• Σήμερα είναι: Τρίτη, 21 Ιανουαρίου, 2025

Επιχειρηματική απάτη: Κίνητρα, εντοπισμός, πρόβλεψη

Δρ Κωνσταντίνος Σπινθηρόπουλος

Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Πασχάλης Καγιάς

ACCA, CIA

Πολύ πρόσφατα δημοσιεύτηκε η νέα και άκρως ενδιαφέρουσα έκθεση του ACFE (Association of Fraud Examiners). Πρόκειται για την 11η μελέτη, η οποία βασίστηκε σε 2.504 περιπτώσεις απάτης σε 125 χώρες και 23 διαφορετικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, ενώ εμφανίζεται να έχει και ένα ελληνικό ενδιαφέρον, καθώς, όπως και στην προηγούμενη έκθεση, η χώρα μας είναι η δεύτερη σε περιπτώσεις απάτης, μεταξύ των χωρών της δυτικής Ευρώπης.

Η έκθεση αυτή είναι εκτενής και περιέχει πολύ χρήσιμα ευρήματα, τόσο ως προς τις μεθόδους διάπραξης απάτης, τις αδυναμίες στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου, όσο και ως προς τις μεθόδους εντοπισμού, πράγμα που την κάνει ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση του φαινομένου.

Το κόστος της απάτης

Σύμφωνα με τη μελέτη, το κόστος της σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται σε 4,5 τρισ. USD, αν και είναι πολύ δυσχερές να γίνει μια ακριβής εκτίμηση, καθώς πολλές απάτες είτε δεν εντοπίζονται είτε δεν αναφέρονται.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με μελέτες κι από άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους οργανισμούς, αποδεικνύει την ανάγκη για εγρήγορση και εκπαίδευση στους φορείς διασφάλισης, όπως οι εξωτερικοί και οι εσωτερικοί ελεγκτές.

Γενικά σχήματα απάτης, συχνότητα και μέση ζημία

Από την έκθεση προκύπτει πως η υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων είναι το πιο συχνό σχήμα απάτης (κατά 86%), αλλά η μέση ζημία αυτών των σχημάτων είναι αρκετά μικρή σε σχέση με τις άλλες δύο γενικές κατηγορίες απάτης και ανέρχεται σε ποσό 100.000. USD.

Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με τις απάτες οικονομικών καταστάσεων, οι οποίες αφορούν μόνο το 10% των περιπτώσεων αλλά η μέση ζημία ανέρχεται σε ποσό 954.000. USD.

Η διαφθορά είναι στο μέσο των δύο προηγούμενων γενικών σχημάτων απάτης, τόσο από άποψης συχνότητας όσο και αντίκτυπου, καθώς η μέση ζημία ανέρχεται σε 200.000. USD και ήταν παρούσα στο 43% των περιπτώσεων. Σε αυτό το σημείο αναφέρεται ότι η διαφθορά πολύ συχνά διαπράττεται σε συνδυασμό με άλλα σχήματα απάτης, είτε υπεξαίρεσης είτε απάτης οικονομικών καταστάσεων.

Διάρκεια απάτης

Από τη μελέτη επίσης φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους της απάτης και της διάρκειάς της, καθώς οι απάτες οι οποίες εντοπίστηκαν σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών είχαν μια μέση ζημία της τάξης των 50.000. USD, σε αντίθεση με τις απάτες που διήρκησαν για περισσότερους από 60 μήνες, για τις οποίες η μέση ζημία ανέρχεται σε ποσό 740.000. USD.

Αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας των ελέγχων εντοπισμού (preventive controls), οι οποίοι από τη φύση τους έχουν και έναν αποτρεπτικό χαρακτήρα, από την άποψη ότι η αυξημένη πιθανότητα εντοπισμού απάτης αποτελεί έναν ισχυρό αποθαρρυντικό παράγοντα.

Μέθοδοι εντοπισμού απάτης

Από τα δεδομένα της έκθεσης, εάν σταθμίσουμε τη συχνότητα της κάθε μεθόδου εντοπισμού και της μέσης ζημίας, προκύπτει πως η πλέον αποτελεσματική μέθοδος εντοπισμού είναι η καταγγελία, η οποία αφορούσε την πρωταρχική μέθοδο εντοπισμού στο 43% των περιπτώσεων απάτης, με μέση ζημία που ανέρχεται σε 145 χιλ. USD.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως η πολιτική καταγγελιών, εκτός του ότι είναι η πιο αποτελεσματική, δεν είναι δαπανηρή, συγκρινόμενη με άλλες μεθόδους, αλλά πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά, με τρόπο που να ενθαρρύνει την υποβολή αναφορών και να προστατεύει από κυρώσεις όσους προβαίνουν σε καταγγελίες. Φυσικά, ως αντίβαρο θα πρέπει να υπάρχουν τρόποι που θα αποθαρρύνουν την υποβολή ψευδών αναφορών.

Ένα ακόμα, ίσως πιο ιδιαίτερα ενδιαφέρον, εύρημα προκύπτει στον τομέα των ελέγχων πληροφοριακών συστημάτων. Στην αντίστοιχη έκθεση του 2018 η μέση ζημία των περιπτώσεων απάτης που εντοπίστηκαν μέσω αυτών των ελέγχων ανερχόταν σε 39.000 USD, ενώ στην έκθεση του 2020 το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται σε 80.000 USD, το οποίο αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξης του 105%. Ταυτόχρονα, και η συχνότητα εντοπισμού αυτών των μεθόδων έχει επίσης διπλασιαστεί (σε 2% από 1%). Με άλλα λόγια, όσον αφορά τους ελέγχους πληροφοριακών συστημάτων, αν και προς το παρόν δεν είναι ένας από τους πρωτεύοντες μηχανισμούς εντοπισμού απάτης, η αποτελεσματικότητά τους φαίνεται να αυξάνεται σημαντικά.

Πώς επηρεάζονται οι επιχειρήσεις

Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα που προκύπτει έχει να κάνει με τη συσχέτιση του μεγέθους των οργανισμών και της επίπτωσης των φαινομένων απάτης. Αντίθετα με τη σχεδόν κοινή αντίληψη ότι οι απάτες κυρίως αφορούν τις μεγάλες οντότητες, τα αποτελέσματα δείχνουν ακριβώς το αντίθετο.

Φαίνεται λοιπόν ότι οι πιο ευάλωτες οντότητες είναι οι μικρές οντότητες, οι οποίες συχνά δεν έχουν τη δυνατότητα να απασχολήσουν εξειδικευμένο προσωπικό ή/και να εγκαθιδρύσουν επαρκείς ελεγκτικούς μηχανισμούς (π.χ. επαρκή διαμοιρασμό εργασιών) και αυτό χωρίς να λάβουμε υπόψη τα όρια αντοχής των επιχειρήσεων στο να υποστούν ζημίες.

Είναι προφανές ότι μία ζημία των 150.000. USD έχει διαφορετική βαρύτητα σε μια οντότητα με κύκλο εργασιών 2-3 εκ. από ό,τι σε μια με κύκλο εργασιών 500 εκ.

Αδυναμίες στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου

Στη θεωρία της απάτης είναι λίγο-πολύ γνωστό σε όλους το «τρίγωνο της απάτης» του Dr Donald Cressey, το οποίο αποτελείται από: α) τα κίνητρα για τη διάπραξη απάτης, β) την ευκαιρία (οι οποίες προέρχονται από αδυναμίες στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου) και γ) την εκλογίκευση. Το μοντέλο του Cressey είναι ίσως το πιο γνωστό, καθώς, παρά την κριτική που δέχθηκε από μεταγενέστερους επαγγελματίες του χώρου και ακαδημαϊκούς, επί της ουσίας, όλοι τους «έκτισαν» πάνω σε αυτό και το εμπλούτισαν.

Από τα τρία συστατικά του «τριγώνου της απάτης», η ευκαιρία και κατ’ επέκταση οι εσωτερικές δικλίδες φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό, καθώς τα άλλα δύο (κίνητρα και εκλογικεύσεις) δεν είναι εύκολο να παρατηρηθούν (ειδικά σε ατομικό επίπεδο), πράγμα που σε πολλές περιπτώσεις καθιστά τις εσωτερικές δικλίδες το μοναδικό μέτρο προστασίας ανάμεσα σε μια σχεδιασμένη και σε μια πραγματοποιθείσα απάτη.

Από τη μελέτη όντως προκύπτει πως οι ελλείψεις στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου αποτελούν τον κυριότερο παράγοντα στην ύπαρξη του φαινομένου, καθώς σε ποσοστό 32% αποτέλεσαν την πρωταρχική αιτία του φαινομένου.

Το παραπάνω είναι ενδεικτικό της σημασίας του εσωτερικού ελέγχου ως μέτρου αποτροπής και εντοπισμού, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη πως: α) μετά την πολιτική καταγγελιών ο εσωτερικός έλεγχος ήταν το πιο αποτελεσματικό μέσο εντοπισμού και β) ο εσωτερικός έλεγχοςμπορεί να επαυξήσει την αποτελεσματικότητα των άλλων μεθόδων αποτροπής, διεξάγοντας ανεξάρτητους ελέγχους, εκπαιδεύοντας το προσωπικό, επαυξάνοντας την κουλτούρα ενός κλίματος ηθικής στον οργανισμό κ.ά.

Επειδή, όμως, σχεδόν πάντα τίθενται ζητήματα κόστους/οφέλους, αξίζει να σημειωθεί ότι δύο από τους πιο αποτελεσματικούς ελέγχους είναι η πολιτική καταγγελιών και ο κώδικας επαγγελματικής συμπεριφοράς (διάγραμμα 22), οι οποίες έχουν κόστος μηδαμινό.

Προφίλ

Ιδιαίτερο επίσης ενδιαφέρον προκύπτει από το προφίλ των ανθρώπων που διέπραξαν απάτη και η συσχέτιση της μέσης ζημίας με τη θέση και τη δύναμή τους στον οργανισμό.

Τα παραπάνω είναι σε απόλυτη συνάφεια μεταξύ τους. Οι άνθρωποι με μεγαλύτερη κατάρτιση και εμπειρία είναι σε υψηλότερη θέση στον οργανισμό και όταν αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη και τις ικανότητές τους με τον λάθος τρόπο, μπορούν να διαπράξουν πιο «ακριβές» απάτες, καθώς έχουν καλή γνώση του οργανισμού, είναι πιο ικανοί, πιο έμπειροι στο να δώσουν πειστικές απαντήσεις και να παραπλανήσουν ελεγκτικούς μηχανισμούς, να παρακάμψουν τις εσωτερικές δικλίδες, να συνεργαστούν ή/και να εκβιάσουν άλλους εντός του οργανισμού.

Επιπλέον, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (89%), δεν είχαν προηγούμενη καταδίκη.

Συχνές ενδείξεις απάτης

Οι πλέον συχνές ενδείξεις είναι καταναλωτικές συνήθειες που δεν δικαιολογούνται σε ποσοστό 42%, τα οικονομικά προβλήματα σε ποσοστό 26%, οι πολύ στενές σχέσεις με πελάτες και προμηθευτές σε ποσοστό 19%, η απροθυμία διαμοιρασμού εργασιών σε ποσοστό 15% .

Ανάκτηση ζημίας

Τέλος, σε πολύ λίγες περιπτώσεις οι οργανισμοί που έπεσαν θύματα απάτης ανέκτησαν πλήρως τη ζημία αυτή. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στη Δυτική Ευρώπη το ποσοστό ολικής ανάκτησης της ζημίας ανέρχεται μόλις στο 15%, ενώ της μηδενικής ανάκτησης στο 52% (πίνακας 46). Ωστόσο, η μελέτη σε αυτό το σημείο δεν παρέχει τα σχετικά ποσά, γεγονός που αποτελεί μια πιθανή μελλοντική βελτίωση.