Βασίλειος Φ. Φίλιος
Πανεπιστημιακός
Νικόλαος Αρνής
Λέκτορας, Τμήμα Λογιστικής – Χρηματοοικονομικής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ο υστερόβουλος χειρισμός λογαριασμών (accounts manipulation) είναι μια γενική έκφραση η οποία καλύπτει σειρά δραστηριοτήτων, όπως:
– διαχείριση κερδών (earnings management),
– εξομάλυνση προσόδων/κερδών (income smoothing),
– λογιστική των μεγάλων λουτρών (big bath accounting),
– εξωραϊσμός χρηματοοικονομικής κατάστασης (window dressing),
– δημιουργική λογιστική (creative accounting),
και άλλες εκφράσεις τέτοιων δραστηριοτήτων. Αυτές σχετίζονται με τη χρήση της διακριτικής ευχέρειας (την κατόπιν κρίσης ελευθερία ενεργειών) να κάνει η διοίκηση λογιστικές επιλογές ή να σχεδιάζει συναλλαγές κατά τρόπο ώστε αυτές να επηρεάζουν τις δυνατότητες μεταβιβάσεων πλούτου μεταξύ μίας εταιρείας, αφενός, και της κοινωνίας (πολιτικά κόστη), των παρόχων κεφαλαίων (που επηρεάζουν το κόστος κεφαλαίου) ή μάνατζερ (στα σχέδια ανταμοιβής-αποζημίωσής τους), αφετέρου.
Οι παίκτες και οι σκοποί τους
Υιοθετώντας μία ευρεία αντίληψη της θεωρίας των stakeholders,1 βλέπουμε τρεις σημαντικούς παίκτες σε αυτό το σύστημα διακυβευμάτων ως πηγή και δικαιούχους των μεταβιβάσεων πλούτου, οι οποίες δημιουργούνται διά μέσου του σκόπιμου χειρισμού λογαριασμών. Το Σχεδιάγραμμα 1, διασκευασμένο από την εργασία των Stolowy και Breton (2004), δείχνει πώς αυτοί οι παίκτες μπορούν να κερδίσουν ή να χάσουν από τον χειρισμό λογαριασμών ο οποίος είτε διεξάγεται ευθέως προς όφελός τους είτε λιγότερο ευθέως προς όφελος των ιδιοκτητών της επιχείρησης.
Μία τέτοια μεταβίβαση πλούτου μπορεί γενικώς να είναι δυνατή μόνο εάν οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν πληρούν τις συνθήκες-προϋποθέσεις που διατυπώνονται για την αγορά προκειμένου αυτές να λειτουργούν αποδοτικά αλλά, όπως περιγράφεται από τον Foster (1986), επηρεάζονται από την αποκαλούμενη «λειτουργική προσήλωση» (functional fixation)2 που τη συνιστούν:
– η τάση να λαμβάνονται οι αριθμοί (τα μεγέθη) της λογιστικής στην ονομαστική τους αξία,
– η μυωπία της αγοράς (market myopia), όπου η ακρίβεια των προβλέψεων μειώνεται δραστικά εντός διαστήματος λίγων μηνών ή ακόμη και εβδομάδων, ή
– άλλα είδη/τύποι παράλογης συμπεριφοράς, όπως η ευριστικής φύσεως μεροληψία (heuristic driven bias) ή η τάση να λειτουργούμε εντός πλαισίου (frame dependency) (Shefrin, 2000).
Οι σκοποί που εκφράζονται στο Σχεδιάγραμμα 1 μπορούν να σχετιστούν με συγκεκριμένα ζητήματα ή πλαίσια αναφοράς, όπως στον Πίνακα 1.
Ένα πλαίσιο για εξέταση του ιδιοτελούς χειρισμού λογαριασμών
Το προτεινόμενο από τους G. Breton και H. Stolowy πλαίσιο που ακολουθούμε εδώ βασίζεται στη δυνατότητα μεταβίβασης πλούτου από έναν stakeholder σε άλλον που προκύπτει από την ουσιαστική ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ ανώτερων στελεχών (μάνατζερ) και άλλων κατηγοριών stakeholders. Ο σκοπός της «διαχείρισης» λογαριασμών είναι να μεταβάλλει τα δύο λογιστικά μέτρα τα οποία είναι βασικά στις μεταβιβάσεις πλούτου: τα κέρδη ανά μετοχή και τον αριθμοδείκτη χρεών προς ίδια κεφάλαια (Breton & Taffler, 1995). Τα κέρδη ανά μετοχή μπορούν να τροποποιηθούν με δύο τρόπους: πρώτον, με το να προστεθούν ή να αφαιρεθούν ορισμένα έσοδα ή έξοδα (τροποποίηση καθαρού κέρδους) και, δεύτερον, με το να παρουσιαστεί ένα κονδύλι πριν ή μετά το ποσό των κερδών που χρησιμοποιείται για να υπολογιστούν τα κέρδη ανά μετοχή (χειρισμοί ταξινομικής φύσεως/classificatory manipulations). Τροποποίηση του αριθμοδείκτη χρεών προς ίδια κεφάλαια μπορεί να επιτευχθεί διογκώνοντας τεχνηέντως το παρακρατηθέν κέρδος στον ισολογισμό (ή δυνητικά διά μέσου της δημιουργίας αποθεματικών κεφαλαιακής φύσεως/equity ή capital reserves, τέτοιων όπως το αποθεματικό που δημιουργείται από επαναποτίμηση –αναπροσαρμογή της αξίας του– στοιχείου του ενεργητικού, όπου αυτό επιτρέπεται, όπως γίνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο) ή με το να αποκρύπτονται ορισμένα χρέη διά μέσου μηχανισμών χρηματοδότησης εκτός ισολογισμού (off-balance sheet financing). Το Σχεδιάγραμμα 2 παρουσιάζει τις διάφορες τεχνικές χειρισμού λογαριασμών.
Διαχείριση κερδών
Όπως δεικνύεται στο Σχεδιάγραμμα 2, η έρευνα στη διαχείριση κερδών μπορεί να ιδωθεί ενταγμένη σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες διερεύνησης:
Πρώτον, υπάρχουν μελέτες που παρέχουν τεκμηρίωση επί της έκτασης και φύσης της διαχείρισης κερδών προς αύξηση του τρέχοντος επιπέδου κερδών.
Δεύτερον, υπάρχουν μελέτες οι οποίες εστιάζουν τη διερεύνησή τους επί μακροχρόνιας, πολλών περιόδων εξομάλυνσης προσόδων/κερδών δραστηριότητας.
Τρίτον, και πολύ σχετιζόμενη με την προηγούμενη κατηγορία, υπάρχει έρευνα η οποία εστιάζει την προσοχή της σε μεγάλης κλίμακας μειώσεις στα τρέχοντα κέρδη (τα αποκαλούμενα «μεγάλα λουτρά») που σκοπό έχουν τη βελτίωση και/ή την εξομάλυνση της απόδοσης σε μελλοντικά κέρδη.
Εξετάζουμε στη συνέχεια την κάθε κατηγορία με λίγο περισσότερες λεπτομέρειες.
Διαχείριση επιπέδου κερδών: Πολλοί ερευνητές έχουν προσπαθήσει να μετρήσουν-εκτιμήσουν τη διαχείριση κερδών. Οι Dechow, Sloan και Sweeney (1995) συνέκριναν πέντε κύρια υποδείγματα (μοντέλα), τα οποία όλα προέρχονταν από όμοια κατά βάση έμπνευση. Αυτά τα υποδείγματα βασίζονται στην ιδέα ότι είναι αδύνατο να διαχειριστείς τις ταμειακές ροές και, συνεπώς, για να διαχειριστείς το κέρδος ο μόνος τρόπος είναι να τροποποιήσεις τα δεδουλευμένα. Το υπόδειγμα Jones (1991) παρέχει μία ευρέως χρησιμοποιηθείσα μέθοδο για διαχωρισμό των δεδουλευμένων σε μη προαιρετικά και σε προαιρετικά συστατικά στοιχεία. Το πρώτο στοιχείο των δεδουλευμένων αντιπροσωπεύει αυτά τα κονδύλια τα οποία σχετίζονται πολύ με το επίπεδο δραστηριότητας της επιχείρησης, ενώ το δεύτερο συστατικό στοιχείο αντιπροσωπεύει αυτά τα κονδύλια που χρησιμοποιούνται για να διαχειρίζονται τα κέρδη. Το υπόδειγμα προσπαθεί να εκτιμήσει αυτά τα στοιχεία των δεδουλευμένων. Το υπόδειγμα Jones έχει εκλεπτυνθεί σε σχετικά πρόσφατα έτη, αλλά διατηρεί τις ίδιες βασικές αρχές. Ο Young (1999) εκτιμά εναλλακτικές διαδικασίες κατάρτισης υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των προαιρετικών δεδουλευμένων.
Μία άλλη προσέγγιση, από τους Burgstahler και Dichev (1997) και τους Degeorge, Patel και Zeckhauser (1999), αναλύει τη διακλαδική στατιστική κατανομή των κερδών προκειμένου να εξακριβωθούν νέες αρχές μιας (καινούργιας) εποχής. Συναφής τεκμηρίωση υποδεικνύει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων κάνουν λίγα κέρδη και ένας μικρότερος αριθμός πραγματοποιεί λίγες ζημιές απ’ ό,τι θα αναμένονταν από τύχη (τυχαιότητα), υποστηρίζοντας τοιουτοτρόπως το επιχείρημα ότι οι επιχειρήσεις διαχειρίζονται τα κέρδη για να αποφύγουν έστω μικρές ζημιές. Ομοίως, η σχετική τεκμηρίωση υποδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις διαχειρίζονται τα κέρδη για να αποφύγουν μικρές, έστω, μειώσεις στα κέρδη.
Εξομάλυνση κέρδους: Η φιλολογία διακρίνει διαφορετικά είδη εξομάλυνσης –τη «φυσική» και τη σκόπιμη– και η τελευταία διαχωρίζεται μεταξύ τεχνητής –«λογιστικής εξομάλυνσης» (accounting smoothing)– και πραγματικής εξομάλυνσης –«διεκπεραιωτικής» ή «οικονομικής εξομάλυνσης» (transactional or economic smoothing). Το σκεπτικό πίσω από την εξομάλυνση είναι ότι οι επενδυτές θα αποδώσουν χαμηλότερο/μικρότερο κίνδυνο σε επιχειρήσεις που εμφανίζουν μία σταθερή ροή κέρδους, σε σύγκριση με επιχειρήσεις οι οποίες έχουν το ίδιο κέρδος επί μίας περιόδου, αλλά με υψηλά μέγιστα και χαμηλά ελάχιστα. Αυτό βασίζεται στη συλλογιστική ότι ο κίνδυνος σχετίζεται με την απόκλιση της μεταβλητής κέρδος. Κατά συνέπεια, για δοθέντα μέσο, ο στόχος είναι να μειωθεί αυτή η απόκλιση. Το κέρδος (η πρόσοδος) είναι δυνατόν να εξομαλυνθεί οπουδήποτε στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως. Εντούτοις, οι περισσότερες μελέτες εστιάζουν την προσοχή τους στο καθαρό κέρδος, αν και κάποιες έχουν διερευνήσει το κέρδος εκμετάλλευσης (operating profit) ή διαφορετικές εκδοχές των κερδών ανά μετοχή (ΚΑΜ/EPS) ή κάποια προσαρμοσμένη εκδοχή του αριθμοδείκτη ΚΑΜ/EPS.
Υπάρχουν δύο κύρια μεθοδολογικά ρεύματα. Το πρώτο συγκρίνει το κέρδος δοθέντος έτους με αυτό του προηγούμενου έτους (ή, πλέον ακριβώς, ετών) και συμπεραίνει ότι το κέρδος έχει εξομαλυνθεί εάν αυτό είναι εντός ορισμένων ορίων (Belkaoui και Pieur, 1984). Η άλλη μέθοδος (Imhoff, 1977· Eckel, 1981) ενέχει σύγκριση της αλλαγής στο καθαρό κέρδος με την αλλαγή στο μέγεθος των πωλήσεων. Βασίζεται στη συλλογιστική ότι οι πωλήσεις δεν είναι τεχνηέντως διαχειρίσιμες, εάν το καθαρό κέρδος έχει μικρότερη μεταβολή απ’ ό,τι οι πωλήσεις, αυτό θεωρείται εξομαλυμένο. Κανένα από αυτά τα μέτρα δεν μπορεί τέλεια να προσδιορίσει εάν το κέρδος είχε εξομαλυνθεί και η δυνατότητά του να τύχει τέτοιου χειρισμού δεν έχει εκτιμηθεί με ακρίβεια. Υφίσταται ακόμη χώρος για έρευνα σε αυτό το πεδίο.
Λογιστική των «μεγάλων λουτρών»: Αυτή μπορεί να ιδωθεί ως μία παραλλαγή της συμπεριφοράς που περιγράφηκε προηγουμένως, ενέχοντας τη συγκέντρωση των ζημιών σε ένα έτος προκειμένου να έχει η επιχείρηση εξομαλυμένη σειρά κερδών σε μελλοντικά χρόνια. Συχνά συμβαίνει, μετά από μία αλλαγή ανώτατου εκτελεστικού (γενικού) διευθυντή, να αποδίδεται η ευθύνη για τη ζημιά στον αποχωρήσαντα γενικό διευθυντή. Υπάρχουν μερικές μελέτες επ’ αυτού του ζητήματος: Copeland και Moore (1972), Healy (1985), Walsh, Craig και Clarke (1991), και Pourciau (993). Ο Pourciau ελέγχει το επίπεδο διαχείρισης κερδών όταν συμβαίνουν έκτακτες αλλαγές ανώτατων εκτελεστικών στελεχών, το οποίο είναι τυπικό χαρακτηριστικό στο πλαίσιο της λογιστικής μεγάλου λουτρού. Αυτή βρίσκει τεκμηρίωση ότι ο εισερχόμενος γενικός διευθυντής (ή διευθύνων σύμβουλος) υιοθετεί πολιτικές μείωσης κέρδους στο πρώτο έτος προκειμένου να αυξήσει καλύτερα τα κέρδη στα έτη που ακολουθούν. Αυτό είναι συνεπές με την υπόθεση της λογιστικής μεγάλων λουτρών. Πολλές από τις αλλαγές που εξετάστηκαν στην έκθεση αυτή λαμβάνουν χώρα σε καταστάσεις όπου λίγες προειδοποιήσεις προηγουμένως υπήρξαν μιας απροσδόκητης παραίτησης.
Δημιουργική λογιστική: Η έκφραση «δημιουργική λογιστική» (creative accounting) έχει αναπτυχθεί κυρίως από λογιστές της πράξης και ανθρώπους οι οποίοι αναφέρουν και σχολιάζουν επί δραστηριοτήτων της αγοράς (σχολιαστές των ΜΜΕ και δημοσιογράφους) (π.χ. Smith, 1992). Εντούτοις, αυτή η «ετικέτα», η οποία έχει κατά πάσα πιθανότητα προέλευση το Ηνωμένο Βασίλειο, συνεπάγεται διαφορετικές μεθοδολογίες έρευνας, εγγύτερες στους παραγόμενους κατ’ ιδίαν λογιστικούς αριθμούς. Για παράδειγμα, τέτοιες μελέτες θα εξετάσουν λογιστικές καταστάσεις προκειμένου να ανιχνεύσουν συγκεκριμένα κονδύλια τα οποία έχουν τύχει χειρισμού, αντί να χρησιμοποιηθεί ένα γενικό αθροιστικό στοιχείο όπως τα δεδουλευμένα. Ερευνητές σε αυτό το ρεύμα χρησιμοποιούν σε βάθος ανάλυση λογαριασμών για να βρουν αμφίβολης υπόστασης εφαρμογές λογιστικών διαδικασιών και προτύπων. Οι αναλύσεις τους βασίζονται στην εμπειρία και στη γνώση του ερευνητή να διακρίνει μεταξύ αποδεκτών και μη αποδεκτών πρακτικών. Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών υποδεικνύουν ότι λογαριασμοί πράγματι υφίστανται ιδιοτελείς χειρισμούς προκειμένου να παραχθεί καλύτερη εικόνα της επιχείρησης και να πεισθούν οι επενδυτές να αποδεχθούν χαμηλότερο ποσοστό απόδοσης (Simpson, 1969).
Οι Tweedie και Whittington (1990), σε μια προοπτική του να τεθούν πρότυπα, εξετάζουν κάποια σχήματα δημιουργικής λογιστικής και βρίσκουν πολλές ευκαιρίες για παραπλανητικές χρήσεις λογιστικών πληροφοριών οι οποίες επωφελούνται ασαφών προτύπων. Οι Breton και Taffler (1995), αφού διεξήγαγαν πείραμα σε εργαστήριο, δεν βρήκαν τεκμήρια αναλυτών που έκαναν σχετικές προβλέψεις για λογιστικό εξωραϊσμό στις εκτιμήσεις – αξιολογήσεις των επιχειρήσεων υπό θεώρηση. Οι Pierce-Brown και Steele (1999) διεξήγαγαν μια μελέτη των λογιστικών πολιτικών κορυφαίων εταιρειών του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες αναλύθηκαν από τον Smith (1992). Αυτοί έδειξαν ότι μέγεθος, χρηματοπιστωτική μόχλευση (χρέη προς ίδια κεφάλαια), η παρουσία ρυθμιστή του κλάδου, και η ταξινόμηση του κλάδου είναι καλοί παράγοντες πρόβλεψης των επιλογών λογιστικής πολιτικής.
Συμπεράσματα
Η διαχείριση λογαριασμών, παρά το ότι αντίκειται στο πνεύμα των λογιστικών προτύπων, συνήθως δεν συνιστά απάτη. Αυτή εμπεριέχει υπέρβαση των ορίων της ερμηνείας των προτύπων χρηματοοικονομικής λογοδοσίας με βάση τα οποία όλες οι επιχειρήσεις αναμένεται να ετοιμάζουν τους λογαριασμούς τους, εκμεταλλευόμενη τον βαθμό ελαστικότητας – ευελιξίας σε αυτά, προκειμένου να παραπλανώνται επενδυτές. Δόλια χρηματοοικονομική λογοδοσία βασίζεται σε πρακτικές οι οποίες ρητά βρίσκονται εκτός Γενικώς Αποδεκτών Λογιστικών Αρχών. Εντός Γενικώς Αποδεκτών Λογιστικών Αρχών ο χειρισμός λογαριασμών μπορεί να σχετίζεται με συντηρητική ή επιθετική λογιστική (Dechow και Skinner, 2000).
Η διαχείριση λογαριασμών κανονικά είναι δραστηριότητα ανώτερων – ανώτατων στελεχών (Dye, 1988· Schipper, 1989). Το μεγαλύτερο μέρος της συναφούς φιλολογίας εστιάζει την προσοχή της στα πλεονεκτήματα για τους μάνατζερ, όπως την αύξηση στη συνολική αξία του πακέτου αποζημίωσης/ανταμοιβής τους. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της λογιστικής των μεγάλων λουτρών, ο στόχος είναι να οργανωθεί η εταιρεία για καλά αποτελέσματα στο μέλλον και, ως απόρροια, σταθερά αυξανόμενη αποζημίωση για τους μάνατζερ της επιχείρησης. Εντούτοις, πολλοί stakeholders μπορεί να έχουν θετικές αποδόσεις από επιτυχή χειρισμό. Οι «πραγματικοί» μέτοχοι μπορεί να βλέπουν την αξία της επένδυσής τους να αυξάνει έναντι της πραγματικής της αξίας, καθώς η επιχείρηση περνά για λίγο σε καλύτερη χρηματοοικονομική κατάσταση, με προσλαμβανόμενο λιγότερο κίνδυνο και χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου. Ακόμη και οι προμηθευτές και οι πελάτες μπορεί να έχουν το πλεονέκτημα συνέχισης των εμπορικών τους σχέσεων με την επιχείρηση, αμειβόμενοι για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους και έχοντας τιμήσει τις εγγυήσεις τους. Αλλά και το κράτος έχει ακόμη μία επιχείρηση να λειτουργεί ομαλά, με λιγότερη ανεργία να υπάρχει στην εθνική οικονομία. Εντούτοις, η άλλη πλευρά αυτής της ιστορίας είναι ότι οι μάνατζερ μπορούν επίσης να απωλέσουν τη φήμη τους, τους πελάτες ή προμηθευτές τους και τις δουλειές τους παίζοντας αυτά τα παιχνίδια, και οι stakeholders μπορεί να επηρεαστούν, αντιθέτως, δυσμενώς από αυτή τη συμπεριφορά.
Ως εκ των προαναφερθέντων, η ζήτηση για χειρισμό των λογαριασμών δεν πηγάζει μόνο από τους μάνατζερ. Εάν αυτός γίνεται αντιληπτό πως βοηθάει μια επιχείρηση να συνεχίσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και ότι αυτή μπορεί να ανακάμψει από μια επικίνδυνη κατάσταση ή τουλάχιστον να αναβάλει μια καταστροφή, αυτός ο χειρισμός μπορεί να συνιστά την από κοινού βούληση πολλών stakeholders, όπως είδαμε στην υπόθεση της Enron.
Ο χειρισμός λογαριασμών μπορεί να θεωρείται ένας κίνδυνος ή μια σχετικώς ασήμαντη δραστηριότητα, τούτου εξαρτώμενου από τη γνώμη κάποιου για το πώς λειτουργεί αποδοτικά η αγορά. Η τεκμηρίωση πρόσφατων περιστατικών, όπως οι περιπτώσεις της World Com ή της Parmalat, έχει εγείρει σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την ύπαρξη αποδοτικής κεφαλαιαγοράς. Σε ατελώς αποδοτικές αγορές, ο χειρισμός λογαριασμών θα μπορούσε να γίνει πραγματικό πρόβλημα, περιορίζοντας την αποδοτική κατανομή πλουτοπαραγωγικών πόρων, η οποία βρίσκεται στα θεμέλια του οικονομικού συστήματος. Κάνοντας χειρισμό λογαριασμών σημαίνει κάμψη των κανόνων προς αλλαγή της σημασίας των λογιστικών καταστάσεων, με σκοπό την παραπληροφόρηση επενδυτών και άλλων χρηστών αυτής της πληροφόρησης. Συνεπώς, αυτοί μπορεί να αποδίδουν εσφαλμένες αξίες στις επιχειρήσεις και να κάνουν μη αποδοτικές οικονομικές επιλογές, μεταβιβάζοντας πλούτο μεταξύ συμμετεχόντων στην αγορά, ανεξάρτητα από την υποκείμενη εσωτερική (πραγματική) αξία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κατά το λεξικό του Κ. Κάντζου, οποιοσδήποτε έχει σημαντικά συμφέροντα σε μια επιχείρηση ή δραστηριότητα. Κων. Κάντζου, Αγγλοελληνικό – Ελληνοαγγλικό Λεξικό Λογιστικής, Αθ. Σταμούλης, Αθήνα 2001.
2. Δηλαδή την εμμονή στις τυπικές διεργασίες με τις οποίες λειτουργούν οι αγορές, εν προκειμένω οι χρηματιστηριακές.