PwC
Γιατί οι απομειώσεις αναφορικά με τις υπεραξίες εξαγορών δεν αυξήθηκαν.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη της PwC οι απομειώσεις υπεραξίας που αναγνώρισαν οι εταιρείες το 2009 δεν ήταν σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, παρά την έντονη πτώση της χρηματι- στηριακής αγοράς λόγω της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για τη μελέτη με τίτλο «Goodwill Accounting», που εκπονήθηκε από την PwC σε συνεργασία με τον καθηγητή Glaum του Πανεπιστημίου Justus- Liebig στο Γκίσεν της Γερμανίας. Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2009 η μέση υπεραξία –όπως προκύπτει από την ανάλυση των ισολογισμών 322 ευρωπαϊκών blue chip εταιρειών– ανήλθε σε € 3,6 δισ., ενώ την ίδια περίοδο η μέση αναγνωρισθείσα απομείωση ανήλθε σε € 179 εκ.
Το 2009 οι συνολικές απομειώσεις αντιστοιχούσαν μόλις στο 2% της συνολικής υπεραξίας, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα με τις χρονιές προ της κρίσης, όπως προκύπτει από αντίστοιχες μελέτες του 2005 και του 2007. «Οι απομειώσεις υπεραξίας παρέμειναν σε απρόσμενα χαμηλά επίπεδα. Περιμέναμε ότι οι απώλειες της χρηματιστηριακής αγοράς και οι δυσοίωνες οικονομικές προβλέψεις θα οδηγούσαν σε μείωση της υπεραξίας», δήλωσε ο Ν. Πεγειώτης, Partner και επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC στην Ελλάδα. Μήπως, όμως, αυτό σηματοδοτεί λανθασμένες οικονομικές καταστάσεις; Όχι απαραίτητα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, καθώς σκοπός του ΔΛΠ 36 (IAS 36) δεν είναι να παρακολουθείται η απόδοση μιας εξαγοράς ή της υπεραξίας που προκύπτει στο πλαίσιο της εν λόγω εξαγοράς. Αντίθετα, σύμφωνα με το ΔΛΠ 36, οι εταιρείες υποχρεούνται «μόνον» να υπολογίσουν αν η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου καλύπτεται από την ανακτήσιμη αξία του, δηλαδή το ποσό που ανακτάται μέσω χρήσης ή πώλησης του περιουσιακού αυτού στοιχείου. Όσον αφορά την αποκτηθείσα σε συνένωση επιχειρήσεων υπεραξία, αυτή επιμερίζεται σε κάθε μονάδα δημιουργίας ταμειακών ροών (Cash Generating Unit) του αποκτώντα που αναμένεται να ωφεληθεί από τις συνέργειες της συνένωσης. Συνεπώς, η αποκτηθείσα από συνένωση υπεραξία συνδυάζεται με την «εσωτερική» υπεραξία των μονάδων δημιουργίας ταμειακών ροών του αποκτώντος. Η «εσωτερική» αυτή υπεραξία του αποκτώντος μπορεί να λειτουργήσει ως «περιθώριο ασφαλείας» (buffer) για ενδεχόμενες μελλοντικές απομειώσεις. Αυτή είναι πιθανώς και η πιο λογική εξήγηση για τα χαμηλά επίπεδα αναγνωρισθεισών απομειώσεων υπεραξίας κατά το 2009, εν μέσω της κρίσης.
Από τις 322 εταιρείες του δείγματος, μόλις 40% αναγνώρισαν κάποια ζημία απομείωσης. Επιπλέον, η αξία της αποκτηθείσας σε συνένωση επιχειρήσεων υπεραξίας το 2009 ήταν διπλάσια σε σύγκριση με το ποσό των απομειώσεων την ίδια χρονιά. Τέλος, η μέση υπεραξία αντιστοιχούσε στο 44% των ιδίων κεφαλαίων μιας εταιρείας στο τέλος του 2009.
«Αυτό το ποσοστό καταδεικνύει ότι για πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υπάρχει ακόμη ενδεχόμενο αναγνώρισης απομειώσεων υπεραξίας εάν το οικονομικό κλίμα χειροτερέψει ξανά μέσα στα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα υπάρχοντα “περιθώρια ασφαλείας” (buffer)» τόνισε ο κ. Πεγειώτης.
Επίσης, σύμφωνα με τη μελέτη, οι ελάχιστες απαιτούμενες από τα ΔΠΧΠ 3 «Συνενώσεις επιχειρήσεων» και ΔΛΠ 36 «Απομείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων» γνωστοποιήσεις που περιείχαν οι δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών του δείγματος διέφεραν από εταιρεία σε εταιρεία τόσο ως προς τον τρόπο παρουσίασης όσο και ως προς την έκτασή τους. Η παρουσίαση των πληροφοριών αυτών με πιο σαφή και δομημένο τρόπο θα καθιστούσε τους ισολογισμούς περισσότερο διαφανείς. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τις παραδοχές των αποτιμήσεων, όπου υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης της επικοινωνίας με την κεφαλαιαγορά.
PWC