Η δημοσίευση της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ βρίσκει την ελληνική οικονομία βαρύτατα τραυματισμένη. Έχοντας γλυτώσει, μόλις για λίγο, από την καταστροφική εξέλιξη που θα συνεπαγόταν μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και έξοδος από την ευρωζώνη, πλέον αναζητά επειγόντως κατεύθυνση και μια νέα πορεία.
Ασφαλώς αυτή θα προσδιοριστεί κατευθείαν από τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Οι συνθήκες για μια θετική πορεία ανάπτυξης υπάρχουν, όμως δεν είναι αυτονόητες ούτε θα προκύψουν αυτόματα. Καθώς όμως όλα τα περιθώρια έχουν εξαντληθεί και έχει γίνει φανερό ότι οι εναλλακτικές θα είναι ιδιαίτερα επώδυνες, η στοίχιση όλων των παραγόντων για τη στήριξη μιας αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας πρέπει να αποτελέσει εθνικό σκοπό και όχι αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Είναι ανάγκη στην κριτική εξέταση της συμφωνίας που έχει επί της αρχής συμφωνηθεί, να αναγνωρίζεται ότι έχει πολλά θετικά σημεία που επιτρέπουν μια αναγκαία βάση στήριξης. Πρέπει λοιπόν η συμφωνία να υποστηριχθεί ευρύτατα χωρίς την οποιαδήποτε αμφιβολία και αμφισημία: η συμφωνία καθυστέρησε και πλέον πρέπει να ολοκληρωθεί το συντομότερο και να εφαρμοστεί όσο το δυνατό πληρέστερα. Ασφαλώς έχει και σημεία που επιδέχονται κριτικής (όπως η αύξηση της φορολογίας που θα λειτουργήσει υφεσιακά), όμως η ύπαρξή τους δεν πρέπει να οδηγήσει σε καθυστερήσεις και απροθυμία στην εφαρμογή του όλου προγράμματος. Άλλωστε, η εξέλιξη των προγραμμάτων προσαρμογής την τελευταία πενταετία και κυρίως η εμπειρία των τελευταίων μηνών έχουν καταδείξει με δραματικό τρόπο ότι κάθε καθυστέρηση και συντήρηση της αβεβαιότητας έχει πρόσθετο πραγματικό κόστος που είναι βαρύ και πολλαπλάσιο από το όποιο όφελος που μπορεί να έχει μια επιμέρους πραγματική ή υποθετική βελτίωση.
Σίγουρα τα σκληρά πρόσφατα γεγονότα έχουν αποτελέσματα που δεν θα είναι εύκολα αναστρέψιμα. H άρση των περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές θα μπορεί να συμβεί μόνο σταδιακά και στο βαθμό που η εμπιστοσύνη θα επανέρχεται, με την επίτευξη μιας νέας εξισορρόπησης των ίδιων των τραπεζών αλλά και των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών δεδομένων. Οι περιορισμοί αυτοί, μαζί με την ευρύτερη διάρρηξη της εμπιστοσύνης που έχει υπάρξει, θα τείνουν να υποβιβάσουν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα. Τα εισοδήματα και η απασχόληση θα μειώνονται κατά τους επόμενους μήνες, καθώς οι επενδύσεις είναι φυσιολογικό ότι θα παρουσιάσουν σημαντική κάμψη. Σε κάθε περίπτωση, οι όροι για εύρωστη ανάπτυξη δεν θα υπάρχουν όσο θα καθυστερεί η επιστροφή της εμπιστοσύνης και η εξισορρόπηση στο τραπεζικό σύστημα. Συνεπώς, οι επόμενες κινήσεις στην οικονομική πολιτική (και ασφαλώς ως προς το τραπεζικό σύστημα) πρέπει να είναι αποφασιστικές και χωρίς χρονοτριβή.
Η διεθνής κρίση, πυροδότησε από το 2008 μια μακρά περίοδο βαθιάς ύφεσης στην Ελληνική οικονομία και την επιβολή προγραμμάτων προσαρμογής. Η περίοδος αυτή έχει ήδη κρατήσει υπερβολικά πολύ και πρέπει να φτάσει στο τέλος της το συντομότερο. Φυσικά, αυτό πρέπει να γίνει με τη δημιουργία των πραγματικών συνθηκών που θα επιτρέψουν στην οικονομία να χρηματοδοτείται από τις διεθνείς αγορές και να κινείται σε πορεία ανάπτυξης και σύγκλισης με το κέντρο της Ευρώπης. Η τρέχουσα χρονιά θα είναι χρονιά σημαντικής ύφεσης (αναστρέφοντας την ελαφρά ανάκαμψη που υπήρξε κατά το 2014 και ακυρώνοντας τον προγραμματισμό για σημαντική ανάπτυξη
κατά το 2015), ενώ ελαφρά ύφεση αναμένεται να υπάρξει συνολικά και κατά την επόμενη χρονιά. Μπορούν όμως να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε η αναστροφή προς θετικούς ρυθμούς να γίνει σχετικά νωρίτερα εντός του επόμενου έτους και η έξοδος προς τις αγορές να είναι εφικτή αρκετά πριν την προβλεπόμενη λήξη του επερχόμενου προγράμματος. Αυτή η θετική πορεία, που είναι απολύτως απαραίτητη, δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί εάν δεν έχουν υπάρξει προηγουμένως συνθήκες σημαντικής και με βάθος χρόνου σταθεροποίησης στην οικονομική και γενικότερη πολιτική, από νωρίς το ερχόμενο φθινόπωρο. Με τη σειρά τους, οι βάσεις για αυτή τη σταθεροποίηση θα πρέπει να έχουν ήδη τεθεί πριν το τέλος του καλοκαιριού.
Συνολικά, η απαραίτητη σταθεροποίηση θα πρέπει να εκφραστεί με συνδυασμό συνθηκών. Πρώτη συνθήκη είναι η σαφής, αμετάκλητη και μη διαπραγματεύσιμη τοποθέτηση της ξεκάθαρης πλειονότητας του πολιτικού φάσματος στην πλευρά της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη και της απαραίτητης για αυτή συνεννόησης. Η έλλειψη συνεννόησης ανάμεσα στις κύριες πολιτικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές τους, σε ένα ελάχιστο εθνικό πρόγραμμα σταθεροποίησης και ανάπτυξης, έχει αποδειχθεί από το 2009 και μετά ο κύριος αποσταθεροποιητικός παράγοντας που βάθυνε την αβεβαιότητα και την ύφεση αλλά και που διαφοροποιεί την ελληνική περίπτωση σε σχέση με τις άλλες χώρες όπου εφαρμόστηκαν αντίστοιχα προγράμματα. Ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες πολιτικές εξελίξεις, η απάλειψη αυτού του προβλήματος θα αποδειχθεί καταλυτική.
Δεύτερη συνθήκη είναι η επείγουσα και έμπρακτη στροφή προς προσέλκυση επενδύσεων, με στόχο το διπλασιασμό του ποσοστού τους επί του εθνικού προϊόντος το συντομότερο. Αυτό προϋποθέτει τουλάχιστον τέσσερις επιμέρους κινήσεις: (α) τη σταθεροποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, με την απαραίτητη ανακεφαλαιοποίηση και χειρισμό των προβληματικών δανείων, ώστε να απελευθερωθούν και κινητοποιηθούν οι διαθέσιμοι εγχώριοι πόροι, (β) την κινητοποίηση ώστε να αξιοποιηθεί, με μόχλευση ακόμα περισσότερων επενδυτικών πόρων, το ‘πακέτο Juncker’, (γ) την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, μέσω και κατάλληλων μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στις αγορές και τη δημόσια διοίκηση και (δ) το σχεδιασμό και λειτουργία του ταμείου αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας, που προβλέπεται στο σχέδιο συμφωνίας, προς κατεύθυνση αναπτυξιακή με τρόπο που να προσελκύει πρόσθετα νέα κεφάλαια (πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση έχει κάνει το ΙΟΒΕ ήδη από το 2011).
Τρίτη συνθήκη είναι η εφαρμογή στην πράξη με τον περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο του νέου προγράμματος. Ενώ τα προηγούμενα δύο προγράμματα είχαν προβλήματα στο σχεδιασμό, το κύριο πρόβλημα εντοπίστηκε στην εφαρμογή, ειδικά εκεί που το βραχυπρόθεσμό και ειδικό συμφέρον υπερίσχυσε πολιτικά του μακροπρόθεσμου και γενικότερου συμφέροντος. Η κατάλληλη εξειδικευμένη γνώση θα είναι απαραίτητη σε αυτή την προσπάθεια, καθώς οι τρέχουσες συνθήκες είναι δυσχερείς και μη συνηθισμένες.
Ενδεικτικά και δεδομένης της ιδιάζουσας κατάστασης για τις πληρωμές, η ενθάρρυνση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, με κατάλληλες φορολογικές προσαρμογές, μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την ενθάρρυνση της υγιούς επιχειρηματικότητας. Παράλληλα, ιδίως καθώς η ύφεση δυστυχώς παρατείνεται, είναι σημαντική η προστασία των πραγματικά αδύναμων νοικοκυριών, με στοχευμένες και αποφασιστικές κινήσεις.
Δεδομένων των παραπάνω, και με την εμπιστοσύνη σε υψηλό επίπεδο, η ελληνική πλευρά όχι απλώς θα δικαιούται αλλά και θα οφείλει να διεκδικεί από τους εταίρους και πιστωτές σταδιακές, αλλά σημαντικές κινήσεις για περαιτέρω επιμήκυνση των δανείων και μείωση των υφιστάμενων και μελλοντικών επιτοκίων, προκειμένου να μειωθεί και ο μελλοντικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές.
Αναλογιζόμενοι τα δραματικά γεγονότα του τελευταίου μήνα, είναι από αρκετές πλευρές παράδοξο πώς η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη έφτασε να θεωρείται ένα τόσο πιθανό ενδεχόμενο. Οι Έλληνες στην πλειονότητά τους βλέπουν θετικά την παραμονή στο κοινό νόμισμα, κατανοώντας ότι το μέλλον τους θα είναι καλύτερο όσο πιο κοντά είναι στο κέντρο της Ευρώπης. Η ελληνική οικονομία θα έχανε πολλά από μια έξοδο, όχι μόνο μέσα από τις μεσοπρόθεσμες αναταράξεις (από τις οποίες λάβαμε μια οδυνηρή πρόγευση), αλλά και γιατί θα εξασθενούσε δραματικά η ενδυνάμωση των εγχώριων θεσμών και η προσέλκυση επενδύσεων. Όμως και η ίδια η Ευρωζώνη θα είχε μεσοπρόθεσμα βλάβη στην αξιοπιστία της. Πώς φτάσαμε σχεδόν σε σημείο καταστροφής;
Σε όλη τη διάρκεια της περασμένης πενταετίας, και ενώ έγιναν σημαντικά βήματα προόδου, παρατηρήθηκε έλλειψη ειλικρίνειας και αξιοπιστίας στην οικονομική πολιτική, ειδικότερα σχετικά με τις απαραίτητες δομικές αλλαγές. Συστηματικά καλλιεργήθηκε ο μύθος ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί, χωρίς μια πραγματική σύγκλιση της οικονομίας μας με τις υπόλοιπες της Ευρωζώνης. Με παρατεταμένη αβεβαιότητα και πολύ ασθενείς επενδύσεις, η βαθιά ύφεση ήταν φυσικό επακόλουθο. Ως επιστέγασμα, τους τελευταίους μήνες η οικονομική πολιτική φάνηκε να κινείται αγνοώντας όλους τους κρίσιμους περιορισμούς και τα πραγματικά δεδομένα.
Δείτε εδώ όλη την έκθεση: