Ντίνος Μιχαλάτος
PWC PARTNER
ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΝΑ ΔΑΝΕΙΟΔΟΤΗΘΟΥΝ ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Η χρηματοδότηση μέσω δανεισμού, οι φορολογικές επιβαρύνσεις, η διαδοχή και οι οικογενειακές διαμάχες είναι μερικά από τα κυριότερα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι οικογενειακές επιχειρήσεις διεθνώς, σύμφωνα με τη νέα παγκόσμια έρευνα της PwC. Στην «Έρευνα για τις οικογενειακές επιχειρήσεις 2010/2011» (Family Business Survey) συμμετείχαν 1.606 στελέχη από μεσαίου και μικρού μεγέθους οικογενειακές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε 15 τομείς της βιομηχανίας σε 35 χώρες.
Eνα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι, παρά την οικονομική ύφεση, οι οικογενειακές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο βλέπουν με αισιοδοξία το μέλλον, όμως πολλές από αυτές δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένες για τη χρονιά που έρχεται.
Αισιοδοξία για τη μελλοντική ανάπτυξη, παρά την πτώση της ζήτησης
Το 34% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι η ζήτηση των προϊόντων τους μειώθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, ποσοστό κατά 10% μεγαλύτερο από το 2007, όταν η έρευνα διεξήχθη για πρώτη φορά. Από την άλλη πλευρά, πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις είπαν ότι υπήρξε αυξημένη ζήτηση για τα προϊόντα τους (μέτρια αύξηση: 32%, σημαντική αύξηση: 16%).
Η έρευνα δείχνει ότι, παρά τις επιπτώσεις της ύφεσης, οι περισσότερες οικογενειακές επιχειρήσεις είναι αισιόδοξες για το μέλλον. Το 60% σκοπεύουν να επεκταθούν μέσα στους επόμενους 12 μήνες και το 56% είναι θετικές για την αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται. Επιπλέον, το 95% των ερωτηθέντων είναι λίγο- πολύ σίγουροι ότι οι εταιρείες τους μπορούν να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά με τους ηγέτες της αγοράς στον κλάδο τους.
Ο δανεισμός θα γίνεται όλο και πιο δύσκολος
Ορισμένες επιχειρήσεις δυσκολεύονται πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμεναν να εξασφαλίσουν την πίστωση που χρειάζονται. Παρόλο που τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσαν ότι έχουν πρόσβαση σε επιπλέον μετρητά, όταν ερωτήθηκαν πού θα τα βρουν, η συντριπτική πλειοψηφία είπε ότι θα πρέπει να πάρουν δάνειο.
Σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙΙ, για την ενίσχυση του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, το ποσό του κεφαλαίου που οφείλουν να κατέχουν οι τράπεζες θα αυξηθεί από το 2% των δανείων και επενδύσεών τους σε 7%. Αυτό αναμένεται να τεθεί σε ισχύ το 2013 και σταδιακά, κατά τη διάρκεια αρκετών ετών, αναμένεται να ανεβάσει την τιμή της πίστωσης και να μειώσει το διαθέσιμο ποσό.
Διαδοχή
Από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει κάθε οικογενειακή επιχείρηση είναι η μεταβίβαση της ηγεσίας στην επόμενη γενιά. Δυστυχώς, σύμφωνα με την έρευνα, μία στις δύο οικογενειακές επιχειρήσεις δεν έχει προετοιμάσει πλάνο διαδοχής. Και είναι ανησυχητικό ότι το ποσοστό αυτό βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη έρευνα, τρία χρόνια πριν. Επιπλέον, από τις επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι έχουν ένα πλάνο διαδοχής, οι μισές δεν έχουν αποφασίσει ποιος θα αναλάβει τη διοίκηση.
Το 27% των ερωτηθέντων είπαν ότι αναμένουν οι επιχειρήσεις τους να αλλάξουν ιδιοκτησία μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, και από αυτούς το 53% αναμένουν ότι η επιχείρηση θα παραμείνει στην οικογένεια.
Για να εξασφαλίσουν μια ομαλή μετάβαση της ηγεσίας, οι οικογενειακές επιχει- ρήσεις θα πρέπει να κάνουν έναν πολύ προσεκτικό σχεδιασμό. Οι εταιρείες που επιβιώνουν μετά την αλλαγή ιδιοκτησίας είναι συνήθως αυτές που βαδίζουν σύμφωνα με ένα καλομελητημένο πλάνο, που περιγράφει πώς θα επιτευχθεί η διαδοχή και με ποια κριτήρια θα αποφασισθεί πότε ο/η διάδοχος είναι έτοιμος/η να αναλάβει τα ηνία.
Μερικά άλλα ευρήματα της έρευνας που υποδηλώνουν ότι πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένες για το μέλλον είναι τα εξής:
– Το 62% δεν έχουν προετοιμαστεί για ενδεχόμενο ασθένειας ή θανάτου του ανωτάτου στελέχους της διοίκησης ή του βασικού μετόχου.
– Το 56% δεν έχουν θεσπίσει διαδικασίες για την αγορά των μετοχών του αποθανόντος.
– Το 50% είτε δεν έχουν αρκετό ρευστό για να εξαγοράσουν το μερίδιο μελών της οικογένειας που θέλουν να διαθέσουν τις μετοχές τους είτε δεν έχουν εξετάσει αυτή τη δυνατότητα.
– Το 37% δεν γνωρίζουν πόσες φορολογικές επιβαρύνσεις μπορεί να έχει η εταιρεία τους στη χώρα τους, ενώ το 58% δεν γνωρίζουν τις διεθνείς επιπτώσεις.
Οι οικογενειακές διαμάχες επηρεάζουν την απόδοση της επιχείρησης
Οι διαμάχες ανάμεσα στους συγγενείς σχετικά με το άτομο που θα πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο χειροτερεύουν όταν εμπλέκεται το χρήμα. Μόνο το 61% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για να κατανείμουν δίκαια τα περιουσιακά τους στοιχεία σε όλους τους κληρονόμους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν εργάζονται στην επιχείρηση.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι είναι λίγες οι εταιρείες που προετοιμάζονται για την αντιμετώπιση συγκρούσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας. Μόνο το 29% δήλωσαν ότι έχουν θεσπίσει διαδικασίες για την επίλυση διαφορών.
Σε σύγκριση με την έρευνα το 2007, το ποσοστό των οικογενειακών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν συγκρούσεις έχει αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα όσον αφορά τη στρατηγική της επιχείρησης για το μέλλον και τις ικανότητες των μελών της οικογένειας που τη διοικούν. Ωστόσο, μόλις το 29% έχουν θεσπίσει διαδικασίες για την αντιμετώπιση αυτών των συγκρούσεων.
Για να είναι επιτυχημένη μια οικογενειακη επιχείρηση πρέπει να έχει καλό μηχανισμό επίλυσης συγκρούσεων. Κάθε διαμάχη μεταξύ μελών της οικογένειας, είτε αφορά χρήματα είτε ανάληψη της ηγεσίας στο μέλλον, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο διοικείται η επιχείρηση και κατά συνέπεια την απόδοσή της. Αν οι οικογενειακές σχέσεις είναι καλές, είναι πιο πιθανό και η επιχείρηση να είναι υγιής.
Σχετικά με την έρευνα: Η παγκόσμια Έρευνα για τις οικογενειακές επιχειρήσεις της PwC 2010/2011 (Family Business Survey) βασίζεται σε συνεντεύξεις 1.606 στελεχών από μεσαίου και μικρού μεγέ- θους οικογενειακές επιχειρήσεις σε 35 χώρες: Αυστρία, Μπαχάμες, Μπαχρέιν, Μπαρμπάντος, Βέλγιο, Βραζιλία, Καναδάς, Κύπρος, Δανία, Αίγυπτος, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Κουβέιτ, Τζαμάικα, Ιαπωνία, Ιορδανία, Μάλτα, Ολλανδία, Νορβηγία, Ομάν, Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Νότια Αφρική, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Συρία, Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τουρκία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συνεντεύξεις με στελέχη που δραστηριοποιούνται σε 15 τομείς της βιομηχανίας πραγματοποιή- θηκαν από 26 Μαΐου έως και 17 Αυγούστου 2010.
Μιχάλης Καραβάς
Regulatory Partner, Deloitte Χατζηπαύλου Σοφιανός & Καμπάνης Α.Ε.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει καταδείξει ότι η εμπιστοσύνη στο μοντέλο του μετόχου-ιδιοκτήτη που συνεισφέρει στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης έχει, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, σοβαρά κλονισθεί. Η αυξανόμενη σημασία των χρηματοπιστωτικών αγορών στην οικονομία, ιδιαιτέρως λόγω του πολλαπλασιασμού των πηγών άντλησης χρηματοδοτικών και κεφαλαιακών ενέσεων, έχει δημιουργήσει νέες κατηγορίες μετόχων.
Oι μέτοχοι αυτής της κατηγορίας μερικές φορές φαίνεται να δείχνουν μικρό ενδιαφέρον σε μακροπρόθεσμους στόχους διακυβέρνησης των επιχειρήσεων/χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία επενδύουν και ίσως είναι υπεύθυνοι για την ενθάρρυνση ανάληψης υπερβολικών κινδύνων, με δεδομένους τους κοντινούς ή ακόμη και πολύ κοντινούς (τριμηνιαίους ή εξαμηνιαίους) επενδυτικούς τους ορίζοντες. Συνεπώς, η αναζητούμενη εναρμόνηση των συμφερόντων των εκτελεστικών μέλων των Δ.Σ. (και υψηλόβαθμων στελεχών) με αυτές τις νέες κατηγορίες μετόχω έχει μεγεθύνει την όρεξη για ανάληψη κινδύνων και, σε πολλές περιπτώσεις έχει συμβάλει σε υπερβάλλουσες αμοιβές στα εκτελεστικά μέλη των Δ.Σ. (και υψηλόβαθμα στελέχη) με βάση βραχυπρόθεσμες αξίες των μετοχών των επιχειρήσεων/χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως το μόνο κριτήριο επίδοσής τους. Πολλοί παράγοντες μπορούν να συμβάλουν στην εξήγηση της έλλειψης ενδιαφέροντος ή της παθητικότητας των μετόχων σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα:
– Κάποια μοντέλα κερδοφορίας, βασιζόμενα στην κατοχή χαρτοφυλακίων διαφορετικών μετοχών, οδηγούν στην απομάκρυνση από την έννοια της ιδιοκτησίας ή και την εξαφάνιση αυτής της έννοιας, που συνήθως ήταν συνδεδεμένη με την κατοχή μετοχών.
– Τα κόστη τα οποία οι επενδυτές θα είχαν να αντιμετωπίσουν, αν ήθελαν να εμπλακούν ενεργά στη διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τους αποτρέπουν, ιδιαιτέρως αν η συμμετοχή τους είναι μικρή.
– Ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων.
– Η απουσία αποτελεσματικών δικαιωμάτων που θα επέτρεπαν στους μετόχους να ασκήσουν έλεγχο (όπως, π.χ., έλλειψη δικαιώματος ψήφου στις αποδοχές εκτελεστικών μελών του Δ.Σ. σε ορισμένες χώρες ), η διατήρηση ορισμένων εμποδίων στην άσκηση διασυνοριακών δικαιωμάτων ψήφου, αβεβαιότητες για συγκεκριμένες νομικές έννοιες κ.λπ., όπως και η παροχή πληροφόρησης από τα χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα η οποία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και διαβάζεται πολύ δύσκολα. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο, όλοι οι παραπάνω παράγοντες θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε ποικίλους βαθμούς στην αποτροπή των επενδυτών από το να παίξουν ενεργό ρόλο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχουν επενδύσει.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συνειδητοποιήσει ότι αυτό το πρόβλημα δεν επηρεάζει μόνο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά εγείρει ερωτήματα σε γενικότερη βάση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης που βασίζονται στην υπόθεση αποτελεσματικού ελέγχου από τους μετόχους. Για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προχωρήσει σε μια ευρύτερη επισκόπηση του ζητήματος, που θα καλύπτει τις εισηγμένες εταιρείες γενικότερα.
Βασίλης Καπλάνης
Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, Γενικός Διευθυντής RSM Stylianou
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ: Η ΝΕΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Στις μέρες μας οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, ειδικά για όσους έχουν δική τους επιχείρηση. Στα νέα δεδομένα, τo κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί σημαντικά, ενώ η ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών έχει αντίστοιχα μειωθεί. Είναι γεγονός ότι όλες οι επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το πόσο υγιείς βάσεις έχουν, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Tην ίδια στιγμή όμως, είναι κοινή παραδοχή ότι οι επιχειρήσεις που έχουν ισχυρή διοικητική βάση, λειτουργική δομή, συστήματα και διαδικασίες καθώς επίσης και οργάνωση στην παραγωγική τους λειτουργία, έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσουν ανώδυνα αυτήν την κρίση και, ταυτόχρονα, να αναπτυχθούν. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι οι επιχειρήσεις να εντοπίσουν και να αναγνωρίσουν εγκαίρως τα ενδεχόμενα προβλήματα, να σχεδιάσουν τις κατάλληλες λύσεις, και παράλληλα να είναι σε ετοιμότητα να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα τους παρουσιαστούν.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις σήμερα επιλέγουν γι’ αυτό το σκοπό τη διοικητική και λειτουργική αναδιάρθρωση. Με την πλήρη και ουσιαστική αναθεώρηση της ιεραρχικής δομής και του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης και με την εφαρμογή των κατάλληλων για τις νέες συνθήκες και περιστάσεις στρατηγικών υπάρχει η δυνατότητα για σταθεροποίηση και ανάπτυξη. Θα πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη το ότι οι επιχειρήσεις είναι δυναμικά συστήματα, τα συστατικά μέρη των οποίων πρέπει να συνεργάζονται απόλυτα. Αυτό σημαίνει ότι όποιες αλλαγές γίνουν θα πρέπει να είναι συμβατές με ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και δυναμικό περιβάλλον και να ταιριάζουν με τη φιλοσοφία της επιχείρησης.
Ένα σχέδιο διοικητικής αναδιάρθρωσης, λαμβάνοντας υπόψη και τις στρατηγικές προτεραιότητες της επιχείρησης, έχει ως στόχους:
α) τη δημιουργία δομών, οι οποίες θα υποστηρίζουν τη λήψη αποφάσεων για τη χάραξη της νέας επιχειρηματικής στρατηγικής και
β) την προσαρμογή της επιχείρησης στα νέα δεδομένα.
Στο σχέδιο αυτό περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η στελέχωση της ομάδας διοίκησης με έμπειρα στελέχη, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέων τμημάτων που ταιριάζουν στις συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί πλέον η επιχείρηση και η αντικατάσταση ή ακόμη και κατάργηση των παλαιότερων, μη λειτουργικών θέσεων και τμημάτων. Ειδικά στην περίοδο που διανύουμε, είναι έντονες οι πιέσεις της αγοράς για παραγωγικότητα, ποιότητα παραγωγής και υιοθέτηση σύγχρονων τεχνολογιών. Η λειτουργική αναδιάρθρωση προσφέρει τα «δυναμικά» εργαλεία ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να ανταποκριθούν επιτυχώς σε αυτές τις απαιτήσεις, με στροφή στο αντικείμενο εργασίας, προσαρμογή των στόχων στις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, επικέντρωση των προσπαθειών στην κάλυψη του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας και βελτιστοποίηση των διαδικασιών. Επίσης, καθοριστικό στοιχείο για να μπορέσει ένας επιχειρηματικός οργανισμός να λειτουργήσει εύρυθμα και ομαλά είναι ο σχεδιασμός των σωστών διαύλων επικοινωνίας.
Σε ένα περιβάλλον που αλλάζει καθημερινά και γίνεται όλο και πιο απαιτητικό, μόνον οι επιχειρήσεις που θα προσαρμοστούν άμεσα θα διατηρήσουν και θα αυξήσουν τη δυναμική και το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα, έχοντας επιπλέον τη δυνατότητα επέκτασης των εργασιών τους, με νέες προοπτικές ανάπτυξης.
Αντώνης Γεωργίου
Yποδιευθυντής, τμήμα ελεγκτικών υπηρεσιών, KPMG ορκωτοί ελεγκτές A.E.
ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ;
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών ο ναυτιλιακός τομέας έχει πληγεί σοβαρά από τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης. Οι τίτλοι απαισιοδοξίας είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα έντυπα μέσα. Η ξαφνική και σοβαρή πτώση της ζήτησης, σε συνδυασμό με την υπερπροσφορά, έχει μειώσει σημαντικά τις αξίες του ενεργητικού και τα κέρδη των εταιρειών. Σύμφωνα με μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις, η τάση αυτή ίσως συνεχιστεί, ως συνέπεια της υπερπροσφοράς στους τρεις κύριους κλάδους της ναυτιλίας (δεξαμενόπλοια, πλοία χύδην φορτίου και πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων).
Σύμφωνα με μελέτη των εταιρειών Clarkson Research και Drewry, που πραγματοποιήθηκε το Φεβρουάριο 2010, η πρόβλεψη για ζήτηση σε εκατομμύρια τόνους κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ) για την περίοδο 2009 έως 2013 έχει ως εξής:
– Δεξαμενόπλοια: 16,2 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ.
– Πλοία χύδην φορτίου: 22 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ.
– Πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων: 20,3 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ.
Αντίστοιχα, οι προγραμματισμένες παραδόσεις πλοίων για την ίδια περίοδο, αντιστοιχούν σε:
– Δεξαμενόπλοια: 35,5 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ.
– Πλοία χύδην φορτίου: 66,5 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ.
– Πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων: 36,4 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ.
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι θα υπάρξει υπερπροσφορά ανά κατηγορία πλοίων ως ακολούθως:
-19,3 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ., που αντιστοιχεί στο 46% του σημερινού στόλου δεξαμενοπλοίων
-44,5 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ., που αντιστοιχεί στο 71% του σημερινού στόλου των χύδην φορτίων πλοίων και
-16,1 εκατομμύρια τόνοι κ.ο.χ., που αντιστοιχεί στο 45% του σημερινού στόλου πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Η δεινή αυτή θέση των πλοιοκτητών έχει –εν μέρει τουλάχιστον– κατανεμηθεί ισοδύναμα κατά μήκος ολόκληρου του φάσματος της γραμμής προσφοράς. Οι διαχειριστές των λιμένων βρίσκονται επίσης υπό πίεση, καθώς τα σχέδια για αύξηση της χωρητικότητας σε εμπορευματοκιβώτια έγιναν σε λάθος χρόνο.
Η παγκόσμια κρίση στις μεταφορές και στη ναυτιλία
Ίσως ο ναυτιλιακός τομέας δεν είναι εξ ολοκλήρου σε κρίση, αλλά η ταχύτητα με την οποία οι αγορές άλλαξαν εξέπληξε όλους μας, καθώς μεγάλοι και μικροί παίκτες μαζί με τους χρηματοδότες τους επλήγησαν σοβαρά. Οι συνολικές ζημιές των ναυτιλιακών εταιρειών γραμμής το 2009 έχουν ξεπεράσει το ποσό των 20 δισεκατομμυρίων αμερικάνικων δολαρίων. Όλοι έχουν αναγκασθεί να πάρουν μέτρα για να βελτιώσουν την εικόνα των ισολογισμών και των ταμειακών τους ροών. Η εμπειρία της KPMG δείχνει ότι οι πιο συνηθισμένες αντιδράσεις των εταιρειών αφορούν προγράμματα μείωσης του κόστους μέσω απόλυσης προ- σωπικού, δέσιμο πλοίων, επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, ματαίωση μίσθωσης ή νέων συμβολαίων ναυπήγη- σης πλοίων, (επανα)διαπραγμάτευση των ναύλων ή αναβολή συντήρησης των πλοίων. Άλλες εταιρείες έχουν επικεντρωθεί σε άλλους τρόπους, όπως βελτίωση των κεφαλαίων κίνησης μέσω έκδοσης ομολογιών και μετοχών και προσπάθειες επαναδιαπραγμάτευσης των υπαρχουσών συμφωνιών δανείων και χρηματοδότησης.
Ο δρόμος για την ανάκαμψη
Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης έχουν μόλις αρχίσει να γίνονται ορατά, καθώς πλοιοκτήτριες εταιρείες και εταιρείες διαχείρισης/λειτουργίας λιμανιών ανακοινώνουν στο δεύτερο τρίμηνο αυξήσεις σε ποσότητα, καλύτερα ναύλα και βελτιωμένα λειτουργικά περιθώρια. Οι μεταφορές από φορτηγά έχουν αυξηθεί σταθερά, υποδηλώνοντας την περαιτέρω ενδυνάμωση της αγοράς. Η KPMG έχει διαπιστώσει αύξηση των συγχωνεύσεων και εξαγορών σε παγκόσμιο επίπεδο στον τομέα των μεταφορών και της ναυτιλίας. Με τις ποσότητες να αυξάνονται βαθμιαία σε επίπεδα πριν την κρίση, ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που παραμένει είναι κατά πόσον οι τιμές ναύλων θα ακολουθήσουν μία αντίστοιχη πορεία σε βάθος χρόνου, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.
Αποφυγή κινδύνου από επενδυτές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
Η ικανότητα στρατηγικής ελιγμών και ανάλογων προσαρμογών των τραπεζών και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχει μπει σε δοκιμασία, με αυξανόμενη την ανάγκη για χρηματικά διαθέσιμα και χορηγήσεις πιστώσεων. Αρκετές μελέτες που αφορούν τον τομέα μεταφορών και ναυτιλίας και οι διαπιστώσεις της KPMG έχουν υπογραμμίσει τις δυσκολίες (επανα)διαπραγμάτευσης και εξασφάλισης δανείων και άλλων ειδών χρηματοδότησης. Η εμπειρία της KPMG υποδεικνύει ότι οι μικρού και μεσαίου μεγέθους εταιρείες έχουν πιο οξυμένα προβλήματα, με τους μεγαλύτερους παίκτες αποδεδειγμένα να έχουν μεγαλύτερη δύναμη διαπραγμάτευσης, όχι μόνο με τις τράπεζες και τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και με τους πελάτες και προμηθευτές, καθώς οι όροι πληρωμής και οι τιμές ναύλων έχουν καμφθεί και μεταβληθεί προς όφελος των μεγαλύτερων εταιρειών.
Η KPMG έχει διαπιστώσει ότι οι τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τείνουν όλο και περισσότερο να αποφεύγουν τον κίνδυνο.
Καθώς τα περιθώρια κέρδους και οι ταμειακές ροές των ναυτιλιακών εταιρειών έχουν μειωθεί, οι πρόσθετοι όροι υποχρεώσεων (covenants) βρίσκονται σε κίνδυνο, δηλαδή αδυναμία εκπλήρωσής τους. Καθώς οι πολιτικές κινδύνου έχουν γίνει αυστηρότερες στις τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η στιβαρότητα των ναυτιλιακών εταιρειών επαναπροσδιορίζεται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Οι χρηματοδότες θεωρούν αναπόσπαστο μέρος της ανάλυσής τους περί κινδύνου το φαινόμενο του ντόμινο (domino effect) που ενδεχομένως θα δημιουργηθεί σε όλο το φάσμα της ναυτιλιακής αγοράς.
Μια πιο προσχεδιασμένη προσέγγιση
Οι χρηματοδότες έχουν αρχίσει να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον τρόπο που λειτουργούν οι διοικήσεις των εταιρειών (management team) κάτω από πίεση. Οι διοικήσεις που επιδεικνύουν εμπειρία και οδηγούν επιτυχώς τις εταιρείες τους μέσα από περιόδους χρηματοοικονομικής πίεσης ή ύφεσης, εμφανίζονται να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση. Επίσης, οι δανειστές έχουν πάρει μέτρα που προτείνουν εξωτερική υποστήριξη στις διοικήσεις των εταιρειών και στη χειρότερη των περιπτώσεων ρίχνουν στη «μάχη» ένα δικό τους εκπρόσωπο στις εταιρείες, για να βοηθήσουν στην αναστροφή της οικονομικής τους πορείας. Αυτή η προσέγγιση είναι παρόμοια με τη φιλοσοφία της λειτουργίας των εταιρειών που διαχειρίζονται ξένα κεφάλαια για επενδυτικούς σκοπούς (private equity funds). Όμως η «σωστή ομάδα» είναι μόνο το ήμισυ της όλης ιστορίας.
Οι χρηματοδότες συνήθως επικεντρώνονται στους διαρθρωτικούς κινδύνους της εταιρείας (ποια είναι η δανειακή θέση της εταιρεί- ας, ποιες οι επιλογές εκπλήρωσης του δανείου, εάν πρέπει το δάνειο να επιμερισθεί σε περισσότερους δανειστές, ποιο θα πρέπει να είναι το ασφάλιστρο κινδύνου). Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό το τι πληροφόρηση και τι βαθμός λεπτομέρειας θα πρέπει να ζητηθεί. Οι δανειστές απαιτούν πιο λεπτομερή πληροφόρηση, σε πιο συχνή και διαφανή βάση. Μερικές ναυτιλιακές εταιρείες αντιμετωπίζουν προβλήματα με αυτήν τη διεισδυτική (ενοχλητική) προσέγγιση. Ετήσιοι προϋπολογισμοί και συνεχείς επαναπροβλέψεις δεν θεωρούνται πια επαρκείς. Τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όλο και περισσότερο απαιτούν πιο λεπτομερή, τεκμηριωμένα επιχειρησιακά πλάνα, τα οποία έχουν περιεκτική ανάλυση και προσδιορίζουν ένα ξεκάθαρο όραμα για τη μελλοντική λειτουργία της επιχείρησης. Επιπλέον, οι δανειστές επιθυμούν να κατανοήσουν και να αμφισβητήσουν την ορθότητα του επιχειρησιακού μοντέλου σχετικά με τον κίνδυνο και σε αυτό το πλαίσιο η ανάλυση σεναρίων («stress testing») είναι απαραίτητη. Δεν είναι ασυνήθιστο για τους δανειστές να ζητούν από τις εταιρείες να εκπληρώσουν ένα ολόκληρο εύρος από προϋποθέσεις, έτσι ώστε να έχουν μια καλύτερη εικόνα για τους οδηγούς του κέρδους και των χρηματικών διαθεσίμων.
Παρουσιάζοντας το επιχειρησιακό πλάνο
Η συμβουλή της KPMG προς τις εταιρείες είναι απλή: ποτέ μην πηγαίνεις να συναντήσεις ένα σύμβουλο χρηματοδότησης με «μισοδουλεμένο σχέδιο». Αμφισβήτησε σθεναρά τους ισχυρισμούς σου, χτίσε στέρεες σχέσεις με τους δανειστές σου και, κατά διαστήματα, προσπάθησε να δεις τα πράγματα βάζοντας τον εαυτό σου στη θέση τους.
Κλεοπάτρα Καλογεροπούλου
Manager, Baker Tilly Hellas
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΙΚΡΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: ΑΠΛΑ ΕΝΑ ΚΟΣΤΟΣ Η’ ΚΑΙ ΟΥΣΙΩΔΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑ;
Η ελεγκτική εργασία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς γίνεται αντιληπτή η κρίσιμη συμβολή της στην εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων. Ο ανεξάρτητος και ποιοτικός έλεγχος παρέχει την απαραίτητη εξωτερική διασφάλιση της πληρότητας των οικονομικών καταστάσεων, ενώ ταυτόχρονα η διαφανής και αξιόπιστη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, σε συνδυασμό με την ουσιαστική λειτουργία του ελέγχου, ενισχύουν την εμπιστοσύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος…
Η αξία όμως του ελέγχου σε εταιρείες μη δημοσίου ενδιαφέροντος είναι πολύ λιγότερο κατα- νοητή. Σε πολλές περιπτώσεις ο έλεγχος επιχειρήσεων μη δημοσίου ενδιαφέροντος έχει χαρακτηρισθεί ως «κόστος συμμόρφωσης», το οποίο θεωρείται ότι δεν είναι και τόσο απαραίτητο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ο ανεξάρτητος έλεγχος παρέχει πολύ περισσότερα από το αίσθημα «δημόσιας ευθύνης» και βασικό σκοπό έχει την προώθηση ορθών πρακτικών από τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την οικονομία. Επιπλέον, ο ρόλος του ελέγχου είναι κρίσιμος για τη χρηστή διακυβέρνηση σε μικρότερες επιχειρήσεις, πριν αυτές καταστούν οικονομικά σημαντικές, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο μιας πιθανής επιχειρηματικής αποτυχίας.
Η σχέση του εξωτερικού ελέγχου με την εταιρική διακυβέρνηση
Ως «εταιρική διακυβέρνηση» θεωρείται το πλαίσιο των σχέσεων, κανόνων, συστημάτων και διαδικασιών με και από τα οποία ασκείται και ελέγχεται η εξουσία στις εταιρείες.
Στην περίπτωση των εταιρειών δημοσίου ενδιαφέροντος, η ορθή και αποτελεσματική εταιρική διακυβέρνηση είναι αναμενόμενη, ενώ ο εξωτερικός έλεγχος θεωρείται αναπόσπαστο μέρος αυτής.
Στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις η ορθή εταιρική διακυβέρνηση είναι εξίσου σημαντική για τις υγιείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτές είναι οι διαδικασίες που θα ενισχύσουν τις επιτυχημένες επιχειρήσεις και θα συμβάλουν στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Σαφώς οι αρχές και οι κανόνες που διέπουν την εταιρική διακυβέρνηση στις εταιρείες δημοσίου ενδιαφέροντος είναι εκτός πεδίου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), όμως το περίπλοκο επιχειρηματικό περιβάλλον, το οποίο ρυθμίζεται λειτουργικά, όσο και χρηματοοικονομικά, από τις εκάστοτε εποπτεύουσες αρχές, δεν επιτρέπει την απουσία εταιρικής διακυβέρνησης, έστω και σε μια μικρή εταιρεία.
Οι ΜΜΕ θα πρέπει να έχουν θέσει σε λειτουργία τις κατάλληλες διαδικασίες που θα τους εξασφαλίσουν επιτυχημένη ανάπτυξη, σύμφωνα πάντα με το ρυθμιστικό πλαίσιο, ώστε να μην τους επιβάλλονται κυρώσεις μη συμμόρφωσης σε μεταγενέστερο στάδιο. Επιπρόσθετα, μια συνήθης πρακτική στις ΜΜΕ είναι η ενασχόληση των ιδιοκτητών με την καθημερινή διαχείριση της επιχείρησης. Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου υπάρχει δυνατότητα για συχνή και ανοιχτή επικοινωνία μεταξύ των ελεγκτών και του ιδιοκτήτη ή των διευθυντών. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ελεγκτές λαμβάνουν γνώση των θεμάτων που έχουν σημασία για εκείνον και ότι πολλά ζητήματα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν εκτός του πεδίου εφαρμογής του ελέγχου, τελικά, συχνά συνεξετάζονται και συνεκτιμώνται στο πλαίσιο διεξαγωγής του ελέγχου. Τέτοιου είδους παραδείγματα περιλαμβάνουν τον έλεγχο των δικλίδων ασφαλείας για τη μισθοδοσία, τις εισφορές σε συνταξιοδοτικά ταμεία, τους έμμεσους φόρους, καθώς και διάφορες αναλύσεις σχετικά με την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των επιχειρηματικών πρακτικών.
Οι ΜΜΕ κατά κανόνα αναπτύσσονται σε ένα βαθμό όπου οι ιδιοκτήτες είναι αδύνατον να μπορούν πλέον να διαχειριστούν όλες τις επιχειρησιακές αποφάσεις και είναι αναγκασμένοι να αναθέσουν κάποιες από αυτές σε στελέχη, ώστε να δημιουργήσουν μηχανισμούς ελέγχου. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ευάλωτο στάδιο για κάθε επιχείρηση, το οποίο μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, και ιδιαίτερα στη φάση της ανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εξωτερικός έλεγχος μπορεί να είναι καθοριστικός στον εντοπισμό των δικλίδων ασφαλείας που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή, σε θέματα διαχείρισης και πληροφοριακών συστημάτων, καθώς και στην παροχή εποπτείας.
Άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς
Είναι πολύ σύνηθες οι ανάγκες άλλων μερών, πλην των επενδυτών, που ενδιαφέρονται να λάβουν πληροφόρηση για την οικονομική κατάσταση των ΜΜΕ, να παραβλέπονται. Οι φορολογικές αρχές, για παράδειγμα, έχουν μεγαλύτερη διασφάλιση όταν προβλέπεται επιστροφή φόρου για εταιρείες με ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, όπως και οι τράπεζες και οι φορείς παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών πάντα επηρεάζονται από την ύπαρξη ή μη ελεγμένων οικονομικών πληροφοριών κατά την εξέταση αιτημάτων χρηματοδότησης. Ο έλεγχος σηματοδοτεί την πραγμάτωση εξωτερικής εποπτείας από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα και, λόγω του ότι οι ΜΜΕ συχνά δεν διαθέτουν εσωτερικό εμπειρογνώμονα, ο τακτικός έλεγχος όχι μόνο διασφαλίζει ότι οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για σκοπούς λήψης αποφάσεων είναι αξιόπιστες αλλά και ότι έχουν τεθεί σε λειτουργία δικλίδες ασφαλείας, ώστε η οικονομική οντότητα να έτοιμη να ανταποκριθεί στις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ευκαιρίες. Ο εξωτερικός έλεγχος εφιστά επίσης την προσοχή της διοίκησης των ΜΜΕ στην ανάγκη να γίνουν σαφείς οι ρόλοι και οι ευθύνες σύμφωνα με την εταιρική νομοθεσία, καθώς και να δοθεί η δέου- σα προσοχή στις διαδικασίες πρόληψης αφερέγγυων συναλλαγών. Ο έλεγχος καταδεικνύει σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι ο ανεξάρτητος εμπειρογνώ- μονας έχει εξετάσει τις πρακτικές των επιχειρήσεων, δίνοντάς τους κάποια προστασία σε σχέση με τις εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν.
Σύμφωνα με την εμπειρία μας, εταιρείες που ελέγχονται τείνουν να υιοθετούν μια πιο επαγγελματική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τη χρηστή διαχείριση, τη διενέργεια εσωτερικών ελέγχων, τη χρήση εξωτερικών συμβουλευτικών επιτροπών και γενικά αυτές οι εταιρείες τείνουν να έχουν καλύτερη απόδοση από άλλες που δεν ελέγχονται από ορκωτό ελεγκτή.
Ελεγκτικά και λογιστικά πρότυπα
Η εφαρμογή των ελεγκτικών και λογιστικών προτύπων στη λειτουργία των ΜΜΕ έχει επίσης θεωρηθεί οικονομικό βάρος κατά καιρούς. Πολλοί είναι αυτοί που εστιάζουν περισσότερο στο κόστος παρά στην αξιολόγηση των ωφελειών. Σίγουρα ο έλεγχος θα είναι πάντα έλεγχος και τα πρότυπα που τον διέπουν μπορούν να εφαρμοστούν σε οντότητες κάθε μεγέθους. Ωστόσο, ο έλεγχος μιας ΜΜΕ εστιάζει σε διαφορετικούς τομείς απ’ ό,τι ο έλεγχος οικονομικών μονάδων μεγάλου δημοσίου συμφέροντος.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ είναι πιθανό να επικεντρωθεί σε κινδύνους που προκύ- πτουν λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους της επιχείρησης και των εξελισσόμενων δομών διοίκησης, είναι όμως σπανιότερο να έρθει αντιμέτωπος με περίπλοκα λογιστικά θέματα. Αντίθετα, ο έλεγχος μιας μεγάλης επιχείρησης, όπου οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι απορρέουν από την ποικιλομορφία των δρα- στηριοτήτων και την πολυπλοκότητα των συναλλαγών, έρχεται αντιμέτωπος με πιο περίπλοκα λογιστικά θέματα. Μπορεί το κόστος του ελέγχου να σχετίζεται με τις εκτεταμένες διαδικασίες και τις αυξημένες απαιτήσεις τεκμηρίωσης που προβλέπονται από τα ελεγκτικά πρότυπα, ωστόσο, οι δαπάνες αυτές μπορούν να ελαχιστοποιηθούν όταν εφαρμόζεται μια τυποποιημένη μέθοδος ελέγχου των ΜΜΕ. Οι οδηγίες που εκδίδονται από τη Διεθνή Ομοσπονδία Λογιστών (IFAC) καταδεικνύουν με σαφήνεια πώς τα ελεγκτικά πρότυπα μπορούν να εφαρμοστούν σε πολύ μι- κρές επιχειρήσεις και, κατά συνέπεια, η ίδια αρχή μπορεί να εφαρμοστεί για τον έλεγχο των ΜΜΕ.
Θεωρούμε ότι οι επαγγελματικοί φορείς θα πρέπει να αναπτύξουν μία τυποποιημένη προσέγγιση ελέγχου για τις ΜΜΕ, σύμφωνα με τα ελεγκτικά πρότυπα που εφαρμόζονται για τους μικρούς επαγγελματίες. Η προσέγγιση του ελέγχου των ΜΜΕ θα πρέπει σαφώς να σχεδιαστεί καταλλήλως ώστε να αντανακλα το τυπικό περιβάλλον στο οποίο δρ στηριοποιούνται και να προσφέρει τη δυνατότητα να συμπεριλαμβάνονται τα ιδιαίτερα για κάθε εταιρεία στοιχεία, τα οποία θα μπορούν να ενημερώνονται με ελάχιστο κόστος κάθε χρόνο, προκειμένου να αντανακλώνται οι αλλαγές στην οικονομική οντότητα.
Ο ρόλος του ελεγκτή ως «έμπιστου συμβούλου» έχει προωθηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια από τους επαγγελματικούς λογιστικούς φορείς ανά τον κόσμο. Ωστόσο, ο ρόλος αυτός διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί προσωπικού συμφέροντος, καθώς ο ελεύθερος επαγγελματίας θα μπορούσε να προωθήσει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών, αντί να επικεντρωθεί σε θέματα που ενδιαφέρουν άμεσα την ΜΜΕ. Η εφαρμογή των ελεγκτικών προτύπων για τον έλεγχο των ΜΜΕ εξασφαλίζει ότι θα υιοθετηθεί μια δομημένη προσέγγιση, ώστε να εξεταστούν όλες οι πτυχές της λειτουργικής δραστηριότητας μέσα σε ένα συνολικό πλαίσιο. Ο εντοπισμός ελλείψεων στο σύστημα αντιμετώπισης κινδύνων, η έλλειψη κατάλληλων εσωτερικών ελέγχων ή η χρήση ακατάλληλων λογιστικών δεδομένων για τη λήψη αποφάσεων αποτελούν κρίσιμες πτυχές της επιχειρηματικής πρακτικής, οι οποίες όμως θα δηλώνονται από τον ελεγκτή στη διοίκηση, εφόσον προκύπτουν κατά τη διάρκεια του ελέγχου. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα προώθησης άλλων υπηρεσιών από τον ελεγκτή, καθώς τα ελεγκτικά πρότυπα ήδη προβλέπουν την αναφορά τέτοιου είδους ελλείψεων που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του ελέγχου.
Επιπρόσθετα, η εξέταση των λογιστικών αρχών που ορίζονται στα λογιστικά πρότυπα προωθεί εξίσου πολύ καλές πρακτικές εσωτερικής διαχείρισης και σύνταξης εκθέσεων και επιτρέπει τη συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο. Η σημαντικότητα του ελέγχου σε σχέση με την εταιρική διακυβέρνηση καταδεικνύεται στην ακόλουθη επισκόπηση, που αναλύει για ορισμένα από τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου τη σημασία που έχουν για τη χρηστή διαχείριση στις ΜΜΕ:
ΔΠΕ 240: Ευθύνες του ελεγκτή σχετικά με απάτη σε έναν έλεγχο οικονομικών καταστάσεων.
Παρόλο που ζητήματα απάτης μπορεί να μην αποτελούν το κύριο μέλημα της διοίκησης, οι συζητήσεις με τον ελεγκτή σχετικά με τον κίνδυνο της απάτης αυξάνουν την επίγνωση της διοίκησης για το ότι η απάτη δεν περιορίζεται στην υπεξαίρεση των περιουσιακών στοιχείων, αλλά μπορεί επίσης να προκύψει ως αποτέλεσμα ακατάλληλων λογιστικών πρακτικών. Οι συζητήσεις αυτές, σε συνδυασμό με πιο επίσημες ανακοινώσεις, θυμίζουν σε όσους είναι επιφορτισμένοι με τη διακυβέρνηση τις ευθύνες τους για τη δημιουργία εσωτερικών ελέγχων που μετριάζουν τον κίνδυνο απάτης.
ΔΠΕ 250: Εξέταση νόμων και κανονισμών στον έλεγχο οικονομικών καταστάσεων
Η μόνιμη μη συμμόρφωση με νόμους και κανονισμούς είναι πιθανό να έχει αρνητικές χρηματοοικονομικές επιπτώσεις. Η ευρύτερη εμπειρία ενός ελεγκτη επί των επιχειρηματικών πρακτικών και, κατά συνέπεια, τα ερωτήματα που υποβάλλει στην διοίκηση μπορεί να αυξήσουν τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για συμμόρφωση με νόμους και κανονισμούς. Για παράδειγμα, ένας εργολάβος μπορεί να χρειαστεί να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στους κανονισμούς και νόμους υγιεινής και ασφάλειας απ’ ό,τι ένας φορέας παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών. Ομοίως, ορισμένοι κλάδοι υπόκεινται σε ένα πιο περίπλοκο σύστημα έμμεσων φόρων. Ο έλεγχος παρέχει μια πιο δομημένη προσέγγιση για τον προσδιορισμό των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις (βλ. ΔΠΕ 315 κατωτέρω) σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες ανάγκες για συμμόρφωση ορισμένου τύπου επιχειρήσεων.
ΔΠΕ 260: Επικοινωνία με τους υπεύθυνους για τη διακυβέρνηση.
Οι απαιτήσεις των ελεγκτικών προτύπων επιβάλλουν άμεση επικοινωνία για ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια του ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των απόψεων του ελεγκτή σχετικά με τις λογιστικές πρακτικές της εταιρείας και τυχόν σημαντικές δυσκολίες. Αυτή η δομημένη προσέγγιση παρέχει με αποτελεσματικότητα στη διοίκηση μια ετήσια αξιολόγηση των θεμάτων που σχετίζονται με τις πρακτικές αναφοράς.
ΔΠΕ 265: Κοινοποίηση ελλείψεων σε εσωτερικές δικλίδες στους υπεύθυνους για τη διακυβέρνηση και τη διοίκηση.
Μια χρηματοοικονομική έκθεση παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική επίδοση της επιχείρησης και την οικονομική της θέση. Οι εσωτερικές δικλίδες ασφαλείας αποσκοπούν στην έγκαιρη πρόληψη και ανίχνευση ή διόρθωση ανακριβειών στη χρηματοοικονομική έκθεση. Συνήθως οι δικλίδες που τίθενται σε εφαρμογή προκειμένου να συνταχθεί η ετήσια οικονομική έκθεση θα είναι οι ίδιες με αυτές που εφαρμόζονται για την προετοιμασία των περιοδικών οικονομικών εκθέσεων για διοικητικούς σκοπούς. Η επίσημη ανακοίνωση οποιωνδήποτε ελλείψεων δίνει τη δυνατότητα στη διοίκηση να κατανο- ήσει τους κινδύνους μη αξιοπιστίας των πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται για τη λήψη αποφάσεων.
ΔΠΕ 315: Εντοπισμός και εκτίμηση των κινδύνων ουσιώδους σφάλματος μέσω κατανόησης της οντότητας και του περιβάλλοντός της.
Ο ελεγκτής οφείλει να κατανοήσει τους παράγοντες που επηρεάζουν την οικο- νομική οντότητα, συμπεριλαμβανομέ- νου του κλάδου, της δραστηριότητας, των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, των επιχειρησιακών στόχων, των στρατηγικών και των επιχειρηματικών κινδύνων η τη μέτρηση και αξιολόγηση των οικονομικών επιδόσεων. Αυτό σημαίνει ότι ο ελεγκτής μπορεί να αξιολογήσει τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τις δικλίδες ασφαλείας μέσα σε ένα κατάλληλο πλαίσιο όταν προβαίνει σε αξιολόγηση των κινδύνων και μπορεί να προσφέρει ουσιαστική πληροφόρηση στη διοίκηση, όπου αυτό απαιτείται, σύμφωνα με το ΔΠΕ 260.
ΔΠΕ 450: Αξιολόγηση σφαλμάτων που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου.
Οι λόγοι για τους οποίους διαπιστώνονται ανακρίβειες κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου είναι θεμελιώδεις για την αντιμετώπιση του κινδύνου ουσιώδους ανακρίβειας και τη βελτίωση των πρακτικών σύνταξης των εκθέσεων διαχείρισης. Μια ανακρίβεια μπορεί να αποδοθεί σε πολλές διαφορετικές αιτίες, που απαιτούν αντίστοιχα και διαφορετικές απαντήσεις. Για παράδειγμα, μια ανα- κρίβεια μπορεί να αποτελεί ένα μεμονωμένο λάθος που έγινε εκ παραδρομής ή μια δόλια πράξη που έγινε εκ προθέσεως. Μια ανακρίβεια μπορεί να αναδείξει έναν πιο διάχυτο κίνδυνο στον τρόπο με τον οποίο συγκεντρώνονται και υπόκεινται σε επεξεργασία διάφορες πληροφορίες ή μπορεί να σχετίζεται με παρανόηση των απαιτήσεων σύνταξης των εκθέσεων διαχείρισης. Η ανακρίβεια μπορεί να παραπλανήσει τους χρήστες μέσω μιας ακατάλληλης περιγραφής ή κατάταξης των στοιχείων στην οικονομική έκθεση. Η αξιολόγηση των σφαλμάτων και η ενημέρωση της διοίκησης είναι σημαντική, όχι μόνο για να δια- σφαλιστεί η αντικειμενική παρουσίαση της οικονομικής έκθεσης αλλά και για να βελτιωθούν οι πρακτικές σύνταξης των εκθέσεων.
ΔΠΕ 501: Ελεγκτικά τεκμήρια – ειδικά ζητήματα για επιλεγμένα κονδύλια.
Για τις επιχειρήσεις που παράγουν αγαθά και διατηρούν αποθέματα, η επαλήθευ- ση των φυσικών ποσοτήτων των αποθεμάτων είναι σημαντική για τον προσδιορισμό των μικτών περιθωρίων κέρδους και του αναφερόμενου εσόδου.
ΔΠΕ 505: Εξωτερικές επιβεβαιώσεις
Οι εξωτερικές επιβεβαιώσεις είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να καθοριστεί αν τα υπόλοιπα των λογαριασμών είναι απαλλαγμένα από ουσιώδεις ανακρίβειες. Τα αποδεικτικά στοιχεία του ελέγχου με τη μορφή εξωτερικών επιβεβαιώσεων που αποστέλλονται απευθείας στον ελεγκτή από τους εξωτερικούς τρίτους μπορεί να είναι πιο αξιόπιστα από στοιχεία που δημιουργούνται στο εσωτερι- κό της οικονομικής οντότητας. Ωστόσο, ο ελεγκτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι ενδέχεται να υπάρχουν διάφορα ζητήματα σχετικά με τις επιβεβαιώσεις που λαμβάνει.
ΔΠΕ 540: Έλεγχος λογιστικών εκτιμήσεων, περιλαμβανομένων των λογιστικών εκτιμήσεων εύλογης αξίας και σχετικών γνωστοποιήσεων.
Ο ελεγκτής, κατά τον έλεγχο των λογιστικών εκτιμήσεων, λαμβάνει υπόψη τόσο τη διαδικασία απόκτησης αξιόπιστων δεδομένων όσο και το αποτέλεσμα, όπως αυτό απεικονίζεται στις οικονομικές καταστάσεις. Η ικανότητα του ελεγκτή να προβεί σε συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών μεταξύ διαφόρων οντοτήτων και να αξιολογήσει το επίπεδο γνώσης που εφαρμόζεται είναι θεμελιώδους σημασίας, όχι μόνο για την ακριβοδίκαιη παρουσίαση των αποτελεσμάτων αλλά και για τη βελτίωση της κατανόησης των εσωτερικών δικλίδων ασφαλείας που πρέπει να δημιουργηθούν.
ΔΠΕ 570: Συνέχιση δραστηριότητας.
Η ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει ως δρώσα οικονομική μονάδα είναι θεμελιώδης για την εφαρμογή του κατάλληλου λογιστικού πλαισίου. Η υποχρέωση του ελεγκτή να λάβει υπόψη τη δυνατότητα συνέχισης της δραστηριότητας κατά την ημερομηνία υπογραφής της έκθεσής του απαιτεί την έγκαιρη διερεύνηση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι λειτουργίες συνεχίζονται όπως αναμενόταν και ότι οι προβλέψεις ταμειακών ροών καταδεικνύουν ότι η οικονομική οντότητα μπορεί να πληρώσει τα χρέη της, όπως και όταν αυτά καταστούν απαιτητά.
ΔΠΕ 800: Ειδικά ζητήματα – έλεγχοι οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με πλαίσια ειδικού σκοπού.
Η φύση του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο αναφοράς της χρηματοοικονομικής επίδοσης και της οικονομικής θέσης. Ο ελεγκτής εξετάζει το κατά πόσον έχει εφαρμοστεί το λογιστικό πλαίσιο, σε συνάρτηση με το σκοπό για τον οποίο προετοιμάστηκε η οικονομική έκθεση και τους χρήστες για τους οποίους προορίζεται. Ο συγκεκριμένος στόχος αξιολόγησης, μαζί με την κατάλληλη γνωστοποίηση των υιοθετούμενων λογιστικών πολιτικών, είναι ουσιαστικής σημασίας για τη μείωση του κινδύνου παραπλάνησης των χρηστών.
ΔΠΕ 805: Ειδικά ζητήματα – έλεγχοι επιμέρους οικονομικών καταστάσεων και συγκεκριμένων στοιχείων, λογαριασμών ή κονδυλίων οικονομικής κατάστασης.
Όταν κάποιο στοιχείο της οικονομικής έκθεσης παρουσιάζεται μεμονωμένα, είναι πιθανό να είναι παραπλανητικό για τους χρήστες. Η εφαρμογή του ΔΠΕ 805 παροτρύνει τον ελεγκτή σε μια ευρύτερη και αντικειμενικότερη εξέταση του τρόπου με τον οποίο οι χρηματοοικονο- μικές πληροφορίες θα προετοιμαστούν και του κατά πόσο θα είναι επαρκείς για τους χρήστες τους.
Τέλος, από τη σκοπιά της εποπτεύουσας αρχής, υπάρχουν βασικά ερωτήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως:
α) το κατά πόσο το μέγεθος της οικονομικής οντότητας δικαιολογεί το απαιτούμενο επίπεδο ρυθμιστικής εποπτείας,
β) το κατά πόσο η κανονιστική εποπτεία που απαιτείται επιβάλλει έξοδα που υπερβαίνουν τα οφέλη,
γ) το εάν η κανονιστική εποπτεία εφαρμόζει ορθές πρακτικές για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης στις μικρότερες επιχειρήσεις και
δ) ποιο είναι το κατάλληλο όριο για την ένταξη στους κανονισμούς της εποπτεύουσας αρχής.