποιητή Percy Shelley. Όπως γνωρίζετε, ο Shelley ήταν ένας άνθρωπος που θαύμαζε οτιδήποτε σχετιζόταν με την αρχαία Ελλάδα, τις αξίες της και, κυρίως, τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία. Αδιαμφισβήτητα σήμερα ζούμε σε μια εντελώς διαφορετική εποχή, δύο αιώνες μετά τον Shelley. Και όμως, πολλοί πολίτες της Ευρώπης αλλά και του κόσμου καταβάλλουν επίπονες προσπάθειες για να συνεισφέρουν στα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να βοηθήσουν την Ελλάδα να χτίσει ένα δυναμικότερο μέλλον. Ξέρω πως μιλάω εκ μέρους πολλών όταν λέω πως όσοι συμμετέχουν στην προσπάθεια αυτή συμφωνούν πλήρως με τη δήλωση του Shelley: «Είμαστε όλοι Έλληνες».