Η πανδημία, ο φόβος του ιδιωτικού χρέους και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης
Ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ για το 2021 προβλέπει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για το 4ο τρίμηνο του χρόνου, βάζοντας στην εξίσωση και δύο εναλλακτικά σενάρια που προϋποθέτουν πρόσθετη δημόσια δαπάνη ύψους 5 δισ. ευρώ, η οποία αναμένεται να κατευθυνθεί είτε σε μεταβιβάσεις είτε σε δημόσια κατανάλωση. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, στην πρώτη περίπτωση ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2021 αυξάνεται κατά μία περίπου ποσοστιαία μονάδα και διαμορφώνεται σε 3,65%, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης ξεπερνάει τις δύο ποσοστιαίες μονάδες και γίνεται 4,84%.
Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, τονίζει στο Accountancy Greece πως η μετάβαση στη δημοσιονομική κανονικότητα και η διατήρηση του χαμηλού κόστους δανεισμού δεν θα είναι εύκολο εγχείρημα, υπογραμμίζοντας, παράλληλα, πως για να αποφευχθούν τα λάθη και ο οικονομικός «εκτροχιασμός» του παρελθόντος απαιτείται δημοσιονομική υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα.
Προσθέτει πως η έλευση της πανδημίας έφερε νέα δεδομένα στο τραπέζι, διαμορφώνοντας ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό στη γηραιά ήπειρο, ενώ την ίδια ώρα εντείνεται, όπως λέει, η ανησυχία για το πώς θα διαμορφωθεί η επόμενη μέρα για την ελληνική οικονομία και τις επιχειρήσεις, με το ιδιωτικό χρέος να αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα που θα μας απασχολήσει μόλις τελειώσει η πανδημία.
Αναφορά γίνεται και στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης –ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των εταιρειών– όπως επίσης και στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζει στο σύνολό της η Ευρώπη και στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν.
— Κύριε Κουτεντάκη, η συζήτηση πανευρωπαϊκά περιστρέφεται γύρω από την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την κάλυψη των αναγκών που έχουν προκύψει από την υγειονομική κρίση, ενώ η Κομισιόν έχει αναστείλει την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων. Θεωρείτε ότι πρέπει να ξεκινήσει συζήτηση για αλλαγή δημοσιονομικών κανόνων και πόσο εφικτό είναι να επιστρέψουν με ομαλό τρόπο οι χώρες της Ευρωζώνης σε μικρά ελλείμματα ή πλεονάσματα; Μέχρι σχετικά πρόσφατα υπήρχε, ιδίως στην Ευρώπη, η πεποίθηση ότι οι οικονομικές κρίσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με μέτρα νομισματικής πολιτικής (με μείωση των επιτοκίων ή με τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση), ενώ η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει ουδέτερη ή και να είναι περιοριστική. Ωστόσο, η εμπειρία από την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 κατέδειξε τα όρια των δυνατοτήτων αυτού το συνδυασμού, ιδίως στο σημερινό περιβάλλον των παρατεταμένων μηδενικών έως αρνητικών επιτοκίων.
Στην πρόσφατη υγειονομική κρίση, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να αντιλήφθηκε σχετικά γρήγορα την κρισιμότητα της κατάστασης και την ανάγκη χαλάρωσης των δημοσιονομικών δεσμεύσεων, ώστε τα κράτη μέλη να διαθέτουν τα περιθώρια αποτελεσματικής αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται το ειδικό πρόγραμμα αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και κυρίως η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας (general escape clause).
Βεβαίως, οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να επιστρέψουν σε δημοσιονομική ισορροπία σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει, όπως λέτε, με ομαλό τρόπο, καθώς έχουμε δει ότι οι απότομες διορθώσεις δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν. Με αυτά τα δεδομένα, αισιοδοξώ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βγει σοφότερη από την προηγούμενη κρίση και θα διαχειριστεί αποτελεσματικότερα τη σημερινή.
— Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, που αντιμετωπίζει και το μεγαλύτερο πρόβλημα λόγω των παλαιότερων ελλειμμάτων που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της δεκαετούς ύφεσης, πιστεύετε ότι μπορεί να αποφευχθεί ο φαύλος κύκλος του παρελθόντος (λιτότητα, χαμηλή ανάπτυξη, ελλείμματα); Δυστυχώς, η Ελλάδα μπήκε στην κρίση της πανδημίας με έναν ήδη πολύ υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος αυξάνεται περαιτέρω εξαιτίας της πανδημίας. Εντός του 2020, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δισ. ευρώ και, σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση, έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ.
Παρά τη δημοσιονομική ευελιξία που μας προσφέρουν οι έκτακτες νομισματικές και δημοσιονομικές συνθήκες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δημοσιονομικοί πόροι είναι εξ ορισμού πεπερασμένοι. Τα χρέη που δημιουργεί η επεκτατική πολιτική σήμερα, θα πρέπει να αποπληρωθούν αύριο. Για να μην ξαναγυρίσουμε στον φαύλο κύκλο που αναφέρετε, θα χρειαστεί δημοσιονομική υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού η σταθερότητα που επιτεύχθηκε –με μεγάλο κόστος– στη διάρκεια του προγράμματος προσαρμογής.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι στη διάρκεια του προγράμματος υλοποιήθηκε ένας εντυπωσιακός εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να παρακολουθεί με ακρίβεια την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και να παρεμβαίνει έγκαιρα όποτε χρειαστεί. Αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενισχυθεί με τους αναγκαίους ανθρώπινους πόρους, προκειμένου να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.
— Πόσο ακόμα αντέχει το κράτος να στηρίζει με μέτρα μια οικονομία σε καθεστώς πανδημίας; Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποιο επείγον πρόβλημα, ωστόσο, όπως είπαμε προηγουμένως, οι δημοσιονομικοί πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι. Οι έκτακτες δημοσιονομικές παρεμβάσεις πλησίασαν τα 15 δισ. ευρώ πέρυσι και θα ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ φέτος. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου μας, το πρωτογενές έλλειμμα έφτασε περίπου τα 14 δισ. ευρώ το 2020, που ισοδυναμεί με επιδείνωση περίπου 20 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2019. Αυτές οι παρεμβάσεις καλύπτονται από τα ταμειακά διαθέσιμα, τους έκτακτους ευρωπαϊκούς πόρους και τον νέο δανεισμό.
Αντιλαμβάνεστε, όμως, ότι υπάρχει ένα όριο σε αυτές τις δυνατότητες, που θα το συναντήσουμε καθώς διευρύνονται οι οικονομικές και δημοσιονομικές απώλειες της πανδημίας. Η επόμενη μέρα, δηλαδή η μέρα μετά την επαναφορά των νομισματικών και δημοσιονομικών κανόνων, θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και η βασική παράμετρος είναι να μη χαθεί η εμπιστοσύνη των αγορών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, υπάρχει κίνδυνος για απότομη επιδείνωση της κατάστασης.
— Σε τι βαθμό ανησυχείτε για την έκρηξη του ιδιωτικού χρέους και τι μέριμνα μπορεί να υπάρξει, μετά την πανδημία, γι’ αυτό; Το ιδιωτικό χρέος είναι ένα πρόβλημα που θα μας απασχολήσει σοβαρά μόλις τελειώσει η πανδημία. Όπως σημειώνουμε στην τελευταία μας έκθεση, το ύψος του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους (δηλαδή εκείνου που οφείλεται στην εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και τις εταιρίες διαχείρισης δανείων) είναι λίγο πάνω από 240 δισ. Το πρόβλημα υπήρχε ήδη πριν την εμφάνιση της πανδημίας και παραμένει λίγο-πολύ σταθερό, χάρη στις έκτακτες ρυθμίσεις και αναστολές πληρωμών του περασμένου έτους. Από τη στιγμή ωστόσο που θα αρχίσουν να αποκαθίστανται οι πληρωμές, αναμένουμε σημαντική αύξηση του μη εξυπηρετούμενου χρέους. Θα χρειαστεί, λοιπόν, παρέμβαση και σε αυτόν τον τομέα.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πόσο ιδιωτικό χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών μπορεί να αναλάβει ο δημόσιος τομέας, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο. Η όποια απάντηση θα πρέπει να δοθεί με κριτήρια οικονομικής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Για τις επιχειρήσεις, το βασικό κριτήριο πρέπει να είναι η οικονομική βιωσιμότητα και να στηριχθούν εκείνες που θα μπορέσουν να προσφέρουν μελλοντικά στο κοινωνικό σύνολο και την οικονομία. Για τα νοικοκυριά τα κριτήρια θα πρέπει να έχουν κυρίως κοινωνικό χαρακτήρα, να στηριχτούν οι πιο αδύναμοι και να αποφευχθεί μια έκρηξη της φτώχειας, όπως συνέβη στην προηγούμενη κρίση.
— Όλοι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, όμως παράλληλα εκφράζονται από πολλές επιχειρήσεις έντονοι φόβοι και ανησυχίες ότι ίσως ο καταμερισμός τους δεν γίνει σωστά. Είστε αισιόδοξος ότι αυτή τη φορά τα χρήματα θα κατευθυνθούν με το βέλτιστο δυνατό τρόπο σε εκείνες τις επιχειρήσεις και τους κλάδους που ναι μεν έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, εμφανίζουν όμως και την μεγαλύτερη προοπτική; Το πρόβλημα της διάθεσης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι κοινό για όλες τις χώρες. Γι’ αυτό είναι σε εξέλιξη η προσπάθεια από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπιστούν όλες οι διαδικασίες και οι δικλίδες που θα οδηγήσουν στο καλύτερο αποτέλεσμα. Για την Ελλάδα οι στρατηγικές κατευθύνσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στηρίζονται στην Έκθεση Πισσαρίδη.
Το Γραφείο μας εκτιμά ότι η υλοποίηση των προτάσεων αυτών απαιτεί πολιτική και κοινωνική συναίνεση επειδή περιλαμβάνουν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος. Γι’ αυτό πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις προτάσεις που μπορούν να επιτύχουν ένα βαθμό συμφωνίας μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, όπως είναι οι πολιτικές που οδηγούν στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, στη βελτίωση των όρων συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην πράσινη ανάκαμψη και στην ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.
Αισιοδοξούμε ότι η χώρα μας έχει πάρει τα απαραίτητα διδάγματα από τα προβλήματα των προηγούμενων δεκαετιών, τόσο της «φούσκας» όσο και της κρίσης.