Φωτεινή Σταγάκη
Οικονομολόγος – Σύμβουλος επιχειρήσεων
Η ελευθερία εγκατάστασης είναι μία από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 49, δεύτερο εδάφιο, της ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 54 της ΣΛΕΕ, περιεχόμενο του δικαιώματος εγκατάστασης είναι το δικαίωμα των υπηκόων κρατών μελών ή εταιρειών να εγκατασταθούν και να ασκούν τη δραστηριότητά τους σε ένα άλλο κράτος μέλος με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους υπηκόους και τις επιχειρήσεις του τελευταίου.
Η ελευθερία εγκαταστάσεως των εταιρειών περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να σχηματίζουν και να διαχειρίζονται τέτοιες εταιρείες υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκατάστασης.
Δεδομένης της πολυπλοκότητας των διασυνοριακών μετατροπών, συγχωνεύσεων και διασπάσεων («διασυνοριακές πράξεις») και του πλήθους των σχετικών συμφερόντων, η Ε.Ε. έκρινε σκόπιμο να προβλεφθεί ο έλεγχος της νομιμότητας των διασυνοριακών πράξεων πριν τεθούν σε ισχύ, προκειμένου να υπάρξει ασφάλεια δικαίου. Την 19/11/2019 η Ε.Ε. εξέδωσε Οδηγία1 με την οποία διευκολύνονται οι διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις των εταιρειών και τα κράτη μέλη έχουν 36 μήνες στη διάθεσή τους για να εγκρίνουν τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της. Η νέα Οδηγία τροποποιεί την Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132, η οποία προβλέπει μόνο κανόνες για τις εγχώριες διασπάσεις των ανωνύμων εταιρειών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθεσε η Επιτροπή, υπάρχουν περίπου 24 εκατομμύρια εταιρείες στην Ε.Ε., εκ των οποίων το 80%, κατά προσέγγιση, είναι Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης. Περίπου το 98-99% των εν λόγω Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι τελευταίες θα είναι οι κύριοι δικαιούχοι της σημαντικής εξοικονόμησης που θα προκύψει από αυτήν την Οδηγία.
Οι νέοι αυτοί κανόνες δίνουν στις εταιρείες της Ε.Ε. τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πλήρως την ενιαία αγορά, ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως δήλωσε η υπουργός Δικαιοσύνης της Φινλανδίας Anna-Maja Henriksson. Ταυτόχρονα, η Οδηγία προβλέπει κατάλληλες εγγυήσεις ώστε να αποτρέπονται οι καταχρήσεις και να προστατεύονται τα νόμιμα συμφέροντα των εργαζομένων, των μειοψηφούντων μετόχων και των πιστωτών, και καθιερώνει μια υποχρεωτική διαδικασία ελέγχου για την καταπολέμηση των καταχρήσεων. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη διαδικασία θα επιτρέπει στις εθνικές αρχές να αναστέλλουν μια διασυνοριακή πράξη όταν πραγματοποιείται για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς, δηλαδή όταν είναι σχεδιασμένη ώστε να αποφύγει ή να καταστρατηγήσει το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο ή για να εξυπηρετήσει εγκληματικούς σκοπούς.
Το συμφωνηθέν κείμενο προβλέπει παρόμοιους κανόνες για τα δικαιώματα συμμετοχής των εργαζομένων σε διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις. Εξασφαλίζει επίσης ότι οι εργαζόμενοι θα ενημερώνονται επαρκώς για τις αναμενόμενες επιπτώσεις της πράξης και ότι θα πραγματοποιούνται σχετικές διαβουλεύσεις. Παρέχεται μεγαλύτερη προστασία στα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας και των μετόχων χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ταυτόχρονα, δίνονται σαφέστερες και πιο αξιόπιστες εγγυήσεις στους πιστωτές της εκάστοτε εταιρείας.
Συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα νόμιμα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων μερών, η διασυνοριακή επιχείρηση θα πρέπει να καταρτίσει και να δημοσιοποιήσει το σχέδιο όρων της προτεινόμενης πράξης, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τη νομική μορφή που προβλέπεται για την εταιρεία ή τις εταιρείες, το καταστατικό, το προτεινόμενο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα της επιχείρησης και λεπτομέρειες σχετικά με τυχόν διασφαλίσεις που προσφέρονται στα μέλη και τους πιστωτές. Η εταιρεία που εκτελεί τη διασυνοριακή πράξη θα πρέπει να συντάξει μια έκθεση που να εξηγεί και να αιτιολογεί τις νομικές και οικονομικές πτυχές της προτεινόμενης πράξης και τις επιπτώσεις αυτής για τους εργαζομένους. Ειδικότερα, για τους εργαζομένους, η έκθεση θα πρέπει να εξηγεί τις επιπτώσεις της προτεινόμενης διασυνοριακής πράξης στην κατάσταση της απασχόλησης, θα πρέπει να εξηγεί εάν θα υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στους όρους απασχόλησης, στις συλλογικές συμβάσεις, τις πιθανές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, στους μισθούς και τις αναμενόμενες συνέπειες που θα επηρεάσουν και τις θυγατρικές εταιρείες.
Κατά την αξιολόγηση που απαιτείται για την απόκτηση πιστοποιητικού, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να προσφεύγει σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Όσον αφορά την ανεξαρτησία του εμπειρογνώμονα, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 22 και 22β της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου2. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες που να διασφαλίζουν ότι ο εμπειρογνώμονας είναι ανεξάρτητος από την εταιρεία που υποβάλλει αίτηση για το πιστοποιητικό προετοιμασίας. Ο εμπειρογνώμονας που θα διοριστεί από την αρμόδια αρχή θα πρέπει να μην έχει προηγούμενο ή τρέχοντα δεσμό με την ενδιαφερόμενη εταιρεία, που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία του.
Οι πληροφορίες που γνωστοποιεί η εταιρεία πρέπει να είναι πλήρεις και να παρέχουν τη δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις της προβλεπόμενης διασυνοριακής λειτουργίας. Ωστόσο, οι εταιρείες δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες, η δημοσιοποίηση των οποίων θα έβλαπτε την επιχειρηματική τους θέση, σύμφωνα με την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία. Η μη κοινοποίηση αυτή δεν πρέπει να υπονομεύει τις λοιπές απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα Οδηγία.
Το συμφωνηθέν κείμενο προβλέπει μεγαλύτερη προστασία στα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας και των μετόχων χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ως συνέπεια μιας διασυνοριακής πράξης, τα δικαιώματα των μετόχων μπορεί να μεταβάλλονται, ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο του κάθε κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει τουλάχιστον να προβλέπουν ότι οι μέτοχοι που κατέχουν μετοχές με δικαίωμα ψήφου και οι οποίοι ψήφισαν κατά της έγκρισης του σχεδίου όρων, θα έχουν το δικαίωμα να αποχωρήσουν από την εταιρεία και να λάβουν αποζημίωση για τις μετοχές τους, ισοδύναμη με την αξία των μετοχών αυτών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι ελεύθερα να αποφασίζουν να επεκτείνουν το δικαίωμα αυτό και στη μειοψηφία, για παράδειγμα, σε μετόχους που κατέχουν μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου ή σε μετόχους οι οποίοι, λόγω διασυνοριακής πράξης, θα αποκτήσουν μερίδια στην αποδέκτρια εταιρεία διαφορετικής αναλογίας από αυτά που κατείχαν πριν από την πράξη ή σε μέλη για τα οποία δεν θα υπήρχε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου, αλλά μπορεί να αλλάξουν ορισμένα από τα δικαιώματά τους. Η παρούσα Οδηγία δεν πρέπει να θίγει τους εθνικούς κανόνες σχετικά με το κύρος των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης μετοχών σε εταιρείες ή ειδικών απαιτήσεων νομικής μορφής.
Ταυτόχρονα, δίνονται σαφέστερες και πιο αξιόπιστες εγγυήσεις στους πιστωτές της εκάστοτε εταιρείας. Επί του παρόντος, οι κανόνες προστασίας των πιστωτών ποικίλλουν μεταξύ των κρατών μελών, γεγονός που προσδίδει μεγάλη πολυπλοκότητα στη διαδικασία μιας διασυνοριακής πράξης και οδηγεί σε αβεβαιότητα, τόσο για τις εμπλεκόμενες εταιρείες όσο και για τους πιστωτές τους σε σχέση με την ανάκτηση ή την ικανοποίηση της απαίτησής τους.
Προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των πιστωτών, σε περιπτώσεις που δεν ικανοποιούνται από το κατατεθέν σχέδιο, θα μπορούν να ζητήσουν τη λήψη μέτρων ασφαλείας από την αρμόδια αρχή. Κατά την αξιολόγηση αυτών των διασφαλίσεων, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λάβει υπόψη εάν η αξίωση ενός πιστωτή έναντι της εταιρείας ή τρίτου έχει τουλάχιστον ισοδύναμη αξία και αντίστοιχη πιστωτική ικανότητα όπως ήταν πριν από τη διασυνοριακή πράξη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι πιστωτές που έχουν συνάψει συμβάσεις με την εταιρεία πριν τη δημοσίευση της πρόθεσής της να πραγματοποιήσει διασυνοριακή πράξη έχουν επαρκή προστασία. Μετά την κοινοποίηση του σχεδίου της διασυνοριακής πράξης, οι πιστωτές πρέπει να μπορούν να λάβουν υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της αλλαγής δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου ως αποτέλεσμα της διασυνοριακής πράξης.
Εκτός από τους γενικούς κανόνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου3, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν ότι οι εν λόγω πιστωτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αξίωση στο κράτος μέλος αναχώρησης για περίοδο δύο ετών μετά την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής μετατροπής.
Επιπλέον, προκειμένου να προστατευθούν οι πιστωτές έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας της εταιρείας μετά από διασυνοριακή πράξη, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να απαιτούν από την εταιρεία ή τις εταιρείες να προβούν σε δήλωση φερεγγυότητας δηλώνοντας ότι η εταιρεία ή οι εταιρείες που προκύπτουν από τη διασυνοριακή πράξη θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εταιρεία που διεξάγει τη διασυνοριακή πράξη δεν θίγει τους πιστωτές της, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει αν η εταιρεία έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών και τυχόν ανοικτές υποχρεώσεις έχουν εξασφαλιστεί επαρκώς. Ειδικότερα, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει εάν η εταιρεία αποτελεί αντικείμενο δικαστικών υποθέσεων που αφορούν, για παράδειγμα, την παραβίαση του κοινωνικού, εργασιακού ή περιβαλλοντικού δικαίου, το αποτέλεσμα των οποίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβολή περαιτέρω υποχρεώσεων στην εταιρεία.
Τέλος, η Οδηγία ενθαρρύνει τη χρήση ψηφιακών εργαλείων σε όλα τα στάδια της διασυνοριακής πράξης. Η διεκπεραίωση διατυπώσεων, όπως η έκδοση του προ της πράξεως πιστοποιητικού, θα μπορεί να γίνεται επιγραμμικά και θα πρέπει να εκδοθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης. Όλες οι σχετικές πληροφορίες θα ανταλλάσσονται μέσω των υφιστάμενων, ψηφιακά διασυνδεδεμένων μητρώων επιχειρήσεων.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι όλη η διαδικασία θα μπορεί να ολοκληρωθεί πλήρως στο Διαδίκτυο, χωρίς να είναι απαραίτητο οι αιτούντες να εμφανιστούν αυτοπροσώπως ενώπιον αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη. Οι κανόνες σχετικά με τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και διαδικασιών στο εταιρικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών διασφαλίσεων, πρέπει να εφαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση.
Προκειμένου να μειωθεί το κόστος και να μειωθεί η διάρκεια των διαδικασιών και των διοικητικών επιβαρύνσεων για τις επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν την αρχή «μία φορά» στον τομέα του εταιρικού δικαίου, η οποία συνεπάγεται ότι οι εταιρείες δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν τις ίδιες πληροφορίες σε περισσότερες από μία δημόσιες αρχές. Και για να εξασφαλιστεί ένα κατάλληλο επίπεδο διαφάνειας για τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και διαδικασιών, η έκδοση του προ της πράξεως πιστοποιητικού από τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών πρέπει να είναι δημόσια διαθέσιμο μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων. Σύμφωνα με τη γενική αρχή στην οποία βασίζεται η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132, η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να είναι πάντοτε δωρεάν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. https://data.consilium.europa.eu/doc/document/PE-84-2019-INIT/el/pdf
2. Directive 2006/43/EC of the European Parliament and of the Council of 17 May 2006 on statutory audits of annual accounts and consolidated accounts, amending Council Directives 78/660/EEC and 83/349/EEC and repealing Council Directive 84/253/EEC (OJ L 157, 9.6.2006, p. 87).
3. Regulation (EU) No 1215/2012 of the European Parliament and of the Council of 12 December 2012 on jurisdiction and the recognition and enforcement of judgments in civil and commercial matters (OJ L 351, 20.12.2012, p. 1).