Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εστιάσουν εκ νέου στην επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και στη βιώσιμη μείωση του κόστους της επιχειρηματικότητας. Το υπερβολικά παρεμβατικό ρυθμιστικό πλαίσιο, το έλλειμμα δεξιοτήτων και τα δημοσιονομικά ελλείμματα αποτελούν τις κύριες ανησυχίες των διευθυνόντων συμβούλων.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να δείξουν μεγάλη προσοχή και να εργαστούν με ζήλο για την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και τη μείωση με βιώσιμο τρόπο του κόστους του επιχειρείν. Παράλληλα, πρέπει να ενισχύσουν την ευελιξία και την ικανότητα προσαρμογής των δημόσιων οργανισμών στις μελλοντικές εξελίξεις.
Αυτά είναι δύο μόνο από τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την 18η Ετήσια Παγκόσμια Έρευνα της PwC για τους διευθύνοντες συμβούλους, με τις απαντήσεις 1.322 επιχειρηματικών ηγετών από 77 χώρες να προστίθενται στις πολύτιμες απόψεις 50 κυβερνητικών εκπροσώπων και διευθυνόντων συμβούλων του δημόσιου τομέα.
Τα συνολικά αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το 37% των διευθυνόντων συμβούλων πιστεύουν ότι η οικονομική ανάπτυξη θα βελτιωθεί το 2015, ποσοστό που έχει μειωθεί κατά 44% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Ωστόσο, η αισιοδοξία των διευθυνόντων συμβούλων για την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους έχει παραμείνει σταθερή, με το 39% παγκοσμίως να δηλώνουν «πολύ αισιόδοξοι ότι τα έσοδα των εταιρειών τους θα αυξηθούν μέσα στους επόμενους 12 μήνες» –σε ποσοστό ίδιο με πέρυσι και αυξημένο σε σχέση με το 2013, που ήταν 36%.
Ωστόσο, οι απαντήσεις των διευθυνόντων συμβούλων όσον αφορά τα θέματα που τους προβληματίζουν αναδεικνύουν τους τομείς στους όποιους χρειάζεται να αναλάβουν δράση οι κυβερνήσεις. Το παρεμβατικό ρυθμιστικό πλαίσιο έρχεται και πάλι πρώτο στη λίστα, καθώς αναφέρεται από το 78% των διευθυνόντων συμβούλων, σημειώνοντας άνοδο κατά 6 μονάδες σε σχέση με πέρυσι. Άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες είναι η έλλειψη βασικών δεξιοτήτων, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα δημόσια χρέη, η αυξανόμενη φορολογία και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, με τους εφτά στους δέκα ή και περισσότερους ερωτηθέντες διευθύνοντες συμβούλους να δηλώνουν «σχετικά» ή «ιδιαίτερα» ανήσυχοι για όλους αυτούς τους παράγοντες. Στην καρδιά όλων των παραπάνω θεμάτων που απειλούν την επιχειρηματικότητα βρίσκονται οι κυβερνητικές πολιτικές.
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι, αντανακλώντας ενδεχομένως αυτούς τους ανασταλτικούς για τις επιχειρήσεις τους παράγοντες, τοποθετούν στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων, όσον αφορά την κυβερνητική πολιτική, τα ακόλουθα: ένα ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα (67%), ικανό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό (60%) και επαρκείς φυσικές υποδομές (49%).
Ο Scott McIntyre, από τους επικεφαλής του Κλάδου Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών σε κυβερνήσεις και τον δημόσιο τομέα της PwC δήλωσε: «Η οικονομικά συνετή διακυβέρνηση είναι πιο σημαντική από ποτέ, ιδιαίτερα ενόψει των διαρκών περικοπών των προϋπολογισμών με στόχο τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων πολλών χωρών. Αυτό σημαίνει καλύτερες επιδόσεις με λιγότερους πόρους –ικανοποίηση των αυξανόμενων προσδοκιών των πολιτών παρέχοντας υπηρεσίες με πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο και δίνοντας προτεραιότητα στις δημόσιες υπηρεσίες που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για τους πολίτες αλλά και για τις επιχειρήσεις».
Κατόπιν της παρουσίασης της Παγκόσμιας Έρευνας της PwC για τους διευθύνοντες συμβούλους τον Ιανουάριο του 2015, το Κέντρο Έρευνας Δημόσιου Τομέα της PwC (PwC Public Sector Research Centre) δημοσίευσε την πρόσφατη μελέτη του με τίτλο «Κυβερνήσεις και διευθύνοντες σύμβουλοι: Παράγοντας αποτελέσματα, δημιουργώντας αξία» (Government & the Global CEO: Delivering outcomes, creating value). Η μελέτη αναδεικνύει πέντε σημεία που πρέπει να απασχολήσουν όλες τις κυβερνήσεις:
1. Αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εξορθολογισμός των κρατικών δαπανών. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα παραμένουν στο επίκεντρο, με το 72% των ερωτηθέντων διευθυνόντων συμβούλων να δηλώνουν «σχετικά» ή «ιδιαίτερα» ανήσυχοι σχετικά με το θέμα αυτό. Για τους δημόσιους οργανισμούς εξακολουθεί να ισχύει η απαίτηση «να αποδίδουν καλύτερα με λιγότερους πόρους», έχοντας ταυτόχρονα στο επίκεντρο τα αποτελέσματα που χρειάζεται και επιθυμεί η κοινωνία.
Αυτό απαιτεί από τις κυβερνήσεις να επιδοθούν με ανανεωμένο ζήλο στην προσπάθεια επίτευξης δημοσιονομικής ισορροπίας, με έμφαση στην κατανόηση και τη βιώσιμη μείωση του κόστους, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ευελιξία των δημόσιων οργανισμών και καθιστώντας τους ικανούς να ανταποκριθούν στις μελλοντικές προκλήσεις.
2. Αντιμετώπιση των επιβαρύνσεων που δημιουργούνται από το ρυθμιστικό πλαίσιο και τη φορολογία. Το υπερβολικά παρεμβατικό ρυθμιστικό πλαίσιο εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή των παραγόντων που αντιμετωπίζονται ως απειλές για την επιχειρηματικότητα, με πάνω από τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων (78%) να είναι «σχετικά» ή «ιδιαίτερα» ανήσυχοι και με το αυξημένο φορολογικό φορτίο να ακολουθεί από κοντά (70%). Η πρόκληση στην οποία πρέπει να ανταποκριθούν οι κυβερνήσεις είναι η ελάφρυνση των βαρών που επωμίζονται οι επιχειρήσεις και παράλληλα η προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών ως εργαζομένων και πελατών. Αυτό απαιτεί εξυπνότερη προσέγγιση του ρυθμιστικού πλαισίου και προθυμία για φορολογική μεταρρύθμιση.
3. Επένδυση στην ανάπτυξη. Οι δημόσιοι οργανισμοί σε όλα τα επίπεδα έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν στη δημιουργία μιας πλατφόρμας ανάπτυξης που θα είναι οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη, με έμφαση στους κύριους μοχλούς των ανθρώπινων δεξιοτήτων και της φυσικής υποδομής.
Για την πλειοψηφία (60%) των διευθυνόντων συμβούλων που συμμετείχαν στη φετινή έρευνα, η εξασφάλιση ικανού και ευέλικτου εργατικού δυναμικού θα πρέπει να αποτελεί κυβερνητική προτεραιότητα, απαίτηση που έρχεται μόλις δεύτερη μετά τη διαμόρφωση ενός διεθνώς ανταγωνιστικού και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, ενώ την τρίτη θέση των κυβερνητικών προτεραιοτήτων καταλαμβάνει το αίτημα για επαρκείς φυσικές υποδομές.
Αυτό απαιτεί από την κρατική ηγεσία να προωθήσει ένα σύστημα δεξιοτήτων με βάση την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών και τη ζήτηση, όπως επίσης και να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός εργατικού δυναμικού που να αποτελείται από εργαζόμενους που είναι ευέλικτοι και μπορούν να σκέφτονται και να εργάζονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
4. Αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας. Η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να αποτελέσει μοχλό προόδου, προσφέροντας πεδίο εφαρμογής για την επίτευξη υψηλότερης παραγωγικότητας και καλύτερων αποτελεσμάτων, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος.
Οι δημόσιοι φορείς χρειάζεται να αγκαλιάσουν την ψηφιακή τεχνολογία ως εργαλείο καινοτομίας, μετασχηματισμού της αλληλεπίδρασής τους με τους πολίτες, προώθησης της αλληλεπίδρασης μεταξύ των πολιτών και διασφάλισης των αποτελεσμάτων. Η ψηφιακή τεχνολογία δημιουργεί νέες ευκαιρίες συμμετοχής των πολιτών στον σχεδιασμό και την παροχή των υπηρεσιών, καθώς και στην παραγωγή αποτελεσμάτων. Οι δημόσιοι οργανισμοί χρειάζεται να αναπτύξουν σαφές όραμα, στρατηγική και σχέδιο για να αξιοποιήσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις ψηφιακές επενδύσεις, καθώς επίσης και την ψηφιακή δυναμικότητα και δυνατότητα για να ανταποκριθούν σε αυτές τις ευκαιρίες, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης αναλύσεων δεδομένων για την εξαγωγή πληροφοριών από τα μαζικά δεδομένα (big data).
5. Συνεργασία με τις επιχειρήσεις για την επίτευξη κοινωνικών αποτελεσμάτων. Παρότι οι επιχειρήσεις γενικά είναι επιφυλακτικές απέναντι στις κυβερνήσεις, οι δύο αυτοί μηχανισμοί αλληλεξαρτώνται όσον αφορά την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέχουν στις επιχειρήσεις τη βεβαιότητα που χρειάζονται για να πραγματοποιήσουν επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεταξύ τους συνεργασίας, με κύριο στόχο τη μείωση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και τη διευκόλυνση της ανάπτυξης.
Ο Jan Sturesson, από τους επικεφαλής του Κλάδου Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών σε κυβερνήσεις και τον δημόσιο τομέα της PwC, δήλωσε: «Η ατζέντα την οποία καλούνται να υλοποιήσουν οι ηγεσίες σε αυτές τις πέντε περιοχές είναι σημαντική. Η υλοποίηση των προτεραιοτήτων που αφορούν την επιχειρηματικότητα, παράλληλα με τα κοινωνικά οφέλη, απαιτεί πραγματική ηγεσία και εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών και του κράτους ότι καθένας θα κάνει το σωστό.
Οι ηγέτες στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα καλούνται να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας και ενός σκεπτικού, υποστηριζόμενοι από υποδομές μέτρησης επιδόσεων και παροχής κινήτρων, που αντιμετωπίζει την επιχείρηση, την κυβέρνηση και την κοινωνία συνολικά, δίνοντας έμφαση στα αποτελέσματα και τον αντίκτυπο που αυτά έχουν, παρά στις υποδομές, τις διαδικασίες και τα προϊόντα».
Σημείωση
Για την έρευνα Government & the Global CEO: Delivering outcomes, creating value πραγματοποιήθηκε μια σειρά από συνεντεύξεις με περισσότερους από 50 εκπροσώπους κυβερνήσεων και διευθύνοντες συμβούλους δημοσίων οργανισμών. Τα συμπεράσματα αυτής της ποιοτικής έρευνας χρησιμοποιήθηκαν για να συμπληρώσουν την ποσοτική έρευνα, για την οποία πραγματοποιήθηκαν 1.322 συνεντεύξεις με διευθύνοντες συμβούλους από 77 χώρες κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2014. Η έρευνα είναι διαθέσιμη στο www.psrc.pwc.com.